Πρόσωπα

Κωστούλα Τωμαδάκη: O κινηματογράφος και η λογοτεχνία είναι αντίσταση στο καθημερινό χάος

Η δημιουργός του ντοκιμαντέρ «Μητέρα του σταθμού», μιλάει στην Parallaxi πριν την προβολή του στο 25ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης

Γιώργος Σταυρακίδης
κωστούλα-τωμαδάκη-o-κινηματογράφος-κα-981428
Γιώργος Σταυρακίδης

Φως σε ένα σημαντικό κομμάτι της ελληνικής ιστορίας που επηρέασε ολόκληρες γενιές, ρίχνει με το ντοκιμαντέρ της «Μητέρα του σταθμού» η Κωστούλα Τωμαδάκη και έρχεται στη Θεσσαλονίκη, στο 25ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της πόλης, για μία προβολή την Τρίτη 7 Μαρτίου στις 18.30 στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης.

Μετεμφυλιακή Ελλάδα, φτώχεια, ανεργία, η μετανάστευση μονόδρομος για τις χιλιάδες γυναίκες, κυρίως, από τα χωριά της Βορείου Ελλάδας που ερήμωσαν μέσα σε μια δεκαετία. Με τρένα, καράβια και εισιτήριο χωρίς επιστροφή, νέες γυναίκες, χωρίς να γνωρίζουν τη γλώσσα, κάποιες αγράμματες, έφτασαν στις φάμπρικες της Γερμανίας.

Οι περισσότερες έχοντας αφήσει πίσω τους την οικογένεια: Τα παιδιά – βαλίτσα που μεγάλωσαν μέσα σε μια συνεχή μετακίνηση, κάποια έμεναν στο χωριό με την γιαγιά, ανάμεσα σε δύο γλώσσες, δύο εκπαιδευτικά συστήματα, δύο πατρίδες. Φτάνοντας στην τρίτη γενιά μεταναστριών, σε εκείνες τις νέες γυναίκες με επαγγελματικά εφόδια που έχουν εξισωθεί πλήρως με την δυναμική των υπόλοιπων Ευρωπαίων γυναικών και επιλέγουν οι ίδιες που και πως θα ζήσουν.

Η κάμερα της Κωστούλας Τωμαδάκη ακολουθεί σε απόσταση αναπνοής τις «αόρατες» γυναίκες που κουβάλησαν τις πίκρες και τις χαρές, την ιστορία τους, φωτίζοντας τα κίνητρα της μετανάστευσης, την ανάγκη και το όνειρο για ένα καλύτερο κόσμο.

Οι αναμνήσεις, οι μαρτυρίες, συνδυάζονται με τα επίσημα αρχεία που μέχρι σήμερα δεν έχουν δει το φως, αλλά κυρίως τα προσωπικά αρχεία των γυναικών που από μόνα τους αποτελούν ιστορικό αρχείο ανεκτίμητου πλούτου για την ιστορία της ελληνικής μετανάστευσης.

Σε μία δύσκολη στιγμή να μιλάμε για μητέρες που αφήνουν τα παιδιά τους και παίρνουν ένα τρένο, αν τοποθετήσουμε το ντοκιμαντέρ σας στην εποχή που περιγράφει, έχουμε να κάνουμε με μία συγκλονιστική καταγραφή ενός «φαινομένου» που έζησαν χιλιάδες γυναίκες και παιδιά ως μετανάστριες του ’60 στις φάμπρικες της Γερμανίας. Πώς ήταν για εσάς η διαδικασία συλλογής του υλικού αυτού και ποιες ήταν οι δυσκολίες που αντιμετωπίσατε;

