Η Ρίνα Ρεβάχ είναι μια Μάρτυρας Ιστορίας
Η ιστορία ενός μικρού κοριτσιού. Που επέζησε από γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Που επέζησε κι από πολλά ακόμα. Που αποδείχθηκε γενναίο.
Αυτή είναι η ιστορία ενός μικρού κοριτσιού. Που επέζησε από γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Που επέζησε κι από πολλά ακόμα. Που αποδείχθηκε γενναίο, πέρα από κάθε προσδοκία.
Ένα κοριτσάκι που δεν πέθανε ποτέ… μέσα στη Ρίνα Ρεβάχ.
Η Ρίνα Ρεβάχ είναι μια συγκλονιστική παρουσία. Και όχι γιατί είναι μια ακόμα επιζήσασα του Ολοκαυτώματος, αλλά γιατί η εσωτερική της δύναμη, που συνειδητοποίησε πολύ αργά πως διέθετε, τη συνόδευσε σε μια επική διαδρομή ζωής. Η αφήγησή της καθηλώνει, συγκινεί. Σε κάνει να τη θαυμάζεις ξανά και ξανά. Σε κάνει να θαυμάζεις και να μισείς. Σε φέρνει αντιμέτωπη με το θηρίο και τη θηριωδία.
Η ίδια δε μιλούσε ποτέ για την ιστορία της και της οικογένειάς της ώσπου ο σκηνοθέτης Στίβεν Σπίλμπεργκ ίδρυσε το Ίδρυμα Σοά, που στα εβραϊκά σημαίνει Ολοκαύτωμα, για να καταγράψει μαρτυρίες απ’ όσους περισσότερους επιζώντες μπόρεσαν να βρούνε. «Ήρθε στο σπίτι συνεργείο το 1998 -ζούσε ακόμα η μητέρα και ο άντρας μου. Τους πήρανε συνέντευξη. Γύρισαν σε μένα και μου λένε: “Ήσουν κι εσύ εκεί. Η γενιά σου ονομάστηκε child survivor (παιδί-επιζών) και θέλουμε να μας πεις τι θυμάσαι». Και τότε για πρώτη φορά διηγήθηκε ό, τι κρατούσε η μνήμη της ερμητικά κλειστό. Η δεύτερη φορά ήταν στους μαθητές του Γαλλικού Ινστιτούτου. «Δεν είχα μιλήσει ποτέ δημόσια.
Μπορώ να σου πω ότι η σκέψη πως μπορώ να πω κάτι και να δημιουργηθεί σιωπή, να χάσω τον ειρμό μου, τη σκέψη μου… με πανικόβαλλε. Η ιδέα να ακουστεί η φωνή μου, με πανικόβαλλε. Είπα, όμως, ναι. Από εκεί και πέρα, άρχισα να μιλάω…».
Με λένε Ρίνα…
Το πατρικό μου είναι Μπαρζιλάι, αλλά στην εποχή μου αλλάζαμε ονόματα. Με τον γάμο μου πήρα το όνομα του αντρός μου, Ρεβάχ. Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη, όλοι οι δικοί μου είναι Θεσσαλονικείς. Εμείς είμαστε οι πιο παλιοί Θεσσαλονικείς γιατί είμαστε εδώ από το 1492. Όταν έφυγαν οι Ισπανοεβραίοι από την Ισπανία, από την Ισαβέλλα και από την Ιερά Εξέταση που εκδιώχθηκαν, πολύ μεγάλο κομμάτι βρήκε καταφύγιο στην πόλη, που ήταν οθωμανική τότε, αλλά οι Οθωμανοί είχαν θετική διάθεση απέναντι στους Εβραίους.
Η Θεσσαλονίκη ήταν πάρα πολύ όμορφη. Είχε πολύ ωραία σπίτια. Όλη η Όλγας λεγότανε «Περιοχή των εξοχών». Εγώ γεννήθηκα στην Ανάληψη και Αλεξανδρείας -τα καλοκαίρια, όμως, πηγαίναμε στην Περαία και από εκεί έχω τις καλύτερες αναμνήσεις. Στην Ανάληψη, το σπίτι είχε τρία πατώματα. Εκεί έμενε μια μεγάλη οικογένεια. Θείοι, θείες, ανίψια, τους οποίους δε γνώρισα ποτέ. Όλοι εξολοθρεύθηκαν.
Όλοι. Η πρώτη μου παιδική ανάμνηση είναι ένα μεγάλο στρόγγυλο τραπέζι με πόδια λιονταριού κι ένα κοριτσάκι να χορεύει ξυπόλυτο πάνω και οι άλλοι από κάτω να χτυπάνε παλαμάκια. Αυτή είναι η πρώτη μου συνείδηση. Πρέπει να ήμουν πολύ μικρούλα. Το κοριτσάκι αυτό ήμουν εγώ. Κανένας ποτέ δεν μοιράστηκε μαζί μου αναμνήσεις από το Ολοκαύτωμα. Επειδή ήμουν πολύ μικρή, δεν ήθελα να μου οξύνουν τις όποιες αναμνήσεις.
Γεννήθηκα το 1939. Μαθαίνουμε πάντα ότι το έμβρυο μέσα στην κοιλιά της μητέρας του εισπράττει, εκτός από τα κληρονομικά, πολλές από τις αγωνίες της μητέρας. Όταν η μαμά μου, που ήταν 20 ετών, έμεινε έγκυος σε μένα, γινόταν οι διαπραγματεύσεις για τον Β’ Π.Π. Εγώ γεννήθηκα Μάιο του ’39 και ο πόλεμος έγινε Σεπτέμβριο του ίδιου έτους. Άρα, «δέχτηκα» όλη την αγωνία της. Σε όλη μου τη ζωή ήμουν πάρα πολύ θυμωμένη με αυτό το κοριτσάκι. Γιατί είμαι πολύ αγχωτική, ενοχική. Ό, τι ανάποδο θέλεις, το είχα. Κι ενοχοποιούσα αυτό το κοριτσάκι. Έκανα στροφή τεράστια. Γιατί κατάλαβα ότι αν αυτό το κοριτσάκι δεν ήταν γενναίο και δυνατό, εγώ δε θα ήμουν εδώ σήμερα. Δε θα στα ‘λεγα αυτά.
Το τρένο και ο μπαμπάς
Η πρώτη μου δυνατή ανάμνηση είναι ένα τρένο όπου εγώ ανεβασμένη κάπου σ’ ένα κιβώτιο, βλέπω από τις χαραμάδες τρία αεροπλάνα, όπως βλέπουμε στις ταινίες, να έχουν καθοδική πορεία -ούτε ήξερα τί είναι αεροπλάνο. Λογάριασε ένα κοριτσάκι 3-4 χρονών. Τι μπορεί να ξέρει; Και ρωτάω «τι είναι αυτά»; Ώσπου να ολοκληρώσω την ερώτηση, τα αεροπλάνα άρχισαν να πυροβολούν το τρένο. Το τρένο σταματάει, ανοίγουν οι πόρτες. Και τότε έγινε κάτι που καθόρισε όλη μου τη ζωή. Ο πατέρας μου, που ήταν ο ήρωάς μου, με πήρε κάτω από τη μασχάλη του και πήδηξε από το τρένο, όσο ήταν εν κινήσει. Αυτή η κίνηση με καθόρισε για πάρα πολλά χρόνια, γιατί κάτω από τη μασχάλη του πατέρα μου, δε φοβόμουν πια. Ό, τι και να συνέβαινε. Ξέρεις πόσες φορές και σήμερα λέω «πόσο θα ήθελα μπαμπά να με πάρεις κάτω από το μπράτσο σου και να με προστατέψεις από αυτά που με βρήκαν;». Ήταν μια κίνηση πολύ ουσιαστική. Να σκεφτείς ότι όταν ο πατέρας μου δεν ήταν παρών, αρρώσταινα σωματικά. Από τον φόβο μου, πού είναι ο μπαμπάς. Μόλις ο μπαμπάς παρουσιαζόταν, γινόμουν καλά. Ήξερα ότι υπάρχει η αγκαλιά του. Αυτό το έκανε πάντα. Και δε διάλεγε που θα πηδήξει. Γκρεμούς, πέτρες, τσουκνίδες. Πηδούσαμε οπουδήποτε. Δε φοβόμουν. Νομίζω πως η μαμά πρέπει να πέθαινε μέσα της.
Ο φεγγίτης και οι μαύρες μπότες
Μπαίνουμε στο Μπέργκεν Μπέλσεν στη Γερμανία. Ούτε θυμάμαι το ταξίδι πόσες μέρες διήρκησε. Ήταν στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας. Εκεί, βασιζόντουσαν, στο ότι θα πεθάνουμε από τις κακές συνθήκες διαβίωσης. Άπειρες αρρώστιες, επιδημίες, πείνα, κακουχίες.
Κάθε πρωί, γινότανε το απέλ∙ συγκεντρωνόμασταν στοιχισμένοι όπως στο σχολείο. Είχαν χωρίσει τους άντρες από τις γυναίκες. Η γιαγιά μου από τη μαμά, η μητέρα μου κι εγώ σ’ ένα στρατόπεδο. Ο πατέρας μου, ο παππούς μου από τη μαμά και ο αδερφός της μητέρας μου, ένας έφηβος 14-15, σε άλλο. Ο πατέρας μου ήταν υπεύθυνος να μοιράζει το συσσίτιο και το ψωμί. Για χρόνια ολόκληρα προσπαθούσαν να μου μάθουν την κανονική του δουλειά, σε περίπτωση που με χώριζαν από την οικογένειά μου, να ξέρω ποια είμαι και ποια είναι η καταγωγή μου.
