μητροπολίτης-θεσσαλονίκης-φιλόθεος-1412767

Θεσσαλονίκη

Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Φιλόθεος: «Οφείλουμε να μετανοούμε και να αλλάζουμε»

Μια de profundis και ανοιχτή συνέντευξη στην Parallaxi για τη ζωή του, αλλά και σημαντικά κοινωνικά ζητήματα που σπάνια συζητιούνται από ιεράρχες

Γιώργος Τούλας
Γιώργος Τούλας

ΕΙΚΟΝΕΣ: ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΟΝΤΟΥ, esp+ creative studio

Από τον Οκτώβριο του 2023, όταν ο Φιλόθεος εξελέγη Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, ο εκκλησιαστικός λόγος έγινε πιο φιλικός και πιο προοδευτικός στην πόλη, η οποία είχε γνωρίσει τις προηγούμενες δεκαετίες στιγμές ακραίου συντηρητισμού, λαϊκισμού και μεσαιωνικών αντιλήψεων.

Ο νέος Μητροπολίτης είναι άνθρωπος που αγωνίζεται να πλησιάσει με το λόγο του Θεού ανθρώπους που πιθανώς δε βρίσκονται κοντά στην Εκκλησία, όπως οι νέοι, οι μετανάστες ή άτομα που βρίσκονται στο περιθώριο.

Στη συνέντευξη που παραχωρεί στην Parallaxi λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα, αναφέρεται με ευθύτητα σε ζητήματα που προκάτοχοί του ή άλλοι ιεράρχες απέφευγαν να θίξουν, ενώ παράλληλα αποθεώνει την αγάπη και τη φιλία.

-Πού γεννηθήκατε;

«Η οικογένεια έμενε στη Χαλκίδα, αλλά η γέννησή μου έγινε σε Μαιευτήριο των Αθηνών. Οπότε γεννήθηκα στην Αθήνα, αλλά νομίζω πόσο ήμουν, δύο-τριών ημερών που πήγα στη Χαλκίδα αμέσως. Η Χαλκίδα πάντοτε συνδυάζεται με την παραλία και τη θάλασσα. Θυμάμαι μια πόλη που οι ευκαιρίες για βόλτα ήταν στην πλατεία του Αγίου Νικολάου που παίζαμε μπάλα με τα παιδιά και στην παραλία που κάναμε βόλτα. Αυτό. Και από εκεί και πέρα θυμάμαι, αυτό που έχω ως έντονη μνήμη, είναι που πήγαινα στο μαγαζί του παππού μου, που είχε κατεψυγμένα προϊόντα και καθόμουν να τον βοηθούσα».

-Ήσασταν περίεργο παιδί, δηλαδή θέλατε να μαθαίνετε, σας ενδιέφερε αυτή η κοινωνική συναναστροφή; Στην επαρχία ανοίγονται και πιο εύκολα οι άνθρωποι από τις μεγαλύτερες πόλεις.

«Αυτό είναι αλήθεια. Γνώριζα αρκετούς ανθρώπους και μάλιστα επειδή πήγαινα και στην εκκλησία, που ήταν εκεί κοντά, η ενορία μας της γειτονιάς, τους ανθρώπους, πολλούς από τους ανθρώπους που έβλεπα στο μαγαζί τους έβλεπα και στην εκκλησία ταυτόχρονα. Όπως τους έβλεπα και στην πλατεία που μπορεί να κάθονταν σε κάποιες καφετέριες με τα παιδιά τους κλπ. Και εγώ με τα παιδιά τους να παίζαμε μπάλα. Ήταν μια τοπική κοινωνία που ήταν όμορφη και χαιρόμουν να γνωρίζω ανθρώπους. Το έχω ακόμα αυτό».

-Είναι ίδιοι οι άνθρωποι στην Εκκλησία και στη ζωή;

«Κοίταξε, στην παιδική ηλικία δεν νομίζω ότι ένα παιδάκι μπαίνει σε μια τέτοια διαδικασία παρατήρησης. Μεγαλώνοντας έβλεπες τέτοιες συμπεριφορές. Δεν θεωρώ, δηλαδή επειδή ζούσα τους ανθρώπους της Εκκλησίας, ότι η πλειονότητα των ανθρώπων που εκκλησιάζονταν ήταν των μεγάλων σταυρών. Ήταν και κάποιοι που το έπαιζαν, συνήθως αυτή ήταν και είναι μια μειοψηφία η οποία κάνει θόρυβο και αρέσκεται να δημιουργεί εντυπώσεις. Νομίζω ότι οι άνθρωποι που εκκλησιάζονται και έχουν μια υγιή σχέση με την εκκλησία, που είναι και οι περισσότεροι, δεν είναι έτσι. Είναι φυσιολογικοί άνθρωποι. Άρα είναι μειοψηφία αυτό το στρεβλό μοντέλο».