Είχα, συνεχώς, την πάλη με τον χρόνο. Ήθελα να κινηματογραφήσω τις μετανάστριες της 1ης γενιάς που έφυγαν την δεκαετία του `60 και του  70’, οι περισσότερες από τα χωριά της Βορείου Ελλάδας και κατάλαβα, γρήγορα, ότι έπρεπε να προλάβω αυτή την γενιά, να καταγράψω την ιστορία της. Μεγάλη δυσκολία ήταν η συλλογή δημόσιου υλικού γιατί υπήρχε ελάχιστο στις Ελληνικές κοινότητες της Γερμανίας, ευτυχώς βρήκα στα ΑΣΚΙ τις φωτογραφίες του Λευτέρη Ξάνθου και το ασπρόμαυρο φιλμ που απεικονίζει την φτώχεια της Ελλάδας μετά το `50, τον Πόλεμο και τον Εμφύλιο, στο ίδρυμα “Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής“. Το σημαντικότερο όμως υλικό είναι από τις οικογενειακές φωτογραφίες των γυναικών που συμμετέχουν στο “Μητέρα του Σταθμού“.

Η ιστορία αυτών των γυναικών πάντως, μέσα από αυτή την ταινία σας, έκανε γνωστή μία εποχή πόνου των ανθρώπων που στερούσαν από τον εαυτό τους αλλά και τους δικούς τους ανθρώπους – όπως τα παιδιά τους – την αγάπη και το άγγιγμα. Νιώθετε πως «μιλήσατε» μαζί τους και τις φέρατε στην εποχή μας

Το “Μητέρα του Σταθμού“, καταγράφει  και την 3η γενιά μεταναστριών, τις περιπτώσεις όπως η Θεανώ Βασιλικού, που είναι παιδί μεταναστών, έζησε στη Γερμανία, σπούδασε στην Ελλάδα, έκανε μεταπτυχιακά στο Μόναχο και ζει και εργάζεται εκεί. Η ιστορία επαναλαμβάνεται αλλά με άλλους όρους. Οι νέες γυναίκες δεν είναι “αόρατες“, όπως οι μετανάστριες της 1ης γενιάς που πήγαν αγράμματες, οι περισσότερες χωρίς να ξέρουν την γλώσσα στη Γερμανία. Πιστεύω πως έριξα φως σε αυτές τις γυναίκες.

Υπάρχει κάποια αναφορά στο διάστημα της δημιουργίας που σας έχει μείνει έντονα στο μυαλό;

Θα θυμάμαι πάντα όλες τις μετανάστριες με αγάπη και σεβασμό για την δύναμη τους. Υποκλίνομαι σε αυτές τις γυναίκες που θυσιάστηκαν για να έχουν τα παιδιά τους μια καλύτερη ζωή. Στο μυαλό μου έχω  την `σπασμένη `φωνή της σχεδόν 90χρονης Αγάπης Αρτζανίδου, να τραγουδάει το “Συννεφιασμένη Κυριακή“

Τα βραβεία και οι υποψηφιότητες που έχει αποσπάσει μέχρι τώρα το ντοκιμαντέρ σας τι σημαίνει για εσάς και την δουλειά σας;

Ίσως, περισσότερο και από τα βραβεία που πάντα είναι ευπρόσδεκτα, εκείνο που είναι σημαντικό για  εμένα είναι η ανταπόκριση του κοινού που ήταν συγκινητική. Θυμάμαι  την πρεμιέρα στην Βομβάη, οι Ινδοί έδειξαν ενδιαφέρον και για το ιστορικό γεγονός που δεν γνώριζαν, τα θερμά μηνύματα, τα σχόλια  που  μου έφταναν από τις πρεμιέρες στις πόλεις της Αμερικής, στην Αυστραλία,  στο Λονδίνο, στην Αντιόχεια,  στο Μεξικό, στην Κολομβία, στην Αργεντινή.

Είστε μοιρασμένη ανάμεσα στη σκηνοθεσία και την λογοτεχνία. Τι σας προσφέρει η κάθε μία από αυτές;

Με την κάμερα, ειδικά στο ντοκιμαντέρ έχεις μια αμεσότητα που δεν έχεις στη λογοτεχνία. Ο κινηματογράφος και η  λογοτεχνία αντικατοπρίζουν την πραγματικότητα με ένα τρόπο διαφορετικό. Δεν υπάρχουν αδιαμφισβήτητες αλήθειες και έτσι ένα βιβλίο μπορεί να κινηθεί σε οποιοδήποτε χώρο. Και ο κινηματογράφος και η λογοτεχνία είναι αντίσταση στο καθημερινό χάος, μια μορφή παρηγοριάς.

