Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης: Ο πολιτισμός της Σφαγής
Σύγχρονος αστός, ακούσιος μεν αλλά τυχερός δε που είναι κομμάτι του δυτικού κόσμου και κυρίως του πολιτισμένου κόσμου, δηλώνει ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης.
Σύγχρονος αστός, ακούσιος μεν αλλά τυχερός δε που είναι κομμάτι του δυτικού κόσμου και κυρίως του πολιτισμένου κόσμου, δηλώνει ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης. Ο «Θεός της Σφαγής», η παράσταση στην οποία πρωταγωνιστεί με άλλους τρεις άξιους συναδέλφους του και σκηνοθετεί ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, φαίνεται πως αντιμετωπίζεται μόνο από το «θεό» της επικοινωνίας που μας δείχνει το δρόμο της συνύπαρξης. Για τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη, η μόρφωση και η καλλιέργεια, στοιχεία που διαφαίνονται σε κάθε έκφανση της καθημερινότητάς μας, φέρουν ευγνωμοσύνη και αξιώνουν ανταπόδοση.
Το χιούμορ έχει τη δική του θέση στην παράσταση, όπως και στον «Πουπουλένιο» αλλά η παράσταση δεν είναι κωμική.
Δεν είναι κωμική παράσταση με την έννοια ότι δεν είναι ο σκοπός της αποκλειστικά και μόνο να γελάσεις και να διασκεδάσεις. Δεν είναι κωμική παράσταση με την έννοια ότι οι ηθοποιοί δεν παίζουν κωμωδία. Όμως, πώς αλλιώς μπορεί να χαρακτηριστεί ένα έργο που γελάνε πολύ οι θεατές, από κωμωδία; Συνηθίζουμε να αποδίδουμε στην κωμωδία, στην Ελλάδα το κάνουμε αυτό, ίσως και δικαίως, ένα χαρακτηρισμό θεάματος πιο ελαφριού, το οποίο επ’ ουδενί δεν έχει σκοπό να διαπραγματευτεί πιο σημαντικά θέματα ή να διαθέτει ένα ουσιώδες περιεχόμενο. Οπότε, όταν λέμε για κάτι δεν είναι κωμωδία, εννοούμε ότι έχει και κάτι να μας πει. Στην πραγματικότητα, λοιπόν, οι κωμωδίες του Σαίξπηρ καθώς και οι μεγάλες κωμωδίες του κλασικού ρεπερτορίου έχουν πάντα κάτι να μας πουν. Ο «Θεός της Σφαγής» είναι μια μαύρη κωμωδία, αυτό το περίφημο είδος του οποίου είμαι λάτρης και το οποίο είναι αρκετά διαδεδομένο στο σημερινό θέατρο. Σκεφτείτε ότι, και συγχωρέστε με γι’ αυτήν την παρένθεση, ο Τσέχωφ χαρακτηρίζει το «Γλάρο» κωμωδία. Γράφει χαρακτηριστικά ότι πρόκειται για μια «κωμωδία σε τέσσερις πράξεις». Μ’ αυτήν την έννοια, ο «Θεός της Σφαγής» είναι μια κωμωδία. Τα θέματα με τα οποία ασχολείται είναι σοβαρά και κάποιο από αυτά πολύ πικρό.
Σ’ αυτήν την παράσταση συναντούμε πάλι τον κ. Παπασπηλιόπουλο.
Είμαστε σε ένα στάδιο σχέσης δημιουργικής και φιλίας που δεν επιλέγει ο ένας τον άλλο. Θέλαμε πολύ να ξαναδουλέψουμε μαζί. Βρέθηκε η εξαιρετική συγκυρία να βρεθούμε μαζί με την Στεφανία Γουλιώτη και τη Λουκία Μιχαλοπούλου που επίσης ήθελαν να δουλέψουν μαζί και δημιουργήσαμε αυτήν την τετράδα.