-Αυτή η επαφή με την εκκλησία ξεκίνησε από το σπίτι, ήταν μια αγάπη και μια συνήθεια που υπήρχε στο σπίτι ή μόνος σας την ακολουθήσατε;

«Είχαμε μια φυσιολογική σχέση. Πήγαιναν και κείνοι. Έχασα τον πατέρα μου μου όταν ήμουν 5,5 χρονών. Η μητέρα μου πήγαινε φυσιολογικά, νορμάλ. Υπήρχαν και Κυριακές που επειδή εργαζόταν μπορεί να μην πήγαινε. Εγώ θα πήγαινα. Πήγαιναν, η γιαγιά μου με τον παππού. Εμένα μ’ άρεσε να πηγαίνω, πήγαινα στο ιερό στην αρχή. Μετά, προφανώς επειδή άκουσε ο ιερέας εκεί ότι έψελνα και όλη την ώρα που εκείνος λειτουργούσε, μου λέει εσύ έχεις καλή φωνή να πας και στο ψαλτήρι. Και άρχισα να ανεβαίνω στο ψαλτήρι. Εκεί συνδέθηκα και με τη μουσική και με όλα αυτά τα πράγματα. Οπότε ήταν κάτι που αποτελούσε έτσι μια έκφραση ζωής για εμένα, η σχέση μου με την εκκλησία. Και ήταν κάτι που μου άρεσε».

Μητροπολίτης Φιλόθεος

-Την απώλεια του πατέρα σας σε μια τόσο τρυφερή ηλικία πώς την διαχειριστήκατε;

«Με έχουν συγκλονίσει, τώρα που το σκέφτομαι, κάποια λόγια που μου είπε ο παππούς μου. Ο παππούς μου δεν ήταν μορφωμένος άνθρωπος. Ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος ως νέος είχε ένα μαγαζί μαζί με τον αδερφό του, πουλάγανε ψάρια και στη συνέχεια όταν ο αδερφός του συνταξιοδοτήθηκε συνέχισε μόνος.

Τα ψάρια τα έκανε κατεψυγμένα και έβαλε και κρέατα και όλα αυτά τα πράγματα. Λοιπόν, όταν πέθανε ο πατέρας μου, που τον θυμάμαι ασθενή γιατί είχε ένα θέμα με την υγεία του, ήρθε ο παππούς να με πάρει για να πάω να φιλήσω τον πατέρα μου και να τον χαιρετήσω στο σπίτι πριν γίνει η ακολουθία η Εξόδιος. Στην Εξόδιο δεν ήμουνα. Όμως τα λόγια που μου είπε τότε ήταν συγκλονιστικά. Καταρχάς δεν μου απέκρυψαν ότι πέθανε ο πατέρας μου. Μου το είπαν ξεκάθαρα.

Αλλά μου το είπε με ένα τέτοιο τρόπο που εξοικειώθηκα, όσο μπορεί να εξοικειωθεί κάποιος με την υγεία του θανάτου, αλλά εξοικειώθηκα μάλλον με το γεγονός του θανάτου που υπάρχει στη ζωή μας.

Και νομίζω ότι αυτό μου έκανε καλό. Και ήταν κάτι που εγώ στη συνέχεια το απέδωσα ως πρόνοια του Θεού.

Αυτός ο άνθρωπος που δεν είχε τη μόρφωση να μου πει αυτά τα λόγια, τα οποία χαράχτηκαν στην καρδιά ενός παιδιού 5,5 χρονών. Και του έκαναν καλό. Εντάξει, ήταν και αγάπη της μητέρας μου και των συγγενών που δεν άφησε το κενό να υπάρξει.

Μπορώ να πω ότι αισθάνθηκα ότι για πρώτη φορά μου λείπει πολύ, έτσι μια νοσταλγία για τον πατέρα μου, όταν ήμουν κοντά στην εφηβεία, ίσως 17-18 του, αυτό θυμάμαι ως περιστατικό, ένα φίλο που μου είπε ότι θα πάω το απόγευμα για μπάλα με τον πατέρα μου, να δω τον πατέρα μου. Εκεί μου έκανε κάτι. Αλλά εντάξει, πάντοτε ως άνθρωπος που είχε μια σχέση με την εκκλησία, και μέσα από την προσευχή και μέσα από τη σχέση με τον θείο, αισθανόμουν αυτή την επικοινωνία με τον πατέρα μου.

Δεν είχα πάει ποτέ στον τάφο του. Δεν με είχαν πάει, δεν ξέρω πώς έτσι. Ίσως επειδή και το νεκροταφείο ήταν λίγο πιο μακριά πηγαίναν οι δικοί μου, εγώ δεν είχα πάει».

-Χρειάστηκε, φαντάζομαι μετά από εκεί και πέρα κυρίως στη ζωή σας ως κληρικός, να παρηγορήσετε και εσείς πολλούς ανθρώπους που ήρθαν αντιμέτωποι με το φαινόμενο του θανάτου. Πόσο εύκολο είναι να το κάνει κανείς αυτό διαρκώς; Πόσο τυποποιημένο μπορεί να γίνει, γιατί μοιραία έρχεσαι συνέχεια, ειδικά όταν τελείς μυστήρια αποχαιρετισμών κάθε τρεις και λίγο, έρχεσαι συνέχεια σε επαφή με ανθρώπους που έχουν αυτό το βάσανο και πόσο πιστεύετε ότι βοήθησε σε κάποιες ειδικές περιπτώσεις μερικούς ανθρώπους που δεν μπορούσαν να το διαχειριστούν.

«Δεν είναι εύκολο, γιατί το γεγονός του θανάτου είναι τραγικό. Και νομίζω ότι η τραγικότητα του έγκειται ότι παρά το γεγονός ότι ως χρηστά οντά οι άνθρωποι είμαστε θνητοί από τη φύση μας, ο Θεός δεν είχε στο σχέδιό του αυτόν τον βίαιο τρόπο εισόδου του θανάτου στη ζωή μας. Οπότε, η τραγικότητα του θανάτου έγκειται και σε αυτό το γεγονός.

Και κυρίως το γεγονός της διαρραγής μιας σχέσης. Η δυσκολία γίνεται ακόμη μεγαλύτερη όταν πρόκειται για την έξοδο ενός νέου ανθρώπου ή παιδιών. Τότε είναι εξαιρετικά δύσκολη η διαχείριση και εκεί νομίζω ότι χρειάζεται να αφήσεις χρόνο στον άλλον. Να θρηνήσει, να ξεσπάσει, να τα βάλει με τα πάντα. Και μετά να αρχίσεις να τον προσεγγίζεις. Τις πρώτες ώρες αυτά είναι πολύ δύσκολα.

Αυτό που χρειάζεται είναι μια παρουσία. Νομίζω ότι προσωπικά ο τρόπος διαχείρισης εκ μέρους της οικογένειάς μου του θανάτου πατέρα με βοήθησε. Και το λέω ότι με ωρίμασε, αλλά όχι με βίαιο τρόπο.

Με τρόπο ήσυχο συν του ότι η σχέση μου με την εκκλησία έπαιξε καθοριστικότατο ρόλο. Και νομίζω ότι αυτό βοηθά και ανθρώπους που μπορεί να είχαν μια επικοινωνία την ώρα της δικής τους δυσκολίας».

-Οι άνθρωποι στο τέλος γίνονται πάρα πολύ νευρικοί, είναι αδύνατον να συμφιλιωθούν με την ιδέα. Φαντάζομαι έχετε έρθει και σε ανθρώπους λίγο πριν το τέλος σε επαφή πολλές φορές, κοινωνίες και όλα αυτά τα πράγματα. Εκεί φαντάζομαι είναι ακόμη πιο δύσκολο.

«Κανένας δεν μπορεί να συμβιβαστεί με την ώρα του θανάτου. Θυμάμαι την περίπτωση μιας γυναίκας που είχα πάει να την κοινωνήσω. Και είδε αυτά και είπε «τι μαζευτήκατε, πεθαίνω ε, και δεν μου το λέτε». Εντάξει ήταν δύσκολο. Ήταν δύσκολο, αλλά εντάξει κοινώνησε».

Φιλόθεος

-Ο θάνατος λοιπόν είναι ένα κομμάτι που αναγκαστικά σας έχει απασχολήσει στη διάρκεια του βίου σας, με τον τρόπο που περιγράψαμε πριν και με όσα ακολούθησαν. Άλλα ζητήματα από εκείνη την εποχή μέχρι να αποφασίσετε με τι θα ασχοληθείτε επαγγελματικά ή τι θα κάνετε στη ζωή σας που σας απασχολούσαν, Ποια ήταν , είχατε ενδιαφέροντα για το υπόλοιπο γίγνεσθαι του κόσμου, παρακολουθούσατε τις εξελίξεις, τις ιστορικές, τις πολιτικές;

«Βέβαια, οπωσδήποτε. Γιατί το λέω και πάλι δεν ήμουν ένα νέο παιδί, ούτε η οικογένεια μου ήταν μια οικογένεια που είχε μια μονομέρεια. Δηλαδή, υπήρχε μόνο η εκκλησία και τίποτα άλλο.

Υπήρχαν όλα τα υπόλοιπα.  Υπήρχε και η συμμετοχή στην πολιτική ζωή και στην πολιτική δράση εκ μέρους των ανθρώπων της οικογένειας. Υπήρχε και η ενασχόληση με διάφορα ζητήματα που μπορεί να απασχολούσαν ευρύτερα. Τον τόπο, την τοπική κοινωνία που μέναμε. Για κάποια χρόνια μείναμε και στην Αθήνα, γιατί η μητέρα μου βρήκε μια καλύτερη δουλειά. Οπότε, πήγαμε οι δυο μας και μείναμε στην Αθήνα.

Αρκετές ώρες, εμένα στο σχολείο, περισσότερο. Δηλαδή, δεν υπήρχε τότε ο θεσμός του ολοήμερου, όπως είναι σήμερα. Όμως, για να μπορέσει να τα καταφέρει η μητέρα μου, επειδή εργαζόταν ως λογίστρια, και είχε πολλές ώρες.

Εκεί, με έβαλε σε ιδιωτικό σχολείο. Οπότε, εγώ γύριζα στο σπίτι στις έξι- εξήμισι το απόγευμα. Εκεί, λοιπόν, στο σχολείο, το οποίο ήταν ιδιωτικό, ήρθα σε επαφή με διαφορετικά παιδιά, όχι με παιδιά της γειτονιάς, με παιδιά που ήμασταν σχεδόν από όλη την Αθήνα. Το σχολικό έκανε μια τεράστια διαδρομή, γιατί εμείς μέναμε στο κέντρο και το σχολείο ήταν στο Μαρούσι. Οπότε, περνούσα μέσα από την Αθήνα.

Γνώρισα την Αθήνα, δηλαδή περιοχές Πατήσια, Γαλάτσι, Ψυχικό, γιατί περνούσε το δρομολόγιο. Και γνώρισα και αυτά τα παιδιά, και έκανα παρέα και με άλλους, δηλαδή, δεν ήμουν κλεισμένος. Συν του ότι επειδή μέναμε κέντρο, τα φροντιστήρια των Αγγλικών, όλα αυτά τα πράγματα ήταν στο κέντρο. Κοντά στο σταθμό Λαρίσης. Σε μια άλλη εποχή, βέβαια, που δεν είναι όπως είναι σήμερα. Τώρα εκεί το σπίτι που μέναμε είναι γκέτο. Έχει γκετοποιηθεί η γειτονιά που μέναμε. Μέναμε πίσω από το Εθνικό Θέατρο. Τώρα δεν πλησιάζεται.

Όμως, αυτό με έφερε σε επαφή με μια πραγματικότητα, διότι και από τότε υπήρχαν προβλήματα, όχι τόσο έντονα, που ήταν μια πραγματικότητα μη… πώς να το πω… Δεν ήταν μια πραγματικότητα σαν αυτές που αναπτύσσονται στους δοκιμαστικούς σωλήνες ενός εργαστηρίου. Είχε σχέση με τη ζωή. Οπότε, όλα αυτά με έκαναν να προσπαθώ να οσφραίνομαι τι γίνεται στον κόσμο τριγύρω μου.

Συν τις μεγάλες πορείες, συγκεντρώσεις, η παρουσία μου στην Αθήνα, ας πούμε, με έφερε σε επαφή με επεισόδια που μπορεί να γινόταν σε διάφορες επετείους. Με διάφορες διαδηλώσεις, στις μεγάλες πολιτικές συγκεντρώσεις που μπορεί να υπήρχαν. Συν το ότι τότε ήταν και τα πρώτα χρόνια της ελεύθερης ραδιοφωνίας, 1987, 1988, 1989, που άρχισαν να αλλάζουν λίγο τα πράγματα ευρύτερα.

Είμαι από τα παιδιά που στα σχολεία είχαν ξεκινήσει μεγάλες καταλήψεις, το 1991. Ο μετέπειτα εθνικός διάλογος για την παιδεία που μας δίνανε ερωτηματολόγια και συμπληρώναμε. Κάποιες ανακατατάξεις και εξελίξεις, οι οποίες ασφαλώς και σε επηρεάζουν».

-Τις αποφάσεις σας, με τι θα ασχοληθείτε στη ζωή σας, πότε περίπου τις πήρατε;

-Στα παιδικά χρόνια, στα πρώτα εφηβικά, ενώ πήγαινα στην εκκλησία μου άρεσε, δηλαδή έβρισκα ανάπαυση και το χαιρόμουν. Όταν με ρωτάγανε αν θέλω να γίνω παπάς επειδή με βλέπανε στην εκκλησία, έλεγα όχι.

Το έβλεπα ως κάτι πολύ υψηλό που δεν είναι για μένα. Κάτι πολύ σπουδαίο που δεν είναι για μένα. Ένας μακαρίτης κύριος που ήταν εκεί μες στο ιερό και βοηθούσε, μου είπε κάποια στιγμή «εσύ να γίνεις παπάς, είσαι καλό παιδί».

Δεν έδωσα σημασία. Αλλά νομίζω πως ήταν η πρώτη συνειδητή αφορμή που μου δόθηκε για να γίνω παπάς. Πάντοτε μου άρεσε να βλέπω τους ιερείς να λειτουργούν.

Και πριν από αυτό είχα πάει να εξομολογηθώ σαν παιδί. Όμως νομίζω αυτή ήταν η πρώτη αφορμή. Μετά λίγο το δούλεψα στο μυαλό μου, είδα ότι ήταν κάτι που μου άρεσε.

Νομίζω μετά τα 16 μπορεί να το είπα και σε κανένα δύο φίλους μου».

-Οι οποίοι πώς το αντιμετώπισαν;

«Καλά. Παρά το γεγονός ότι αυτοί δεν είχαν σχέση με την εκκλησία. Γιατί οι παρέες μου δεν ήταν πάντοτε με παιδιά που πήγαιναν στην εκκλησία. Ακόμη διατηρώ φιλίες και έχω σχέση με ανθρώπους που δεν είχαν. Και είμαστε από τότε φίλοι.

Άλλοι έχουν. Αλλά υπάρχουν και άνθρωποι που δεν είχαν. Δεν είδα ποτέ κάποιον να με κοροϊδεύει και να μου πει «Άντε ρε, παπάς θα γίνεις» ή έτσι ή αλλιώς.

Κάποιοι μπορεί να πουν «Πώς το σκέφτεσαι, τι κάνεις» έτσι κλπ. Να σας αποτρέψουν όχι. Όχι. Επί της ουσίας όχι. Τώρα στη συζήτηση μεταξύ των φίλων «Κοίταξε τι κάνουν οι παπάδες και θα πας να γίνεις και εσύ παπάς» Αυτά λέγονται. Αλλά αυτό είναι άλλο πράγμα. Για όλα τα επαγγέλματά. Αλλά δεν μπορώ να πω ότι υπέστην bullying ή οτιδήποτε άλλο λόγω αυτής απόφασής μου.

Γιατί νομίζω ότι οφείλεται και σε αυτή την έλλειψη μονομέρειας. Στο ότι υπήρχε μια ουσιαστική σχέση και φιλική σχέση με τους άλλους. Οπότε μετά έλεγα ότι θέλω να περάσω στη Θεολογική, να πάω στη Θεολογική. Αν ήμουνα τώρα θα επέλεγα να πάω σε μία άλλη σχολή πριν τη θεολογική. Φιλοσοφική. Κυρίως για λόγους κουλτούρας, εκπαίδευσης».

– Στο κομμάτι της εφηβείας και πριν αφιερωθείτε. Υπήρχαν σχέσεις ας πούμε με τα κορίτσια δηλαδή. Υπήρχε έστω και πλατωνικός έρωτας;

«Υπήρχε η ιδέα του ότι είμαι έφηβος. Υπάρχει αυτή η ιδέα στη λογική ότι σκέφτεσαι τι θα κάνω κάποια στιγμή στη ζωή μου. Και μέσα στη λογική αυτή μπορεί να σκεφτείς ότι όταν θέλεις να γίνεις κληρικός, σκέφτεσαι θα παντρευτώ ή θα προτιμήσω το μοναχικό βίο. Στο πλαίσιο αυτής της σκέψης βλέπεις, σκέφτεσαι και κρίνεις και εξετάζεις τον εαυτό σου. Αλλά επειδή ήξερα ότι θέλω να γίνω κληρικός ήξερα και κάποιες προϋποθέσεις που χρειάζονται για να γίνεις κληρικός οπότε ήμουν προσηλωμένος σε αυτό».

-Οι φιλίες τι ρόλο έπαιξαν στη ζωή σας;

«Τεράστιο. Αυτοί που μου λείπουν όντας εδώ στη Θεσσαλονίκη είναι οι φίλοι μου. Μου λένε δεν σου λείπει η πόλη σου η Χαλκίδα. Εντάξει, μου λείπει η πόλη, η μυρωδιά που παίρνεις από την κάθε πόλη αλλά νομίζω ότι την πόλη την ορίζουν οι άνθρωποι. Και νομίζω οι άνθρωποι μου λείπουν.

Χωρίς να σημαίνει αυτό ότι δεν είμαι εδώ καλά ή ότι έχω κάποιο πρόβλημα ή ότι ξέρω εγώ, οτιδήποτε άλλο. Αλλά δεν μπορώ να πω, δηλαδή δεν φύτρωσα ξαφνικά στα 48 μου, από τότε που ήρθα στη Θεσσαλονίκη ως επίσκοπος. Υπάρχει μία συγκεκριμένη πορεία και συγκεκριμένοι άνθρωποι με τους οποίους μοιράζεσαι την καθημερινότητά σου.

Και ο χωρισμός αυτός είναι και λίγο βίαιος. Είναι βίαιος και αδιαχείριστος μερικές φορές. Η ζωή σε κάνει να τους χρειάζεται να τους έχεις ανάγκη και όσο και αν υπάρχουν όλα αυτά τα social, τις βιντεοκλήσεις και τα λοιπά.

Δεν είναι το ίδιο πράγμα. Δεν είναι το ίδιο πράγμα».

Μητροπολίτης Φιλόθεος

-Φίλους μέσα από την εκκλησία κάνατε;

«Ναι. Και φίλους που ήμασταν μαζί, δηλαδή είχαμε μία κοινή πορεία χειροτονηθήκαμε κοντά-κοντά, υπηρετήσαμε μαζί. Ή άλλους που τους έβλεπα ως παιδάκι εκείνοι να έχουν γίνει κληρικοί, χωρίς να έχουμε πάρα πολλά χρόνια διαφοράς και μπορεί να αποτελούσαν το πρότυπό μου, τρόπον τινά. Είναι κάτι που υπάρχει ακόμη.

Και υπάρχουν γνήσιες φιλίες. Βρίσκεις ανθρώπους παντού αρκεί και εσύ πιστεύω, αν θέλεις να είσαι δεκτικός. Ναι, αυτό το δίδυμο του εγωισμού είναι τεράστιο στις φιλίες. Συνήθως οι άνθρωποι δεν μπορούν να κάνουν πίσω ή δεν ακούμε εύκολα. Ξέρετε, θα σας πω ένα παράδειγμα.

Εγώ χειροτονήθηκα στη Χαλκίδα, εκεί ήμουνα, εκεί υπηρέτησα. Εκεί ήμουνα στη Μητρόπολη και Γενικός Αρχιερατικός και το νούμερο 3 στη Μητρόπολη είναι ο Μητροπολίτης, ο Πρωτοσύγκελος και ο Γενικός Αρχιερατικός. Είχαμε πραγματική φιλία και έχουμε ακόμη με τον τότε Πρωτοσύγκελο και σημερινό Επίσκοπο Σκοπέλου Νικόδημο. Ήμασταν μαζί, στη διοίκηση, δεν υπήρξε ποτέ καμία τριβή μεταξύ μας, δηλαδή ακόμη και σε διοικητικά πράγματα ή οτιδήποτε άλλο. Και ποτέ δεν χάσαμε τη φιλία μας.

Εγώ το θεωρώ δώρο του Θεού αυτό και ευλογία. Παρότι είμαστε διαφορετικοί σαν άνθρωποι και είχαμε και διαφορετική αντίληψη των πραγμάτων μερικές φορές. Αλλά αυτό δεν εμπόδιζε την ουσιαστική φιλία».

-Στη διάρκεια αυτών των χρόνων, των πρώτων χρόνων, είτε αυτών του περάσματος του χρόνου, εντοπίσατε κάποια πράγματα στη λειτουργία της Εκκλησίας τα οποία μπορεί και να μην σας άρεσαν και θα θέλατε να βοηθήσετε να αλλάξουν ή τα βρήκατε όλα ιδανικά;

«Το ιδανικό δεν είναι κατάσταση της παρούσας ζωής, οπότε δεν υπάρχει τίποτα ιδανικό. Πέρα από τα πράγματα που μπορεί να πιστεύουμε ότι πρέπει να αλλάξουμε, νομίζω ότι η όποια αλλαγή πρέπει να ξεκινάει από τον εαυτό μας.

Δηλαδή, πριν φτάσω στο σημείο να επισημαίνω τα λάθη των άλλων ή τα λάθη ενός θεσμού που όντως υπάρχουν, τουλάχιστον εγώ έτσι το έκανα, προσπαθώ να βάζω τον εαυτό μου στη διαδικασία να σκεφτεί αν ως μέρος αυτού του θεσμού εγώ έχω αλλάξει. Έχω προσπαθήσει να κάνω αυτή την εσωτερική αλλαγή που μπορεί να γίνει πρόξενος και της αλλαγής είτε άλλων ανθρώπων είτε αλλαγών ευρύτερα στη ζωή της Εκκλησίας.

Νομίζω ότι αυτή είναι η πορεία και αυτή την πορεία προσπαθώ να κάνω παντού της στη ζωή μου.

Από εκεί και πέρα σας λέω και πάλι, ιδανικά πράγματα δεν υπάρχουν. Μου δίνετε μια ευκαιρία και μια αφορμή τώρα να κάνω εγώ την παρατήρηση, και αν θέλετε συμφωνείτε, ότι έχουμε δει σε θρησκείες και στη δικιά μας και στην καθολική και τα λοιπά περιόδους που τα πρόσωπα που βρίσκονται στα τιμόνια παίζουν ένα καθοριστικό ρόλο στο αν προχωράει ή αν γυρνάει πίσω ο θεσμός αν γοητεύει περισσότερους ανθρώπους ή απογοητεύει περισσότερους ανθρώπους. Άρα συμφωνώ μαζί σας ότι όντως τα πρόσωπα είναι καθοριστικά και ο τρόπος που κινούνται.

Στη δικιά μας περίπτωση της ελληνικής εκκλησίας, ξέρω δεν είναι εύκολο και δεν θέλω να μου πείτε ούτε παραδείγματα αλλά έχουμε δει τέτοιου είδους και περιόδους πιο φωτεινές και πισωγυρίσματα έτσι όπως το παρατηρείτε εσείς από μέσα. Πάντοτε βλέπουμε και πάντοτε θα βλέπουμε τέτοιες περιπτώσεις. Το πιο σημαντικό όμως κατά τη γνώμη μου είναι τα πρόσωπα, δηλαδή εμείς εν προκειμένου και μιλάω και για τον εαυτό μου, να έχουμε στο νου μας ότι αυτό που κάνουμε πρέπει να έχει ένα συγκεκριμένο στόχο.

Αυτό που είμαι δεν είμαι για τον εαυτό μου. Εγώ καλούμαι να παραπέμπω κάπου. Ο ρόλος του λειτουργού της εκκλησίας είναι παραπεμπτικός.