Εγώ έλεγα πάντα ότι ο μπαμπάς μοιράζει ψωμί. Είχα «κολλήσει». Ο μπαμπάς ήταν έμπορος. Έφερνε πρώτες ύλες αρωμάτων από την Ελβετία.
Στο στρατόπεδο, η οικογένεια ήταν χωρισμένη. Η μαμά και η γιαγιά έφευγαν κάθε μέρα για το απέλ -για ώρες τους είχαν όλους στο αγιάζι.
Τους μετρούσαν, τους ξαναμετρούσαν, με τα σκυλιά άγρυπνα. Αυτό γινόταν δύο φορές την ημέρα. Το πρωί και το απόγευμα. Τους άφηναν και περιφερόντουσαν τα σκυλιά για να δουν αν λείπει κανείς. Μέσα στο κτίσμα, ήταν τρεις σειρές κρεβάτια δεξιά, τρεις αριστερά. Ήταν ένα μακρινάρι, σαν αχυρώνας. Μια μικρή σόμπα, που υποτίθεται ότι ζέσταινε, και πάνω είχε φεγγίτη. Εγώ ήμουν στο τελευταίο κρεβάτι πάνω, δίπλα στον φεγγίτη. Έβλεπα έξω κι έμεινα εκεί ξαπλωμένη δύο χρόνια! Η μητέρα μου φοβόταν ότι θα μείνω παράλυτη. Ότι δε θα ξαναπερπατήσω. Δεν ήθελα να το κουνήσω με τίποτε από εκεί. Ήμουν μονίμως με μια μπουκιά που σάπιζε στο στόμα, γιατί δεν κατάπινα, και καθόμουν και κοίταζα έξω από τον φεγγίτη. Έτσι πέρασα δύο χρόνια.
Θυμάμαι στη συνέντευξη τότε που μας πήραν στο σπίτι, με ρώτησε μια κυρία «Παιχνίδια είχες; Θυμάσαι να έπαιζες»; Ποτέ δεν είχα κανένα παιχνίδι ούτε κούκλα, ούτε τίποτε. Δεν ήξερα τι θα πει παιχνίδι. Έφερνε καμιά φορά ο μπαμπάς το βράδυ -σκαστός- μια φετούλα ψωμί για να ανανεώσω την μπουκιά που σάπιζε στο στόμα. Μου τη βγάζανε. Δεν την είχα καταπιεί. Ξέρεις πόσα χρόνια μετά τον πόλεμο παιδεύτηκα με ασθένειες; Πολλά χρόνια κουβαλούσα μέσα μου όλη αυτήν την κακουχία.
Όταν έφευγαν η μαμά και η γιαγιά υπήρχαν στο δωμάτιο πολλές κυρίες που ήταν άρρωστες. Το θυμάμαι αυτό. Ήταν και πολλές ολλανδές κρατούμενες μαζί μας, με αποτέλεσμα να μάθω άπταιστα γερμανικά και ολλανδικά. Προσπάθησα κάποια στιγμή να θυμηθώ γερμανικά, αλλά δε μου ήρθε τίποτε. Έκανα μαθήματα, αλλά δεν ξέρω σε πιο σεντούκι του μυαλού μου ήταν καταχωνιασμένα και δε μου ήρθε τίποτε, τίποτε, τίποτε. Σαν να μη μίλησα ποτέ μου. Και μιλούσα πολύ καλά.
Ένα πρωί έξω από το στρατόπεδο βλέπω ένα τεράστιο κάρο -αυτό που σου λέω το θυμάμαι πιο πολύ από αυτό που έκανα χθες. Ένα τεράστιο κάρο, πολύ βαθύ και το σέρνανε άλογα. Δύο εργάτες πετούσαν μέσα στο κάρο γυμνά πτώματα κι όταν αυτό γέμισε ξέχειλα, ανέβηκε ένας αξιωματικός πάνω στα πτώματα, με κάτι ψηλές μπότες μέχρι εδώ (σ.σ. μου δείχνει το γόνατό της), καλογυαλισμένες και χοροπηδούσε πάνω τους για να κάτσουν, να χωρέσουνε κι άλλα. Δε φόρεσα ποτέ μου μαύρες μπότες. Δεν ξέρω τι κατάλαβε αυτό το κοριτσάκι, αλλά έβαλε τα κλάματα. Κι επειδή φοβήθηκε, προσπαθούσαν οι κυρίες να βρούνε λίγη ζάχαρη. Η ζάχαρη στο στρατόπεδο ήταν, φυσικά, είδος πολυτελείας.
Το νύχι της… μαμάς
Μια μέρα, είχα έναν φοβερό βήχα -μου έμεινε για χρόνια κι ακόμη έχω μια ευαισθησία. Και ξυπνάω με 40 πυρετό. Η μητέρα μου έπρεπε να φύγει στη δουλειά. Διόρθωνε παπούτσια (σ.σ. αργότερα κατάλαβα ποια παπούτσια διόρθωναν). Εκείνη την ημέρα ήθελε να μείνει μαζί μου.
Είχαμε στο γκρουπ των κρατουμένων έναν γιατρό, ο οποίος ήταν παρηγοριά για όλους. Τους ήξερε όλους με τα ονόματά τους. Δεν υπήρχε άλλος γιατρός, δεν υπήρχαν φάρμακα, δεν υπήρχε τίποτε. Και του λέει η μαμά μου: «Θέλω να μείνω γιατί φοβάμαι να την αφήσω με 40 πυρετό, μη λιποθυμήσει». Η μαμά μου ήταν ένα μπιμπελό. Πολύ όμορφη, πολύ λεπτούλα, μικροκαμωμένη και σου έδινε την εικόνα της πολύ εύθραυστης γυναίκας. Η μανούλα μου απεδείχθη ατσάλινη. Πήγε στο γιατρό μια μέρα και του λέει: «Πρέπει να είμαι άρρωστη για να μείνω με τη Ρίνα. Θα μου βγάλεις αυτό το νύχι». Της απάντησε ότι δεν μπορεί να το βγάλει, καθώς δεν μπορούσε να τη ναρκώσει. Αυτή επέμενε ότι θα το αντέξει κι εκείνος της ξερίζωσε τελικά το νύχι.
Είναι κάτι που με σημάδεψε για όλη μου τη ζωή. Η μητέρα μου έφυγε αρκετά ηλικιωμένη. Όταν της χάιδευα τα χέρια, αυτό το νύχι ήταν διαφορετικό από τ’ άλλα. Ήταν χοντρό και κυματιστό. Και είχε πάντα μια φιλαρέσκεια. Τα νύχια της ήταν πάντα τέλεια φτιαγμένα. Ήταν κοκέτα. Κι αυτό το νύχι της μαμάς μου, το οποίο βγήκε χοντρό και σγουρό, όταν το χάιδευα έλεγα «Πω, τι κουράγιο βρε μάνα, να ξεριζώσεις ένα νύχι!». Θα μπορούσε να πεθάνει, να πάθει σηψαιμία. Μ’ ένα νύχι ξεριζωμένο, στις συνθήκες εκείνες, μπορούσε να πεθάνει πριν από μένα. Στο τέλος, πλαγιασμένες στο κρεβάτι, με τη ζέστη η μια της άλλης, γίναμε σχετικά καλά και οι δύο.
Η απελευθέρωση
Η ζωή συνεχιζότανε. Μόνο κλεφτά βλέπαμε τους άνδρες της οικογένειας. Τον πατέρα μου τον συναντούσαμε γιατί μοίραζε τη σούπα -ήταν με φλούδες από πατάτες. Θυμάμαι μια μπουκιά ψωμί μ’ ένα ίχνος μαρμελάδας. Θυμάμαι την αηδία που μου προκαλούσε η μπουκιά, που σάπιζε στο στόμα μου. Δεν το κατάπινα, δεν το έφτυνα. Μια μέρα, δημιουργήθηκε μεγάλη αναταραχή στο στρατόπεδο (σ.σ. όποτε διάβαζα κάτι σχετικό στα memorial sites του Μπέργκεν Μπέσεν, ανέφεραν ότι το είχαν ελευθερώσει οι Αμερικανοί με τους Άγγλους. Εγώ είχα τελείως άλλη εικόνα κι έλεγα κάτι δε θυμάμαι καλά). Μας φόρτωσαν σ’ ένα τρένο που αγκομαχούσε. Έπεφτε πυκνό χιονόνερο, ήταν βράδυ, το τρένο δεν την έβγαζε τη διαδρομή. Ξαφνικά, σταματάει στη μέση του πουθενά. Βροχή, χιονόνερο και ψυχή πουθενά. Ούτε Γερμανός, ούτε σκυλιά.
Μερικοί θαρραλέοι ανοίγουν την πόρτα από τα βαγόνια. Κατεβαίνουν κάτω. Οι Γερμανοί πουθενά. Και συγχρόνως είχαμε και τον φόβο μην το κάνουν επίτηδες για να μας κατεβάσουν και να μας πυροβολήσουν. Ξαφνικά ακούμε χλιμιντρίσματα αλόγων και βγαίνει ένας έφιππος στρατιωτικός, μιλώντας άλλη γλώσσα. Ήταν οι Ρώσοι. Εμάς μας ελευθέρωσαν οι Ρώσοι. Το τρένο αυτό προφανώς πήγαινε στα κρεματόρια, για να μας θανατώσουν. Δεν ξέρω που χάθηκε. Οι γονείς μου φύγανε χωρίς να ξέρουν ότι το τρένο μας ήταν ένα τρένο που χάθηκε. Εγώ το έμαθα αργότερα από το internet.
Οι Ρώσοι μας πήγαν και μας εγκατέστησαν σ’ ένα κοντινό χωριό, το Τρέμπιτς. Στο ισόγειο του σπιτιού, έμεναν οι γερμανοί ιδιοκτήτες. Εμείς ζούσαμε στο πρώτο πάτωμα κι ένα φιλικό ζευγάρι των γονιών μου, στο δεύτερο. Σ’ εκείνο το σπίτι είχε παράθυρα κι αυτό για μένα ήταν θαύμα γιατί έμπαινε φως. Για πρώτη φορά έμαθα τι είναι παράθυρο, καθώς εκτός από τον φεγγίτη, δε θυμόμουν κανένα άλλο. Είχε κάτι μεγάλα παράθυρα λοξά, απ’ όπου έμπαινε ο ήλιος. Από τότε θέλω το σπίτι να είναι γεμάτο ήλιο. Θέλω φως.
Θυμάμαι, ήμουν πέντε χρονών και μ’ έστειλαν να μαζέψω φράουλες. Η γερμανίδα ιδιοκτήτρια, με τα χέρια στη μέση -μια χειρονομία που ακόμα μου ανακατεύει το στομάχι-, μου λέει: «Δεν ντρέπεσαι να κλέβεις φράουλες»; Την κοίταξα και της απάντησα: «Εγώ να ντρέπομαι ή εσείς που χωρίζετε τα παιδάκια από τους γονείς τους;». Οι δικοί μου με κοιτούσαν με απορία από το παράθυρο γιατί μέχρι τότε δεν είχα αντιμιλήσει σε κανέναν. Ό, τι περιφρόνηση είχε ένα κοριτσάκι πέντε ετών βγήκε στα μάτια μου και της τα είπα χωρίς δεύτερη σκέψη.
Σε εκείνο το σπίτι υπήρχε επιδημία τύφου. Πρώτα ο αδερφός της μητέρας μου και μετά εγώ και για να γίνω καλά μου ξύρισαν το κεφάλι. Η θρυλική φιλαρέσκεια μου με έκανε να θέλω να πεθάνω. Τότε, άρχισαν να φροντίζουν για τον επαναπατρισμό των κρατουμένων. Μας έδωσαν ρούχα. Σε μένα ένα παλτό πράσινο, ενήλικης γυναίκας, αλλά με ζέσταινε. Ήμουν τυλιγμένη με αυτό. Ένιωθα πως όλοι με κοροϊδεύουν τόσο λόγω του κεφαλιού μου όσο και της αμφίεσης μου.
Επιστροφή στη Θεσσαλονίκη
Φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη. Ο πόλεμος είχε τελειώσει. Ο παππούς μου είχε χτίσει τέσσερις μονοκατοικίες. Το σπίτι μας ήταν κατειλημμένο από μια οικογένεια Ρομά, που θυμάμαι με πολλή συμπάθεια. Έφυγαν αυτοί για να μείνουμε εμείς και μας βοήθησαν κιόλας. Κοιμόμασταν όλοι μαζί και θυμάμαι ακόμα τον παππού μου να ροχαλίζει κι εγώ να σκεπάζομαι με κάτι μάλλινες κουβέρτες του στρατού που τσιμπούσαν. Με τρόμαζε το ροχαλητό.
Ο πατέρας μου είχε αρκετούς φίλους κι ένας από αυτούς ήταν ο Νίκος Ζαρντινίδης, που επέστρεψε στον πατέρα μου όλο το εμπόρευμα που του είχε αφήσει να το φυλάξει, πριν μας οδηγήσουν στο στρατόπεδο. Τον εκτίμησε πολύ γι’ αυτό και ορκιστήκαμε να τον στηρίζουμε πάντα.
Ο άνδρας μου ήταν για 40 χρόνια Επίτιμος Γενικός Πρόξενος της Ισπανίας και ήμασταν καλεσμένοι σπίτι του -παρουσία του Καραμανλή του μεγάλου. Διηγήθηκα την ιστορία μου στον ίδιο και του είπα πόσο πολύ ο πατέρας μου εκτιμούσε τον Ζαρντινίδη, χάρη στον οποίο μπόρεσε να ξεκινήσει ξανά τη δουλειά του. Χάρηκα που είχα την ευκαιρία να διηγηθώ αυτήν την ιστορία μπροστά του. Ένας άλλος φίλος του πατέρα μου, ο Στέλιος Μπουτάρης, στον οποίο είχε δώσει ένα δέμα, κι αυτός του το παρέδωσε όπως ακριβώς του το είχε δώσει -και με τον ίδιο σπάγκο. Δεν το είχα αναφέρει ποτέ στον Γιάννη Μπουτάρη, αλλά το έκανα σε μια παρουσία βιβλίου. Τον συγκίνησε πολύ. Αν δεν ήταν ο πατέρας του και ο Ζαρντινίδης, δεν ξέρω αν ο πατέρας μου θα μπορούσε να ορθοποδήσει.