Στην σκηνή πιάνετε τον εαυτό σας να είστε περισσότερο ηθοποιός ή σκηνοθέτης;
Αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο να καταφέρεις να το χειριστείς, ειδικά στις πρώτες παραστάσεις. Είναι από τα βασικά λάθη στα οποία μπορεί να υποπέσει κανείς όταν σκηνοθετεί και παίζει ταυτοχρόνως. Στις πρώτες παραστάσεις, έχεις την τάση να τις βλέπεις ως σκηνοθέτης και να μη μπορείς να αφοσιωθείς στον ρόλο σου σαν ηθοποιός. Αυτό είναι λάθος και χρειάζεται κανείς μερικές μέρες μέχρι να αποκτήσει μια σιγουριά με το σύνολο για να μπορέσει να το διορθώσει. Στις πρώτες μέρες παρατηρώ και μου έχουν επισημάνει ότι λέω τα λόγια των ηθοποιών ασυναίσθητα. Πολλές φορές το’ χω δει να το κάνουν και συνάδελφοί μου. Υπάρχει μια εσωτερική αγωνία για το σύνολο της παράστασης η οποία εκφράζεται και σ’ αυτό. Στην ουσία είναι συμφέρον για έναν ηθοποιό που σκηνοθετεί και ιδίως όταν βρίσκεται σε μια τόσο δημιουργική ομάδα όπως αυτή με τον Οδυσσέα, την Στεφανία και τη Λουκία ή πριν με το Νίκο, τον Οδυσσέα και το Γιώργο, δηλαδή με πολύ ικανούς συμπαίκτες, να αφήνει λίγο πίσω τον σκηνοθέτη. Στις δικές μας τις παραστάσεις, κάτι που κάνω εγώ, είναι να παρατηρώ καθημερινά και να κάνω διορθώσεις και όχι μόνο εγώ, φυσικά. Σχολιάζουμε με τους υπόλοιπους ηθοποιούς σημεία, μου λένε πράγματα που εγώ δεν έχω παρατηρήσει. Το θέατρο πρέπει να το αντιληφθεί κανείς σαν ένα αθλητικό γεγονός. Μπορεί να δίνει στο θεατή την αίσθηση του καλλιτεχνικού γεγονότος αλλά για τον συντελεστή του είναι ένα είδος αθλητικού γεγονότος. Μια ομάδα παίζει έναν αγώνα, έχει προσυμφωνήσει το πώς θα κινηθεί, έχει κάνει προπονήσεις, πολλά συμβαίνουν αλλιώς απ’ ό,τι τα έχεις φανταστεί στη διάρκεια του αγώνα και μετά ακολουθεί ένας σχολιασμός του αγώνα. Οι καρδιακοί παλμοί είναι πολύ ψηλά. Μου αρέσει πολύ να αντιπαραβάλλω το θέατρο με αθλητικό γεγονός.
Και με πρωταθλητισμό όμως.
Όταν κάνεις επαγγελματικό θέατρο, Τετάρτη με Κυριακή με υψηλές αξιώσεις και απευθύνεσαι σε ένα πολύ μεγάλο μέρος του κοινού, ναι, μιλάμε για ένας είδος «πρωταθλητισμού». Πρωταθλητισμός, όμως, όχι γιατί επιδιώκεις ένα έπαθλο αλλά γιατί πρέπει να έχεις όλες τις ποιότητες και τις συμπεριφορές που έχει ένας πρωταθλητής. Να αντιμετωπίζεις αυτό που κάνεις πάρα πολύ σοβαρά σε όλες τις πτυχές του.
