λένα-παπαληγούρα-eίναι-δύσκολο-για-μία-1071357

Πρόσωπα

Λένα Παπαληγούρα: Eίναι δύσκολο για μία γυναίκα να είναι στον χώρο του θεάματος

Η σπουδαία ηθοποιός σε μία μεγάλη συνέντευξη στην Parallaxi για το "Κουκλόσπιτο", τη ζωή της και τις σημαντικές επιλογές της στο θέατρο, στη τηλεόραση και το σινεμά.

Γιώργος Σταυρακίδης
Γιώργος Σταυρακίδης

Αν υπάρχουν δύο τρεις γυναίκες ηθοποιοί της νέας γενιάς που τα τελευταία χρόνια έχουν ξεχωρίσει για τις επιλογές τους, τόσο θεατρικά όσο και τηλεοπτικά, τότε σίγουρα η Λένα Παπαληγούρα θα είναι μέσα σε αυτές.

Την είδα πρώτη φορά, πριν αρκετά χρόνια πια, στην πρώτη εκδοχή της “Κατερίνας” του Αύγουστου Κορτώ, σε σκηνοθεσία του Γιώργου Νανούρη. Ήταν η μαγική εκείνη στιγμή που μια φωνή, ένα βλέμμα, μία ερμηνεία μπορεί να καθηλώσει το κοινό και να θέλει να το ζήσει ξανά. Κάπως έτσι, τα επόμενα χρόνια είδα την Κατερίνα πολλές φορές. Περιμένοντας πάντα μία επόμενη…

Όμως, η Λένα δεν έμεινε εκεί ασφαλώς. Το σπουδαίο ταλέντο της την έφερε αντιμέτωπη με σημαντικούς ρόλους, δύσκολους, απαιτητικούς που κάθε φορά που ερχόταν στη Θεσσαλονίκη, το χειροκρότημα του κοινού ήταν πάντα το ίδιο ζεστό.

Την αγαπάει το κοινό της Θεσσαλονίκης την Λένα. Και το ξέρει κι εκείνη. Μου το είπε πάλι στη νέα μας κουβέντα με αφορμή το “Κουκλόσπιτο” του Ίψεν σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Τάρλοου που ήρθε αυτές τις μέρες στην πόλη, στο Θέατρο Αριστοτέλειο, μέχρι την Κυριακή 22 Οκτωβρίου. Άλλωστε με τον Τάρλοου, όπως και με τον Νανούρη, έχει συνδέσει πολλές σημαντικές στιγμές της καλλιτεχνικής της πορείας.

Η Λένα Παπαληγούρα είναι ένα φωτεινό πρόσωπο για το ελληνικό θέατρο και αν κάτι την φωτίζει κυρίως, είναι η αλήθεια της που καταθέτει πάντα εντός κι εκτός σκηνής. Ένας απλός άνθρωπος, που χαμογελάει όταν την μιλάς, που σε κάνει εύκολα να γίνεις φίλος της ή έστω, έτσι να νιώθεις. Στοιχεία που δεν είναι ούτε εύκολα, αλλά ούτε αυτονόητα στον χώρο του θεάματος.

Με αφορμή το “Κουκλόσπιτο” μιλήσαμε για όλα που κάνει, αυτά που ετοιμάζει κι αυτά που αγαπάει ή την προβληματίζουν γύρω μας.

Τι θυμάσαι από τα παιδικά σου χρόνια που να έχει σχέση με το θέατρο;

Θυμάμαι πολλά πράγματα. Καταρχήν νομίζω δύο εκ διαμέτρου αντίθετα πράγματα που θυμάμαι κι έχουν να κάνουν με το θέατρο, είναι το ένα ότι επειδή ήμουν μοναχοπαίδι στο σπίτι, μόνη μου έκανα φανταστικές ιστορίες για να περνάω καλά, θεωρώ μάλιστα ότι μάλλον βαριόμουν που ήμουν μόνη μου. Το άλλο είναι ότι η μαμά μου με πήγαινε πολύ συχνά σε παιδικές παραστάσεις. Οπότε ήταν μία ενασχόληση που την αγαπούσαμε πολύ. Και προσωπικά αλλά και ως οικογένεια, ήταν μία ωραία έξοδος όλοι μαζί. Βέβαια θυμάμαι ότι κυρίως με τη μαμά μου πηγαίναμε και με φίλες. Την έχω πολύ καθαρά στο μυαλό μου αυτή την ανάμνηση και νομίζω ότι από εκεί μου μπήκε με κάποιο τρόπο ο σπόρος, συν του ότι πιο μετά λάτρευα την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Πέθαινα μαζί της. Ξέρεις αυτή τη μοναξιά, πρέπει να σου πω ότι την αντιλαμβάνομαι περισσότερο τώρα που βλέπω τα παιδιά μου που είναι τόσο κοντά η διαφορά τους και βρισκόμαστε σχεδόν στο άλλο άκρο που δεν έχουν μία στιγμή ιδιωτικότητας. Αλλά σκέφτομαι ότι είναι πολύ σημαντικό να μεγαλώνεις και να έχεις έναν συνομήλικο μέσα στο σπίτι.

