Μια Ελληνίδα στην πρώτη γραμμή της αρχιτεκτονικής στο διεθνές περιοδικό Wallpaper*
H Έλλη Σταθάκη, μια επιστήμονας αρχιτεκτονικής η οποία εδώ και πάνω από 15 χρόνια ζει στο Ηνωμένο Βασίλειο, έχει επιτύχει να βρίσκεται σε μια θέση που πολλοί ονειρεύονται.
Με το brain drain σε έξαρση σήμερα στην χώρα, έχουμε συνηθίσει πια να ακούμε για νέους Έλληνες επιστήμονες να φεύγουν για να δοκιμάσουν την τύχη τους στο εξωτερικό και τελικά να διαπρέπουν, κάνοντας πραγματικότητα όνειρα τα οποία δεν θα μπορούσαν να φανταστούν στον τόπο τους.
Και μπορεί το φαινόμενο να έχει πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις στα χρόνια της κρίσης, όμως ήταν παρόν και προτού αυτή ξεκινήσει, καθώς πολλοί αναζητούσαν ευκαιρίες έξω που απλά δεν υφίσταντο στην Ελλάδα, μετρώντας σήμερα κατορθώματα που εντυπωσιάζουν. Μια τέτοια περίπτωση είναι η Έλλη Σταθάκη, μια επιστήμονας αρχιτεκτονικής η οποία εδώ και πάνω από 15 χρόνια ζει στο Ηνωμένο Βασίλειο κι έχει επιτύχει να βρίσκεται σε μια θέση που πολλοί ονειρεύονται, αυτή της Architecture Editor στο διεθνώς αναγνωρισμένο και κορυφαίο στο είδος του περιοδικό Wallpaper*.
Το Wallpaper* αποτελεί το πρωταρχικό μέσο παγκοσμίως, σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή, για το design, αναδεικνύοντας και προασπίζοντας τα καλύτερα στην αρχιτεκτονική, την διακόσμηση εσωτερικών χώρων, την μόδα, την τέχνη και το σύγχρονο lifestyle. Η Έλλη ανήκει στο δυναμικό του μέσου εδώ και 12 χρόνια, έχοντας ανέλθει βαθμίδες και φτάνοντας στην τωρινή θέση της επικεφαλής συντάκτριας στο τμήμα αρχιτεκτονικής του Wallpaper* μέσω μιας διαδικασίας εξέλιξης.
Όπως αναφέρει για την επιλογή του κλάδου της, “Στο σχολείο με τραβούσαν εξίσου οι θετικές επιστήμες και οι τέχνες, όπως το σχέδιο και η ζωγραφική. Η αρχιτεκτονική συνδυάζει και τα δυο. Είναι δύσκολο να ξέρει κανείς ακριβώς τι θέλει να κάνει όταν είναι τόσο νέος, αλλά ήταν μια επιλογή που μου ταίριαζε και δεν την έχω μετανιώσει ούτε λεπτό”.
Τελειώνοντας λοιπόν την Σχολή Αρχιτεκτονικής στη Θεσσαλονίκη το 2002, η Έλλη κατευθύνθηκε την ίδια χρόνια στο Λονδίνο για μεταπτυχιακό, μόνη και σε ηλικία 23 ετών. “Οι γονείς μου με παρότρυναν να συνεχίσω τις σπουδές μου, αν ήταν κάτι που ήθελα, και να κάνω κάποια εξειδίκευση, και πάντα ήθελα να πάω στο Λονδίνο. Όποτε κάπως τα συνδύασα όλα και επέλεξα το Msc History of Architecture στην Bartlett School of Architecture γιατί με τραβούσε η θεωρία και η ιστορία” σημειώνει.
Ποια ήταν τα πρώτα της βήματα στο Λονδίνο και πώς την οδήγησαν στο Wallpaper*; Όπως αναφέρει, “Το μεταπτυχιακό μου είχε γράψιμο, ερευνά και θεωρία, όχι σχέδιο, όποτε είχα αρχίσει ήδη να εξερευνώ μια λίγο διαφορετική οδό. Ήταν πολύ ενδιαφέρουσες σπουδές και μου άνοιξαν τα μάτια πολύ όσον αφορά το τι μπορεί να κάνει κανείς με ένα πτυχίο αρχιτεκτονικής, που να μην έχει να κάνει με σχέδιο ή χτίσιμο. Μου περνούσε επίσης από το μυαλό να κάνω διδακτορικό. Κάπου εκεί συνειδητοποίησα για πρώτη φορά ότι υπάρχει και αρχιτεκτονική δημοσιογραφία. Καθώς ανακάλυπτα ότι μου αρέσει το γράψιμο, εμφανίστηκε σιγά σιγά και αυτό μπροστά μου σαν επιλογή. Αφού τελείωσα, πέρασα λίγο καιρό ασχολούμενη με την ιδέα του διδακτορικού, αλλά τελικά κατέληξα να κάνω ένα internship σε ένα άλλο αρχιτεκτονικό περιοδικό, το Blueprint. Δούλεψα για λίγο και σε ένα γραφείο, αλλά τελικά έμαθα ότι έψαχναν κάποιον για μια θέση βοηθού στο Wallpaper*, έκανα αίτηση και με πήραν. Είμαι εκεί από το 2006 και σιγά σιγά εξελίχθηκα”.
Πώς πήρε την απόφαση αντί για τον σχεδιασμό να ασχοληθεί με την δημοσιογραφία; “Ομολογώ ότι ποτέ δεν είχα σκεφτεί ότι μπορεί να ασχοληθώ με δημοσιογραφία, ήταν κάτι που προέκυψε αργότερα. Ακόμα και όταν ξεκίνησα, το έκανα απλά ακολουθώντας ένα ένστικτο και κάτι που μου άρεσε. Δεν θυμάμαι να σκέφτηκα ότι, πάει, δεν θέλω να ξανασχεδιάσω ποτέ. Άλλωστε, ποτέ δεν ξέρεις. Αλλά νιώθω ότι με κάποιον τρόπο ακόμα κάνω αρχιτεκτονική, για να λέμε την αλήθεια” σημειώνει.
Πώς είναι λοιπόν μια συνηθισμένη μέρα δουλειάς στο Wallpaper*; “Ως επικεφαλής του τμήματος μου (ξεκίνησα στη παρούσα μου θέση κάπου το 2013), ασχολούμαι με οτιδήποτε έχει να κάνει με αρχιτεκτονική στο περιοδικό. Αυτό συμπεριλαμβάνει από το να βρίσκω, να γράφω, να αναθέτω και να διορθώνω άρθρα για το περιοδικό και την ιστοσελίδα μας, έως το να βοηθώ σε επιμέλεια εκθέσεων που κάνουμε, σε ειδικά projects, brand extensions και συνεργασίες του περιοδικού, ή να δουλεύω με άλλα τμήματα, όπως η εσωτερική διακόσμηση και η μόδα, για φωτογραφίσεις τους που απαιτούν ένα αρχιτεκτονικό στοιχείο. Αν κάτι έχει μέσα αρχιτεκτονική με κάποια μορφή, το πιθανότερο είναι να έχω ασχοληθεί με αυτό και εγώ. Σε μια τυπική μέρα, θα συναντηθώ με συναδέλφους για τρέχοντα θέματα, θα συνεννοηθώ με εξωτερικούς συνεργάτες και αρχιτέκτονες από όλο τον κόσμο και θα γράψω. Πού και πού ταξιδεύω για δουλειά. Επίσης, στέλνω πολλά πολλά e-mail…” αναφέρει.
Ποια είναι τα θετικά και τα αρνητικά της δουλειάς της; “Η δουλειά μου μού αρέσει πολύ και ήμουν πολύ τυχερή που βρέθηκα στο συγκεκριμένο περιοδικό και με τους συγκεκριμένους ανθρώπους, που δούλεψα αυτά τα χρόνια και δουλεύω ακόμα. Στα θετικά θα κατέτασσα την δημιουργικότητα, τα ταξίδια και την αισιοδοξία του Wallpaper*. Επίσης μου αρέσει που συνεχώς γνωρίζω νέα άτομα και πράγματα σε όλο τον κόσμο, και ανακαλύπτω. Ένα αρνητικό, αν και δεν ξέρω αν είναι σωστή αυτή η λέξη, είναι ότι είναι μια δουλειά με απαιτήσεις στην οποία πρέπει να αφιερώνεις πολύ χρόνο και ενέργεια. Αλλά αν κάτι σου αρέσει, αυτό δεν είναι πάντα τόσο δύσκολο”. Όπως προσθέτει, “Προς το παρόν προσπαθώ να πετύχω μια υγιή ισορροπία μεταξύ δουλειάς και οικογενειακής ζωής. Τα αγαπώ πολύ και τα δυο”.
Άλλωστε, αυτό που θεωρεί αδιαπραγμάτευτο είναι πως “Σε κάθε δουλειά για να επιτυχείς πιστεύω ότι χρειάζεται μια δόση πάθους, αλλά και πολλή προσπάθεια και επιμονή”.
Πόσο εύκολο είναι για μια Ελληνίδα να διεισδύσει στον χώρο που βρίσκεται σήμερα; “Πιστεύω ότι αν είσαι καλός στην δουλειά σου και ασχολείσαι και έχεις και λίγη τύχη, όλα είναι δυνατά. Οι μεγαλύτερες δυσκολίες που αντιμετώπισα – πολλή δουλειά και μεγάλα ωράρια – δεν είχαν να κάνουν με το πού γεννήθηκα. Το Wallpaper* είναι διεθνές περιοδικό, άλλωστε. Έχω συναδέλφους από Αγγλία, Σκωτία, αλλά επίσης Ιταλία, Ολλανδία, Γερμανία, Ελβετία, Καναδά και Πουέρτο Ρίκο για παράδειγμα. Βέβαια, αν κανείς θέλει να κάνει δημοσιογραφία σε μια άλλη χώρα, πρέπει να μιλάει την γλώσσα, πιστεύω είναι αυτονόητο. Σε αυτόν τον τομέα προσπαθώ και συνεχώς μαθαίνω. Θα μπορούσα να το πω και για τα ελληνικά βέβαια αυτό. Η γλωσσά έχει αυτήν την ομορφιά”.
Ποιες στιγμές της καριέρας της ξεχωρίζει; “Σίγουρα ξεχωρίζω τις στιγμές που εκδίδονται βιβλία στα οποία έχω δουλέψει, τα οποία είναι κυρίως εκτός του Wallpaper*. Ας πούμε αυτόν τον μήνα βγαίνει ένα νέο βιβλίο που έγραψα με τον συνάδελφο και φίλο Jonathan Bell και τον εκδοτικό Thames and Hudson – και Yale Press την Αμερική – και λέγεται ‘The Contemporary House’. Επίσης, πιστεύω ότι για μένα ήταν σημαντικά κάποια ειδικά projects που κάνουμε ή κάναμε στο περιοδικό, όπως για παράδειγμα κάποια τεύχη που βγάλαμε στο παρελθόν, τα οποία ήταν ειδικά αφιερωμένα σε συγκεκριμένες χώρες και έπρεπε να εμβαθύνουμε ιδιαίτερα στην αρχιτεκτονική ας πούμε της Κίνας, της Βραζιλίας, της Ρωσίας ή της Ινδίας. Ήταν ένα υπέροχο ‘ταξίδι’ από προσωπική άποψη, αλλά ελπίζω επίσης και για τον αναγνώστη”.
Με το πεδίο ενδιαφέροντός της στο μέσο να αφορά όλες τις πτυχές της αρχιτεκτονικής, η Έλλη σημειώνει πως το Wallpaper* καλύπτει αρκετά μονοκατοικίες και πολιτιστικά κτίρια, όχι όμως κατά αποκλειστικότητα, καθώς και πάντα μοντέρνα και σύγχρονα έργα, του 20ου και 21ου αιώνα. Εκεί εγείρεται το ερώτημα του πόσο προσιτή είναι σήμερα στον ευρύτερο κόσμο η αρχιτεκτονική και με ποιους τρόπους προσπαθεί ένα μέσο όπως το Wallpaper* να την κάνει προσβάσιμη στο κοινό.
“Η αρχιτεκτονική είναι για όλους και άρα αφορά όλους, όλοι την ζούμε καθημερινά και αναπόφευκτα – και είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι η καλαισθησία δεν έχει να κάνει με το χρήμα” απαντά η Έλλη. “Ένας από τους λόγους που μου αρέσει το Wallpaper* είναι ότι δεν απευθύνεται μόνο σε αρχιτέκτονες, αλλά σε όλους. Εστιάζει στην αρχιτεκτονική και τον σχεδιασμό, αλλά δεν χρησιμοποιεί τεχνική γλώσσα, είναι προσιτό στον λόγο του, και σε βοηθάει να ταξιδεύεις και να εμπνέεσαι”.
Όντας ουσιαστικά στην πρώτη γραμμή της ανακάλυψης και παρουσίασης της καινοτομίας στην παγκόσμια αρχιτεκτονική, πώς παρατηρεί αυτή να εξελίσσεται τον 21ο αιώνα; “Πιστεύω ότι η εποχή που ζούμε έχει το εξής σημαντικό χαρακτηριστικό – είναι η εποχή που οι ‘μεγάλοι’ αρχιτέκτονες του 20ου αιώνα έχουν αρχίσει να φτάνουν σε κάποια ηλικία -80 και άνω- και αρχίζουν σιγά σιγά να αφήνουν πίσω ένα κενό το οποίο πρέπει να αναπληρωθεί. Ποιοι θα είναι οι σημαντικοί αρχιτέκτονες του μέλλοντος; Θα υπάρχουν μεγάλοι αρχιτέκτονες με τον ίδιο τρόπο που υπήρχαν ως τώρα, ή αλλάζουν τα πράγματα με τις νέες γενιές; Αν προσθέσεις σε αυτό και όλες τις τεχνολογικές εξελίξεις που ζούμε, πιστεύω ότι είμαστε σε αυτήν ακριβώς την δεκαετία ή εικοσαετία που θα φανεί πώς θα καθοριστεί αυτό το ‘νέο κύμα’ αρχιτεκτονικής του 21ου αιώνα”.
