Η σπουδαία κυρία που έσωσε τα αρχαία του Ναβαρίνου στη Θεσσαλονίκη
Η αρχαιολόγος Φωτεινή Ζαφειροπούλου μιλά στην parallaxi για το τέλος της δεκαετίας του 50 στη Θεσσαλονίκη και τις Κυκλάδες του 60.
Η Φωτεινή Ζαφειροπούλου είναι Αρχαιολόγος, υπεύθυνη για τις αρχαιότητες προϊστορικής και κλασικής εποχής στην περιοχή του Αιγαίου και κυρίως στους νομούς Κυκλάδων και Σάμου. Φοίτησε στη Φιλοσοφική της Αθήνας και στην ελληνογαλλική σχολή Saint Joseph.
Από το 1960 ως το 1995 υπηρέτησε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία. Το μεγαλύτερο διάστημα της υπηρεσιακής και επιστημονικής της απασχόλησης αφιερώθηκε στην περιφέρεια Κυκλάδων-Σάμου (μικρότερα διαστήματα υπηρέτησε στη Βόρειο Ελλάδα-Θεσσαλονίκη και στην Κεντρική Ελλάδα – Δελφοί, Αιτωλοακαρνανία).
Το θέμα της διατριβής της είναι σχετικό με την κυκλαδική κεραμική, στην οποία και ειδικεύεται. Έχει πάρει μέρος και έχει διευθύνει ανασκαφές στις Κυκλάδες, ιδιαίτερα στη Νάξο και Πάρο. Μαζί με τον σύζυγο της, το σπουδαίο αρχαιολόγο και Έφορο στις Κυκλάδες Νίκο Ζαφειρόπουλο προσέφεραν τα μέγιστα ώσπου η χούντα του εξεδίωξε.
Ασχολήθηκε με την επανέκθεση Μουσείων στις Κυκλάδες (Μύκονο, Δήλο, Θήρα κλπ.), στη Σάμο, στη Θεσσαλονίκη, στο Αγρίνιο, καθώς και σε εργασίες διαμόρφωσης Αρχαιολογικών Χώρων, κυρίως στη Δήλο. Έχει πάρει μέρος με ανακοινώσεις σε πολλά συνέδρια και στο πλούσιο συγγραφικό της έργο περιλαμβάνονται πολλά άρθρα σε ξένα και ελληνικά επιστημονικά περιοδικά, καθώς και λευκώματα για τη Δήλο και γενικά για την αρχαία ελληνική πλαστική.
Η συμβολή της στις αρχαιότητες της Θεσσαλονίκης και της Μακεδονίας είναι μεγάλη. Στα 92 της έχει μια απίστευτη διαύγεια, χιούμορ και άποψη για όσα καταστροφικά συμβαίνουν σε σχέση με τους θησαυρούς της χώρας μας. Μιλήσαμε μαζί της:
-Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1931 και μεγάλωσα εδώ στη Φιλαδέλφεια. Με καταγωγή από τη Μάδυτο της Μικράς Ασίας για αυτό και στη γειτονιά μου υπήρχαν πολλοί πρόσφυγες. Τον τόπο καταγωγής μου τον αναφέρει και ο Ηρόδοτος. Ο πατέρας μου ήταν από οικογένεια με 16 παιδιά. Συγγενής του ήταν μια μεγάλη προσωπικότητα, ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος. Όλη μου η οικογένεια ήταν μορφωμένοι άνθρωποι. Λογικό ήταν να πάω στο Πανεπιστήμιο. Διάλεξα τη Φιλοσοφική Σχολή, ανάμεσα στην Ιστορία και την Αρχαιολογία διάλεξα την Αρχαιολογία. Τέλειωσα και το Γαλλικό Ινστιτούτο και δίδαξα εκεί 3 χρόνια.
-Πρωτοδιορίστηκα στη Θεσσαλονίκη ως αρχαιολόγος, προς μεγάλη μου απελπισία. Δεν είχα σχέσεις με το βορά. Είχα σχέση με τα νησιά, την Αττική, την Πελοπόννησο. Αλλά όχι με τη Μακεδονία. Έμεινα τρεισήμισι χρόνια επάνω και πέρασα πολύ ωραία. Η Θεσσαλονίκη ήταν ένα ωραίο αστικό κέντρο, σημαντικό για όλα τα Βαλκάνια. Η αρχαιολογική υπηρεσία της ήταν το κέντρο που άνηκε μια μεγάλη περιοχή από την Πέλλα και το Κιλκίς μέχρι τη Χαλκιδική. Η Πέλλα μόλις είχε αρχίσει να δίνει ευρήματα σπουδαία, την ήθελαν όλοι και πηγαίναμε και μεις οι νέοι.
-Στη Θεσσαλονίκη άνοιγαν δυο πελώριες ανασκαφές. Η μια ήταν η Ρωμαϊκή Αγορά. Προϊστάμενος στη Θεσσαλονίκη ήταν ο Μακαρόνας. Ένας άνθρωπος που δεν θα σήκωνε ποτέ κεφάλι σε αντίθεση με τον Πέτσα που ήταν άνθρωπος γενναίος και θα τον ενδιέφερε να γίνει έφορος και φυσικά δεν τα πήγαινε καλά με τον Μακαρόνα. Ο μεγάλος καυγάς της εποχής γινόταν για την Πέλλα. Γιατί οι νέοι αρχαιολόγοι είχαν καταλάβει τη σημαντικότητα της και ήθελαν να την ξεχωρίσουν από τη Θεσσαλονίκη, να την ερευνήσουν χώρια, ο Μακαρόνας ήθελε να την κρατήσει υπό την εποπτεία του. Εμείς οι νεότεροι ήμασταν σε δύσκολη θέση μεταξύ προϊσταμένων που μάλωναν και του κοσμάκη που ήθελε να τελειώνουμε να χτίσουν σπίτια εκεί που ήταν τα αρχαία. Επίσης θέλανε να φτιάξουν ένα πάρκο και χώρους να βάζουν τα αυτοκίνητα τους πάνω στον αρχαιολογικό χώρο.
-Εκείνη την εποχή δουλεύαμε στην περιοχή του Ανακτόρου του Γαλερίου. Λίγο παραπέρα υπήρχε ο αρχαίος Ιππόδρομος που οι εργολάβοι απαίτησαν να παραχωθεί και να χτιστούν πολυκατοικίες.
Τον χώρο γύρω από το Οκτάγωνο καταλάμβαναν τότε μισοερειπωμένα προσφυγικά ξύλινα σπίτια και ο δήμος αποφάσισε να διαμορφώσει σε πλατεία όλη την περιοχή και άρχισε τις εργασίες κατεδάφισης των παλιών κτισμάτων. Ο εργολάβος που ανέλαβε το έργο θέλοντας να το τελειώσει το ταχύτερο, έβαλε μπουλντόζες να δουλεύουν σε 24ωρη βάση, με αποτέλεσμα ο φύλακας που είχαμε βάλει από την Εφορεία να επιβλέπει και είχε βάρδια εκείνη την ώρα, να έλθει τα μεσάνυχτα της δεύτερης μέρας των εργασιών στο σπίτι μου να με ειδοποιήσει ότι καταστρέφουν τα αρχαία.
Ευτυχώς έμενα εκεί δίπλα, τρέχω και βλέπω πραγματικά να είναι έτοιμη η μπουλντόζα να κατεδαφίσει ένα τμήμα ρωμαϊκού κτιρίου που σωζόταν. Φωνάζω στον χειριστή να σταματήσει αυτός μου απαντά «άσε μας ρε κορίτσι μου νυχτιάτικα, άει κοιμήσου» ακολούθησε καυγάς, αλλά όταν είδα ότι δεν σταματά, πάω και στέκομαι ανάμεσα στην μπουλντόζα και στο αρχαίο κτίριο πιστεύοντας ότι δεν θα με έπαιρνε από κάτω.
Δεν ξέρω αν σήμερα ήμουν νέα θα τόκανα, γιατί τώρα δεν θα αποκλειόταν να με χτυπούσε. Ο χειριστής αναγκάστηκε να σταματήσει και να φύγει βρίζοντας με αποτέλεσμα την άλλη μέρα να ακολουθήσουν άλλα δρώμενα με τον δήμαρχο και τους γύρω γείτονες, που θεωρούσαν ότι χωρίς πλατεία τα ακίνητα τους έχαναν σε αξία, να είναι έτοιμοι να μας λιντσάρουν, ιδιαίτερα εμένα. Τελικά γλυτώσαμε και εμείς και τα αρχαία, άρχισε συστηματική ανασκαφή μετά την απομάκρυνση των ερειπίων που έφερε στο φως μέρος λαμπρού δημόσιου οικοδομήματος.
Το ίδιο ή κάτι παρόμοιο, αν είναι σωστές οι πληροφορίες μου, έκανε και ο Φ. Πέτσας να σταθεί δηλαδή μπροστά στις μπουλντόζες για να σταματήσει την καταστροφή αρχαίου. Αυτό έγινε στην περίπτωση της άλλης μεγάλης ανασκαφής, στην πλατεία Δικαστηρίων, που την άρχισα εγώ με 300 περίπου εργάτες, ύστερα από άνωθεν εντολή μαζί με την σχετική πλουσιοπάροχη χρηματοδότηση για να ξεπετάξουμε την ανασκαφή και να γίνουν τα κτίρια των Δικαστηρίων το ταχύτερο δυνατό. Και αυτά με προσωπική εντολή του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή. Είχε έρθει δυο τρεις φορές τότε, μίλαγε Μακεδονικά, τον ξεναγούσα, με ρωτούσε θέλεις να μου πεις ότι είναι σπουδαία αυτά; Δεν το λέω εγώ του έλεγα είναι και πείθονταν.
-Ο κόσμος ήταν διχασμένος. Τότε σκάβαμε και απόγευμα, τέλειωναν από τις δουλειές τους κατά τις 4-5 και ερχόταν στην ανασκαφή. Άλλοι μας έδιναν συμβουλές και άλλοι μας έλεγαν θυμωμένοι να ξεμπερδεύουμε με τα αρχαία να πάρουν αξία τα οικόπεδα.
-Παρόμοια κουβέντα έγινε με τις αρχαιότητες του μετρό. Για κάποιους τον να τεμαχιστούν και να βγουν για να περάσει το μετρό ήταν πρόοδος. Για μας ήταν καταστροφή. Ξένοι συνάδελφοι επιφανείς, αρχαιολογικές σχολές βοήθησαν τον αγώνα μας. Παρουσίασαν όσα κάναμε για να το εμποδίσουμε σε όλο τον κόσμο. Όμως οι πολιτικοί ξέρετε πως είναι. Το ότι έγινε αυτό το έγκλημα, για κάτι που θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, να δημιουργηθεί ένας σπουδαίος αρχαιολογικός χώρος επί τόπου, με στεναχωρεί πολύ.
-Το Μανώλη Ανδρόνικο τον ήξερα καλά από νέο. Στο ξεκίνημα του στο πανεπιστήμιο. Ήταν γοητευτική προσωπικότητα, με μεγάλη ευφράδεια. Ένας άνθρωπος που του άρεσε πολύ η κοινωνικότητα, οι σχέσεις. Μεγάλης καλλιέργειας και εξυπνάδας άνθρωπος.
-Ο Γιώργος Βελένης ήταν επίσης φίλος μου καλός. Σεμνός πολύ αλλά πολύ ενεργός, κάναμε παρέα και είχαμε κοινά ενδιαφέροντα. Το ΑΠΘ είχε μεγάλη σχέση με τις ανασκαφές που φανέρωναν τότε σπουδαία πράγματα. Τώρα πια οι εφορίες είναι άλλο πράγμα, τότε τα Πανεπιστήμια εμπλέκονταν.
-Η Πέλλα, η Θεσσαλονίκη, το Μεσολόγγι και κυρίως οι Κυκλάδες που έγιναν το κέντρο του ενδιαφέροντος μου, είναι και ένα υπέροχο μέρος. Εγώ και ο άνδρας μου εργαζόμασταν τότε στις Κυκλάδες. Ο άνδρας μου από το 1959 μέχρι το 1972 που παραιτήθηκε, γιατί η χούντα ήθελε να τον στείλει αλλού. Εκεί γνωριστήκαμε, εκείνος έφορος και γω νεαρή αρχαιολόγος. Τότε οι Κυκλάδες είχαν 3 μουσεία και 1 η Σάμος. Όταν παραιτήθηκε πια οι Κυκλάδες είχαν αποκτήσει 17 μουσεία. Έφερε τα πάνω κάτω με τον τρόπο σκέψης και δουλειάς. Δεν θα ήθελα να ξαναπατήσω στη Μύκονο. Ότι έγινε έγινε από τους αρχαιολόγους. Όταν πρωτοπήγαμε ήταν ένα ξενοχώρι με 200 ψαράδες. Σήμερα είναι αγνώριστη. Όπως και όλες οι Κυκλάδες. Που κάποτε πέρασαν από την πλάτη μας. Οι άνθρωποι τότε εκεί ήταν διαφορετικοί. Σήμερα δεν τους ενδιαφέρει τίποτε εκτός από τον τουρισμό με την κακή έννοια.
«Στις Κυκλάδες της δεκαετίας του 1960 τα πλοία έμεναν αρόδου, οι μετακινήσεις από το ένα νησί στο άλλο μπορεί να διαρκούσαν μέρες, ο ηλεκτροφωτισμός σταματούσε το βράδυ και τα λευκά σπίτια τυλίγονταν σε ένα πέπλο ονειρικό. Ήταν τα χρόνια που τη Μύκονο ανακάλυπταν και μετέτρεπαν σε αγαπημένο προορισμό διάσημοι και προσωπικότητες όπως η Σοράγια και η Τζάκι Ωνάση, ο «Μενουχής», ο Λε Κορμπυζιέ και πολλοί ακόμη, γοητευμένοι από την απλότητα, την κυκλαδίτικη ομορφιά και την αίσθηση ελευθερίας που απέπνεε το νησί…», γράφει η ίδια. Σε εκείνη και τον οραματιστή σύζυγο της οφείλουν οι Κυκλάδες μεγάλο κομμάτι της σωτηρίας και της ανάδειξης των αρχαιοτήτων τους.