Ένα ακόμα που θα μπορούσα να σκεφτώ που σχετίζεται με το θέατρο, είναι ότι επειδή το επάγγελμα του πατέρα μου ήταν ένα επάγγελμα μεγάλης προβολής και ταυτόχρονα μεγάλης αγωνίας ανά περιόδους, θεωρώ με έναν τρόπο ότι αυτό με έχει πολύ καλά οχυρώσει, κι έχω μάθει ότι τη μία μέρα μπορεί να έχεις τα πάντα και την άλλη να μην έχεις τίποτα. Όχι σε σχέση με τον εαυτό σου αλλά στη σχέση σου με τον κόσμο. Οπότε μεγαλώνοντας και αφού έχω κάνει πια και τα παιδιά, συνειδητοποιώ ότι όλα είναι μία προσωπική διαδρομή, και εσύ είσαι ο κριτής του εαυτού σου.

Είναι μία δουλειά που έχει πολύ άγχος, αν σκεφτούμε πως κάθε τετράμηνο μπορεί να μην έχεις δουλειά;

Έχει όντως πάρα πολύ άγχος. Ταυτόχρονα έχει αυτό το τσιγγάνικο που συνδυάζει την ανασφάλεια κάθε έξι μήνες αλλά από την άλλη έχει και τεράστιο κέρδος, γιατί κάθε έξι μήνες ανανεώνεις το περιβάλλον εργασίας και τα πρόσωπα με τα οποία δουλεύεις. Αυτό για μένα είναι φοβερά αναζωογονητικό και φοβερά παρήγορο, γιατί αν είσαι σε μια δουλειά που δεν ταιριάζεις, ξέρεις ότι έχει ημερομηνία λήξης. Και στο λέω αυτό συναναστρεφόμενη με άλλους ανθρώπους αλλά και με τον άντρα μου πού κάνει ένα άλλο επάγγελμα, οι οποίοι είναι άνθρωποι που δουλεύουν σε μία δουλειά και βλέπω πόσο εκτιμούν σε εμάς αυτό ακριβώς το πράγμα. Βέβαια σίγουρα υπάρχει η τεράστια ανασφάλεια της ανεργίας καθώς και η ανασφάλεια της διαρκούς κριτικής. Για μένα είναι εξίσου μεγάλο θέμα αγωνίας το ότι είσαι διαρκώς εκτεθειμένος στα μάτια και τη γνώμη των άλλων. Κάθε μέρα δηλαδή αναμετριέσαι και με τον εαυτό σου και με τους άλλους. Δηλαδή, θέλω να σου πω πως δεν είναι μία κανονική δουλειά που πας και έχεις ηρεμία. Πας στη δουλειά σου και η αδρεναλίνη σου είναι στα ύψη. Βέβαια για να μην είμαστε και τόσο ματαιόδοξοι, πραγματικά αγχωτική δουλειά, και αυτό θέλω συνέχεια να το υπενθυμίζω στον εαυτό μου, είναι η δουλειά που σε περίπτωση που τα πράγματα δεν πάνε καλά, υπάρχει μία σημαντική επίπτωση. Όπως είναι ο γιατρός, που είναι μία πραγματικά αγχωτική δουλειά. Εμείς έχουμε φοβερό άγχος αλλά αυτό έχει να κάνει σε σχέση με εμάς. Το άλλο δεν ξέρω αν θα μπορούσα εγώ να το αντέξω.

Είναι δύσκολο για μία γυναίκα να είναι στον χώρο του θεάματος;