Ποια αρχιτεκτονικά γραφεία ξεχωρίζει εκείνη στην Ελλάδα αλλά και παγκοσμίως; “Να πω την αλήθεια, δεν ξέρω ποτέ πώς να απαντήσω σε αυτήν την ερώτηση. Με ενδιαφέρουν όλα και τα πάντα (και είναι η δουλειά μου να παρακολουθώ πολλά παράλληλα πράγματα) και τα γραφεία εξελίσσονται συνεχώς οπότε δεν ξέρω πώς να ξεχωρίσω κάποια. Μου αρέσει να παρακολουθώ όλα τα μεγάλα/γνωστά γραφεία παγκοσμίως, αλλά επίσης και τα νέα, αυτά που μόλις ξεκινάνε, γιατί θα είναι οι ‘μεγάλοι’ του μέλλοντος. Για τους Έλληνες ισχύει το ίδιο. Πάνω από όλα μου αρέσει η ποικιλία”.
Άρθρα της Έλλης Σταθάκη στο Wallpaper* για τους Έλληνες Divercity Arichitects
Πόσο προβάλλεται η ελληνική αρχιτεκτονική στο Wallpaper*; “Η Ελλάδα εμφανίζεται στο Wallpaper*, όπως και πολλές άλλες χώρες. Ομολογώ ότι μου αρέσει ιδιαίτερα να προβάλω το ταλέντο της χώρας μας όσο μπορώ. Έχουμε δημοσιεύσει για πολλά γραφεία και αρχιτέκτονες, νέους και γνωστούς, από τον κ. Αλέξανδρο Τομπάζη έως τους Divercity, Point Supreme και K Studio. Νομίζω ότι οι Έλληνες αρχιτέκτονες ήταν στο παρελθόν κάπως διστακτικοί όσον αφορά την προβολή στο εξωτερικό, αλλά αυτό πλέον αλλάζει πιστεύω” σημειώνει. Όσο για το τι λείπει σήμερα από την αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, απαντά “Σε πολύ πρακτικό επίπεδο, λείπει το πράσινο από τις πόλεις μας. Τα πάρκα και οι ανοιχτοί χώροι είναι και αυτά αρχιτεκτονική”.
Τι της λείπει εκείνης από την Ελλάδα; Θα γυρνούσε πίσω; “Από την Ελλάδα μου λείπουν άνθρωποι, οι γονείς μου και φίλοι, η Μεσόγειος και ο ήλιος. Όχι όμως ο καύσωνας της Λάρισας, όπου μεγάλωσα, ομολογώ. Μένοντας και ζώντας εδώ, έκανα φίλους, κύκλο κλπ. Τώρα έχω οικογένεια, καθώς και την αδελφή μου, Άννα Σταθάκη, που είναι φωτογράφος, και είμαστε πολύ κοντά – προσωπικά αλλά και επαγγελματικά. Δεν έχω συγκεκριμένο σκοπό να γυρίσω στην Ελλάδα άμεσα, αλλά ποτέ δεν λέω ποτέ. Το επαγγελματικό θα ήταν για μένα κρίσιμος και αποφασιστικός παράγοντας, και επειδή δεν είμαι μόνη μου, θα έπρεπε να σκεφτώ και τις ανάγκες της οικογένειάς μου την δεδομένη στιγμή”.
Ανταμείβει τελικά το εξωτερικό σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο; Τι συμβουλή θα έδινε σε νέους που σκέφτονται να φύγουν στο εξωτερικό; “Εγώ είμαι ευχαριστημένη, γιατί αγαπώ την δουλειά μου και δεν ξέρω αν είναι κάτι που θα μπορούσα να κάνω αν είχα μείνει στην Ελλάδα. Επίσης, αγαπώ το Λονδίνο και όλα όσα προσφέρει σε επίπεδο εμπειριών και κουλτούρας. Σε προσωπικό επίπεδο, το εξωτερικό σε άλλους αρέσει και σε άλλους όχι. Δεν θα μάθεις αν δεν δοκιμάσεις”.