Οι γονείς συναντιούνται για να συζητήσουν το περιστατικό που συνέβη ανάμεσα στα παιδιά τους. Φτάνουν σε σημείο να θεωρούν τα παιδιά τους ως κεκτημένο, λάφυρα και αξεσουάρ;
Θα ήταν πολύ σκληρό να πω κάτι τέτοιο για τους συγκεκριμένους γονείς όπως και για τους περισσότερους. Το πολύ ενδιαφέρον για μένα και για τους τέσσερις σ’ αυτό το έργο, αντίθετα από άλλου τύπου κριτικές που έχω διαβάσει για το έργο, είναι ότι έχουμε τέσσερις ανθρώπους που ο καθένας με τον τρόπο του κάνουν το καλύτερο που μπορούν. Δεν είναι ούτε τέσσερις απάνθρωποι, ούτε τέσσερις άνθρωποι που δεν αγαπάνε τα παιδιά τους, ούτε και τέσσερις μισαλλόδοξοι, μεγαλοαστοί υποκριτές. Είναι τέσσερις άνθρωποι σαν κι εμάς, με την έννοια ότι είναι τέσσερις άνθρωποι της πόλης, της αστικής τάξης, που δουλεύουν σε γραφεία, έχουν τα προβλήματα της καθημερινότητας που μπορεί να απασχολούν τον καθένα από μας, εσάς, εμένα, τους αναγνώστες και ο καθένας από αυτούς έχοντας άλλες προσλαμβάνουσες, άλλες ιδέες και διαφορετικό χαρακτήρα κάνει το καλύτερο που μπορεί. Κάθε ζευγάρι έχει την όρεξη να πράξει το καλύτερο που μπορεί. Το καλύτερο που μπορεί κανείς έχει ένα ανθρώπινο όριο. Ο «Θεός της Σφαγής» μιλάει για την προσπάθεια που κάνουμε οι ενήλικες εντός πολιτισμού να αρθούμε πάνω από τον πρωτόγονο εαυτό μας και τα πρωταρχικά μας ένστικτα για να μπορέσουμε να συνυπάρξουμε σε ομάδες ή ανά δυο πολιτισμένα. Αυτή είναι μια εξαιρετικά ευγενής προσπάθεια. Το ότι αποτυγχάνουμε είναι γιατί τοποθετούμε τον πήχη πολύ ψηλά. Το γεγονός ότι δεν πετυχαίνουν τα ζευγάρια μας, μάλλον με έναν τρόπο τους δικαιώνει και τους απαλλάσσει παρά τους ενοχοποιεί. Με τον τρόπο που αναλαμβάνομαι έναν άνθρωπο τρομερά στριμωγμένο από την καθημερινότητά του και από αυτά που συμβαίνουν στη ζωή του, μπορώ να αντιληφθώ μια συμπεριφορά οργής ή μια συμπεριφορά ξένη προς τον πολιτισμένο εαυτό. Δεν το αντιλαμβάνομαι όταν γίνεται συνήθεια, δεν το αντιλαμβάνομαι όταν γίνεται κανόνας, δεν το αντιλαμβάνομαι όταν γίνεται συνειδητός τρόπος σκέψης και πράξης.
Το ότι το αντιλαμβάνεστε, το ότι τα ζευγάρια δικαιολογούνται οφείλεται και στο ότι είστε γονιός;
Οπωσδήποτε παίζει κάποιο ρόλο. Από τους τέσσερίς μας ο Οδυσσέας και εγώ είμαστε γονείς και μάλιστα τα παιδιά μας είναι συνομήλικα, κοντά στα 11, κοντά στην ηλικία των παιδιών των ηρώων. Αντιλαμβανόμαστε καλύτερα το έργο ως γονείς όπως και οι άνθρωποι που είναι γονείς και βλέπουν την παράσταση ταυτίζονται απολύτως. Δεν νομίζω όμως ότι ο «Θεός της Σφαγής» μένει εκεί. Και να μην είχα παιδιά και να ήμουν νεότερος πάλι θα μπορούσα να αντιληφθώ πολύ καλά τι είδους προσπάθεια χρειάζεται για να μπορέσει να συνυπάρξει ο καθένας από μας με τους άλλους.
Τα ζευγάρια αντιμάχονται, πώς ξεκινούν τα στρατόπεδα και πώς καταλήγουν;
Τα στρατόπεδα ξεκινούν όπως θα τα φανταζόσασταν. Το ένα ζευγάρι εναντίον του άλλου. Εδώ θα κάνω μια μικρή παρένθεση για να πω ότι όταν εγώ έχω νεύρα για δικούς μου λόγους και ανοίξω την πόρτα στο ασανσέρ και σας πω «καλημέρα» με ένα χαμόγελο, δεν σημαίνει ακριβώς ότι το εννοώ. Μπορεί να ήθελα να σας διαολοστείλω γιατί εκείνη τη στιγμή μπορεί να θέλω να διαολοστείλω όλο τον κόσμο. Το γεγονός όμως ότι καταπιέζω το συναίσθημά μου και λέω μια «καλημέρα» δεν είναι υποκριτικό αλλά είναι μέρος ενός τρόπου συμπεριφοράς που είναι εντελώς απαραίτητος για να μπορέσουμε να ζήσουμε όλοι. Γι’ αυτό επιμένω πολύ στον αποχαρακτηρισμό «υποκρισία» αυτού του είδους συμπεριφοράς. Τα δυο ζευγάρια στην αρχή κάνουν μια προσπάθεια που συμπεριλαμβάνει όλες τις συμβάσεις της τάξης τους, της ηλικίας τους και του πολιτισμού τους για να συνεννοηθούν. Για διάφορους λόγους, από διάφορες ατάκες εκτός της ισορροπίας, η ισορροπία διαλύεται και τα ζευγάρια σε μεγάλο βαθμό, αντιμάχονται το ένα το άλλο. Αυτό είναι αρκετά διασκεδαστικό. Το πιο πικρό κομμάτι και ακραίο ακόμα, αρχίζει όταν ξεκινάει ο εμφύλιος ανάμεσα στα ζευγάρια. Έχουμε όλους τους συνδυασμούς. Το ένα ζευγάρι εναντίον του άλλου, τη μια γυναίκα εναντίον του δικού της άντρα και την άλλη γυναίκα εναντίον του δικού της άντρα. Έχουμε εμφύλιους πολέμους μεταξύ τους, έμφυλες συμμαχίες, άντρας με άντρα και γυναίκα με γυναίκα. Περνάμε από όλους τους δυνατούς συνδυασμούς με έναν τρόπο που είναι τρομερά αναγνωρίσιμος. Κάποια στιγμή λέει ένας από τους ήρωες κάτι για το γάμο, ότι είναι η χειρότερη δοκιμασία που έδωσε ο Θεός στον άνθρωπο και εκείνη τη στιγμή μπορώ να διακρίνω με την περιφερειακή μου όραση στην πρώτη σειρά των θεατών ζευγάρια να ανακουφίζονται και να γελάνε μ’ αυτήν την ατάκα που περιγράφει μια κατάσταση που πιθανόν να ζουν και οι ίδιοι στο σπίτι. Το κλειδί του Θεού της Σφαγής που τον κάνει να λειτουργεί πολύ καλά στο κοινό είναι ότι μ’ έναν τρόπο ανακουφίζει. Άνθρωποι που τα ζουν αυτά στο σπίτι, νιώθουν μεγάλη ανακούφιση και χαρά όταν συνειδητοποιούν ότι έτσι είναι η συνθήκη, δεν φταίω εγώ, δεν φταις εσύ. Δεν φταίει κανείς από τους δυο, φταίει η ίδια η συνθήκη και ότι τα προβλήματα του ζευγαριών είναι πολύ κοντινά και αναγνωρίσιμα.