Υπάρχουν πολλά σκέλη στην απάντηση αυτή. Το ένα είναι, πιστεύω, ότι είναι δύσκολο να είσαι στο θέατρο για χρόνια έτσι κι αλλιώς, είτε είσαι γυναίκα είτε είσαι άντρας. Επειδή, ειδικά στις μέρες μας, είναι πολύ εύκολο κάποιος να γίνει εξώφυλλο και να γίνει γνωστός για μία σεζόν. Αλλά αυτό που είναι το πολύ δύσκολο, είναι να παραμείνεις στο χώρο για πολλά χρόνια και ως προς τον κόσμο και ως προς τον ίδιο σου τον εαυτό, γιατί είναι μία πολύ ψυχοφθόρα διαδικασία. Είναι σαν να είσαι διαρκώς σε έναν αγώνα αντοχής. Είναι λίγο σαν πρωταθλητισμός. Είτε είσαι άντρας, είτε είσαι γυναίκα. Από εκεί και πέρα για τις γυναίκες θεωρώ πως σε όλες τις δουλειές είναι πιο δύσκολα τα πράγματα, γιατί οφείλουμε να συνδυάσουμε τη μητρότητα, οφείλουμε να λείψουμε περιόδους για να μεγαλώσουν τα παιδιά μας, υπάρχει επίσης μία μεγάλη αγωνία ότι αν λείψεις στο θέατρο θα ξεχαστείς, ακόμα και όταν σε διαβεβαιώνουν όλοι ότι αυτό δεν συμβαίνει. Και επίσης είναι κι αυτή η καταραμένη προκατάληψη ότι όσο μεγαλώνουν οι άντρες γίνονται πιο γοητευτικοί ενώ οι γυναίκες γερνάνε. Το οποίο νομίζω είναι ένα κοινωνικό στερεότυπο που δυστυχώς είναι αρκετά εδραιωμένο μέσα στο κεφάλι μας και είναι αρκετά εδραιωμένο και μέσα στο κεφάλι των παραγωγών. Φαντάζομαι λοιπόν ότι όντως είναι πιο δύσκολα για μία γυναίκα όσο μεγαλώνει.  Για μένα όμως, υποκριτικά ο άνθρωπος έχει ενδιαφέρον εκεί κοντά στα 40. Θεωρώ ότι αυτό που έλεγε ο Tennessee Williams ότι όταν βρίσκεσαι πάνω στη σκηνή ολόκληρη η μορφή σου ουρλιάζει, ενώ εσύ χαμογελάς, ισχύει και νομίζω ότι αυτό έχει να κάνει με το βίωμα σου. Νομίζω ότι μεγαλώνοντας, γιατί έτσι είναι η ζωή, όσο χειρότερα είναι τα βιώματα σου, τόσο χειρότερος γίνεσαι και πάνω στη σκηνή. Αν με ρωτάς θεωρώ πως θα έπρεπε να είναι αντιστρόφως ανάλογο και όσο μεγαλώνουν οι άνθρωποι να έχουν μεγαλύτερη γκάμα. Και μπορεί και εμείς τώρα που μιλάμε αλλά και ο κόσμος που θα μας διαβάσει, να έχουν στο μυαλό τους πρωταγωνιστές. Το θέατρο όμως δεν αποτελείται μόνο από τους πρωταγωνιστές, αποτελείται από μεγάλες ομάδες, και εκεί για μένα είναι πολύ σημαντικό να υπάρχουν όλες οι ηλικίες που συνθέτουν μία ομάδα. Όντως λοιπόν μάλλον ισχύει αυτό που λες αν και δεν θα έπρεπε.

Στο «Κουκλόσπιτο» θίγονται θέματα χειραφέτησης των γυναικών και θα ήθελα να μου πεις τι ομοιότητες βλέπεις σε μια ηρωίδα του 19ου αιώνα με τις γυναίκες του σήμερα

Δουλεύοντας αυτό το έργο, συνειδητοποίησα ότι είναι ένα έργο σπαρακτικά επίκαιρο. Γιατί ο τρόπος που γράφει ο Ίψεν είναι τόσο βαθύς. Σίγουρα μέσα υπάρχει το θέμα της γυναικείας χειραφέτησης, ενώ υπάρχει και ένα άλλο τεράστιο κομμάτι πολύ βαθύ και υπαρξιακό σε σχέση με την ίδια τη σχέση του γάμου, με την ίδια τη σχέση των προσώπων και τολμώ να πω, ακόμα και με τη φύση του άντρα και της γυναίκας, το οποίο είναι ανατριχιαστικά σύγχρονος ο τρόπος που το αντιμετωπίζει. Εγώ αγαπούσα το έργο από παλιά, αλλά δουλεύοντας με αυτό, πραγματικά σκεφτόμουν το ίδιο πράγμα. Πώς είναι δυνατόν να είναι τόσο αιχμηρός και τόσο επί της ουσίας σημερινός. Αν βγάλεις διάφορα στοιχεία που έχουν να κάνουν με την κοινωνία του τότε, κατά τα άλλα είναι ένα έργο που θα μπορούσε κάλλιστα να έχει γραφτεί σήμερα. Σίγουρα έχει να κάνει με την κακοποίηση που υφίσταται η Νόρα, χωρίς όμως να εννοώ σωματική, δεν νομίζω ότι σε αυτό το ζευγάρι υπάρχει σωματική κακοποίηση. Τουλάχιστον δεν εστιάζει εκεί το έργο. Σίγουρα όμως εστιάζει σε μία ισοπέδωση της προσωπικότητας της γυναίκας, όπου εκεί για μένα είναι το πολύ ενδιαφέρον, που προκύπτει σαν μία συμφωνημένη αποδοχή των ρόλων. Δηλαδή αισθάνομαι ότι αυτό που λέει η Νόρα στο τέλος, που λέει “εσύ και ο πατέρας μου μεγάλο έγκλημα έχετε διαπράξει εις βάρος μου”, για μένα έχει να κάνει με το οτι η Νόρα μεγαλώνοντας σαν κούκλα, έμαθε ουσιαστικά να έχει αυτόν το ρόλο, οπότε η σχέση με τον σύντροφό της, συνεχίστηκε με ένα ρόλο που είχε μάθει από τον πατέρα της. Θέλω να πω λοιπόν, ότι όταν ξεκινάει το έργο βλέπεις δύο ανθρώπους που απλά παίζουν πολύ καλά τους συμφωνημένους ρόλους τους. Αυτό εμένα μου φαίνεται πάρα πολύ σύγχρονο, πέρα από τη γυναικεία κακοποίηση, τις γυναικοκτονίες και όλα όσα βλέπουμε τελευταία, που έχουν να κάνουν με κάποιο τρόπο με το έργο, νομίζω πως και αυτό το θέμα των ανθρώπων που βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε σχέσεις που έχουν πεθάνει, και οι άνθρωποι αργούν να καταλάβουν πως αυτό το κατασκεύασμα τους είναι ένα κενό πράγμα, είναι για μένα κάτι πολύ σημερινό.

Πάντα σκέφτομαι τελικά αν είναι οι συγγραφείς αυτοί που γράφουν βλέποντας το μέλλον ή αν εμείς ως κοινωνίες τελικά πέρα από όποιο περίβλημα, εξακολουθούμε να έχουμε τις ίδιες ανάγκες και τις ίδιες συμπεριφορές, άλλοτε περισσότεροι και άλλοτε λιγότερο

Δεν ξέρω. Αυτό που σίγουρα μπορώ να πω ότι νιώθω είναι ότι ο Ίψεν βλέπει το χάος που έρχεται στην εποχή χωρίς πίστη, δηλαδή μιλάμε για μία κοινωνία που ξαφνικά εισβάλει το κεφάλαιο, και βλέπουμε πως ο Θεός αυτού του ζευγαριού τελικά είναι το χρήμα. Νομίζω λοιπόν ότι διαβλέπει την αλλοτρίωση που θα προκύψει στις προσωπικότητες τους, όταν δεν έχει ο άνθρωπος πια κάπου να πιστεύει, σε ένα θαύμα. Και αυτό το λέει κάποια στιγμή η Νόρα. Σίγουρα όμως ο Ίψεν έχει την τρομερή ευαισθησία και μία τρομερή γραφή. Περιγράφει μία πολυπλοκότητα στους χαρακτήρες του που είναι συγκλονιστική. Δηλαδή η σχέση και ο τρόπος που την περιγράφει, ακόμα και το πρόσωπο του Τόρβαλντ, πού είναι πολύπλοκο πρόσωπο, δεν μπορείς να πεις πως έχει μία μόνο διάσταση. Σίγουρα για μένα όταν φεύγει η Νόρα πρέπει ο θεατής να νιώσει λυτρωμένος και να πει καλά έκανε, γιατί αυτό έπρεπε να γίνει. Αλλά από την άλλη, δεν είναι τυχαίο ότι την τοποθετεί να αφήνει τα παιδιά της πίσω, πράγμα που είναι μία τεράστια πράξη ακόμα και σήμερα. Φαντάσου τότε που γράφτηκε το έργο. Δηλαδή νομίζω ότι το κάνει ακριβώς για να μεγεθύνει την ανάγκη της να φύγει, τόσο που αφήνει και τα παιδιά της πίσω. Ταυτόχρονα όμως δημιουργεί σε εμάς πολλά ερωτηματικά, σχετικά με το τι θα συμβεί μετά. Αναρωτιέσαι πού πάει, τι θα συμβεί στα παιδιά. Δεν είναι δηλαδή άσπρο μαύρο το έργο αυτό.  Και όπως όλοι οι άνθρωποι, έτσι και οι χαρακτήρες του Ίψεν υπάρχουν στιγμές που είναι τερατώδεις. Κι αυτό είναι το ενδιαφέρον.

Σε ποιους ανθρώπους θεωρείς ότι μπορεί να μιλήσει πιο δυνατά αυτό το έργο;

Πέρυσι, να σου πω την αλήθεια, πίστευα ότι θα φεύγουν πιο πολύ οι μεγαλύτεροι άνθρωποι συγκλονισμένοι και έκανα λάθος. Είδα πάρα πολλούς νέους ανθρώπους, να φεύγουν πολύ ταραγμένοι από αυτό που έβλεπαν. Σε περασμένες γενιές θεωρούσα ότι αυτά τα θέματα ήταν πιο έντονα. Είδα από πέρυσι, ότι το έργο μιλούσε σε πάρα πολλούς νέους ανθρώπους. Είδα να κλαίνε νέοι άντρες και νέες γυναίκες. Σε αυτό το ζευγάρι βλέπουμε μία εμμονή με την εικόνα του και με το τι βγαίνει προς τα έξω. Νομίζω λοιπόν ότι η εποχή μας με όλα αυτά που γίνονται με τα social media, έχει πολύ αυτό το πράγμα. Έχει δηλαδή πολύ μία ανάγκη μας να κρατήσουμε τα πράγματα με νύχια και με δόντια, για αυτό που φαίνεται έξω. Χωρίς να συνειδητοποιούμε το κενό που κρύβει αυτό. Κάτι που αυτοί οι δύο άνθρωποι στο έργο, κάποια στιγμή το συνειδητοποιούν.

Μπορείς ως μητέρα, να δικαιολογήσεις μέσα σου την Νόρα;

Είναι πολύ δύσκολο. Ήταν το πιο δύσκολο για μένα μέσα στο έργο. Σίγουρα έχει να κάνει με μία ολόκληρη εποχή, όπου η Νόρα φεύγει χωρίς τίποτα. Για εμάς, αυτό μπορεί να το κατανοήσουμε νοηματικά, αλλά δύσκολα μπορούμε να κατανοήσουμε τι σημαίνει για μία γυναίκα που δεν έχει δουλέψει ποτέ στη ζωή της, που φεύγει από το σπίτι που τα έχει όλα, με ένα παντελόνι και ένα σακάκι που φοράει και χωρίς τίποτα άλλο. Αυτό σίγουρα πρακτικά σημαίνει ότι δεν μπορούσε να πάρει τα παιδιά μαζί της. Πέρα από αυτό εγώ μέσα μου, θεωρώ ότι αυτή φεύγει προκειμένου να προστατέψει τα παιδιά της. Δηλαδή ότι αυτό που βιώνει ως ψέμα, ως συνθήκη γάμου είναι τόσο καταστροφικό και τόσο δηλητηριώδες για την οικογένειά της και για την ίδια, που μένοντας θα τους έκανε περισσότερο κακό από ότι φεύγοντας. Επίσης στην παράστασή υπάρχει μία ιδέα του Δημήτρη Ταρλοου, όπου η Νόρα μιλάει στα παιδιά μέσω tablet. Δηλαδή τα παιδιά δεν είναι ποτέ παρόντα, αν και είναι στο διπλανό δωμάτιο. Εστιάσαμε λοιπόν σε αυτό για να δείξουμε την αποξένωση που υπάρχει, από την οικογένεια και τα παιδιά, που είναι μέρος αυτού του τέλειου γάμου αλλά επί της ουσίας ποτέ δεν υπήρξε μία πραγματική σχέση. Νομίζω το συνειδητοποιεί αυτό η Νόρα φεύγοντας και με έναν τρόπο φεύγει για να τα προστατέψει από την διαιώνιση αυτού του ψέματος. Τι θα συμβεί από εκεί και πέρα σε αυτά τα παιδιά δεν ξέρω. Δεν ξέρω αν αυτός ο πατέρας είναι ικανός να αναλάβει την ευθύνη. Στο έργο μας όμως υπάρχει ο ρόλος της υπηρέτριας που είναι και νταντά, την υποδύεται η Όλγα Δαλέκου, η οποία είναι μία κωφή ηθοποιός, και μιλάει σε νοηματική. Έχω λοιπόν την αίσθηση ότι βλέποντας κάποιος την παράσταση, όταν εγώ στο τέλος λέω ότι τα παιδιά είναι σε πολύ καλύτερα χέρια από τα δικά μου και φεύγω, ο θεατής το πιστεύει αυτό γιατί με έναν τρόπο στην παράσταση η Όλγα είναι αυτή που πραγματικά είναι παρούσα περισσότερο από όλους.

Με το θέατρο Πορεία και με τον Δημήτρη Τάρλοου φαίνεται πως υπάρχει μία σχέση άκρως δημιουργική που πάντα βγάζει εξαιρετικά αποτελέσματα. Νιώθεις ασφάλεια να επιστρέφεις σε συνεργάτες που γνωρίζεις;

Νιώθω απόλυτη ασφάλεια. Είναι κάποιοι άνθρωποι που χαίρομαι πραγματικά να δουλεύω, γιατί νιώθω ότι ξεκινάμε έχοντας ήδη κερδίσει ένα πολύ μεγάλο μέρος, αυτό της μεταξύ μας γνωριμίας. Δουλεύοντας με το Δημήτρη ξέρω πολύ καλά ότι θα μου ζητήσει να μετακινηθώ, θα μετακινηθεί και αυτός μαζί μου και αυτό είναι μία γόνιμη συνεργασία. Δεν είναι ποτέ εύκολο, ζητάει πάντα δύσκολα πράγματα από μένα. Και αυτό είναι χρήσιμο για μένα να συμβαίνει, τουλάχιστον όταν συμβαίνει σε τέτοια έργα. Αλλιώς κάνεις διαρκώς πράγματα στα οποία νιώθεις ασφαλής με αυτά. Ο Δημήτρης λοιπόν ζητάει από τον ηθοποιό να βγει από αυτή τη safe zone και να μπει πολύ προσωπικά στα πράγματα, και εμένα αυτός ο τρόπος με ενδιαφέρει και μου αρέσει. Σε αυτή τη δουλειά νιώθω ότι του χρωστάω,  μου έκανε ένα δώρο προτείνοντας μου αυτό το ρόλο και αυτό το έργο, δουλέψαμε πάρα πολύ ωραία και σε βάθος. Μάλιστα δουλέψαμε πάρα πολύ και πέρυσι και φέτος εκ νέου για να έρθουμε στη Θεσσαλονίκη. Και αυτό εμένα μου αρέσει πολύ, το έκανα και για το “Κουκλόσπιτο” αλλά το κάνω και συνέχεια για την “Κατερίνα” που θέλω να γίνεται εκ νέου δουλειά και όχι να υπάρχει μία νοοτροπία του πάμε να το θυμηθούμε. Μεγαλώνοντας επιδιώκω να δουλεύω με ανθρώπους που είναι σταθεροί για μένα. Όπως είναι και ο Γιώργος ο Νανούρης που είναι πια σαν αδερφός μου, και είναι πάντα ωραίο όταν συναντιόμαστε. Είναι σαν να πηγαίνεις σπίτι σου λίγο.

Άλλωστε με τον Γιώργο ετοιμάζεις και τώρα κάτι

Με τον Γιώργο και τον Μιχάλη θέλαμε μετά την “Ιφιγένεια Εν Ταύροις” οπωσδήποτε να ξαναβρεθούμε, είχαμε δουλέψει πολύ ωραία και είχαμε περάσει και πολύ καλά. Προέκυψε λοιπόν αυτή η ιδέα του Μιχάλη που αγαπάει πολύ αυτό το έργο (το «Συρανό» του Έντμοντ Ροστάν), ενθουσιάστηκε αμέσως και ο Γιώργος, ενθουσιάστηκα και εγώ. Βρήκαμε τις κατάλληλες συγκυρίες και το κάνουμε φέτος. Νομίζω θα είναι μία πολύ ωραία παράσταση, για μένα αυτό το έργο μιλάει με έναν άλλο τρόπο πάλι πάρα πολύ στο σήμερα, πρώτον γιατί έχουμε απόλυτη ανάγκη να μιλήσουμε για την διαφορετικότητα που είναι ίσως από τα κυρίαρχα θέματα στο έργο, και δεύτερον γιατί έχουμε πολλή ανάγκη να μιλήσουμε με ποίηση. Σε μία εποχή που νομίζω πως χάνεται κάθε τι ποιητικό από δίπλα μας, για μένα το να μιλάει κανείς με τέτοια ποίηση όπως του Ροστάν και μάλιστα σχεδόν με ομοιοκαταληξία, είναι σαν βάλσαμο. Ακόμα και η πρόβα είναι σαν να μου χαϊδεύει τα αυτιά. Ένα καταφύγιο. Και επειδή για μένα πάντα ο λόγος λειτουργεί σαν καταφύγιο και παρηγοριά, μου αρέσει πολύ να συναντιέμαι με τέτοια έργα που πραγματικά παίζει κυρίαρχο ρόλο ο λόγος και η μουσικότητα του.

Πόσο σε έχουν επηρεάσει όλα αυτά που γίνονται από το καλοκαίρι και μετά στη χώρα μας;

Δεν νομίζω να μπορεί κάποιος άνθρωπος να μείνει ανεπηρέαστος. Πραγματικά νομίζω ότι ζούμε μία δυστοπία. Βιώνουμε μία πολύ περίεργη εποχή. Δεν ξέρω πού θα οδηγήσει αυτό και πώς θα μεγαλώσουν τα παιδιά μας, αλήθεια.

Κινηματογραφικά έκανες μία παγκόσμια επιτυχία τον τελευταίο χρόνο με την ταινία «Airhostess-737». Πώς προέκυψε και πώς νιώθεις;

Νιώθω τεράστια χαρά. Είναι από αυτά που δεν πιστεύεις ότι συμβαίνουν, παρόλο που όταν κάναμε το γύρισμα με τον Θανάση Νεοφώτιστο του είπα πως έτσι έχω νιώσει μόνο άλλη μία φορά, εννοώντας την πρεμιέρα της Κατερίνας. Και πραγματικά είδαμε ότι αυτό όντως έγινε κάπως. Ήταν ένα συναίσθημα σαν κάτι να μας υπερβαίνει. Ήταν ένα σενάριο που εγώ το πίστεψα και το αγάπησα από την αρχή. Δουλέψαμε πάρα πολύ ωραία. Δουλειά με φοβερή ειλικρίνεια και δόσιμο. Είναι ένας σκηνοθέτης που εκτιμώ πολύ και θαυμάζω, γιατί είναι πολύ πιστός στο όραμα του. Η ταινία αφορά μία πτήση, πού όμως ξεκίνησε έτσι και έχει καταφέρει να κάνει πολλά μεγάλα ταξίδια πλέον με πολλά βραβεία και μας δίνει μόνο χαρές.

Για ποιους λόγους μπορεί να δεχτείς μία πρόταση στην τηλεόραση;

Όπως στο θέατρο αλλά και στο σινεμά, για μένα πρώτο ρόλο παίζει το σενάριο, οι συντελεστές και ο ρόλος. Αυτά είναι τρία πράγματα που κοιτάω όταν δέχομαι μία πρόταση. Πρώτο νομίζω πως βάζω τους συντελεστές. Από εκεί και πέρα επειδή η τηλεόραση έχει και μία ιδιαιτερότητα σε χρόνους, και επειδή έχω τα παιδιά μου, παίζει ρόλο και ο βαθμός της δικής μου συμμετοχής, δηλαδή να μην είναι κάτι που θα πρέπει κάθε μέρα να έχω γύρισμα. Μέχρι τώρα ας πούμε μου ήταν δύσκολο να συμμετέχω σε κάποια καθημερινή σειρά γιατί δεν ήθελα να λείπω τόσο πολύ από τα παιδιά. Εμένα μου αρέσει πολύ το γύρισμα σαν διαδικασία, το βιώνω ως κάτι εντελώς διαφορετικό από το θέατρο και ως κάτι που για μένα έχει λιγότερη αγωνία γιατί δεν έχει αυτή την επανάληψη και την ανάγκη να είσαι τόσο παρών, έχει μία ανανέωση το γύρισμα. Επίσης έχει μία εμπλοκή πολλών διαφορετικών ειδικοτήτων που μου φαίνεται πάντα ενδιαφέρουσα. Το γεγονός ότι έχεις την ίδια ευθύνη με τον ηλεκτρολόγο, τον φωτιστή, αυτό εμένα μου φαίνεται ανανεωτικό και ενδιαφέρον. Και νομίζω ότι επειδή δεν μπορούμε να κάνουμε συνέχεια ταινίες, το να κάνουμε σειρές είναι κάτι πραγματικά ωραίο. Ξέρεις χρωστάμε στις “Άγριες μέλισσες”. Χρωστάμε το ότι δεν ισχύει πια αυτό που λέγανε κάποτε ότι ο κόσμος θέλει το reality. Τον κόσμο αν του δώσεις ποιότητα και κάτι που έχει πραγματικά δουλειά από κάτω, το αγκαλιάζει και το αγαπάει και αυτό έκανε καλό και στους θεατές αλλά και στους ηθοποιούς. Μπορούμε πλέον να έχουμε την ευκαιρία να δουλεύουμε σε όμορφες δουλειές. Προχθές που είχαμε την πρεμιέρα στη Θεσσαλονίκη, έτυχε να είναι και η πρεμιέρα του δεύτερου κύκλου του «Ορκου» στην ΕΡΤ. Έχετε πολλά να δείτε. Εμείς έχουμε τελειώσει γύρισμα από τον Ιούνιο, οπότε για μένα είναι κάτι που έχει τελειώσει αρκετό καιρό τώρα. Θα είμαι όμως και σε ένα άλλο που κάνει το STAR μαζί με την Nova, που θα λέγεται «Μαύροι πίνακες», μία μίνι σειρά 10 επεισοδίων, αστυνομική και πολύ ωραία, από αυτά που μου αρέσουν πολύ δηλαδή. Γύρισμα αρχίσαμε τις τελευταίες τώρα μέρες, με ένα εξαιρετικό καστ, την Κάτια Γκουλιώνη, την Σοφία Κόκκαλη, τον Αντίνοο Αλμπάνη, τον Ιωάννη Παπαζήση, τον Δημήτρη Κίτσο, την Ελένη Βεργέτη κι εμένα, με όλους τους ρόλους πολύ βασικούς και πολύ κρίσιμους για την ιστορία, με πολλές ανατροπές. Γενικά είναι μία σειρά που μου αρέσει πολύ. Την σκηνοθετεί η Κατερίνα Φιλιώτου.

Επιστρέφοντας στη Θεσσαλονίκη για ακόμα μία φορά ποια τα συναισθήματα σου για ένα κοινό που σε αγαπάει και στο έχει δείξει

Κάθε φορά που επιστρέφω στη Θεσσαλονίκη, είναι σαν να επιστρέφω σπίτι μου. Για χρόνια δούλευε εκεί η μαμά μου. Ευτυχώς πλέον πήρε σύνταξη και κρατάει τα παιδιά για να μπορώ εγώ να έρχομαι. Είναι μία πόλη που την ξέρω πολύ καλά, την αγαπάω πολύ και χωρίς ποτέ να τους το έχω πει, η Θεσσαλονίκη είναι ένα μέρος που όποτε είναι να έρθω ζητάνε και τα παιδιά μου να ‘ρθουν μαζί. Δυστυχώς τώρα έχουν σχολείο και δεν μπόρεσαν. Περνάνε πάντα πολύ ωραία στη Θεσσαλονίκη. Είναι ένα φοβερά οικείο μέρος για εμάς. Το κοινό το αγαπάω πολύ, έχω φίλους εκεί, πάντα όταν είναι να έρθω το σκέφτομαι με πολλή χαρά. Ίσως να είναι και η “Κατερίνα” που να με έχει κάνει να συνδεθώ τόσο πολύ με την πόλη. Σκέφτομαι πολλές φορές ότι θα μπορούσα με χαρά να δουλέψω στη Θεσσαλονίκη.

Τι θέλεις να πάρει ο θεατής φεύγοντας από την παράσταση;

Για μένα αυτά τα έργα αυτό που κάνουν είναι ότι θέτουν μεγάλα ερωτήματα, γιατί ούτως ή άλλως απαντήσεις δεν υπάρχουν. Θα ήθελα λοιπόν ο καθένας να κάνει τις αναγωγές του σε σχέση με τη δική του ζωή, να πάρει απαντήσεις ή να θέσει στον εαυτό του τα ερωτήματα, και από εκεί και πέρα, ακριβώς επειδή την Νόρα παίζω, θα ήθελα να τη δικαιώσει.

*Το Κουκλόσπιτο του Ίψεν θα είναι στο Θέατρο Αριστοτέλειον μέχρι και την Κυριακή 22 Οκτωβρίου. Ένα έργο που ξεπήδησε το 1879, αναδεικνύεται ως δραματουργική βόμβα, παραμένοντας επίκαιρο αιώνια. Η παράσταση, υπό τη σκηνοθετική μαεστρία του Δημήτρη Τάρλου, με τη Λένα Παπαληγούρα στον ρόλο της Νόρας, κατάφερε να συγκινήσει και να προκαλέσει πάνω από 30.000 θεατές στην Αθήνα | Συντελεστές: Μετάφραση- Απόδοση – Σκηνοθεσία: Δημήτρης Τάρλοου | Συνεργάτις δραματουργός: Έρι Κύργια | Σκηνικά: Θάλεια Μέλισσα | Κοστούμια: Αλέξανδρος Γαρνάβος & Τζίνα Ηλιοπούλου | Πρωτότυπη μουσική: Κρυσταλία Θεοδώρου (CORNIZA) | Κίνηση: Εύη Οικονόμου | Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου | Βοηθός σκηνοθέτη: Δήμητρα Κουτσοκώστα | Βοηθός σκηνογράφου: Νάντια Κασσάρα | Βοηθός φωτιστή: Ναυσικά Χριστοδουλάκου | Διερμηνέας Νοηματικής: Μυρτώ Γκανούρη | Σχεδιασμός κομμώσεων: Θωμάς Γαλαζούλας | Σχεδιασμός μακιγιάζ: Olga Faleichyk Διανομή: Νόρα Χέλμερ: Λένα Παπαληγούρα | Τόρβαλντ Χέλμερ: Νικόλας Παπαγιάννης | Κρόκσταντ: Χρήστος Σαπουντζής | Ράνκ: Ιερώνυμος Καλετσάνος | Λίντε: Κατερίνα Δημάτη | Ελένη: Όλγα Δαλέκου | Μουσικός επί σκηνής: Κρυσταλία Θεοδώρου (CORNIZA)

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα