Μίλτος Σαχτούρης Memorial
19 χρόνια σήμερα από τον θάνατο του μεγάλου ποιητή.
Δεν ξέρω γιατί, με εκείνο τον παράξενο τρόπο που ξεχωρίζεις εκείνο που κάνει για σένα, ο Σαχτούρης έγινε από την αρχή ο μοναδικός μου. Ο ξεχωριστός μου. Πάντα τον είχα για πάνω από τα Νόμπελ μας, τον προτιμούσα ακόμη και από τον Καβάφη. Ίσως γιατί ο θάνατος, κυρίαρχο θέμα στην ποίηση του, σε κάθε ποίηση, είχε κάτι το λαμπερό, σχεδόν θριαμβευτικό.
Θριαμβικοί θάνατοι επέρχονται Ραγδαίως Και μες τον μαύρο ουρανό Ανάμεσα σε πυραύλους μέσου βεληνεκούς Η λαμπερή αστραπή Θα ‘ναι η ψυχή μου
Ήταν ένα παράξενο μείγμα λέξεων, αισθήσεων, εικόνων. Αλλά και ενοχής, αυτογνωσίας, ακύρωσης και επιθυμίας. Ποτέ δεν αναρωτήθηκα σε ποια σχολή εντάχθηκε, πώς έγραψε, τι ήταν. Σίγουρα πάντως υπήρξε ποιητής από εκείνους που σου κάνουν τη ζημιά και χώνουν στο μυαλό σου πράγματα που γίνονται έμμονη ιδέα. Στις τρελές, αλλά πολύ τρελές, δημοσιογραφικές φαντασιώσεις, στεκόμουν απέναντι του και του ‘κανα ερωτήσεις από εκείνες που δεν έχουν απάντηση. Βαθιά μέσα μου είχα την ελπίδα πως το όνειρο μπορεί να έβγαινε αληθινό, αλλά δεν βρήκα κουράγιο να του τηλεφωνήσω ή να του γράψω. Να του πω πως θέλω να τον δω. Καλύτερα ίσως. Μιλούσε σπάνια, από όσο ξέρω, δεν θα είχε την όρεξη μου. Ήταν γνωστό πως απόφευγε παρουσιάσεις συμπόσια, τελετές βράβευσης. Με τα χρόνια, εκείνος που βρισκόταν πίσω από τα “Στίγματα” σταμάτησε να είναι άνθρωπος, έγινε ιδέα. Κάτι σαν μελαγχολικός ένοικος στο ξενοδοχείο “Η Ελπίς” που άκουγε στις 12 το σπαραχτικό κλάμα των δύο φαντασμάτων. Έτσι το λέει στο τελευταίο ποίημα της τελευταίας του συλλογής “Ανάποδα γυρίσαν τα ρολόγια”, χαρισμένο στη σύντροφο Γιάννα και μ’ οδηγό ένα στίχο της Έμιλι Ντίκινσον “This Dust was Gentlemen and Ladies”. Τι παράξενος άνθρωπος που πρέπει να υπήρξε. Έπαιξε με σκόνες και φαντάσματα, με έρωτες, θανάτους και ποιήματα, χωρίς να γίνει καταθλιπτικός . Ακόμη και όταν μετρούσε τις ώρες για τον θάνατο.
Έγραψε στα “απελπισμένα ρολόγια”
Δείχνουν 5 η ώρα Δείχνουν 7 και μισή Δείχνουν 8 Δείχνουν 10 Δείχνουν 6 και μισή Δείχνουν 17 Δείχνουν 4 και μισή Δείχνουν 17 και μισή Δείχνουν 3 τρεις Δείχνουν 1 μία Δείχνουν 6 Δείχνουν ΘΑΝΑΤΟ.
Όταν πέθανε μου καρφώθηκε στο μυαλό να πάω στη κηδεία, Μετά έκανα δώρο ποιήματά του, κάπου που αγαπώ.
*Ο Μίλτος Σαχτούρης εντάσσεται στην πρώτη μεταπολεμική γενιά, που διαδέχθηκε τους νεωτερικούς ποιητές του μεσοπολέμου. Με καταγωγή από την Ύδρα, γεννήθηκε στις 29 Ιουλίου του 1919 στην Αθήνα και ήταν δισέγγονος του ναυάρχου του ’21, καπετάν Γιώργη Σαχτούρη. Το 1937 εγγράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά την εγκατέλειψε για να αφοσιωθεί ψυχή τε και σώματι στην ποίηση. Δεν άσκησε ποτέ του κανένα βιοποριστικό επάγγελμα και αυτός ήταν ένας από τους λόγους που δεν απόκτησε οικογένεια. Το 1943 γνωρίστηκε με τον Nίκο Eγγονόπουλο, μια συνάντηση που στάθηκε καθοριστική για τον ποιητή Σαχτούρη. Τον επόμενο χρόνο εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα με ποίημά του στο περιοδικό «Τα Νέα Γράμματα». Στη συνέχεια συνεργάστηκε με τα περιοδικά «Τα Νέα Ελληνικά», «Τραμ», «Το Δέντρο», «Η Λέξη» και «Νέα Εστία». Το έργο του καθαρά ποιητικό και έχει κυκλοφορήσει στις συλλογές: «Οι Λησμονημένοι» (1945), «Παραλογαίς» (1948), «Με το πρόσωπο στον τοίχο» (1952), «Όταν σας μιλώ» (1956), «Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο» (1958), «Ο περίπατος» (1960), «Τα στίγματα» (1962), «Σφραγίδα ή όγδοη Σελήνη» (1964), «Το σκεύος» (1971), «Ποιήματα 1945-1971», «Χρωμοτραύματα» (1980), «Εκτοπλάσματα» (1986), «Καταβύθιση» (1990), «Εκτοτε» (1996) και «Ανάποδα γύρισαν τα ρολόγια» (1998). Τιμήθηκε με τρία βραβεία: Το 1956 με το Α’ Βραβείο του διαγωνισμού «Νέοι Ευρωπαίοι Ποιητές» της RAI για τη συλλογή του «Όταν σας μιλώ», το 1962 με το Β’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του «Τα Στίγματα» και το 1987 με το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το έργο του «Εκτοπλάσματα». Έργα του έχουν μεταφραστεί στη γαλλική, αγγλική, ιταλική, γερμανική, πολωνική και βουλγαρική. Ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί από τους Μάνο Χατζιδάκι, Αργύρη Κουνάδη, Γιάννη Σπανό, Κυριάκο Σφέτσα και Νίκο Ξυδάκη. Πέθανε στις 29 Μαρτίου του 2005.