Η ζωή στο σχολείο
Κάποια στιγμή ήρθε η ώρα να πάω σχολείο. Η μαμά μου με γράφει σ’ ένα δημοτικό μεικτό εξατάξιο στην Ανάληψη. Πάω σχολείο και καταλαβαίνω ότι μόνο καλοδεχούμενοι δεν είμαστε. Πιασμένη από το χέρι της μαμάς την πρώτη μέρα, σκέφτηκα πως προτιμώ τις βόμβες και τη μασχάλη του μπαμπά. Ένιωθα άβολα και με το ξυρισμένο μου κεφάλι. Σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα. Ήμουν η μόνη Εβραία. Μέχρι τη Β’ – Γ’ τάξη, που ήρθε ένα ακόμα κορίτσι και βγάλαμε το σχολείο χέρι-χέρι. Στο ίδιο θρανίο. Παιδική μου φίλη που δεν εξαφανίστηκε αυτή και η οικογένειά της από τον πόλεμο. Συνέβησαν και θαύματα. Δε μίλησα ποτέ με τη Νίνα για το πώς σωθήκαμε παρά μόνο μεγαλώνοντας… δε θέλαμε να θυμόμαστε.
Μια συμμαθήτρια μου, η Πολυξένη, δε με συμπαθούσε καθόλου. Με αποκαλούσε «παλιό-Εβραία» και με κατηγορούσα για τα πάντα -τότε κατάλαβα πολλά. Μια μέρα, είχαμε πιαστεί στα χέρια. Έμενε σ’ ένα πολύ φτωχικό σπίτι. Βγήκε η μαμά της και μου είπε: «Δεν κατάλαβα γιατί γυρίσατε. Γιατί δε σας έκαναν σαπούνι και λάμπες οι Γερμανοί;». Έτρεξα σπίτι με λυγμούς. Ρώτησα τη μαμά μου τι εννοούσε αυτή η κυρία. Μου εξήγησε τα πάντα κι από κει και πέρα αποφάσισα ότι έπρεπε να πάρω τη ζωή στα χέρια μου.
Έγινα πολύ καλή μαθήτρια. Αυτό ήταν η δύναμή μου. Με αντιμετώπιζαν αλλιώς. Όταν ήμουν στο γυμνάσιο, πήγαμε στην Αργεντινή -δεν ξέραμε, βέβαια, ότι όλοι οι Ναζί είχαν μαζευτεί εκεί. Μείναμε έξι μήνες. Ήμουν πολύ δυστυχισμένη γιατί ήμουν μακριά από τη γιαγιά, με την οποία είχα καταπληκτική σχέση. Το κλίμα εκεί ήταν δυσάρεστο και ο πατέρας μου είχε έλκος και δεν το άντεξε. Έτσι, γυρίσαμε ξανά Θεσσαλονίκη. Ήμουν 12 ετών και σκεφτόμουν πώς είναι δυνατόν να αλλάζει τόσο γρήγορα η ζωή ενός ανθρώπου… Το ταξίδι της επιστροφής με κρουαζιερόπλοιο ήταν το όγδοο θαύμα. Εκεί έμαθα να χορεύω. Έβλεπα τον κόσμο και μάζευα εικόνες κι ερεθίσματα. Χόρευα πολύ ωραία στα νιάτα μου. Το ταξίδι διήρκησε 17 μέρες. Κάπως έτσι λάτρεψα τις διακοπές με κρουαζιερόπλοιο.
Γυρίσαμε τον Απρίλιο και είχα χάσει έναν χρόνο. Οι καθηγητές μου ήταν εξαιρετικοί. Πήγα στη Βαλαγιάννη, μια σχολή θηλέων απέναντι από τη Μητρόπολη. Η διευθύντριά μου, η κα Σχοινά, ήταν μια πραγματική αρχόντισσα. Ο δάσκαλός μου, κ. Γουργούτης, με βοήθησε να μη χάσω τη χρονιά. Πήγαινα στο σχολείο στις 6 το πρωί κι έκανα μάθημα μαζί του μέχρι τις 8. Μετά, πήγαινα στην τάξη σαν ακροάτρια. Τελικά, πέρασα τις εξετάσεις κι όλοι ήταν πολύ περήφανοι για μένα.
Από εκεί και πέρα, η πορεία μου στο σχολείο πήρε τελείως διαφορετική τροπή. Είχα κάτι σαν ηγετικό ρόλο στην τάξη. Τελείωσα το εξατάξιο γυμνάσιο και στις δυο τελευταίες τάξεις είχα καθηγητή τον Μανώλη Ανδρόνικο -τον κουβαλάω στην προίκα μου. Δεν ήταν καθηγητής με την κλασική έννοια του όρου, ήταν ένας φάρος, ένας προβολέας. Αν έφυγα από το σχολείο με πέντε γνώσεις παραπάνω, τις χρωστάω σε αυτόν.