Γνωρίζω πως ζείτε αρκετούς μήνες τον χρόνο στην Σαντορίνη. Τι σας προσφέρει αυτή η απόσταση από όλα και η επιλογή μίας πιο ήρεμης ζωής;

Η ζωή σε ένα νησί και μάλιστα στις Κυκλάδες  όπως η Σαντορίνη σε κάνει να αντιλαμβάνεσαι κάθε στιγμή της καθημερινότητα, να ζεις το τώρα. Αυτό είναι ευλογία.

Η προβολή του ντοκιμαντέρ «Η μητέρα του σταθμού» στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης, τι αισθήματα σας γεννά;

Αγαπάω τη Θεσσαλονίκη γιατί την έχω συνδέσει με το σινεμά, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου, τότε, στα πρώτα χρόνια της νιότης μας που ανεβαίναμε με τις μικρού μήκους ταινίες και συμμετείχαμε στις ολονύχτιες συζητήσεις που κράταγαν ως το πρωί.

Είναι εύκολο αλήθεια, να κάνει κινηματογράφο (και μάλιστα ντοκιμαντερ) κάποιος στην Ελλάδα;

Όσο εύκολο είναι  να είσαι καλλιτέχνης σε μια χώρα που όχι μόνο δεν  σέβεται αλλά υποβαθμίζει τους δημιουργούς.

Τι να περιμένουμε από εδώ και πέρα από εσάς;

Έχω, κυρίως, αγωνία να μπορέσω να εκφράσω όλα όσα θέλω και αν θα καταφέρω να δει ο θεατής τον κόσμο με τα δικά μου μάτια.

*Οι «αόρατες» γυναίκες, μετανάστριες του ’60 στις φάμπρικες της Γερμανίας, τρεις φορές αόρατες -αγράμματες, ξένες και γυναίκες- κατάφεραν να συγκινήσουν Φεστιβάλ και θεατές εκτός Ευρώπης.

Έως σήμερα τo ντοκιμαντέρ έχει αποσπάσει 5 βραβεία, 3 υποψηφιότητες για βραβείο, 3 συμμετοχές ως finalist: 

Επίσημη συμμετοχή στο Montreal Independent Film Festival στον Καναδά, επίσημη συμμετοχή στο Buenos Aires International Film Festival στην Αργεντινή, finalist στο Antakya International Film Festivalστην Τουρκία, τιμητική διάκριση στο Sydney Australian Film Festival, υποψήφια για βραβείο στο Festival International de Cine por los Derechos Humanos Colombia, προβολή στην Μπογκοτά και σε δέκα πόλεις της Κολομβίας, τιμητική διάκριση στα Hollywood Gold Awards, επίσημη συμμετοχή στο SanJose International Film Awards στην Κόστα Ρίκα, επίσημη συμμετοχή στο Oaxaca Film Festival, στο Μεξικό. 

Βραβείο στο Hollywood Independent Filmmaker Awards Festival, επίσημη συμμετοχή στο London Arthouse Film Festival, επίσημη συμμετοχή στο Ukrain Dream Film Festival, επίσημη συμμετοχή στοSwitzerland International film Festival. 

Βραβείο στο Boston independent Film Awards, Ευρωπαϊκή πρεμιέρα στο 27o Capri, Hollywood – the International Film Festival. Επίσημη συμμετοχή στο New York Independent Cinema Awards, υποψηφιότητα για βραβείο στα Chicago Indie Film Awards, συμμετοχή στην τελική λίστα για βραβείοστα New York Cinematography Awards (NYCA) και βραβείο, Award of Merit, στα Impact Docs Awards στην Καλιφόρνια.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα