Η Μαρία Αμανατίδου γράφει αστυνομικά νουάρ για την Θεσσαλονίκη του σήμερα
Γνωρίζουμε την φωνή της, μας κρατά συντροφιά πολλά χρόνια. Γράφει βιβλία για την Θεσσαλονίκη του σήμερα μέσα από την φαντασία της.
Την γνωρίζουμε από την φωνή της, έχει διανύσει χιλιόμετρα στο ραδιόφωνο, παίρνει θέση σε όλα εκείνα που οι περισσότεροι φοβούνται, έχει την δική της σειρά ρούχων, είναι μητέρα, είναι δυναμική και φέτος κυκλοφόρησε το πρώτο της λογοτεχνικό βιβλίο.
Αν την ρωτήσεις τώρα θα σου πει ότι θα μπορούσε να ζήσει μέσα από την λογοτεχνία γιατί μέσα από εκείνη βρίσκει την ηρεμία, ξυπνά χαράματα για να πάει στην δουλειά της την οποία 30 χρόνια μετά την βλέπει ακόμη σαν χόμπι.
Την περασμένη χρονιά η Μαρία Αμανατίδου έφτιαξε το δικό της podcast το οποίο βασιζόταν σε δικά της λογοτεχνικά κείμενα, στο διάστημα εκείνο μπήκε στη ζωή της το brand της με γυναικεία ρούχα το οποίο εξελίσσει μέχρι σήμερα.
Κάθε πρωί την απολαμβάνουμε στον ZOO 90.8 με τον Ευθύμη Κάλφα. “Το ραδιόφωνο το κάνω την μισή μου ζωή, είναι ένα κομμάτι της φύσης μου, εκφράζομαι μέσα από αυτό, δεν το είδα ποτέ ως δουλειά. Απαιτεί πολύ χρόνο για να είσαι προετοιμασμένος, υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός και πρέπει διαρκώς να βρίσκεις φρέσκα πράγματα για να δημιουργείς περιεχόμενο για το κοινό το οποίο σε ακολουθεί εδώ και πολλά χρόνια.
Φέτος κυκλοφόρησε το βιβλίο μου, ήθελα πολλά χρόνια να κάνω αυτό το βήμα, θα ήθελα να ασχοληθώ μόνο με αυτό αν είχα την οικονομική δυνατότητα, δεν την έχω και φυσικά το βιβλίο δεν μπορεί να σε ζήσει αφού δεν έχει σταθερό εισόδημα.
Φέτος ευτύχησα να βρω εκδότη με το που μπήκε η χρονιά και να το κάνω όπως ακριβώς το ονειρευόμουν. Βέβαια όλα αυτά που συμβαίνουν τα τελευταία δύο χρόνια στην επαγγελματική μου ζωή είναι αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς και φυσικά τα έχω κυνηγήσει για να συμβούν δεν αφήνω ποτέ και τίποτα στην τύχη του.
Όλη αυτή η κατάσταση έχει κόστος τόσο σωματικό όσο και ψυχικό. Θεωρώ πως είναι υπέροχο να πραγματοποιείς τα όνειρα σου αλλά να τα ζεις κιόλας, να δίνεις τον χρόνο στον εαυτό σου να τα βλέπει από μακριά. Τώρα δίνω στον εαυτό μου το ελεύθερο να χαίρεται με τα επιτεύγματα του και να μην βιάζεται να κάνει το επόμενο βήμα.”
Πριν λίγα χρόνια κυκλοφόρησε το πρώτο της βιβλίο εν ονόματι “Το χάπι της μαμάς”.
Γράφτηκε μέσα στην οικονομική κρίση από βιώματα που η ίδια είχε ως μητέρα και ως παιδί και σκοπός του ήταν να δώσει ένα χέρι βοηθείας στους γονείς για να ασχοληθούν με τα παιδιά τους δημιουργικά χωρίς να ξοδέψουν χρήματα. “Με αυτό το βιβλίο προσπάθησα να πείσω τους γονείς να δώσουν χρόνο στην δική τους παιδικότητα. Το βιβλίο λειτούργησε πολύ ωραία εκείνα τα χρόνια και τώρα κατά την διάρκεια της καραντίνας πολλοί γονείς αναγκάστηκαν να στραφούν σε αυτό επειδή έπρεπε να ασχοληθούν ουσιαστικά με τα παιδιά τους και λυπάμαι πολύ που το λέω αυτό, προφανώς δεν φταίνε οι γονείς αλλά οι καταστάσεις που μας οδηγούν σε αυτό.
Αυτό το βιβλίο δεν έχει καμία σχέση με το Ambassador. Μέσα στην καραντίνα συμμετείχα σε έναν λογοτεχνικό διαγωνισμό που αφορούσε τα ημερολόγια καραντίνας, ήταν μία ιστορία νουάρ ακριβώς όπως και το Αmbassador.
Έτσι ανακάλυψα πως γράφουμε αυτό που διαβάζουμε, εγώ διάβαζα ανέκαθεν νουάρ, λατρεύω τα αστυνομικά και ανακάλυψα πως με ενδιαφέρει το κομμάτι της εκδίκησης σαν συναίσθημα και σαν λειτουργία. Οι ήρωες που έχω δημιουργήσει τρέφονται, λειτουργούν ή ξυπνά μέσα τους αυτό το αίσθημα της εκδίκησης. Το αίσθημα του ό,τι έχουν αδικηθεί και δεν υπήρχε ουσιαστική ή καμία δικαιοσύνη.
Δεν ξέρω αν θα συνεχίσω να γράφω τέτοιου είδους ιστορίες όμως με ενδιαφέρει πολύ αυτό το κομμάτι, έχω αρκετές ιδέες στο μυαλό μου και είναι ένα κομμάτι που πιστεύω πως μου ταιριάζει. Αυτού του είδους η λογοτεχνία παλιά θεωρούνταν φθηνό, ξεκίνησε από τις πόλεις διότι όλα τα εγκλήματα αρχίζουν από εκεί και συνέχισε στις εφημερίδες με το να δημοσιεύονται αστυνομικές ιστορίες σε συνέχειες. Έτσι ταιριάζει και με το δικό μου backround. Για εμένα η αστυνομική νουάρ λογοτεχνία είναι από τα πιο πολιτικά είδη λογοτεχνίας που υπάρχουν, γιατί στα αστυνομικά βιβλία εμφανίζεται όλη η γενική εικόνα της κοινωνίας.”
Όπως λέει η ίδια είναι πολιτικό ον και παρατηρεί το τί συμβαίνει στην κοινωνία καθημερινά. Επέλεξε χαρακτήρες γνώριμους για το νέο της βιβλίο, ανθρώπους που όλοι έχουμε συναντήσει στην πόλη. Ανάμεσα τους και ένα ζευγάρι Σύριων για το οποίο όπως εξηγεί χρειάστηκε μεγάλη έρευνα για να μπορέσει να τους αποτυπώσει σωστά.
“Ήθελα να είμαι πολύ συνεπής και σωστή απέναντι σε όλους αυτούς τους ανθρώπους που ήρθαν στην χώρα είτε έμειναν είτε πέρασαν από εδώ με όλες αυτές τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν. Έκανα αρκετή έρευνα γι αυτούς, διάβασα, είδα ντοκιμαντέρ, έψαξα την κουλτούρα τους, υπάρχει πολύ δουλειά πίσω από το βιβλίο μου.
Οι υπόλοιποι χαρακτήρες είναι άνθρωποι που συναντάς καθημερινά. Πιστεύω πως όλοι οι ήρωες που βλέπουμε στις ταινίες και που διαβάζουμε στα βιβλία είναι άνθρωποι σαν εμάς. Όλοι εμείς είμαστε ικανοί για το καλύτερο και το χειρότερο, είναι θέμα συγκυριών το πώς έχει διαμορφωθεί. Πάντα μου άρεσε να ανακαλύπτω τί κρύβεται πίσω από έναν άνθρωπο, ακόμη και έναν άνθρωπο που είναι οφθαλμοφανώς κάθαρμα κάτι του έχει συμβεί.
Έτσι, οι ήρωες είναι αληθινοί σαν εμάς γιατί ακριβώς αυτό είναι, είναι άνθρωποι που τους συναντάμε στην πόλη γιατί το βιβλίο γράφτηκε στη Θεσσαλονίκη του σήμερα. Η λογοτεχνία που έχει να κάνει με την πόλη εξαντλείτε στο παρελθόν και αυτός ο δρόμος είναι ασφαλής. Το να γράψεις όμως ιστορίες για το παρόν και να έχουν ενδιαφέρον θέλει μεγαλύτερο κόπο και παρατήρηση αρκετή. Για εμένα αυτή τη στιγμή το βιβλίο μου αποτελεί την απελευθέρωση μου, έφυγε από εμένα και μοιράστηκε στα χέρια σας. Είμαι πολύ περήφανη γι αυτό το βιβλίο, είναι η αρχή ενός κύκλου που είναι το μεγαλύτερο μου όνειρο.”
Ο “Ambassador” διαδραματίζεται σε ένα fiction ξενοδοχείο στον Βαρδάρη. Η Μαρία πιστεύει πως η συγκεκριμένη γειτονιά είναι η μικρογραφία της πόλης, την επέλεξε επίσης γιατί την έχει ζήσει αρκετά χρόνια. “Έχω δουλέψει πολλά χρόνια στην συγκεκριμένη γειτονιά, είναι κέντρο αλλά ταυτόχρονα είναι απόκεντρο και χωνευτήριο. Έχει τα πάντα. Όλη η πόλη είναι εκεί. Δεν είναι τυχαίο που για το Βαρδάρη έχουν γραφτεί τόσα. Είναι η γειτονιά που με ενέπνευσε. Εργαζόμουν στην Μοναστηρίου όταν πρωτοήρθα στη Θεσσαλονίκη. Τον πρώτο χρόνο δε, πηγαινοερχόμουν κάθε μέρα με ΚΤΕΛ. Τότε ο σταθμός ήταν στην γειτονιά με τα μπουρδέλα, όπως καταλαβαίνεις φοβόμουν.
Είχα αρχίσει να γνωρίζω ανθρώπους, εκεί πίστευα πως είναι οι πιο ασφαλείς δρόμοι αλλά ταυτόχρονα και το ντεκαντάνς της. Έτσι την βίωσα πάρα πολλά χρόνια για πολλές διαφορετικές ώρες. Είναι μία γειτονιά που στην αρχή με αγρίευε όμως στη συνέχεια με γοήτευσε. Θεωρώ πως όσοι Θεσσαλονικείς έχουν περπατήσει στον Βαρδάρη μπορούν να κατανοήσουν όλα αυτά που γράφω και λέω. Είναι γνώριμα τα πράγματα εκεί. Δεν έχω σκοπό μέσα από αυτό το βιβλίο να περάσω κάτι, ο μόνος μου σκοπός είναι να περάσει ευχάριστα ο αναγνώστης. Έχει πολλές ιστορίες ο “Ambassador” τον καθένα τον αγγίζει κάτι διαφορετικό.”
Ανέκαθεν έγραφε, διαβάζει πολύ μέσω της δουλειάς της εκφράζεται χρόνια τώρα, όμως εκεί υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες. Το γράψιμο για την ίδια είναι απελευθερωτικό, ζωντανεύουν όλα εκείνα που σκέφτεται στο χαρτί. “Είχα την ευτυχία να κάνω δύο σεμινάρια δημιουργικής γραφής με την Σοφία Νικολαΐδου τα προηγούμενα χρόνια που έβαλαν το μυαλό μου σε μία τάξη κι έτσι κατάφερα να ολοκληρώσω αυτό το βιβλίο το οποίο γεννήθηκε στο μυαλό μου. Μια Κυριακή απόγευμα και μέσα σε δύο ώρες έγραψα το σκελετό αυτού του βιβλίου. Μέσα στα workshop συναντήθηκα με ανθρώπους ακριβώς σαν εμένα αλλά τελείως διαφορετικούς, που διαβάζουν και γράφουν. Ενωθήκαμε και δουλέψαμε μαζί τα βιβλία μας.
Για εμένα αυτή η διαδικασία είναι ένα από τα μεγαλύτερα μοιράσματα. Το γράψιμο μου προσφέρει μία πολύ μεγάλη ηρεμία, θα ήθελα πολύ να έχω ηρεμία στη ζωή μου και έτσι το αντιμετωπίζω κατ’αυτήν την έννοια. Το γράψιμο με γεμίζει και με τρέφει. Σκέφτομαι ήδη το επόμενο βήμα αλλά όχι συνειδητά, βγαίνω από το σώμα μου, με κοιτάω και λέω “ζήσε τώρα την χαρά αυτού του πράγματος που έχεις κάνει, κάνε όλα όσα χρειάζονται και από ‘κει και πέρα one step at a time.”
Την συναντάμε συχνά στα social media, να τοποθετείτε για όλα εκείνα που την προβληματίζουν. Δεν ζυγίζει την ελευθερία της έκφρασης και σκέφτεται πριν μιλήσει, υπερασπίζεται στο έπακρο τα πιστεύω της κι έτσι έχει μεγαλώσει και τον γιο της. “Πάντα σκέφτομαι πριν γράψω κάτι. Όλοι αυτό πρέπει να κάνουμε και φυσικά να διασταυρώνουμε όλα αυτά που έχουμε να πούμε. Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει όλα ίσα βάρκα ίσα νερά. Είμαι σε μία ηλικία που δεν ανέχομαι πολλά πράγματα και προφανώς έχω το θάρρος της γνώμης μου. Μιλάω με το ονοματεπώνυμο μου, δεν κρύβομαι πίσω από ψεύτικα προφίλ . Είμαι αυτή που είμαι και έχω την άποψη μου φυσικά και έχει κόστος αυτό. Παρατηρώ πως αν εκφέρω την γνώμη μου για θέματα όπως τα δικαιώματα της LGTBQI+ κοινότητας τα likes μου πέφτουν κατακόρυφα, γιατί αυτομάτως η δημόσια έκφραση θαυμασμού και υποστήριξης συρρικνώνεται στο λιγότερο από το 1/3 των ακολούθων μου στα social media.
Αυτό συμβαίνει για δύο λόγους, πρώτον γιατί οι άνθρωποι δεν θέλουν να παίρνουν θέση και δεύτερον διότι υπάρχει ο φόβος του ό,τι ένα like σημαίνει πως ταυτίζεται κάποιος με την άποψη του άλλου. Προφανώς αυτό δεν το κρίνω, όμως η σιωπή σημαίνει συνενοχή. Εμένα με αφορούν όλα, δεν κρίνω εσένα που δεν σε αφορούν όλα. Είμαι πολιτικό ον, δεν με νευριάζουν εκείνοι που θα συμφωνήσουν με ένα ακραίο σχόλιο, με εξαντλεί όμως να ακούω από μία γυναίκα γύρω στα 40 να λέει πως δεν ασχολείται με την πολιτική.
Αν είσαι γυναίκα, εργαζόμενη, μαμά, φοιτήτρια και μεγαλώνεις σε ένα περιβάλλον που αντιμετωπίζεις όλα τα κοινωνικά προβλήματα που έχουν έρθει στο φως της δημοσιότητας τα τελευταία χρόνια όπως είναι οι γυναικοκτονίες και ο σεξισμός δεν μπορεί να μην δεν σε αφορά η πολιτική.
Πάντα πίστευα πως με τον διάλογο μπορεί να απανταλλάξεις απόψεις, πλέον όμως ο διάλογος έχει μεταφερθεί στα social media. Προσπαθώ σε αυτά που εκφράζω να μην προσβάλλω κανέναν και δεν δέχομαι να με προσβάλλουν και φυσικά δεν δέχομαι να προσβάλλουν κανέναν από αυτούς που παίρνουν θέση στο profile μου. Είμαι ανοιχτή στο να ακούω την άλλη πλευρά.” Το μέλλον θέλει να της φέρει πολλά γραψίματα. Όπως λέει αυτό το βιβλίο γέννησε μία ηρωίδα που μπορεί να κάνει τον δικό της κύκλο.