Τελείωσα, λοιπόν, το σχολείο πολύ περήφανη, αλλά αυτό που με πίκρανε πολύ είναι το ότι δε μου έδωσαν ποτέ τη σημαία λόγω καταγωγής.
Τη δικαιούμουν, κι αυτό με είχε πονέσει πάρα πολύ.
Το εβραϊκό στοιχείο
Τότε, έκανα περισσότερο παρέα με ομόθρησκους. Χάρη στη Νίνα και τον αδερφό της πήγαινα σε πάρτι στα σπίτια και κοινωνικοποιήθηκα. Η πόλη ήταν γεμάτη από επιτύμβιες πλάκες, τις οποίες δεν τολμούσαμε να πατήσουμε εγώ και η Νίνα. Ήταν όλες από τα εβραϊκά κοιμητήρια. Δεν καταλάβαινα τα εβραϊκά γράμματα, αλλά ήξερα ότι ήταν κάτι που δεν έπρεπε να καταπατήσω. Τα χρησιμοποιούσαν σαν οικοδομικά υλικά ή σαν διακοσμητικά στοιχεία! Υπήρχε έντονος αντισημιτισμός. Κάποια στιγμή, είχα πάει σε μια ομιλία στο Ινστιτούτο Γκαίτε στο κτίριο Κονιόρδου. Στο πάνελ ήταν ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, δυο-τρεις κύριες εβραϊκής καταγωγής -καθηγήτριες πανεπιστημίου- και το κοινό. Κάποια στιγμή, ένας δικηγόρος σήκωσε το χέρι του και είπε: «Ήμουν παιδί κι όταν έπαιρναν τους Εβραίους εμείς χαιρόμασταν. Μήπως, λοιπόν, και οι Εβραίοι πρέπει να απολογηθούν γιατί χαιρόμασταν;». Ήταν η εποχή που δεν τολμούσα να εκφραστώ. Έχασα τον ύπνο μου. Πώς να το εξηγήσω αυτό; Η Θεσσαλονίκη τότε είχε στην πλειονότητά της Εβραίους, υπήρχαν εβραϊκά σχολεία, εφημερίδες, τα Σάββατα έκλειναν τα πάντα…
Η κυρία Ρεβάχ
Παντρεύτηκα σε ηλικία 18 ετών. Στον χρόνο πάνω, αποκτήσαμε τον γιο μας, Ζακ -τον έχασαν, δυστυχώς, αρκετά νέο. Ο άνδρας μου ήταν Ισπανός υπήκοος. Οι Ισπανοί είχαν καλύτερες σχέσεις με τον Άξονα, λόγω του Franco που ήταν άκρο-δεξιός. Είχαν καλύτερη μεταχείριση σε σχέση με εμάς. Ήμασταν και στο ίδιο στρατόπεδο -έμεινε 6 μήνες-, αλλά δεν είχαμε γνωριστεί εκεί -εγώ ήμουν 3 κι αυτός 16! Στη Θεσσαλονίκη, τις δεκαετίες του ‘60 και ‘70 διασκεδάζαμε και χορεύαμε πολύ. Υπήρχαν πολλά νυχτερινά κέντρα με ορχήστρες. Διοργανώνονταν χοροί, όπως ο χορός των Ανεμώνων και του Κολλεγίου στο Μεντιτερανέ και στη Στρατιωτική Λέσχη. Ραβόμασταν ειδικά γι’ αυτούς τους χώρους, κάτι που δεν κάνει ο κόσμος σήμερα.
Τελείωσα τα αγγλικά μου όταν ήμουν παντρεμένη. Στο σπίτι μιλούσαμε γαλλικά και όχι Λαδίνο. Τα Λαδίνο τα έμαθα με την πεθερά μου -ιδίωμα που μιλούσαν οι Εβραίοι και ήταν τα παλιά ισπανικά με πολλές προσμίξεις -τουρκικές, γαλλικές κ.ά. Κάποια στιγμή κάνουμε με τον σύζυγό μου ένα ταξίδι στα στρατόπεδα. Πήγαμε στο Μπέργκεν Μπέλσεν το 1982 και μείναμε στην κωμόπολη Τσέλε. Στο στρατόπεδο δεν υπήρχε τίποτα.
Είχαν γκρεμίσει όλα τα κτίσματα και ήταν μια έκταση που θύμιζε οροπέδιο. Υπήρχαν πλάκες που από κάτω τους βρίσκονταν χιλιάδες θαμμένοι άνθρωποι, σαν ομαδικοί τάφοι. Υπήρχε κι ένα πάρκο γεμάτο από κομμάτια μάρμαρα σπαρμένα, που είχαν φυτέψει προς τιμήν των αδικοχαμένων οι συγγενείς τους. Υπήρχε κι ένα κτίσμα με φωτογραφίες που έβγαζαν οι ίδιοι οι Γερμανοί τότε. Λένε ότι υπάρχουν ακόμα, κρυμμένα σε τούνελ, πολύτιμα αντικείμενα που έκλεβαν και ακόμα δεν έχουν ανακαλυφθεί. Οι Γερμανοί έβγαζαν οι ίδιοι φωτογραφίες για να δείξουν στον κόσμο αυτά που έκαναν. Πολλές φωτογραφίες είχαν βγάλει και οι σύμμαχοι που απελευθέρωσαν τα στρατόπεδα.
Το παρελθόν στο παρόν
Η συνάντησή μας ολοκληρώνεται με τις περιγραφές του ταξιδιού της στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Πολωνίας, στο γκέτο της Βαρσοβίας, που έκανε με τον εγγονό της, Ίζι, που μετά τον θάνατο του γιου και του συζύγου της, είναι πλέον όλη της η ζωή. Μου περιγράφει το εγκαταλελειμμένο εβραϊκό νεκροταφείο με τάφους που έμοιαζαν σαν έργα τέχνης, για κάτι αρχαϊκές κολόνες κομμένες στη μέση, που συμβόλιζαν το νήμα της ζωής που κόπηκε για 6 εκατομμύρια Εβραίους.
Με συγκλονίζει με την περιγραφή της από την Τρεμπλίνκα. Με το μνημείο-διαστημόπλοιο και το βουνό από στάχτη καμένων πτωμάτων. «Αν καεί ο καθένας από εμάς είμαστε μια χούφτα στάχτη. Χάνεις τον λογαριασμό όταν σκέφτεσαι πόσοι άνθρωποι χάθηκαν κι έγιναν στάχτη για να δημιουργηθεί αυτό το βουνό!». Με μεταφέρει νοερά σ’ έναν θάλαμο για ιατρικά πειράματα σε Ολλανδούς κρατούμενους -τους φύτευαν καρκινικά κύτταρα χωρίς αναισθητικό-, που είχε γυάλινες ψηλές πόρτες γεμάτες ονόματα. Μου αναφέρει όλο συγκίνηση τον εγγονό της που έψαχνε το όνομα της Άννα Φρανκ, η οποία, όμως, θανατώθηκε στο Μπέργκεν – Μπέλσεν, αλλά δεν είχαν ποτέ συναντηθεί, λόγω διαφορά ηλικίας. Στέκεται ιδιαίτερα στα πυκνά δάση δίπλα στο στρατόπεδο, με τα πανύψηλα δέντρα. Όλα ποτισμένα με το αίμα των εκατομμυρίων νεκρών, αφού εκεί τους ανάγκαζαν να ανοίγουν τάφους κι αφού τους πυροβολούσαν, τους έθαβαν. «Τέτοια είχαμε και στο στρατόπεδό μας. Πάντα τα δάση, ακόμα και στην Ελλάδα, μου προκαλούν φόβο γιατί μου θυμίζουν αυτά του στρατοπέδου μας».
Για το τέλος, αφήνει την επίσκεψή της στο Άουσβιτς με τα δύο στρατόπεδα. Μια τεράστια πολιτεία με άπειρα κτίσματα αναστηλωμένα. Μου περιγράφει το δωμάτιο γεμάτο παπούτσια -«έτσι κατάλαβα γιατί η μάνα μου διόρθωνε παπούτσια από ανθρώπους είχαν κάψει, για να δώσουν σε άλλους».
Το δωμάτιο με τα μαλλιά των νεκρών -σε κάθε απόχρωση-, που τα έκαναν περούκες, για τα χρυσά δόντια που τους έκλεβαν… «Ώσπου να πεθάνω, δε θα ξεχάσω ποτέ το γεμάτο δωμάτιο με τις βαλίτσες, όλων των μεγεθών, που είχαν πάνω τους με τεράστια γράμματα τα στοιχεία του καθενός. Όλοι πίστευαν ότι εκεί θα δημιουργήσουν ένα κράτος. Αλήθεια, τι να μαζέψεις σε μια στιγμή πανικού σε μια βαλιτσούλα τόση δα, κάτω από μαστίγια και απειλητικά γαβγίσματα σκυλιών;».
Το μαγνητοφωνάκι κλείνει. Σιωπή και μόνο βλέμματα. Συγκλονισμένη, προσπαθώ να διατηρήσω την ενέργεια της μοναδικής αυτής συνάντησης και να τακτοποιήσω συναισθηματικά τόση πληροφορία. Κυρία Ρεβάχ, να είστε σίγουρη ότι το κοριτσάκι εκείνο θα ήταν περήφανο για εσάς….