Τα ζευγάρια ξεκινούν να μιλούν για τα παιδιά τους και όμως καταλήγουν να ξεσπούν γιατί;
Όταν ξεκινούν από ένα σημείο, ακόμα και αν είναι αυτό ένας καυγάς ή μια αντιπαλότητα κάτι σε πηγαίνει στην ουσία σου. Ένα από τα πράγματα που εξετάσαμε είναι γιατί παραμένει το ένα ζευγάρι και δεν φεύγει. Δεν φεύγει, λοιπόν, γιατί υπάρχει κάποιος λόγος που μένει, κάποιος λόγος που τους κάνει να προχωρήσουν λίγο παρακάτω. Μένουν και έρχονται πιο κοντά. Αν είχαν λήξει την κουβέντα τους φιλειρηνικά θα είχαν χάσει τη δυνατότητα να έρθουν κοντά.
Ο Θεός της Σφαγής που κατατρέχει τα ζευγάρια, αντιμετωπίζεται, νικιέται;
Δεν νομίζω ότι νικιέται οριστικά. Είναι μια συνεχής μάχη που δίνεται. Υπάρχει ο Θεός της Σφαγής, αυτό που λέει ο ήρωας που ερμηνεύω εγώ, που κυβερνάει τον κόσμο αδιάλειπτα από την αρχή του, παρότι υπάρχει ταυτόχρονα ένας άλλος «Θεός», αυτός της επικοινωνίας που μας φωτίζει προς το να συνυπάρξουμε και ο οποίος τον αντιμάχεται. Αν κοιτάξετε πώς ζούμε σήμερα ή πώς ζούσαμε πριν 100 χρόνια, μπορώ να σας πω ότι σ’ αυτόν τον αγώνα των δυο «θεών» που μοιάζει ισόπαλος, ο Θεός της Σφαγής χάνει. Όχι γιατί αλλάζει το μέσα μας αλλά γιατί εκπαιδεύεται καλύτερα το έξω μας.
Πώς θα θέλατε εσείς να φεύγει ο θεατής από την παράσταση;
Δεν θα πρέπει να μπαίνεις σε μια διαδικασία να σε απασχολεί πώς φεύγει ο θεατής από την παράσταση γιατί ο κάθε θεατής βλέπει πάντα ένα διαφορετικό έργο. Ειδικά στο Θεό της Σφαγής, συμβαίνει κάτι που είναι πολύ ωραίο να συμβαίνει, άλλο έργο παίζουμε εμείς επί σκηνής και άλλο έργο βλέπουν οι θεατές. Εμείς, δηλαδή, παίζουμε σοβαρά, με ειλικρίνεια και απόγνωση και οι θεατές αυτό το διαβάζουν σαν κωμωδία. Αυτό είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον θεατρικά, γι’ αυτό ήταν σχετικά δύσκολο και πολύπλοκο να απαντήσω στην ερώτησή σας. Αυτό που και οι τέσσερις προσπαθούμε να πούμε είναι ότι βλέπουμε τους ήρωές μας με συμπάθεια και αγάπη. Αντιλαμβανόμαστε την προσπάθειά τους, είναι φανερό και λογικό σε μας ότι απέτυχαν οικτρά σ’ αυτή τους την προσπάθεια τη συγκεκριμένη μέρα και τους αφήνουμε, όπως και η συγγραφέας, να είναι στο ίδιο δωμάτιο. Βρίσκονται σ’ έναν καναπέ, δίπλα- δίπλα, ακουμπιούνται. Το έργο τελειώνει μάλλον φωτεινά. Το έργο σου γνωστοποιεί ότι υπάρχει αυτό. Το κάνει καθαρό και στο παρουσιάζει σ’ ένα αστικό περιβάλλον ευρωπαϊκού σπιτιού. Σου λέει, «έχε τα μάτια σου δεκατέσσερα». Είδε μια φίλη την παράσταση και μου είπε ότι αναγνώρισε στοιχεία από τη δική της συμπεριφορά που δεν πρέπει να τα κάνει, πώς δηλαδή, ο Θεός της Σφαγής καταπνίγει και την ίδια. Διασκέδασε με την παράσταση και με τον εαυτό της, με την γελοιότητα του εαυτού. Όταν διασκεδάζεις με τη γελοιότητα των ηρώων, διασκεδάζεις με τη δική σου γελοιότητα, γιατί ταυτίζεσαι. Μου είπε ότι είδε πως δεν πρέπει να είναι. Τους συμπαθώ πολύ αυτούς τους τέσσερις. Όλες οι διαφορετικές θέσεις με τις οποίες βλέπουν οι ήρωες τα πράγματα είναι θέσεις τις οποίες μπορεί κανείς να καταλάβει και να διαφωνήσει.
Είμαστε ακούσιοι ή εκούσιοι αστοί;
Ακούσιοι γιατί δεν διαλέγουμε πού και πώς γεννιόμαστε. Ευτυχώς όμως, θέλω να σας πω. Ό,τι προβλήματα και να έχουμε στο δυτικό κόσμο τα οποία είναι υπαρκτά και στη χώρα μας και μας δημιουργούν ένα αίσθημα τρέλας όπως και σε πολλούς συνανθρώπους μας που σ’ αυτούς μπορεί να είναι πολύ πιο σοβαρά και εκτεταμένα, παρολ’ αυτά βλέποντας τον υπόλοιπο πλανήτη γύρω μας πρέπει να θεωρούμε τους εαυτούς μας τυχερούς που είμαστε μέλη του δυτικού κόσμου, του πολιτισμένου κόσμου.
Παλιότερα μιλήσατε ανοιχτά για τις πολιτικές πεποιθήσεις και τελευταία πήρατε θέση για το δημοψήφισμα που διενεργήθηκε στη χώρα μας. Παίρνετε θέση όταν οι περιστάσεις το απαιτούν;
Ήθελα πάρα πολύ να τοποθετηθώ. Αισθανόμουν την απόλυτη τρέλα και την απόλυτη διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Δεν υπάρχει, «το απαιτούσαν οι περιστάσεις», οι περιστάσεις μπορεί να σε κάνουν να μην κάνεις απολύτως τίποτα. Τα πράγματα που κάνω και δεν έχουν σχέση με τη δουλειά μου, τα κάνω με θέρμη και πλήρη συνείδηση.
Συχνά αναφέρεστε στην οικογένειά σας και στο γεγονός ότι διέθετε την ευχέρεια να σας παρέχει την καλύτερη δυνατή μόρφωση. Στις μέρες μας δημιουργείται ένα πλέγμα ενοχής γι’ αυτούς που θέλουν και μπορούν να παρέχουν την παιδεία που επιθυμούν;
Δεν υπάρχει πλέγμα ενοχής για μένα, αλλά το ελάχιστο αίσθημα ευγνωμοσύνης και ανταπόδοσης. Νιώθω ευγνωμοσύνη. Νιώθω ενοχή όταν δεν κάνω ό,τι μπορώ στο να μπορούν, στο μέτρο που είναι εφικτό, οι υπόλοιποι άνθρωποι να έχουν το καλύτερο που τους αναλογεί και το καλύτερο που μπορεί να τους δοθεί. Διαθέτω την τιμιότητα, για τα πράγματα για τα οποία έχω υπάρξει τυχερός στη ζωή μου, να το λέω, γιατί οφείλω να το πω. Αν έχεις τη τύχη να έχεις φοιτήσει σε ένα καλό σχολείο και να έχεις εισπράξει εφόδια καλλιέργειας ή να σε βοήθησαν να αναπτυχθείς με συνθήκες ιδεώδεις, αυτό μετά οφείλεις κάπως να το αξιοποιήσεις. Περισσότερο θυμώνω με ανθρώπους που τους έχουν δοθεί εφόδια και είτε τα εκμεταλλεύονται με λανθασμένο τρόπο ή τα πετούν στα σκουπίδια.