Μάκης Καραγιάννης: “Η Θεσσαλονίκη έχει χάσει τον μύθο της”
Με αφορμή τη κυκλοφορία του νέου του βιβλίου, μιλάει στην Parallaxi για την πόλη, τη συνάντηση του με τον Χριστιανόπουλο, τον Κακναβάτο και θυμάται άλλες, καλύτερες εποχές...
Με ένα μυθιστόρημα που αποτελεί το τρίτο μέρος μιας τριλογίας που συμπεριλαμβάνει στο χρονικό άνυσμα της αφήγησης, την Ελλάδα του Εμφυλίου, της Μεταπολίτευσης και την Ελλάδα της κρίσης, ο Μάκης Καραγιάννης επανέρχεται σε αυτό που αγαπάει πολύ να κάνει: Το γράψιμο.
Το βιβλίο του “Η σκόνη του κόσμου όταν γκρεμίζεται” (Εκδόσεις Μεταίχμιο) κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό και ο αγαπημένος συγγραφέας της Θεσσαλονίκης που υπήρξε συνεκδότης του περιοδικού Παρέμβαση και έχει επιμεληθεί εκτενή αφιερώματα με συνεντεύξεις και κριτικές όπως του Ντίνου Χριστιανόπουλου για την εφημερίδα H Αυγή, του Έκτορα Κακναβάτου για την Παρέμβαση, του Αndrew Crumey για το The Books’ Journal και δεκάδες άλλες, περιγράφει στην Parallaxi την διαδικασία συγγραφής του – μάλιστα με έναν τρόπο γεμάτο εικόνες – και θυμάται στιγμές των παραπάνω συναντήσεων του.
Ποια η γνώμη του για τα audiobooks και την έξαρση των εκδόσεων τα τελευταία χρόνια; Ποια εποχή της χώρας τον γοητεύει συγγραφικά; Όλες οι απαντήσεις στη συζήτηση που κάναμε για την Parallaxi, παρακάτω…
Ζείτε στη Θεσσαλονίκη και έχετε μιλήσει με πολλούς ανθρώπους του πνεύματος της πόλης από παλιά. Τι θυμάστε από εκείνη, την καλύτερη εποχή της πόλης;
Θα έλεγα «να δω τους ποιητές πρόλαβα εγώ…» με την έννοια πως πρόλαβα το πνευματικό κλίμα μιας εποχής. Εκείνης που υπήρχαν οι μεγάλοι δάσκαλοι στο πανεπιστήμιο, αλλά και μορφές όπως του Παύλου Ζάννα, του Μανόλη Αναγνωστάκη, του Ντίνου Χριστιανόπουλου, του Δημήτρη Μαρωνίτη. Νομίζω πως ήταν αυτοί που συνέβαλαν στην πολιτική και πνευματική μας ενηλικίωση. Άνθρωποι με το μέταλλο των παλιών καιρών. Τους θυμάμαι στα φεστιβάλ κινηματογράφου, στις ομιλίες και τις εκδηλώσεις να δίνουν τον τόνο στην πόλη. Κάποιους είχα την τύχη να τους γνωρίσω από κοντά και να πάρω δυο επεισοδιακές συνεντεύξεις, όπως έγινε με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο. Σήμερα μια νεότερη γενιά υπάρχει στα γράμματα. Δημιουργεί το δικό της έργο. Ωστόσο νομίζω πως δεν έχει το ηθικό και πνευματικό εκτόπισμα εκείνης της γενιάς που πρωταγωνιστούσε, ήταν σημείο αναφοράς για όλη την Ελλάδα και πολλές φορές το αντίπαλο δέος της Αθήνας. Δεν υπάρχει ο αέρας που πλανιόταν στην πόλη. Η Θεσσαλονίκη έχει χάσει τον μύθο της.
Έχετε επιμεληθεί εκτενή αφιερώματα με συνεντεύξεις και κριτικές σπουδαίων ανθρώπων, όπως του Ντίνου Χριστιανόπουλου, του Έκτορα Κακναβάτου, του Αndrew Crumey και άλλων. Τι πιστεύετε ότι τους κάνει ξεχωριστούς;
Νομίζω τα βασικά στοιχεία είναι η σκληρή δουλειά, μια αλήθεια ζωής την οποία υπερασπίζουν και δίνει ψυχή στο έργο τους, και πολλές φορές η διάθεση να πάνε κόντρα στο ρεύμα της εποχής τους. Ο Αndrew Crumey διακρίθηκε στη λογοτεχνία. Το μυθιστόρημά του «Πφιτς» χαρακτηρίστηκε από τους «New York Times» το 1997 το πιο σημαντικό βιβλίο της χρονιάς. Αλλά ταυτόχρονα ήταν κάτοχος διδακτορικού διπλώματος στη θεωρητική φυσική και λογοτεχνικός συντάκτης στην εφημερίδα του Εδιμβούργου «Scotland on Sunday». Μου έκανε εντύπωση η επάρκεια με την οποία απάντησε προφορικά στις ερωτήσεις μου από τον μεταμοντερνισμό μέχρι τον «διαφωτισμό» της αρχαίας Αθήνας. Ελάχιστοι Έλληνες λογοτέχνες έχουν την πνευματική συγκρότηση να απαντήσουν με ανάλογο τρόπο.
Η αλήθεια της ζωής του Ντίνου Χριστιανόπουλου είναι περίπου γνωστή. Ήταν, όμως, από τους πρώτους στην ελληνική ποίηση κατά τον 20ό αιώνα, μαζί με τον Ανδρέα Εμπειρίκο, όπου ο ιδεαλισμός του έρωτα «κατακερματίζεται από τις βάναυσες απαιτήσεις του κορμιού» και εισάγεται ο ρεαλισμός και η ρητορική της σεξουαλικής επιθυμίας απέναντι στον εξιδανικευμένο έρωτα. Όλοι γνωρίζουν πως η ποίηση και τα γραπτά του δεν ήταν ένα πάρεργο. Ήταν ακάματος και ολόψυχα δοσμένος στη λογοτεχνία, τα περιοδικά, τις πινακοθήκες. Γι’ αυτό όχι μόνο με την ποίηση, αλλά το συνολικό έργο φιλοδοξούσε και για ένα διάστημα το κατάφερε να βάλει τη σφραγίδα του στην πνευματική Θεσσαλονίκη. Ο Έκτορας Κακναβάτος ήταν ένας από τους πρώτους υπερρεαλιστές ποιητές. Λίγοι όμως γνωρίζουν τη δική του αλήθεια ζωής, την εξορία του στη Μακρόνησο και την Ικαρία, γιατί την περιέβαλε με τη σεμνή σιωπή. Δεν προσπάθησε ποτέ να την εκταμιεύσει. Φώτιζε όμως υπόγεια το έργο του.
Το καινούργιο σας βιβλίο είναι μέρος μιας τριλογίας που περιγράφει μία μεγάλη ιστορική περίοδο της Ελλάδας. Πόσος χρόνος χρειάστηκε για να γραφτεί και να γίνει έτσι όπως εσείς το θέλατε και τι έρευνα κάνατε;
Τα περισσότερα βιβλία τα σχεδιάζεις. Μα ορισμένα γράφονται μόνα τους στην ψυχή σου. Η «Σκόνη του κόσμου όταν γκρεμίζεται» είναι η ιστορία των παιδικών μου χρόνων με την οποία μεγάλωσα τις νύχτες του χειμώνα του ’60. Μια ιστορία σκοτεινή και παράξενη με κυρίαρχο συναίσθημα τον φόβο. Έχει ως αφετηρία το πραγματικό γεγονός μιας ομάδας ανταρτών, των τελευταίων του Εμφυλίου. Για πολλά χρόνια συγκέντρωνα προφορικές μαρτυρίες από όσους είχαν σχέση με το γεγονός. Διάβασα τα περισσότερα, πιστεύω, βιβλία σχετικά με τον Εμφύλιο. Κυρίως, όμως, τις προσωπικές αφηγήσεις και απομνημονεύματα, ιδιαίτερα όσων εξιστορούσαν τα συναισθήματα και την πραγματική τους ζωή. Γιατί για τη λογοτεχνία ο Εμφύλιος δεν είναι τα πλούσια στρατιωτικά αρχεία του ΓΕΣ, τα λάθη της ηγεσίας του κόμματος, οι μάχες που δόθηκαν. Όλα αυτά είναι αντικείμενο της Ιστορίας, αλλά οι περιπέτειες των ανθρώπων και των αισθημάτων.
Το 2018, όταν καταστάλαξε μέσα μου, άρχισα να το γράφω. Χρειάστηκαν πέντε χρόνια. Νομίζω όμως πως άξιζε τον κόπο. Το έγραψα ολόκληρο εφτά φορές και δεκάδες το τέλος. Μα κάποια στιγμή κουράζεσαι από την υπερβολική δόση. Θεωρείς πως δεν παίρνει άλλο. Όπως όταν στρίβεις τη βίδα με την πένσα και αισθάνεσαι ότι έχει καργάρει. Και είπα το τυπωθήτω.
Τι είναι για εσάς αυτό το καινούργιο βιβλίο;
Σκεφτείτε μια εικόνα: Το κεφάλι του πρωταγωνιστή της ομάδας που περιγράφω, όπως ο Μάρκος Ζάβαλης του μυθιστορήματος, κρεμασμένο με σχοινί να αιωρείται στον θεόρατο πλάτανο στο παζάρι των Σερβίων. Αυτή η εικόνα της έσχατης ανθρώπινης βαρβαρότητας, με ένα πελώριο γιατί, έχει καρφωθεί στο μυαλό μου από παιδί και ήταν το κίνητρο για να γράψω το μυθιστόρημα. Να γράψω για να καταλάβω. Η «Σκόνη του κόσμου όταν γκρεμίζεται» ήταν το προσωπικό μου ταξίδι στη σκοτεινή πλευρά του ανθρώπου.
Υπάρχουν περίοδοι της Ελλάδας που σας γοητεύουν περισσότερο;
Ασφαλώς. Η κλασική Αθήνα. Λίγοι Έλληνες, παρά τους κομπασμούς και τους ναρκισσισμούς τους, έχουν καταλάβει την αξία της. Στο δοκίμιό μου «Μικρό και αλαζονικό έθνος» το ανέπτυξα διά μακρών. Ο πολιτισμικός πυρήνας του δυτικού ανθρώπου προέκυψε από τη συνάντηση της βιβλικής πίστης και της ελληνικής σκέψης. Αν θέλαμε να προσδιορίσουμε αυτό που συνιστά την ελληνική σύλληψη του κόσμου, θα λέγαμε πως ήταν το πέρασμα από τον Μύθο στον Λόγο. Η γένεση της πόλης και του πολίτη διαμόρφωσε έναν χώρο δημόσιας συζήτησης, όπου ο κόσμος τέθηκε ως φιλοσοφικό ερώτημα. Η καλύτερη οργάνωση και η διακυβέρνηση της πόλης έγιναν αντικείμενο στοχασμού, που οδήγησε στην αυτοθέσμιση της πολιτείας και τη δημοκρατία. Το «γιατί» και η απόδειξη στα μαθηματικά υπερκέρασε τη χρηστικότητα και το «πώς» της Ανατολής και έθεσε τις βάσεις της επιστήμης. Το τραγικό δράμα, στηριγμένο στα μυθικά θεμέλια του πολιτισμού μας, είναι ο ελληνικός στοχασμός για τον άνθρωπο, την κοινωνία και το θείο. Ωστόσο, θα πρέπει να δεις την αρχαία Αθήνα με τα μάτια των ξένων ή στον καθρέφτη ενός άλλου πολιτισμού για να συνειδητοποιήσεις τη σπουδαιότητά της. Κάποια στιγμή ανακαλύπτεις ότι πρέπει να περάσεις πάνω από χιλιάδες σελίδες μαρξισμού, δομισμού, μεταμοντερνισμού για να διαπιστώσεις με τον Καστοριάδη ότι κορυφή της δημοκρατικής πολιτικής σκέψης είναι η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή. Κι εδώ κάνω την αυτοκριτική μου γιατί ως νέος τον αδίκησα.
Πώς είναι η καθημερινότητά σας την περίοδο που γράφετε; Πώς περνάει ένα εικοσιτετράωρο και πόσο επιθυμείτε να μένετε μόνος;
Γράφω κυρίως τα πρωινά. Το μυθιστόρημα απαιτεί καθαρό μυαλό, πειθαρχία και πολλές ώρες. Είναι μια βαριά βιομηχανία σε σχέση με τη βιοτεχνία της ποίησης. Ο Φίλιπ Ροθ το συμπύκνωσε γλαφυρά σε μια συμβουλή για νέους συγγραφείς: «Σκληρή δουλειά κι ένα σκοινί για να κρεμαστείς…».
