Για τον πατέρα μου Πάνο Θασίτη

Ο αποχαιρετισμός μιας κόρης για τον σπουδαίο πατέρα της

Parallaxi
για-τον-πατέρα-μου-πάνο-θασίτη-9567
Parallaxi
Λέξεις: Λήδα Παν. Θασίτη
Είναι η μοίρα των παιδιών των διανοουμένων να αισθάνονται ότι δυσκολεύονται να ανατείλουν το άστρο τους, κάτω από το εκτυφλωτικό φώς του ήλιου των πατεράδων τους. Λίγες μόνο μέρες έχουν περάσει από τον θάνατό του. Χτυπημένος από τον καρκίνο, πήρε φωτιά και κάηκε μπρός στα έκπληκτα μάτια μας. Διατήρησε όμως το νεανικό του σφρίγος ως το τέλος.

Ο Πατέρας μου είχε μια ιδιαίτερη αγάπη για τη θάλασσα. Νομίζω πως αναζητούσε να συνδέσει μαζί της κάθε προσωπική του στιγμή. Το γραφείο του βρισκόταν απέναντι από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, στον έβδομο όροφο. Από το πανοραμικό παράθυρό του μπορούσες να αγναντεύεις το τότε ακόμη απέραντο γαλάζιο του Θερμαϊκού κόλπου, τις χρωματιστές βαρκούλες που βρίσκονταν διάσπαρτες σαν πολύχρωμα νησάκια και την κινηματογραφική εικόνα των μεγάλων εμπορικών πλοίων που μπαινόβγαιναν στο λιμάνι.

Η μπλε γοργόνα του Σικελιώτη που κρεμόταν στον αριστερό τοίχο, η προσωπογραφία του Αλεξανδρινού ποιητή, καθώς και το μεγάλο κοχύλι πάνω στο Σκυριανό μπαούλο έδιναν την τελευταία πινελιά στο διάχυτο θαλασσινό στοιχείο. Όλα αυτά αποτελούσαν σίγουρα για κείνον, οργανικά στοιχεία της βασανιστικής έμπνευσής του σε ποιήματα και δοκίμια, που με δωρική αυστηρότητα και λιτότητα έγραφε. Σχεδόν κάθε βράδυ, χειμώνα-καλοκαίρι, συνήθιζε με επιστήθιους φίλους αλλά και μαζί μου, να κάνει ατέλειωτους περιπάτους στην παραλία της πόλης. Με παιγνιώδες αρχαϊκό χιούμορ συζητούσε για την Τέχνη, τον Πολιτισμό, την Πολιτική και τις Κοινωνικές Συμβάσεις, αλλά και για το Περιθώριο, τον Έρωτα και την Αγάπη Κι εμένα το μυαλό και η ψυχή μου γέμιζαν ακαταχώρητες έννοιες και λέξεις, που όμως μ’ ένα σχεδόν μαγικό τρόπο με διαμόρφωναν και με καθόριζαν.

Ο Πατέρας μου υπήρξε συνεπής πολέμιος του ευτελισμού και των άσκοπων κοινωνικών συναναστροφών, αναζητώντας πάντα την απόλυτη ταύτιση στις πράξεις και τις σχέσεις του πέρα από κοινωνικές συμβάσεις. Πίστευε στην άρρηκτη νομοτέλεια της διαχρονικής αξίας των πραγμάτων.

«Κι όμως η θάλασσα θα ‘ρθει και θα δικάσει. Ότι ο καιρός κι ο δόλος συνάζουνε με υπομονή θα καταποντιστεί» σημειώνει σε ένα στίχο του. Κι αλλού πάλι. «Η θάλασσα θα ‘ρθει και θα δικάσει. Κι ο άνθρωπος θα πορευτεί πάλι. Θα φανταστεί το μήλο και το φύλλο. Θα απλώσει ένα χαρτί και θα το πει πάλι ουρανό. Θα στήσει ψηλά έναν κόκκινο ήλιο και θα τον προσκυνήσει. Χαμηλά, θα αποθέσει το χόρτο, την αίγα και τη γυναίκα. Στη μέση, σαν βέλος, το Α του παιδιού» Κι εγώ, τώρα, το βέλος, το Α του παιδιού, σηκώνω τα μάτια στον ουρανό και ψάχνω να δω το πρόσωπό του, να ακούσω τη φωνή του και να βρω τη νοητή γραμμή που μας ενώνει. Ξαναδιαβάζω τα βιβλία του, βλέπω παλιές φωτογραφίες και προσπαθώ να φυλακίσω τον κοινό μας χρόνο. Αναζητώ το οξυδερκές πνεύμα και την αναλυτική του σκέψη στην καθημερινότητα και τα διλλήματα που στέκονται εμπρός μου. Γαληνεύω μόνο όταν το βλέμμα μου σταματά στον αχνό κύκλο που ενώνει τη θάλασσα με τον ουρανό.

Ο Πάνος Κ. Θασίτης (1923, Μόλυβος – 21 Αυγούστου 2008, Θεσσαλονίκη) ήταν Έλληνας ποιητής, Μικρασιατικής καταγωγής.

Βιογραφία Γεννήθηκε στον Μόλυβο της Λέσβου το 1923. Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από τα Μοσχονήσια της Μικράς Ασίας. Προερχόταν από οικογένεια ναυτικών. Το 1930 η οικογένειά του εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Θεσσαλονίκη. Τελείωσε τη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και εργάστηκε ως δικηγόρος.

Ένας αριστερός διανοούμενος Ενώ ήταν φοιτητής, στα χρόνια της γερμανικής κατοχής συμμετείχε στη συντακτική ομάδα του φοιτητικού περιοδικού «Ξεκίνημα» με το ψευδώνυμο Νικόλας Νάρβας (15 Φεβρουαρίου – 15 Οκτωβρίου 1944, αρχισυντάκτης ήταν ο Μανόλης Αναγνωστάκης), ενώ ήταν και αρχισυντάκτης (1943-1944) του περιοδικού «Λεύτερα Νιάτα» που εξέδιδε η ΕΠΟΝ. Την περίοδο Μαρτίου – Ιουνίου 1945 σε συνεργασία με τον Μ. Αναγνωστάκη και τον Γιώργο Καφταντζή εξέδωσαν το περιοδικό «Φοιτητής».

Το πρώτο έργο που παρουσίασε ήταν το ποίημα «Έτσι είναι πάντα», στο «Ξεκίνημα» (τεύχος 1, 15 Φεβρουαρίου 1944). Λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων στάλθηκε εξορία στον Άη Στράτη και στη Μακρόνησο την περίοδο 1947-1950. Την περίοδο 1962-1964 ήταν μέλος του δ.σ. του συλλόγου «Τέχνη» της Θεσσαλονίκης. Κατά τις περιόδους 1974-1977 και 1981-1984 ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Έγινε και πρόεδρος του δ.σ. του ΚΘΒΕ την περίοδο 1984-1986.

Δημοσίευσε μελέτες και κριτικές γύρω από τη λογοτεχνία στα περιοδικά «Καινούρια Εποχή», «Νέα Εστία», «Ο Πολίτης», «Αντί», «Ελεύθερα Γράμματα», «Η συνέχεια», «Ο παρατηρητής» και στην εφημερίδα «Καθημερινή». Επίσης στα περιοδικά «Κριτική» και «Νέα Πορεία», όπυ υπέγραφε με το ψευδώνυμο Βασίλης Νησιώτης.

Από τον Δήμο Θεσσαλονίκης του απονεμήθηκε το 1951 το Βραβείο Ποίησης. Υπήρξε μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Το 1982 συμμετέσχε στο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης, που διοργανώθηκε στην πόλη Struga της πρώην Γιουγκοσλαβίας.

Το 1983 συμμετέσχε στο Διεθνές Συνέδριο Ποίησης του Βελιγραδίου ως τακτικός σύνεδρος και εισηγητής. Ήταν μέλος των επιτροπών του ποιητικού διαγωνισμού του Δήμου Θεσσαλονίκης (1960) και του θεατρικού διαγωνισμού του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος (1964). Ακόμη υπήρξε μέλος της οργανωτικής επιτροπής του θεσμού «Βαλκανικό Θέατρο» (1980) και της επιτροπής μελέτης και αναθεώρησης των ελληνικών κρατικών σκηνών.

Ποιήματά του μεταφράστηκαν σε διάφορες γλώσσες (γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά, ιταλικά, ρωσικά, σουηδικά, πολωνικά κ.λπ.).

Το στίγμα του έργου του Είναι ποιητής που ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά. Το έργο του έχει σημείο αναφοράς τον πολιτικό και κοινωνικό ιστό από τον οποίο προέκυψε. Προβάλλει τις ανησυχίες μιας ποιητικής συνείδησης της Αριστεράς που πονά για τα ιδανικά που δεν πραγματοποιήθηκαν. Την ποίησή του συγκροτούν το πιεστικό ιστορικό βίωμα, ένας προγραμματικός αντιλυρισμός, η δύναμη της εικόνας.

Για τη συλλογή «Τα πράγματα» ο Αλ. Αργυρίου έγραψε: «ποιητικό τοπίο χαοτικό, καταρτισμένο με ανθρώπινες ύλες, που απορρίπτει ως περιττά: συναισθήματα, εφήμερες εντυπώσεις, λυρικά ολισθήματα. Γραφή που γοητεύεται από το συγκεκριμένο. Τόνος κατηγορηματικός» (5-191) Η στιχουργική του είναι ελλειπτική από το 1960 κι έπειτα, καθώς άρχισε να βλέπει τον κόσμο περισσότερο αφαιρετικά και με μεγαλύτερη εσωστρέφεια. Ο Mario Vitti γράφει: «ξεκινά από μία πολιτική πλευρά της ζωής για να καταλήξει σε πιο προσωπικές ανησυχίες. Και στη δική του περίπτωση οι κριτικοί χρησιμοποίησαν όρους όπως ‘ποίηση της ύπαρξης’, ‘ποίηση του άγχους’»

Ασχολήθηκε επίσης με τη θεωρία και την κριτική της λογοτεχνίας. Είναι ο συντάκτης της πρώτης μελέτης εφαρμοσμένου κριτικού λόγου για το «Άξιον Εστί» του Ελύτη με τίτλο «Οδυσσέας Ελύτης (Η συνείδηση του ελληνικού μύθου)» το 1961.

Πέθανε στη Θεσσαλονίκη στις 21 Αυγούστου 2008, σε ηλικία 85 ετών.

Έργα Δίχως κιβωτό (1951) Πράγματα (1957) Πράγματα 2 – Αριθμοί (1962) Εκατόνησος (1971) Ελεεινόν Θέατρον… (1980) Γύρος στην ποίηση (1966, δοκίμια) 7 δοκίμια για την ποίηση (1979) Τα δοκίμια 1957-1983 (1990)

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα