Μια πόλη, δυο γενιές, μια έξοδος
Δυο γενιές Θεσσαλονικιών, που απόλαυσαν και απολαμβάνουν την πόλη τους, καλούνται να απαντήσουν στο ίδιο ερωτηματολόγιο για τις εξόδους τους και τις σχέσεις τους.
∆υο γενιές Θεσσαλονικιών, που απόλαυσαν και απολαµβάνουν την πόλη τους, καλούνται να απαντήσουν στο ίδιο ερωτηµατολόγιο για τις εξόδους τους και τις σχέσεις τους. Ένα συναρπαστικό παιχνίδι το οποίο δέχτηκαν να παίξουν µε χαρά. Ας το απολαύσουµε!
- Σε ποια ηλικία αρχίσατε να βγαίνετε και µε ποιους περιορισµούς;
- Το αγαπηµένο σας σηµείο στην πόλη για ραντεβού;
- Σάββατο βράδυ. Μίλήστε μου για µια τυπική σαββατιάτική έξοδο στην ηλικία των 18 µε 20 χρόνων.
- Τι σηµαίνει –σήµαινε για σας περνάω καλά (µόνος ή µε την παρέα µου) στην ηλικία των 20;
- Υπάρχουν κάποια στέκια κοινά, τα οποία αγαπήσατε κι οι δυο; Λόγοι για τους οποίους περνάτε/ουσατε καλά εκεί.
- Για ποιους λόγους καυγαδίζατε περισσότερο µε τον πατέρα/µητέρα στη διάρκεια της εφηβείας…
- Πείτε µου τρία πράγµατα που ακούγατε από τον πατέρα/ µητέρα σας, λίγο πριν βγείτε έξω; Τι τους απαντούσατε;
- Πείτε µου τι θα θέλατε να είχατε από όλα όσα τρέχουν στην καθηµερινότητα των νέων σήµερα που δεν το είχατε εσείς στην ηλικία του; /Και αντίστοιχα για τα παιδιά: Πείτε µου απ΄τις ιστορίες του πατέρα/µητέρα τι θα θέλατε να έχετε από την καθηµερινότητα των νέων τότε που δεν το έχετε τώρα;
Σπύρος Βούγιας – Συγκοινωνιολόγος, Καθηγητής ΑΠΘ
- Η πρώιµη νεανική µου ηλικία συνέπεσε και επηρεάστηκε καθοριστικά από την επιβολή της δικτατορίας (ήµουν 15 χρονών το ’67). Ετσι κι αλλιώς, η ζωή ήταν πολύ διαφορετική από τη σηµερινή, ένας άλλος κόσµος σε µια άλλη πόλη. Τα βράδια του Σαββάτου βολτάραµε µε τα παιδιά στην Τσιµισκή για να πάµε σινεµά (“Τιτάνια”, “∆ιονύσια”) ή απλώς να χαζέψουµε βιτρίνες και ωραίες γυναίκες. Γυρίζαµε στο σπίτι νωρίς, σαφώς ταπεινωµένοι. Περιορισµοί δεν υπήρχαν γιατί οι γονείς µου ήταν πολύ φιλελεύθεροι σε τέτοια θέµατα αλλά και γιατί δεν έµπαινε καν ζήτηµα.καθυστέρησης. Ζούσαµε σε ένα περιβάλλον σιωπής και ακινησίας, σχεδόν αφασίας.
- Οι µεγαλύτεροι από µας (καλοντυµένοι, άνετοι, µε ωραία κορίτσια), έδιναν τα ραντεβού τους στο κεντρικότερο σηµείο της πόλης, την “Εκάλη”, στη γωνία Τσιµισκή και Παλαιών Πατρών Γερµανού. Εγώ προτιµούσα πιο διακριτικά µέρη, έξω από τους κινηµατογράφους της γειτονιάς (“Ηλύσια, “Αλέξανδρος”) ή στο πάρκο του Ξαρχάκου, που ήταν τότε πολύ πιο πυκνό και σκοτεινό. Εκεί έχασα ένα από τα πρώτα µου (σηµαντικό, ενδεχοµένως) ραντεβού, αφού δεν καταφέραµε να συναντηθούµε στα δαιδαλώδη δροµάκια. Την έλεγαν Νόρα και δεν την έχω ξαναδεί από τότε.
- Tα πράγµατα άλλαξαν ριζικά όταν πέρασα στο πολυτεχνείο το 1970. Πήγαινα κάθε βράδυ, σχεδόν, µε την Αθηνά στην ταβέρνα “∆όµνα” ή τον εναλλακτικό “Γκιγκιλίνη” και συνέχιζα ξενυχτώντας µε ροκ µουσικές ή άγρια χαρτοπαιξία στα σπίτια των νέων µου φίλων, συµφοιτητών στη σχολή. Μια φορά τόλµησα να µπω διστακτικά στου “Φλόκα” γιατί πεθύµησα ένα αρµενοβίλ και δέχθηκα σκληρή κριτική για “αστική παρέκκλιση”. Πλησίαζε η πρώιµη, επαναστατική άνοιξη του ’73.
- Όλα όσα δεν είχα µπορέσει να γνωρίσω µέχρι τότε: απόλυτη ελευθερία έκφρασης (αµπέχονα, καµπάνες, µαλλιά και γένια). Ερωτική και σεξουαλική µύηση, ψευδαίσθηση επαναστατικότητας µε τη ροκ µουσική και τις πρώτες αντιστασιακές συζητήσεις. Ολα καινούργια, µαγικά και τροµακτικά µαζί.
- Το ’98, όταν το ιστορικό “Σαντέ” της Μητροπόλεως έγινε εκλογικό µου κέντρο για τις δηµοτικές εκλογές, έφερνε η Λένα τον Ορέστη, οκτάχρονο ακόµη για µια πορτοκαλάδα στο µπαρ. Χρόνια µετά, µε την παρέα του σύχναζε, όπως κι εµείς, στο άλλο “Σαντέ”, της Βαλαωρίτου. Αγαπήσαµε, όµως, πολύ και οι δύο και τον “Θερµαικό”, εγώ εξ αιτίας του Μπάµπη, κυρίως, αυτός, αργότερα, για όλα τα άλλα. Πάµε ακόµη και τώρα, καµµιά φορά οι δυό µας για µια βότκα.
- ∆εν θυµάµαι σοβαρούς καυγάδες, εκτός από την αντίδρασή µου στην ασφυκτική αγάπη και την υπερπρστατευτικότητα της µητέρας µου.
- Η µητέρα µου: “Έφαγες τίποτα; Θα δεις την Αθηνά; Μην αργήσεις!”.
Εγώ: “Ασε µε ήσυχο!”. Ο πατέρας µου (αδιάφορα): “Άστο το παιδί!”..
- Την άνετη, φυσική και αβίαστη σχέση µε το άλλο φύλο. Αυτή που έλειψε απ τη γενιά µου (ή, έστω, απ την παρέα µου) και µας άφησε “κουσούρι” την ανεκπλήρωτη επιθυµία και την ανάγκη της συνεχούς επιβεβαίωσης, που µας βασάνισε και µας βασανίζει ακόµη.
Ορέστης Βούγιας – ∆ιεθνολόγος (αυτή τη στιγμή κάνει την στρατιωτική του θητεία)
- Άρχισα να βγαίνω σιγά σιγά στις πρώτες τάξεις του λυκείου. Τότε προσπαθούσαµε να βρούµε µέρη που ήταν πιο χαλαρά στο να δίνουν αλκοόλ ή περιοριζόµασταν σε πάρτι γενεθλίων σε σπίτια. Από το σπίτι περιορισµοί υπήρχαν αρχικά στο ωράριο οι οποίοι όµως αίρονταν όσο περνούσαν τα χρόνια.
2. Εξαρτάται από την παρέα σίγουρα, αλλά µέσα στα στάνταρ θα έβαζα το Θερµαϊκό, το Ελ Πάσο στην Αγ. ∆ηµητρίου και από πιο καινούρια µαγαζιά, το Πικάπ στην Ολύµπου.
3. Στην ηλικία των 20, αν ήσουν φοιτητής στη Θεσσαλονίκη, τα πράγµατα ήταν απλά. Η νυχτερινή ζωή της Θεσσαλονίκης του 2010 ήταν διαφορετική, πολύ πιο «έγχρωµη» από τη σηµερινή και υπήρχε ακόµα µία ανεµελιά. Το κέντρο είχε πολλά και καλά µαγαζιά και η Βαλαωρίτου γνώριζε τις δόξες της οπότε είχαµε πολλές επιλογές. Πάντα όµως θα βρισκόµασταν πρώτα στο Νερό που Καίει της Προξ. Κοροµηλά, τις περισσότερες φορές χωρίς καν να συνεννοηθούµε και θα ξεκινούσαµε µία µικρή Οδύσσεια που συνήθως θα έληγε στο Residents ή το Berlin.
4. Ήµασταν πολύ µεγάλη παρέα και βγαίναµε συχνά. Μερικές φορές όταν ένα µέρος είχε το σωστό κόσµο, τη σωστή µουσική, και βγάζαµε γέλιο, αυτό µας αρκούσε.
5. Η Θεσσαλονίκη έχει πολλά ιστορικά µαγαζιά τα οποία προλάβαµε και οι δύο. Αυτά που µοιραστήκαµε ήταν ο Θερµαϊκός, το Bel Air, το Μικρό Καφέ (που δυστυχώς δεν υπάρχει πια) και το Ντε Φάκτο. ∆εν είµαι σίγουρος γιατί περνούσα καλά εκεί, ίσως γιατί φεύγοντας ένιωθα πως έπαιρνα µαζί µου αλλά και γινόµουν ο ίδιος ένα κοµµάτι από τις χιλιάδες µικρές ιστορίες που διαδραµατίστηκαν εκεί όλα αυτά τα χρόνια.
6. Τα συνήθη νοµίζω. Η ένταση δεν ήταν συχνή και κανείς δεν κρατούσε κακία µετά. Ίσως το συχνό ξενύχτι στις τελευταίες τάξεις του λυκείου και µερικές φορές η έλλειψη συγκέντρωσης στο σχολείο να βρίσκονταν πιο συχνά στο επίκεντρο.
7. «Χτένισε τα µαλλιά σου. Είναι καλό να περνάει µία βούρτσα από µέσα να αερίζονται.» «Λεφτά έχεις;» «Τι ώρα θα γυρίσεις; Θα περιµένω»
Και στα τρία απαντούσα αν θυµάµαι καλά µε ένα νεύµα ή ένα µειδίαµα σαν σωστός παρεξηγηµένος έφηβος.
- Θα ήθελα η καθηµερινότητα µου να ένα τουλάχιστον κοµµάτι από το «τυχαίο» της παλιότερης εποχής, που νοµίζω οφειλόταν στην έλλειψη τεχνολογιών όπως το κινητό και το ίντερνετ που πολλές παραµορφώνουν τη φυσική ροή των πραγµάτων, των σχέσεων και της επικοινωνίας. *Ο πίνακας που βρίσκεται πίσω από τους συνεντευξιαζόμενους είναι του ζωγράφου Νίκου Τσιαπάρα.
Αγγελική Σάπικα- Marketing Manager της εταιρίας Axel.
- Επειδή έµενα κέντρο, ξεκίνησα νωρίς, στα 13 περίπου. Στην αρχή έπρεπε να επιστρέφω σπίτι στις οκτώµισι και µετά από ένα χρόνο γύρω στις εννέα και µισή. Για να µείνω µετά τις δέκα, έπρεπε να παρακαλέσω πολύ όσο πήγαινα Γυµνάσιο.
- Στα 13 µου βρισκόµασταν στην “Ωραία”. Στα 14 όµως ξεκίνησε η υπέροχη εποχή που ήµασταν όλοι µια παρέα στο «Αχίλλειον».
- Εκείνη την εποχή, ειδικά µεταξύ τα 17 και τα 19 µου, δε θυµάµαι να διαχώριζα τις µέρες. Έβγαινα κάθε µέρα και το Σάββατο δεν αποτελούσε ειδική συνθήκη. Συναυλίες παντού – στον «Ελλήσποντο», στο «Coco’s», για ποτό στη Ναυαρίνου, στο «Λούκι Λουκ», στο «Berlin», ατέρµονες συζητήσεις στα παγκάκια, ξενοιασιά…
- Στα 20 µου είχα ήδη ξεκινήσει να δουλεύω παράλληλα µε τις σπουδές µου. Οι επιλογές µου στη διασκέδαση άλλαξαν ξαφνικά και ξεκίνησα να βγαίνω για φαγητό (µέγα λάθος, όπως γρήγορα µου απέδειξε η ζυγαριά), ενώ, παράλληλα, σταµάτησα, δυστυχώς, να παρακολουθώ τη µουσική σκηνή της πόλης… Ήταν η εποχή που άρχισα να περνάω καλά µε φίλους σε σπίτια, µε λιγότερα ξενύχτια και πιο συµβατικές επιλογές εξόδου…
- Στο «Θερµαϊκό» περνούσα πάντα πολύ όµορφα και τώρα πηγαίνουν εκεί και οι δυο κόρες µας και χαίροµαι πολύ γι’ αυτό. Στο «Berlin» δεν έχει πάει ακόµη η Άννυ, αλλά κάποια στιγµή σίγουρα θα τη φέρει από εκεί ο δρόµος… Στο «Residents» πήγαινα και πριν από χρόνια και το αγαπώ πολύ. Τα τελευταία χρόνια το (ξανα)ανακάλυψα και παραµένει από τα πιο όµορφα στέκια της πόλης µε καταπληκτικά free live τις Κυριακές! Στο «La Doze» επίσης πηγαίνουµε… οικογενειακά, αν και σπάνια συµπίπτουµε µε την Άννυ.
- ∆εν προκαλούσα πολύ τους γονείς µου. Ωστόσο, όσες φορές µε µάλωναν ήταν για εξόδους που παρατράβηξαν, για τους κάπως επαναστατηµένους φίλους που έφερνα στο σπίτι και για ψεµατάκια που έλεγα προκειµένου να πάω εκεί που ήθελα. Με κάποιον µαγικό τρόπο, πάντως, πάντα κατάφερνα να κάνω αυτό που ήθελα στο τέλος.
- Η µητέρα µου επαναλάµβανε το πολύ χαρακτηριστικό: «Πρόσεχε µη σου ρίξουν τίποτε στο ποτό σου». ∆ε νοµίζω ότι απαντούσα, απλά χαµογελούσα ειρωνικά. Πού να ‘ξερα ότι θα λέω τα ίδια; Επίσης, µου ζητούσε να µην αργήσω για να µην τα ακούσω από τον πατέρα µου… Και, φυσικά, µου έλεγε πάντα να προσέχω. «Ναι, µην ανησυχείς» της έλεγα. Αλλά, αν ήξερε, θα ανησυχούσε γιατί λόγω ηλικίας αλλά και εποχής, είχα πλήρη άγνοια κινδύνου.
- Τίποτε απολύτως. Πέρασα πολύ όµορφα, γνώρισα πολλά πράγµατα και πολλούς ανθρώπους και τελικά η αυστηρότητα των γονιών µου δε µε εµπόδισε να ζήσω ό,τι ήθελα, απλά µου έβαλε όρια που αποδείχτηκαν σωτήρια… Πιστεύω ότι ζήσαµε πολύ ανέµελα χρόνια, γεµάτα αληθινό φλερτ, πολλή κουβέντα χωρίς φωτεινές οθόνες να διακόπτουν τη σκέψη µας, ένα διάχυτο ροµαντισµό -ίσως απόρροια της ηλικίας, ίσως όµως και όχι- και πολλή µουσική γύρω µας να φτιάχνει το πιο όµορφο soundtrack της εφηβείας µας.
Άννυ Σάπικα – Φοιτήτρια Ψυχολογίας
- Στα 13 αλλά µέχρι τις 10:30 έπρεπε να είµαι σπίτι.
- Για να συναντηθώ µε φίλους µου, το άγαλµα του Βενιζέλου.
- Μπίρα/ποτό στη Βαλαωρίτου, µετά στο Ποζελι για πίτσα και αν έχουµε όρεξη συνεχίζουµε σε πάρτι στα πανεπιστήµια η σε κάποιο άλλο µέρος µε περισσότερο κέφι.
- Σηµαίνει να είµαι µε ανθρώπους µε τους οποίους νιώθω οικεία και να κάνουµε πράγµατα που µας αρέσουν (συναυλίες, συζήτηση, µαγείρεµα)
- Residents, Ladose, Θερµαϊκός
- Η ώρα επιστροφής στο σπίτι και για το ότι δεν απαντούσα στο κινητό µου.
- “Να απαντάς στο κινητό σου”, “µε ποιους θα βγεις;”, “Να πάρετε και αγόρια µαζί σας να σας προσέχουν”
- Με γοητεύει το γεγονός ότι δεν υπήρχαν κινητά και ο καθένας έβρισκε αυτόν που αναζητούσε αν ήξερε το στέκι του.
Απόστολος Βεϊζαδές – Οδοντίατρος
- Είµαι µαθητής της 2ας Γυµνάσιου , τον Φεβρουάριο του 1975. Η µεταπολίτευση µετρά µόλις έξι µήνες ζωή και όµως ένας ευεργετικός άνεµος ελευθερίας πνέει µέσα από τις πρώτες χαραµάδες , οι οποίες δηµιουργούνται στο συµπαγές, µικροαστικό, βαθειά συντηρητικό σώµα της ελληνικής κοινωνίας. Μόλις έχουν τελειώσει οι εξετάσεις του Φεβρουαρίου (τότε οι µαθητές εξετάζονταν δυο φορές το χρόνο, µια φορά στο τέλος κάθε εξαµήνου, Φεβρουάριο και Ιούνιο) και συναντιόµαστε µε συνοµήλικες µας συµµαθήτριες στο Κολλέγιο και αποφασίζουµε να βγούµε το Σάββατο βράδυ για νυκτερινή έξοδο ενώ κανείς µας δεν είναι καν δεκατεσσάρων ετών. Το σχολείο τελειώνει στη µία (τότε και τα Σάββατα ήταν κανονικές σχολικές ηµέρες), στις µιάµιση στο σπίτι για ξεκούραση και η νυκτερινή έξοδος ξεκινάει στις πέντε το απόγευµα(!!!). Ραντεβού µπροστά στον κινηµατογράφο “Αριστοτέλειον”, προβολή 5-7 ( η ταινία είναι ο “Χοκ Φιν”), κατόπιν έξοδος από το σινεµά, βόλτα στην παράλια και µετά “Grill House” ( η πρώτη επιχείρηση, στο ίδιο σηµείο, από την όποια πρόεκυψαν τα Goody’s στη συνέχεια) στην Κούσκουρα. Τα κορίτσια , έπρεπε 9.30 να είναι σπίτι (την ώρα συνήθως που άρχιζαν οι ειδήσεις στην ΥΕΝΕ∆ µου φαίνεται). Για εµάς τα αγόρια δεν θυµάµαι να υπήρχε κάποιος περιορισµός στην ώρα επιστροφής στο σπίτι (για έµενα σίγουρα ουδέποτε τέθηκε θέµα κάποιου περιορισµού) αλλά συνήθως πριν τις 12.00 τότε, όλοι γυρίζαµε. Μεγαλώνοντας τα κορίτσια επέστρεφαν σπίτι κατά τις εντεκάµιση µε δώδεκα κι εµείς στη συνέχεια µαζευόµασταν στο σπίτι µου. Κάπως έτσι ξεκίνησα να βγαίνω τα βράδια.
- Τότε το πλέον σταθερό σηµείο συναντήσεως µας ήταν µπροστά από το ζαχαροπλαστείο “Μοutafi” στην Τσιµισκή µε Κούσκουρα γωνία, “ραντεβού στο Μουταφάκι” όπως λέγαµε. Μπορούσε κάνεις να περάσει όλη τη µέρα του εκεί καθισµένος πάνω στις διαφηµιστικές πινακίδες, που ήταν στην άκρη του πεζοδροµίου (στο ύψος και στη διάταξη των σηµερινών κιγκλιδωµάτων) και να συναντήσει όλους τους φίλους του, οι όποιοι θα περνούσαν από εκεί. Έτσι συνήθως τα ραντεβού µας δίνονταν σε εκείνο το σηµείο.
- Τα χρόνια πέρασαν , τέλειωσα το σχολείο και βρέθηκα φοιτητής στο Πανεπιστήµιο. Τα Σάββατα τότε συνήθως συχνάζαµε σε µια πολύ ωραία pub που είχε δηµιουργήσει ένας αγαπηµένος φίλος, ο Γιώργος Ζήκας, την “Ανατολή” στην οδό Απελλού, στην πλατεία Ναβαρίνου. Αλλά εξίσου αγαπηµένος προορισµός (ανάλογα την διάθεση) ήταν και η all time classic disco ” Lavalbone” στο γνώριµο σηµείο την πλατεία Αριστοτέλους, ή η άλλη σπουδαία disco της εποχής η ‘Palladium” στην οδό Μακεδονίας. Πάντα βέβαια ο κινηµατογράφος, ή η έξοδος για φαγητό αποτελούσαν µια λύση, ενώ καθόλου αµελητέες δεν ήταν και οι επισκέψεις στο “Sante” του αγαπηµένου µας Κίκι ή στον “∆ον-Κιχώτη”. Σταθερή κατάληξη, βέβαια, όλων των σαββατιάτικων νυκτερινών εξόδων αποτελούσε τότε η συνάντηση, µετά τις 2 τη νύχτα, στη διασταύρωση των οδών Τσiµισκή και Ικτίνου, µπροστά στα γραφεία του “Ελληνικού Βορρά”. Ήταν η ώρα που ερχόντουσαν τα κυριακάτικα φύλλα της οµώνυµης εφηµερίδας στα κεντρικά γραφεία , ενώ µια ώρα περίπου αργότερα κατέφθαναν, λίγα µέτρα πιο κάτω στα κεντρικά γραφεία του Συγκροτήµατος Βελλίδη και τα κυριακάτικα φύλλα της εφηµερίδας “Μακεδονία”.
- Στα 20 µου χρόνια, η ζωή µου ήταν γεµάτη αναζητήσεις. Με απασχολούσαν, όπως όλους τους µετεφήβους φαντάζοµαι, θέµατα υπαρξιακά και φιλοσοφικά, αλλά και η πολιτική, ο κινηµατογράφος, η λογοτεχνία, όπως επίσης και η συµµετοχή στα οπαδικά πράγµατα των αθλητικών οµάδων. Τότε µου άρεσε πάρα πολύ η συζήτηση για όλα αυτά αλλά ακόµη περισσότερο µου άρεσε και η διακωµώδηση ορισµένων από αυτά, σε ένα ισορροπηµένο πλαίσιο, ώστε µέσα από µια σοβαρή συζήτηση να βγαίνει και πάρα πολύ γέλιο… και µε έναν παράξενο τρόπο αυτό τότε γινόταν κάθε φορά εφικτό. Εξίσου πολύ µου άρεσαν και έξοδοι στις disco της εποχής ή και στα club, που εµφανίστηκαν µερικά χρόνια αργότερα («Τango», «Βasement», «Housemobile», «51», «Convoy», «Container», «Wellington» κλπ…).
- Kοινά στέκια µε τον γιο µου δεν έχω, όλα όσα αγαπούσα εγώ έχουν φύγει («Mικρό Καφέ», «Sante» και πρόσφατα το πιο αγαπηµένο µου στέκι το «Bel-Air», το οποίο είχε δηµιουργήσει ο κουµπάρος µου ∆. Αθυρίδης). Ίσως υπό προϋποθέσεις, το µόνο σηµείο στο οποίο συχνάζουµε και οι δυο να είναι το bar «Θερµαϊκός» της εφηβικής µου φίλης, Νατάσας Καλαφάτη, το οποίο είχε δηµιουργήσει ο αξέχαστος σύζυγός της, Μπάµπης Ζουµπούλης, και το οποίο επισκέπτοµαι και τα 24 χρόνια της λειτουργίας του (υπό µιαν έννοια έχει µια σχέση, µιας και από τα 20 µου χρόνια ήµουν φανατικός επισκέπτης σε όποιο κατάστηµα δηµιουργούσε ο Μπάµπης είτε στη Θεσσαλονίκη, είτε στη Χαλκιδική).
Φίλιππος Βεϊζαδές – Μαθητής Γ’ Λυκείου
- Ξεκίνησα να βγαίνω όταν ήµουν 13 χρονών ( Α Γυµνασίου). Περιορισµούς συνήθως µου έθετε η µητέρα µου (να βγεις αφού έχεις διαβάσει και να επιστρέψεις νωρίς).
2. Όπως τότε, πριν πέντε χρόνια , έτσι και τώρα το αγαπηµένο µου σηµείο για ραντεβού στην πόλη ήταν και παραµένει η Μητρόπολη.
3. Μια συνηθισµένη έξοδος µου περιλαµβάνει, επίσκεψη κάποιου bar στη Βαλαωρίτου η πολλές φορές έξοδο σε club, µε πρώτη επιλογή το “J΄adore” και τελική κατάληξη, φαγητό στο “Ντερλικατεσεν”.
4. Για µένα η έννοια της καλοπέρασης παραµένει η ίδια από τότε που ήµουν µικρό παιδί. Γνώµη µου είναι πως είτε µόνος είτε µε παρέα οτιδήποτε σε χαλαρώνει και σε αποφορτίζει από έγνοιες της καθηµερινότητας θεωρείται διασκέδαση.
5. Υπάρχει µόνο ένα κοινό στέκι στο οποίο συχνάζω µε τον πατέρα µου και αυτό είναι ο “Θερµαϊκός”, όπου µε µικρή η µεγάλη παρέα µπορούµε να καθόµαστε για ώρες λόγο του άνετου χώρου και του φιλικού κλίµατος του µαγαζιού.
- Με τη µητέρα µου ερχόµουν ορισµένες φορές σε αντιπαράθεση κατά την διάρκεια της εφηβείας µου. Κύριος λόγος οι επιδόσεις µου στο σχολείο οι οποίες άφηναν ορισµένα περιθώρια βελτίωσης. Φέτος ως µαθητής της 3ης λυκείου έχω αφιερώσει τον περισσότερο χρόνο µου στο διάβασµα µε αποτέλεσµα να µην υπάρχουν εντάσεις . Με τον πατέρα µου δεν είχαµε ποτέ προστριβές , αφού οι γνώµη µας ήταν κοινή σε αρκετά ζητήµατα.
7. Τα πιο συνηθισµένα πράγµατα που άκουγα λίγο πριν την κάθε έξοδο µου ήταν να µην το παρακάνω µε τη ώρα , να προσέχω και να περάσω πάρα πολύ καλά. ∆εν γινόταν ποτέ µεγάλη συζήτηση για το ωράριο µου, οπότε δεν υπήρχε και λόγος να το αναλύσουµε περαιτέρω.
8. Αν έχω να ζηλέψω κάτι από την καθηµερινότητα των νέων της εποχής των γονέων µου , είναι η ευκολία µε την όποια µπορούσαν να συναντηθούν. ∆εν χρειαζόταν ούτε κινητά τηλεφωνά ούτε υπολογιστές, αρκούσε ένα σηµείο συγκέντρωσης και µια καθιερωµένη ώρα για να µαζευτεί όλη η παρέα.
Τάσος Τζήκας – Πρόεδρος της ΔΕΘ – Helexpo
- Ξεκίνησα να βγαίνω στην ηλικία των 15, πρώτα με τους φίλους μου από το ποδόσφαιρο και μετά με τους συμμαθητές και τις συμμαθήτριες μου. Οι περιορισμοί αφορούσαν μόνο την ώρα. Πριν τις 12.
- Στην αρχή συναντιόμασταν στην πλατεία Διοικητηρίου, αργότερα στην Καμάρα και σαν φοιτητές στο Αχίλλειο, στην παραλία.
- Το πρώτο διάστημα η έξοδος μας σήμαινε χορός στο Kalkana και Panopticum, τα επόμενα χρόνια της μεταπολίτευσης σαν φοιτητής στο Souez και σε διάφορα ρεμπετάδικα.
- Συναντιόμασταν σε σπίτια συμφοιτητών ή σε στέκια συζητώντας ατέλειωτες ώρες για τα πολιτικά προβλήματα εκείνης της περιόδου.
- Η Καμάρα και το κυλικείο στο Πολυτεχνείο.
- Μάλωνα με την μητέρα μου γιατί επέμενε να μην παίζω ποδόσφαιρο.
- Ντύσου καλά, να μην αργήσεις και να μην πιεις.
Ρήγας Τζήκας – Φοιτητής
- Άρχισα να πρωτοβγαίνω στην ηλικία των 14 με τους συμμαθητές μου, ενώ ο περιορισμός ήταν να έχω γυρίσει μέχρι τις 12.
- Τα σημεία για ραντεβού με τα χρόνια άλλαξαν, αρχικά ήταν η Μητρόπολη ενώ πλέον το καθιερωμένο ραντεβού δίνεται στην Καμάρα.
- Μια συνηθισμένη έξοδος ξεκινάει σε ένα κρασάδικο στη Ροτόντα και συνεχίζεται σε κάποιο μαγαζί στη Βαλαωρίτου ή σε κάποιο πάρτι.
- Να περνάω καλά σημαίνει να είμαι με την παρέα μου και όχι τόσο το μέρος στο οποίο είμαι. Οι κουβέντες, οι πλάκες και τα ξενύχτια είναι αυτά που έχουν μεγαλύτερη σημασία.
- Κοινό στέκι είναι το κυλικείο στο Πολυτεχνείο που μαζευόντουσαν και μαζεύονται άτομα από όλες τις σχολές.
- Οι καυγάδες ξεκινούσαν όταν γυρνούσαμε από τους αγώνες ποδοσφαίρου που έπαιζα και ο πατέρας μου μου ασκούσε κριτική για τον τρόπο παιχνιδιού μου, κατά τ’ άλλα καυγάδες για τις εξόδους δεν γινόντουσαν.
- Με ποιους θα βγεις, πού θα πάτε, να προσέχεις μην πιεις.