Είμαι φανατικά άνθρωπος του καφέ. Το αγαπημένο μου σπορ, μετά τη δουλειά, σχεδόν καθημερινά, είναι ο espresso με θέα τη θάλασσα. Γνωρίζω όλα τα καφέ από το λιμάνι μέχρι το «Μαϊάμι». Όμως το στρατηγείο μου είναι το Les Zazous, δίπλα στο παλατάκι. Πάω τα μεσημέρια μόνος μου με την τσάντα και τα βιβλία μου. Διαβάζω και γράφω σε ένα τραπέζι. Από τα βλέμματα έχω την εντύπωση πως οι θαμώνες με κοιτάνε με συμπάθεια… Ως ένα προστατευόμενο είδος που τείνει να εκλείψει. Μου αρέσει πολύ να βλέπω τη Θεσσαλονίκη από τη θάλασσα. Η θέα της πόλης που σκαρφαλώνει στο βάθος, ο γαλάζιος ουρανός, το λιμάνι με τα φορτηγά, είναι μια ομορφιά που δεν στοιχίζει και συμβάλλει στην ψυχική μου ισορροπία.
Σε μια εποχή που παρατηρούμε πάρα πολλούς ανθρώπους να γράφουν βιβλία, θεωρείτε πως αυτό είναι καλό για τις ελληνικές εκδόσεις ή οδηγεί σε μια πρόσθετη προσπάθεια των καλών βιβλίων να ξεχωρίσουν;
Είναι αλήθεια πως υπάρχει ένας εκδοτικός πληθωρισμός. Καταρχάς είναι θετικό ότι εκδίδονται περισσότερα βιβλία και υπάρχει το ενδιαφέρον του κόσμου, αρκεί να μην εισάγουν το αγοραίο γούστο. Παλιότερα ήταν λίγοι οι εκδοτικοί οίκοι, δύσκολα και περισσότερα φίλτρα από τα οποία έπρεπε να περάσεις. Ωστόσο, η πολλαπλότητα αυτή δημιουργεί έναν πληροφοριακό θόρυβο που σκεπάζει και πνίγει τις αυθεντικές φωνές. Το αντίδοτο θα ήταν ο λόγος μιας άξιας του ονόματος της κριτικής που γνωρίζει να κρίνει, να συγκρίνει, να διακρίνει. Αλλά κι εκεί τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια ανάλογη αναδιαμόρφωση του πεδίου. Τα ηλεκτρονικά περιοδικά, το facebook, τα βιβλιοφιλικά ιστολόγια που αναδύθηκαν σταδιακά διεκδικούν τον δικό τους δημόσιο λόγο. Διολισθαίνουμε αθόρυβα από την αριστοκρατία της κριτικής, της εποχής των εφημερίδων με έναν ευάριθμο πυρήνα δόκιμων κριτικών, στη νεόκοπη μαζική δημοκρατία της κριτικής του διαδικτύου. Είναι τα προβλήματα της εποχής μας.
Ποια είναι η γνώμη σας για τους νέους τρόπους που οι νέοι και όχι μόνο «διαβάζουν» ένα βιβλίο, είτε ως ebook είτε ως audiobook;
Όπως σε όλα πρέπει να ξεχωρίσουμε την ανάγκη από την απόλαυση και τον έρωτα. Μερικές φορές ακόμα κι εγώ μπορεί να χρησιμοποιήσω ebook, κυρίως από ανάγκη και για χρηστικούς λόγους. Ωστόσο, ο αναγνώστης και το βιβλίο είναι μια αιώνια σχέση πάθους. Πολλές φορές, καθώς εκείνος νυστάζει και κοιμάται με το βιβλίο αγκαλιά, λυγίζοντας ευλαβικά την ύπαρξή τους ο ένας στο άλλο, μου θυμίζουν τους εραστές του Gustav Klimt με το διάσημο φιλί. Είναι μια σχέση ερωτική που δεν κινδυνεύει από τα πρόσκαιρα και ατελέσφορα φλερτ με τα ebook ή τα audiobook.