Γρηγόρης Μπιθικώτσης: Ο «Σερ» της «Ρωμιοσύνης»
Έφυγε από τη ζωή στις 7 Απριλίου 2005, αλλά η «η συλλογική φωνή της Ελλάδας», όπως τη χαρακτήρισε ο Μίκης Θεοδωράκης, δε θα φύγει ποτέ
Το ημερολόγιο έδειχνε 7 Απριλίου (2005), όταν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης έφευγε από τη ζωή. Ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες τραγουδιστές και συνθέτες αλλά και ένας από τους σπουδαιότερους ερμηνευτές όλων των εποχών, που με τη χαρακτηριστική και εκφραστική φωνή του, ξεχώρισε και άφησε το στίγμα του στην ελληνική λαϊκή και έντεχνη σκηνή.
Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, αποτέλεσε μια εμβληματική φυσιογνωμία (όχι μόνο του πενταγράμμου), αλλά ολόκληρης της μεταπολεμικής Ελλάδας, την οποία αγκάλιασε με τη “δωρική” φωνή του. Έγραψε ιστορία και ως ένας ανεκτίμητος συνδετικός κρίκος: Διότι με την ανεπανάληπτη φωνή του δεν τραγούδησε μόνο τις πίκρες και τους καημούς της φτωχολογιάς. «Έντυσε» τα σπουδαία έργα του Μίκη Θεοδωράκη και έβαλε στα σπίτια του λαού τους στίχους του Ελύτη, του Σεφέρη, του Ρίτσου και του Λειβαδίτη.
Γεννήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου του 1922 στο Περιστέρι. Ήταν ο μικρότερος γιος μιας φτωχής πολυμελούς οικογένειας που πάλευε να τα βγάλει πέρα στα δύσκολα χρόνια του Μεσοπολέμου. Μέσα στη θύελλα του ’40 τα αδέλφια του έφυγαν για το Μέτωπο, στην Αλβανία. Εκείνος έμεινε πίσω και ασκούσε το επάγγελμα του υδραυλικού. Παράλληλα μάθαινε κιθάρα και έκανε τα πρώτα του βήματα στο τραγούδι σ’ ένα ταβερνάκι της γειτονιάς του. Μια κρύα νύχτα του χειμώνα του 1937 είχε ακούσει σ’ ένα κουτούκι τους Μάρκο Βαμβακάρη, Μανώλη Χιώτη και Στράτο Παγιουμτζή και, όπως ο ίδιος αφηγείτο, η συνάντησή του με τον πρώτο ήταν αυτή που πάντα τον συγκινούσε, γιατί του άλλαξε τη σχέση του με τη μουσική. «Υπεράνω όλων ο Μάρκος Βαμβακάρης» έλεγε συχνά.
Ο Μπιθικώτσης είχε αφηγηθεί στον Φρέντυ Γερμανό:
«Έπαιξα κιθάρα από 10 χρόνων. Ύστερα γνώρισα το μπουζούκι και είπα μέσα μου: “Αυτό το πράγμα κελαηδάει καλύτερα από όλα”. Πώς όμως να βάλης μπουζούκι στο σπίτι του Μπιθικώτση εκείνο τον καιρό; Είπα στον εαυτό μου: “Yπομονή”. Kαι έκανα υπομονή τρία χρόνια.»
«To ’40 κηρύχτηκε ο πόλεμος. Τα αδέλφια μου πήγαν στην Αλβανία. Τότε είπα στον εαυτό μου: “Γρηγόρη ήρθε η ώρα”. Πάω στο Μοναστηράκι, αγοράζω ένα μπουζούκι και το φέρνω στο σπίτι. Εκείνη την ώρα η μάνα μου σκάλιζε κάτι κουκιά στον κήπο. Μου λέει: “Tι είναι αυτό;”. Της λέω: “μπουζούκι”. Mόλις ακούει τη λέξη η μάνα μου βάζει τα κλάματα.»
«Βγαίνει στον κήπο ο πατέρας μου. Λέει: “Τι γίνεται εδώ πέρα;” Του λέει η μάνα μου: “O Γρηγόρης αγόρασε μπουζούκι…”. Εκείνη την ώρα μπαίνει στην κουβέντα ο κυρ Αντρέας, ένας αμαξάς γείτονας που έβλεπε τη σκηνή. “Πώς κάνετε έτσι κυρία Μπιθικώτση” της λέει. “Εδώ σώθηκε η γειτονιά και εσείς κλαίτε. Δώστε μου το μπουζούκι σε μένα να το φυλάξω…”.»
«Πήρε λοιπόν ο κυρ Αντρέας το μπουζούκι και κάθε βράδυ μού έλεγε: “Έλα να παίξης Γρηγόρη”. Ο κυρ Αντρέας αγαπούσε το κρασί. Αγαπούσε κι ο πατέρας μου το κρασί. Ένα βράδυ εκεί που πίνανε μαζί, τους παίζω τη “Φραγκοσυριανή”. Μου λέει ο πατέρας ξερά: «Καλό ήτανε. Παίξε κι άλλο…»
Την απόφαση να ασχοληθεί με τη μουσική, την είχε ήδη πάρει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, από την ηλικία των 17 ετών.
«Γύρω στα 1937. Τότε, έπαιζε στο Περιστέρι μια συντροφιά από μερικούς ευπατρίδες της διπλοπεννιάς: Ήταν ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Στράτος, ο Παπαϊωάννου – κι ένας νεαρός που ήξερε να χαϊδεύη το μπουζούκι σαν να ήταν η επιδερμίδα της αγαπημένης του: ο Μανώλης ο Χιώτης.»
«Πήγαινα και τους έβλεπα λίγο από πάθος και λίγο από περιέργεια. Δεν έμπαινα μέσα στο κέντρο. Τους έβλεπα πίσω απ’ τα κάγκελα. Είχαν βλέπεις την ίδια αρρώστια με μένα και ήθελα να δω τι θα κάνη ο άρρωστος. Θα ζήση; Θα πεθάνη; Κι αν πεθάνη – πότε;»
Το 1948 γνωρίστηκε εντελώς τυχαία με τον Μίκη Θεοδωράκη στην Κερατέα. Εκεί σταμάτησε ένα καμιόνι, που μετέφερε πολιτικούς κρατουμένους στο Λαύριο για να οδηγηθούν στη Μακρόνησο. Υπήρχε μια βρύση κι ένας στρατιώτης των μεταγωγών γέμισε το παγούρι του και τους έδωσε νερό να πιούν. Ο στρατιώτης αυτός ήταν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης.
Υπηρετώντας τη θητεία του στη Μακρόνησο έγραψε τα πρώτα του τραγούδια και τα βράδια διασκέδαζε τους αξιωματικούς με την ορχήστρα του στρατοπέδου. Μετά την απόλυσή του, δημιούργησε το δικό του συγκρότημα και το 1949 μπήκε στη δισκογραφία ως συνθέτης. Τίτλος του πρώτου του τραγουδιού «Το Καντήλι τρεμοσβήνει», σε στίχους Χαράλαμπου Βασιλειάδη. Στο τραγούδι, ο ίδιος ο Μπιθικώτσης, μαζί με τον Μάρκο Βαμβακάρη.
Οι ερμηνείες του στα έργα του Μίκη Θεοδωράκη «Ο Επιτάφιος» («Πού πέταξε τ’ αγόρι μου», «Μέρα Μαγιού μου Μίσεψες»), «Ρωμιοσύνη» («Θα Σημάνουν οι Καμπάνες»), σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου και «Άξιον Εστί» («Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ», «Ένα το χελιδόνι»), σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη, σφράγισαν την παρουσία του στο ελληνικό τραγούδι του και θεωρούνται αξεπέραστες.
Σημαντική στιγμή στη σπουδαία καριέρα του ήταν και η συνεργασία του με τον Μάνο Χατζιδάκη («Είμ’ αϊτός χωρίς φτερά», «Πάει ο καιρός», «Στο Λαύριο γίνεται χορός», «Μίλησέ μου» κ.ά) και με συνθέτες, όπως οι Σταύρος Ξαρχάκος («Άπονη Ζωή», Άσπρη Μέρα και για μας), Απόστολο Καλδάρα, Μάρκο Βαμβακάρη, Βασίλη Τσιτσάνη, Γιώργο Μητσάκη, Δήμο Μούτση, Άκη Πάνου κ.ά.
Πέρα από τις συγκλονιστικές ερμηνείες των παραπάνω έργων, έγραψε και ο ίδιος τραγούδια που έγιναν επιτυχίες. Από τα πιο χαρακτηριστικά είναι: «Επίσημη Αγαπημένη», «Το μεσημέρι καίει το μέτωπό μου», «Μια γυναίκα φεύγει», «Αμφιβολίες», «Στου Μπελαμή το ουζερί», «Ένα αμάξι με δυο άλογα», «Του Βοτανικού ο μάγκας» κ.ά. Για πολλά χρόνια εμφανιζόταν στα πιο γνωστά κοσμικά κέντρα της Αθήνας και ένιωσε τη χαρά της ανακάλυψης νέων, πολλά υποσχόμενων φωνών, ανάμεσά τους η Βίκυ Μοσχολιού και η Πόλυ Πάνου.
Την περίοδο της δικτατορίας οι σχέσεις του με τον Μίκη Θεοδωράκη κλονίστηκαν σοβαρά, όταν, στις 13 Ιουλίου 1967, τραγούδησε μαζί με την Βίκυ Μοσχολιού τον Ύμνο της 21ης Απριλίου στα «Δειλινά» της Γλυφάδας. Η δικαιολογία του προς τον Θεοδωράκη ήταν ότι δεν μπορούσε να αντέξει μια εξορία την στιγμή που η ζωή του είχε στρώσει. Οι δυο τους τα ξαναβρήκαν οριστικά τον Μάρτιο του 2002 στην μεγάλη συναυλία προς τιμήν του Μπιθικώτση στο ΣΕΦ.
Τον Ιανουάριο του 2003, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωστής Στεφανόπουλος του απένειμε τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικα. Τιμώντας το λαϊκό βάρδο, ο Κωστής Στεφανόπουλος είχε δηλώσει ότι ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης ήταν «ένας σπουδαίος μουσικός που εξέφρασε τη δυστυχία και την ευτυχία, τον πόνο και τα βάσανα του ελληνικού λαού».

Πέρα όμως της καλλιτεχνικής του πορείας, ο Μπιθικώτσης, λατρεύτηκε από τον κόσμο και για το ήθος του. Έγινε γνωστός και ως «Σερ» (όπως καθιερώθηκε από χαρακτηρισμό του Δημήτρη Ψαθά σε χρονογράφημά του στα «Νέα»), χαρακτηρισμός που αντικατοπτρίζει τον σεβασμό και την εκτίμηση που έτρεφε το κοινό και οι συνάδελφοι του προς το πρόσωπο του, αναγνωρίζοντας την προσφορά του, όχι μόνο στην ελληνική μουσική.
Το γεγονός ότι υπήρξε κύριος (όπως μαρτυρούσε το παρατσούκλι του) φάνηκε και στην πραγματική του ζωή από την προθυμία του να βοηθήσει πάντα και με όποιον τρόπο μπορούσε οποιονδήποτε είχε ανάγκη.
Ενδεικτική είναι η μαρτυρία για ένα περιστατικό στις αρχές της δεκαετίας του ’80:
Σύμφωνα με αυτήν, κάποιος χτύπησε ένα μηχανάκι στη Βάρη, εκσφενδόνισε τον οδηγό του σε ένα χαντάκι και τον εγκατέλειψε. Το θύμα (κρατώντας με το ένα χέρι το σπασμένο του πόδι και κάνοντας νόημα με το άλλο σε διερχόμενους οδηγούς για βοήθεια) δεν έβλεπε κανέναν ν’ ανταποκρίνεται. Τότε σταμάτησε μια Μερσεντές και κατέβηκε ο Μπιθικώτσης. Όπως αναφέρεται λοιπόν, όχι μόνο τον μάζεψε και τον μετέφερε στο Ασκληπιείο, αλλά έμεινε εκεί μέχρι το πρωί που οι γιατροί του είπαν ότι δεν κινδυνεύει.
Ακόμα πιο χαρακτηριστική ωστόσο για την ευαισθησία του Μπιθικώτση είναι μια άλλη ιστορία. Μια συγκλονιστική περίπτωση όπου ήρθε αντιμέτωπος με την απόλυτη εξαθλίωση. Και την αντιμετώπισε όχι ως φίρμα, αλλά ως το όγδοο παιδί μιας φτωχής οικογένειας από το Περιστέρι που στα Δεκεμβριανά κρυβόταν σ’ ένα πηγάδι. Έχει περιγράψει λοιπόν χαρακτηριστικά ο ίδιος:
«Το 1965 δούλευα στην Πλάκα, στο Κάστρο του Παπαχειμώνα. Την ώρα που βρισκόμουν στο πάλκο και τραγουδούσα, έρχεται ένα γκαρσόνι και μου ψιθυρίζει:
“Στο τελευταίο τραπέζι ένας φουκαράς σε περιμένει. Θέλει να σου πει κάτι. Δεν γνωρίζω τι”.
Στο πρώτο διάλειμμα άφησα το μπουζούκι μου στην καρέκλα και πήγα κοντά του.
“Τι με θέλεις”, τον ρώτησα.
“Κύριε Μπιθικώτση”, μου λέει, “αν δεν το δείτε με τα μάτια σας, δε θα μπορέσετε να με βοηθήσετε. Γιατί έχω ακούσει ότι είσαστε καλός άνθρωπος κι έχετε βοηθήσει πολύ κόσμο”.
Όταν τελείωσα το πρόγραμμά μου, έβρεχε έξω ασταμάτητα. Τον πήρα μαζί μου στο αυτοκίνητο, ενώ είχα πει σε δυο χορευτές να με ακολουθήσουν με άλλο αυτοκίνητο σε μικρή απόσταση, επειδή δεν ήξερα πού με πάει
Φτάσαμε στο Κερατσίνι και περάσαμε απέναντι, στα καταπατημένα της Κούλουρης. Με πηγαίνει στο σημείο όπου είχε στήσει μαζί με τη γυναίκα του ένα ξύλινο σπιτάκι, ένα δωμάτιο με μια κουζίνα.
Η βροχή και ο αέρας το είχαν γκρεμίσει. Δεν είχε απομείνει τίποτα. Μόνο ένα μπαούλο σκεπασμένο με χοντρό νάιλον που το στήριζαν πέτρες.
Ξεσκέπασε το μπαούλο και βγήκαν από μέσα δύο παιδάκια. Μπροστά σε αυτή τη φοβερή εικόνα, έμεινα άφωνος. Πάγωσα. Τους πήρα μαζί μου όλους στο αυτοκίνητο και τους πήγα στην Αθήνα σε ένα ξενοδοχείο.
Του λέω τότε “πάρε αυτά τα χρήματα και ξαναφτιάξε το σπίτι σου”. Ήταν 35.000 δραχμές, πολλά χρήματα για εκείνη την εποχή.
Πραγματικά, το έφτιαξε από την αρχή και μια φορά την εβδομάδα ερχόταν στο μαγαζί κρατώντας ένα λουλούδι, το οποίο μου προσέφερε».
Στο πλαίσιο της σειράς μουσικών εκπομπών του Γιώργου Παπαστεφάνου, που ξεκίνησε να προβάλλεται το 1976, υπήρξε και μια εκπομπή που αποτέλεσε αφιέρωμα στον συνθέτη και ερμηνευτή Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Ο Μπιθικώτσης συνέθεσε πάνω από 200 τραγούδια πολλά από τα οποία έγιναν μεγάλες επιτυχίες όπως, «Σε τούτο το στενό», «Το τρελοκόριτσο», τραγούδι που καθιέρωσε τον Γρ. Μπιθικώτση ως ερμηνευτή, «Του Βοτανικού ο μάγκας», «Στου μπελαμή το ουζερί», «Ένα αμάξι με δυο άλογα» τα οποία ακούγονται στην εκπομπή με τη φωνή του μεγάλου ερμηνευτή. Ο ίδιος μιλάει για τη σχέση του με το ρεμπέτικο τραγούδι, για τη συμβολή του Μάρκου Βαμβακάρη και για άλλους σπουδαίους συνθέτες της εποχής όπως, τον Βασίλη Τσιτσάνη.
Σημαντική στιγμή της εκπομπής, η συνάντηση του Γρηγόρη Μπιθικώτση με τον Μίκη Θεοδωράκη στο σπίτι του στη Νέα Σμύρνη. Ο Μίκης Θεοδωράκης μιλάει για τη συνεργασία τους και για τον ερμηνευτή Γρηγόρη Μπιθικώτση που με τη δωρική του φωνή έδωσε συμβολική διάσταση στα μελοποιημένα τραγούδια του, φωνή που συνδέθηκε και με τον αντιδικτατορικό αγώνα. Ο Μίκης Θεοδωράκης αναφέρεται στα τραγούδια που μελοποίησε πρώτη φορά με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση και μιλάει για το νέο μουσικό κίνημα της δεκαετίας του ’60 στο δρόμο που αυτός άνοιξε δημιουργώντας λαϊκή μουσική με στίχους ποιητών.
Εμφανίζεται να τραγουδά ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης τραγούδια από το έργο του Μ.Θεοδωράκη, βασισμένο στην ποίηση του Γ. Ρίτσου και του Ο.Ελύτη ενώ ο Μίκης Θεοδωράκης τον συνοδεύει καθισμένος στο πιάνο. Αφηγείται, μεταξύ άλλων, πώς έγραψε τη «Δραπετσώνα» σε στιχ. Τ.Λειβαδίτη, τραγούδι που επίσης ακούγεται να ερμηνεύει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης στην εκπομπή. Τραγουδά επίσης Ν. Γκάτσο, το «Σε πότισα ροδόσταμο», τραγούδι που στην ιστορική συναυλία το 1961 στο θέατρο «Κεντρικόν» δεν μπόρεσε να πει εξαιτίας του άγχους που τον διακατείχε, γεγονός που αφηγείται ο Μπιθικώτσης στην εκπομπή. Ακούγονται, ακόμη, τα τραγούδια «Άπονη ζωή», «Άσπρη μέρα και για μας» μεγάλες επιτυχίες της συνεργασίας του Γρ.Μπιθικώτση με τον Σταύρο Ξαρχάκο.
Η προσωπική ζωή του Μπιθικώτση δεν έμεινε μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Ένα περιστατικό που ξεχώρισε ήταν η κατηγορία για μοιχεία με την κουμπάρα του, η οποία τελικά οδήγησε σε γάμο, δείχνοντας την πολυπλοκότητα της ζωής του πίσω από τη σκηνή.
Είναι το καλοκαίρι του 1970 όπου και μαθαίνεται μια απίστευτη είδηση :“Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης συνελήφθη κατηγορούμενος για μοιχεία με την κουμπάρα του”.
Στα “Δειλινά” όπου τραγουδά εκείνη την εποχή, ο σερ του ελληνικού τραγουδιού, κανείς δεν υποψιάζεται την αργοπορία του εκείνη τη βραδιά. Η τότε σύζυγός του Θεόκλεια έχοντας πολλές υποψίες για τις εξωσυζυγικές δραστηριότητες του, ζητά από κάποιο ντετέκτιβ να τον παρακολουθήσει. Όταν ο τελευταίος τις προσκομίζει αποδείξεις ότι ο σύζυγός της συναντιέται συχνά με την νεαρή κουμπάρα τους αποφασίζει να λάβει δραστικά μέτρα.
Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης έφυγε από τη ζωή στις 7 Απριλίου 2005, αφήνοντας πίσω του μια πλούσια μουσική κληρονομιά. Η φωνή και τα τραγούδια του συνεχίζουν να εμπνέουν και να συγκινούν, αποτελώντας αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής πολιτιστικής ταυτότητας. Ο γιος του, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, έγινε επίσης τραγουδιστής.
*πηγή κεντρικής εικόνας: Eurokinissi
**με πληροφορίες από:
Γρηγόρης Μπιθικώτσης – 7 Απριλίου 2005 Κωνσταντίνα Τασιοπούλου – Αρχείο ΕΡΤ