Η Θεσσαλονίκη και οι άνθρωποί της μέσα από τον φακό του Ιωάννη Βανίδη
Ο σπουδαίος φωτογράφος μιλά στην Parallaxi για τις αλλαγές της Θεσσαλονίκης και τις ιστορίες που του έχουν μείνει χαραγμένες στη μνήμη μέσα από τον φακό της κάμεράς του
Ο Ιωάννης Βανίδης έχει ζήσει τη Θεσσαλονίκη και τους ανθρώπους της μέσα από τον φωτογραφικό φακό του.
Γεννημένος στην Κοζάνη, η περιπέτειά του με τον καλλιτεχνικό κόσμο της φωτογραφίας άρχισε από το Γυμνάσιο. Από τότε, με το αυτοκλείσιμο του ματιού του και τα απανωτά «κλικς», ξεκίνησε να «μπλέκει» διαφορετικούς κόσμους, να φωτογραφίζει πορτραίτα, τοπία και αφηρημένες συνθέσεις.
Ένα εγχειρίδιο εκτύπωσης έγχρωμων φωτογραφιών της Agfa Gevaert, μια μηχανή κουτί – περίπου camera obscura, μια συνδρομή στο ελβετικό περιοδικό CAMERA του Alan Porter, ήταν αρκετά για να ξεκινήσει στο ταξίδι του στη φωτογραφία.
Μέσα από την πορεία του, με τη συμμετοχή του σε εκθέσεις, μεταξύ άλλων του Χριστιανόπουλου και του Μπακογιώργου, δημοσιεύσεις σε περιοδικά και συνεχή παρακολούθηση της ντόπιας και ξένης φωτογραφικής σκηνής, του αποδόθηκε ο τίτλος του φωτογράφου – ασχέτως που ο ίδιος δεν το παραδέχθηκε ποτέ. Ποτέ του δεν τον απασχόλησαν οι μηχανές και τα τεχνικά ζητήματα της κάμερας – η τεχνολογία έσωσε τους «λαϊκούς φωτογράφους», όπως λέει ο ίδιος.

Δεν οργάνωσε ποτέ τα έργα του ούτε προσπάθησε να τα εμπορευματοποιήσει.
Ήρθε στη Θεσσαλονίκη ως μέτοικος το 1969 και από τότε παρέμεινε κάτοικος του κέντρου του.

Ο Ιωάννης Βανίδης είναι αυτοδίδακτος ερασιτέχνης φωτογράφος, με συμμετοχές σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις. Το 1979 ίδρυσε τη «Φωτοθήκη Θεσσαλονίκης», την πρώτη γκαλερί στην Ελλάδα για τη φωτογραφία.
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Μακεδονικού Κέντρου Σύγχρονης Τέχνης, το 1980.
Συνίδρυσε με τους Άρι Γεωργίου και Απόστολο Μαρούλη τον PARALLAXIS, έναν σύνδεσμο για την προώθηση της δημιουργικής φωτογραφίας το 1983 και οργάνωσαν τον πρώτο μήνα φωτογραφίας στην Ελλάδα το 1985.
Δημιούργησαν το Ελληνικό Μουσείο Φωτογραφίας το 1987, πυρήνα του μετέπειτα Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης.


Ο Ιωάννης Βανίδης μιλά στην Parallaxi για την πορεία του στον κόσμο της φωτογραφίας, τις αλλαγές της Θεσσαλονίκης στην πάροδο των χρόνων και τις δικές του ιστορίες μέσα από τον φακό της κάμερας.
«Τότε, σχεδόν όλοι οι κεντρικοί δρόμοι της Θεσσαλονίκης είχαν αμφίδρομη κυκλοφορία και ο πολεοδομικός ιστός ζούσε στον έντονο ρυθμό της σαρωτικής αντιπαροχής. Η ενασχόλησή μου εκείνα τα χρόνια με τη φωτογραφία, παράλληλα με την επαγγελματική μου απασχόληση για τον επιούσιο, ήταν θεωρητική.
Τη φωτογραφία την είχα μαζί μου από το Γυμνάσιο ακόμα σαν χόμπι αλλά εδώ γνωρίστηκα με τον Άλκη Πλατίδη της «Τέχνης», ασχολήθηκα με το περιοδικό «Φωτογραφία» του Σταύρου Μωρεσόπουλου, οργάνωσα εκθέσεις σε κεντρική τράπεζα και ίδρυσα τη «Φωτοθήκη Θεσσαλονίκης».

Τότε, δειλά δειλά, ξεκίνησε τη δημιουργία του αρχείου του με πρόσωπα από τον κόσμο της λογοτεχνίας, με συμμετοχή σε εκθέσεις και στη Μικρή Πινακοθήκη «Διαγώνιος» του Ντίνου Χριστιανόπουλου:
«Πρόλαβα και φωτογράφισα από τότε και για τα επόμενα χρόνια περί τα διακόσια τόσα πορτραίτα λογοτεχνών. Δεν φωτογράφιζα από τότε τη Θεσσαλονίκη αλλά τους πνευματικούς της ανθρώπους. Οι αλλαγές και σε αυτό το χώρο είναι δραματικές. Λείπουν σήμερα πνευματικά αναστήματα που τότε αγλάιζαν την πόλη αλλά και πολυσύχναστοι καλλιτεχνικοί χώροι που με μεράκι προβάλανε την καλλιτεχνική δημιουργία της πόλης. Αυτά χωρίς να θέλω να μηδενίσω ό,τι γίνεται σήμερα. Μακριά από μένα κάθε είδους κριτική. Τα τοπία και ό,τι άλλο, ήρθαν μετά και με ρομαντική διάθεση πάντα, οπότε η θάλασσα, τα βουνά, τα σύννεφα δεν αλλάζουν εύκολα μέσα σε 45 χρόνια».

Στη μνήμη του παραμένει ανεξίτηλη μία εκδρομή που έκανε μαζί με τον Νίκο Πεντζίκη, τον Ντίνο Χριστιανόπουλο και τον Κάρολο Τσίζεκ στο Αγίασμα του Αγίου Προδρόμου στη Χαλκιδική:
«Νωρίς ένα πρωί τους παρέλαβα με το παλιό SIMCA και ανηφορήσαμε στον παλιό δρόμο από Βασιλικά προς Γαλάτιστα.
Από εκείνη τη μέρα είναι και η φωτογραφία, με το ολόλευκο κεφάλι του Πεντζίκη έχοντας επάνω του ένα βότανο. Η ίδια χρησιμοποιήθηκε να κοσμήσει ένα εξώφυλλο ενός βιβλίου του, χωρίς να ζητήσουν την άδειά μου. Άλλωστε αυτός ήταν ο κανόνας όλα αυτά τα χρόνια. Οι φωτογραφίες μου είναι ελεύθερες στο διαδίκτυο, ποτέ δεν ζήτησα από κανέναν τίποτα, ελάχιστοι δε μου αναγνώρισαν την ταυτότητα των φωτογραφιών μου, οπότε είτε τις κλέβουν είτε τις αντιγράφουν».

Από τα χρόνια που οι φωτογραφικές του εξορμήσεις κινούνταν στο πλαίσιο των πορτραίτων για πρόσωπα της λογοτεχνίας, ο κ. Βανίδης έχει να θυμάται με χαμόγελο όμορφες ιστορίες:
«Μπορεί να ακουστεί περίεργο αλλά με τις γυναίκες τα πήγαινα χαλαρά και χωρίς απαιτήσεις ποτέ από μέρους τους. Αντίθετα με τους άνδρες πάντα υπήρχε κάποιος που θα ζητούσε επαναφωτογράφιση. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την απαίτηση κάποιου να αφαιρέσω την πιτυρίδα από το πουλόβερ του!».





Σήμερα, ο κ. Βανίδης θα ήθελε να κάνει με την κάμερά του, αυτό που έκανε η Nelly’s για τα αρχαία μάρμαρα και ο Λυκίδης για την Αγία Σοφία, όπως εξηγεί ο ίδιος:
«Να φωτογραφίσω τις βυζαντινές εκκλησίες της Θεσσαλονίκης: Αγία Αικατερίνη, Προφήτης Ηλίας, 12 Απόστολοι. Αλλά δυστυχώς ούτε την ακαδημαϊκή υποδομή διαθέτω ούτε τα τεχνικά μέσα. Βλέπετε με τα χρόνια η Πίστη, οι προθέσεις αλλά και τα όνειρα ξεθωριάζουν. Και για να ολοκληρώσω την απάντηση στο ερώτημά σας, δεν θα φωτογράφιζα σήμερα τα πεζοδρόμια τα οποία μακράν απέχουν από το να είναι βατά και ούτε καν… ρομαντικά!».


