Η κυρία Πέπη Πολύζου έραψε όλη τη Θεσσαλονίκη
Από τη σχολή μόδας στην Ιταλία και το ατελιέ στη Θεσσαλονίκη, στη θεατρική σκηνή. Η ίδια κάνει ένα προσωπικό flash back, παρόλο που παραμένει δυνατά παρούσα στο παρόν
Από τη σχολή μόδας στην Ιταλία και το ατελιέ στο κέντρο της Θεσσαλονίκης ως τη θεατρική σκηνή, η Πέπη Πολύζου έζησε μια ζωή γεμάτη δημιουργικότητα και προκλήσεις.
Η ίδια κάνει ένα προσωπικό flash back, παρόλο που παραμένει δυνατά παρούσα στο παρόν.
Η Πέπη Πολύζου είναι μια γυναίκα αυτόφωτη και αυτοδημιούργητη, που δε στάθηκε απλά τυχερή, αλλά που η τύχη συνάντησε το ταλέντο, τον επαγγελματισμό και κυρίως, το πάθος και την αφοσίωσή της για όσα αποφάσισε να ακολουθήσει στη ζωή της. Και τα υπηρέτησε με ορμή, ακεραιότητα και ήθος, ποιότητες που αντανακλώνται σε κάθε φράση, άποψη ή πράξη της. Με εμπειρίες μοναδικές, συνεργασίες σπουδαίες στον χώρο του θεάματος, στις οποίες από σεμνότητα αποφεύγει να αναφέρεται επώνυμα-, γνωριμίες σημαντικές και δυο παιδιά -το πιο ακριβό κεφάλαιο στο προσωπικό της βιβλίο.
Γεννήθηκε στο κέντρο της Θεσσαλονίκης και μεγάλωσε σ’ ένα ιδιαίτερα στοργικό και προστατευτικό οικογενειακό περιβάλλον, με τους γονείς και τα δύο αδέρφια της. Οι καταβολές από τις υφάντρες μητέρα και γιαγιά της δε θα μπορούσαν να μην επηρεάσουν τις επιλογές της, που την οδήγησαν στον σχεδιασμό και την κατασκευή του ρούχου, ενώ το καλλιτεχνικό της DNA, στον χώρο της τέχνης.
Έτσι, τα τελευταία 25 χρόνια μοιράζει τη ζωή της ανάμεσα σε δύο αγάπες: τη μόδα και το θέατρο. Κι όταν τη ρώτησα αν ξεχωρίζει ένα από τα δύο, η απάντησή της ήταν όπως μιας μάνας που υπερασπίζεται τα παιδιά της. Είναι δυνατόν να τεθεί ποτέ θέμα προτίμησης; Η ίδια, πατώντας σταθερά στο παρόν, ατενίζει με αισιοδοξία το μέλλον. Όπως κάθε νέος στην ψυχή και δημιουργικά ανήσυχος άνθρωπος. Κι εκείνη είναι σίγουρα γεμάτη προσμονή για τα νέα σχέδιά της.
My dream
Το όραμά μου ήταν πάντα για τον χώρο της μόδας. Ήθελα να σχεδιάζω ρούχα, να τα φοράω, να χαίρομαι. Η αγάπη μου για τον χώρο ξεκίνησε από τα περιοδικά της τότε εποχής. Έτσι φανταζόμουν τον εαυτό μου από μικρή. Θυμάμαι να ενημερώνομαι από τα φιγουρίνια και τα περιοδικά μόδας, να παρακολουθώ τις επιδείξεις. Από την άλλη, η μητέρα μου ήταν υφάντρα και μια πολύ καλοβαλμένη γυναίκα.
Μαζί με τη γιαγιά μου, που έμενε στην Πλάκα, είχαν αργαλειό. Εκεί, τότε ζούσαν πολλοί Αρβανίτες. Και η γιαγιά μου ήταν Αρβανίτισσα κι επαγγελματίας υφάντρα. Ήμουν μικρό κοριτσάκι όταν μου έδειχνε τους συνδυασμούς των χρωμάτων από τα κουρελάκια που χρησιμοποιούσε στον αργαλειό. Έτσι, τα ερεθίσματά μου ήταν δυνατά.
Όταν ήμουν 8-9 ετών, μετά το σχολείο καθόμουν δίπλα στη μητέρα μου όταν ύφαινε. Έβλεπα τον τρόπο που αφαιρούσε ή συμπλήρωνε κάποιο χρώμα. Κάποιες φορές με ρωτούσε: «Πέπη, αυτό πώς σου φαίνεται παιδί μου;». Αυτή μου κληροδότησε τη διάθεση να επιμένω για να συνδυάζω σωστά τα χρώματα. Η μητέρα μου με καθόρισε χωρίς να το καταλάβει και την ευχαριστώ πολύ που με έβαλε στον δρόμο της μόδας. Μου έδειχνε εμπιστοσύνη και ρωτούσε τη γνώμη μου.
Ούτε εγώ αντιλήφθηκα πώς ακριβώς δούλεψε όλο αυτό μέσα μου, ήταν ασυνείδητο. Ακόμα και τώρα, όταν δουλεύουμε με τους συνεργάτες μου, πιάνω το ρούχο και πάντα θυμάμαι εκείνη την ερώτηση: «Πέπη, σε χαϊδεύει το ύφασμα; Σου αρέσει αυτό το χρώμα;». Εκτός από τη μητέρα μου και οι βόλτες στην πόλη -στο Σέιχ Σου, στον Χορτιάτη, στην Περαία- ήταν καθοριστικές. Παρατηρούσα τα χρώματα του ηλιοβασιλέματος, του ουράνιου τόξου μετά από μια βροχερή μέρα… Τα πάντα μπορούν να αποτελέσουν πηγή έμπνευσης στη μόδα.
My Italy
Η μητέρα μου ήταν πολύ ελεύθερος άνθρωπος. Όταν ήμουν 19 χρονών, γινόταν ένας χορός στο ξενοδοχείο Μεντιτερανέ στην παραλία όπου απέσπασα το βραβείο με δώρο ένα 3ήμερο ταξίδι στην Αθήνα. Δυστυχώς, δεν πήγα. Παντρεύτηκα μικρή και διεκδίκησα ως ενήλικη την ελευθερία μου. Έτσι, στα 24 ξεκίνησα σπουδές σε μια σχολή σχεδίου μόδας στην Ιταλία. Έκανα πολλή προσωπική δουλειά με δύο καθηγητές μου, αλλά αυτή που με βοήθησε περισσότερο ήταν η μαντάμ Ζανέτ, που είχε ένα μεγάλο ατελιέ στο Μιλάνο. Αυτή με έβαλε στον χώρο επαγγελματικά και δούλεψα αρκετά χρόνια μαζί της.
Όταν πήγαμε σε μια θεατρική ομάδα στη Φλωρεντία για να κατασκευάσουμε τα θεατρικά κοστούμια σε μια παράσταση, μαγεύτηκα από τη διαδικασία, αν και ήταν δύσκολη και απαιτητική. Κάπως έτσι με κέρδισε το θεατρικό ένδυμα.
Πηγαινοερχόμουν για χρόνια Θεσσαλονίκη-Ιταλία. Έβλεπα τη Φλωρεντία ως ένα υπαίθριο μουσείο και παρατηρούσα τα πάντα. Ο κόσμος εκεί πάντα καλοντυμένος. Το ίδιο ισχύει και στο Παρίσι, όπου πήγαινα για υφάσματα, και στην Ισπανία, που έχει καταπληκτικά βελούδα. Στη Φλωρεντία, λοιπόν, παρακάλεσα τη μαντάμ Ζανέτ να μεσολαβήσει να εργαστώ σ’ ένα εργαστήρι που έφτιαχνε θεατρικά ρούχα. Πήγαινα εκεί 5-6 ώρες την ημέρα και παρατηρούσα όλη τη διαδικασία δημιουργίας τους.
Ως νεαρό κορίτσι, όμως, εκείνο που με μάγεψε και με οδήγησε να επεκτείνω τις σπουδές μου στο σχέδιο ήταν ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Καραμανλής. Όταν τον συνάντησα πρώτη φορά στο ξενοδοχείο Μεντιτερανέ και αντίκρισα τη φυσιογνωμία και την κορμοστασιά του, σκέφτηκα ότι πρέπει να σπουδάσω οπωσδήποτε ανδρικό ένδυμα.
My fashion
Ξεκίνησα το modeling στη Θεσσαλονίκη όταν ήμουν 24, για να μπορώ να επιδοτώ επικουρικά τις σπουδές μου. Εντελώς τυχαία, κάποιος μου ζήτησε να φωτογραφηθώ για ένα προϊόν που ήθελε να διαφημίσει. Και κάπως έτσι η μία δουλειά άρχισε να διαδέχεται την επόμενη. Στην αρχή το έκανα παράλληλα με τις σπουδές -ο άνθρωπος που έχει επιθυμία για εξέλιξη τα συνδυάζει όλα. Ποτέ δεν μπορούσα να σπαταλάω τον χρόνο μου χωρίς να δημιουργώ. Ακόμα και τώρα, αν περάσει μια μέρα κατά την οποία δεν έχω κατασκευάσει κάτι με τα χέρια μου, δεν έχω γράψει ή διαβάσει κάτι, νιώθω πως είναι μια μέρα χαμένη. Ως μοντέλο, θυμάμαι τον εαυτό μου να μπαίνει στα στούντιο, όπου υπήρχε ο φωτογράφος και ο βοηθός του. Μόνη μου βαφόμουν και χτενιζόμουν -εκείνη την εποχή δεν υπήρχε εξειδικευμένη ομάδα όπως σήμερα. Οι φωτογραφίες δημοσιεύονταν σε καταλόγους και περιοδικά της εποχής. Όταν τις έβλεπα, άλλες φορές σκεφτόμουν «καλά τα πήγες» κι άλλες, «έλα τώρα, αυτό δεν είναι επάγγελμα που έχει μέλλον».
My way
Η μόδα είναι όλη μου η ζωή. Έβρισκα διέξοδο στα προβλήματά μου πηγαίνοντας στο αεροδρόμιο και παρατηρώντας τους ταξιδιώτες από διάφορες χώρες∙ τις καμπαρντίνες που φορούσαν οι άντρες, τα ταγιέρ οι κυρίες, τα σπορ ρούχα… Μια μέρα έμεινα εκεί πάνω από 6,5 ώρες, με τις πτήσεις να καταφτάνουν η μία μετά την άλλη κι εγώ να περιεργάζομαι τον κόσμο. Καλές οι φωτογραφίες και τα περιοδικά, αλλά εγώ ήθελα τη φυσική παρουσία του ανθρώπου.
Να βλέπω τι φοράει ο κόσμος, πώς συμπεριφέρεται μέσα στα ρούχα, ποια είναι η δυσκολία του ρούχου στην καθημερινότητα. Σκεφτόμουν όλα όσα θα διευκόλυναν έναν άνθρωπο στις κινήσεις του με όσα επιλέγει να φορέσει, αλλά κι όλα αυτά που θα μπορούσε να προσθέσει στο στιλ του. Μέχρι σήμερα το κάνω -ειδικά στο αεροδρόμιο της Αθήνας. Γευματίζω, πίνω τον καφέ μου, αλλά τον δεύτερο καφέ μου τον απολαμβάνω βλέποντας τον κόσμο να κατεβαίνει από τις πτήσεις. Μου προσφέρει απίστευτη συγκίνηση, γιατί ποτέ δε σταματάμε να ανακαλύπτουμε καινούρια πράγματα.
Είναι σημαντικό ο καθένας να δημιουργεί το στιλ του. Για μένα, ως ενδυματολόγος επί 55 χρόνια, το στιλ είναι αυτό που μετράει. Η μόδα είναι κάτι που παρέρχεται, κάτι καθαρά εμπορικό. Το ρούχο προδίδει την προσωπικότητα του ανθρώπου. Μπορεί κάποιος να κρυφτεί για λίγο πίσω από αυτό, αλλά εξαρτάται και ποιος τον βλέπει. Πιστεύω πολύ στη γλώσσα του σώματος και θεωρώ πως κανείς δεν μπορεί να κρυφτεί τελικά. Όπως λέει ο Μπρεχτ, «Τα μάτια λένε την αλήθεια και το στόμα αυτό που γίναμε».
My city
Στη Θεσσαλονίκη, ζήσαμε πολύ ωραίες εποχές. Στις κοινωνικές εκδηλώσεις, οι κυρίες επέλεγαν προσεκτικά τα ρούχα τους ανάλογα την περίσταση -Απόκριες, Πρωτοχρονιά, Χορός των ρόδων κ.ά. Κάθε κυρία έπρεπε να ραφτεί στη ράφτρα της. Τότε, οι Θεσσαλονικιές φορούσαν φουρό, δαντέλες, μεταξωτά, σατέν. Ήταν ανέκαθεν ιδιαίτερα καλοντυμένες. Πήγαιναν κομμωτήριο, πρόσεχαν τα παπούτσια τους, τα ταγιέρ, τις καμπαρντίνες, τις εσάρπες. Φορούσαν το ένα γάντι και το άλλο το κρατούσαν στο χέρι -πόσο κομψό! Γι’ αυτές ήταν πολύ σημαντική έξοδος μια θεατρική παράσταση, τιμούσαν τον εαυτό τους και τον χώρο.
Το ατελιέ που είχα στην Παλαιών Πατρών ήταν γεμάτο κόσμο -έπρεπε να κλείσουν ραντεβού μήνες πριν, καθώς ήταν ολόκληρη διαδικασία η προετοιμασία τους για ένα σημαντικό γεγονός, ενώ δεν έπρεπε η μία να αντιγράψει την άλλη. Σκεφτόμασταν για την καθεμιά κάτι το μοναδικό. Αργότερα, η εποχή απέκτησε περισσότερο μίνιμαλ διάθεση.
Τα δημοφιλή στέκια θεωρούνταν το Όλυμπος Νάουσα για το μεσημέρι, ενώ για κάτι πιο casual, για ένα σουρέ, ένα ριζόγαλο ή για χορτοφαγία πηγαίναμε στου Κικιλίνη στην Τσιμισκή. Για βράδυ, ήταν η Ρέμβη, η Ιφιγένεια, όπου είδα για πρώτη φορά τον Νίκο Παπάζογλου, και ακόμα παλιότερα, η Χαβάη όπου έπαιζαν οι Olympians. To καλοκαίρι, πηγαίναμε ανατολικά, ενώ από το φθινόπωρο συχνάζαμε στο κέντρο.
My stage
Τα τελευταία 25 χρόνια είμαι μέλος της σχολής του Ανδρέα Βουτσινά. Από τη στιγμή που συνεργάστηκα ως ενδυματολόγος με τόσους καλλιτέχνες και στο θέατρο, ήταν φυσική κατάληξη. Η εμπειρία που απέκτησα από συνεργασίες μου με καλλιτέχνες με βοήθησε να νιώθω οικεία πάνω στη σκηνή. Σκεφτόμουν ότι κάποια στιγμή θα ασχοληθώ κι εγώ με το θέατρο, αλλά ντρεπόμουν να το εκφράσω. Ήρθε, όμως, η στιγμή να το κάνω -μπήκα σε θεατρικές ομάδες, πήρα μέρος σε παραστάσεις και βρέθηκα να φοιτώ στη σχολή του Βουτσινά. Μια σχολή που παράγει τέχνη με έναν εξαίρετο πρόεδρο, τον Δημήτρη Μητσόπουλο. Τον εκτιμώ απεριόριστα και του χρωστάω ένα τεράστιο «ευχαριστώ».
Νιώθω πολύ τυχερή που τον συνάντησα. Η ζωή μας, άλλωστε, είναι συναντήσεις, αρκεί να μπορούμε να συνειδητοποιούμε τι θέλουμε και τι μας ταιριάζει.
Για αρκετό καιρό ασχολήθηκα μόνο με το θέατρο. Το δρομολόγιό μου ήταν να φεύγω το πρωί για Αθήνα για πρόβα και το βράδυ να επιστρέφω Θεσσαλονίκη, στην οικογένειά μου. Όταν ένας δάσκαλός μου με ρώτησε γιατί θέλω να ασχοληθώ με το θέατρο, η απάντηση μου ήταν ότι θέλω να έρθω αντιμέτωπη με τα αρχαία κείμενα. Όταν συναντιέσαι με άξιους δασκάλους, τότε το όφελος είναι διπλό.
Επίλογος
Επαγγελματικά, πατώ πάντα σε δύο βάρκες: ένδυμα και θέατρο. Και τα δύο θέλουν χρόνο και αφοσίωση. Δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς αυτά και δεν μπορώ να τα ξεχωρίσω. Απαιτούν ομαδικότητα αν και οι συνεργασίες συχνά δεν είναι στο χέρι μας να τις διαχειριστούμε. Κανένας μόνος του δεν μπορεί να τα καταφέρει καλά.
Δε θέλω να νοσταλγώ τα παλιά. Ζω το παρόν. Συγκεντρώνομαι. Λέω ότι έζησα την τότε εποχή, μεγάλωσα τα παιδιά μου, πέρασα πολύ ωραία -είμαι ένας άνθρωπος που αγαπά τη ζωή και θέλω να τη μοιράζομαι, να αγγίζω τον άνθρωπο, να ακούω τη φωνή του, αφιερώνω χρόνο σε αυτόν, ακόμα και στη σιωπή του. Η γλώσσα του σώματος θα μου μιλήσει, θα μου πει την αλήθεια, που ίσως θέλει να κρύψει.
Εάν η ζωή και η πορεία μου είχαν χρώμα, θα ήταν το μισό τουλάχιστον ουράνιο τόξο. Ήταν μια διαδρομή προστατευμένη, από τα παιδικά μου χρόνια, με αγάπη, με μια μητέρα που -πάνω απ’ όλα- είχε ως προτεραιότητα τα τρία της παιδιά, με τον γάμο μου, τα δύο υπέροχα παιδιά μου, τη Χριστίνα και τον Δημήτρη, που είναι οι πηγές της ευτυχίας μου. Η ζωή θέλει τύχη και να επιμένουμε στους στόχους και το όραμά μας. Αν το όραμα δεν το μετουσιώσουμε σε στόχο, δε θα πετύχουμε.