Παραπέμπει στον Χριστό. Νομίζω ότι το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι ξεχνάμε αυτή την αποστολή μας και προσπαθούμε να βάλουμε τον εαυτό μας πάνω από τον θεσμό. Σε μια τέτοια περίπτωση μια χαρισματική προσωπικότητα θα κάνει λάθος.

Γιατί θα βάλει τον εαυτό του πάνω από τον θεσμό.

Γι’ αυτό και έχουμε λιγότερο χαρισματικές, σε εισαγωγικά η λέξη, προσωπικότητες, που έκαναν ουσιαστικότερο έργο, ίσως και με πιο αθόρυβο τρόπο και με πιο αφανή, γιατί υπηρέτησαν το γεγονός και όχι τον εαυτό τους. Από εκεί και πέρα τα πάντα, μα τα πάντα εξαρτώνται από τα πρόσωπα. Όμως πάνω από τα πρόσωπα, τουλάχιστον για εμάς που πιστεύουμε, υπάρχει ο Θεός, ο οποίος κατευθύνει την πορεία, αλλά όχι με ένα μαγικό τρόπο».

Η ΓΛΩΣΣΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ

-Η γλώσσα της Εκκλησίας αλλάζει, εκσυγχρονίζεται; Πώς πλησιάζεις έναν σημερινό δεκαπεντάχρονο που μιλάει με τελείως άλλη γλώσσα, που μιλάει όλη μέρα με το AI που είναι σε άλλη φάση;

«Όπως θα πλησίαζες σε έναν άνθρωπο πριν από 30-40 χρόνια. Θα προσπαθείς να του μιλήσεις στη γλώσσα του. Δηλαδή στη γλώσσα που καταλαβαίνει. Και ο Απόστολος Παύλος λέει ότι αν δεν ακούσουν, πώς θα πιστέψουν. Αν δεν τους μιλήσεις πώς θα σε ακούσουν; Αλλά πώς θα τους μιλήσεις; Δηλαδή στη γλώσσα με την οποία επικοινωνούν οι άνθρωποι. Αυτό.

Άρα λοιπόν η γλώσσα της ομιλίας, η γλώσσα του κηρύγματος δεν μπορεί να είναι μια ξύλινη γλώσσα ή μια γλώσσα που είναι μιας άλλης εποχής. Θα είναι η γλώσσα της καθημερινότητας. Τώρα το θέμα της γλώσσας στη λατρεία της εκκλησίας είναι κάτι άλλο. Είναι άλλο πράγμα. Και είναι κάτι που πρέπει να το μετρήσουμε από πολλές πλευρές. Και πρέπει να είμαστε προσεκτικοί στις οποιασδήποτε αλλαγές γιατί πρέπει να υπάρχει και το κατάλληλο έδαφος για να γίνουν δεκτές.

Μερικές φορές η ζωή τα φέρνει έτσι τα πράγματα και γίνονται οι οποίες αλλαγές. Γίνονται, θέλω να πω για παράδειγμα, ένα τελετουργικό μιας λειτουργίας που μπορεί ίνα κρατήσει ώρες. Στον καιρό μας οι άνθρωποι δεν έχουν υπομονή.

Μπορεί να μικρύνει, μπορεί να προσαρμοστεί, υπάρχει λόγος να γίνει. Κοιτάξτε, όταν εμείς, εύχομαι να μην παρεξηγηθεί αυτό που θα πω, όταν εμείς δεν προσαρμοζόμαστε προσαρμόζουν οι άνθρωποι τα πράγματα στη δική τους ζωή και στις ανάγκες τους. Γι’ αυτό και θα δείτε, ας πούμε, ότι η εκκλησία, η ακολουθία μπορεί να ξεκινά στις 7 το πρωί, αλλά δεν έρχονται όλοι στις 7, έρχονται κάποιοι στις 7, θα έρθουν κάποιοι στις 7,5, θα έρθουν κάποιοι στις 8, θα έρθουν στις 8,5, θα έρθουν και στις 10 παρά. Δεν διώχνεις κανέναν. Άρα υπάρχουν αυτές οι αλλαγές. Εκ των πραγμάτων.

Και πάντοτε έτσι συνέβαινε. Στην παράδοση της εκκλησίας υπήρχε διαφορά στο τυπικό μεταξύ μοναστηριών και ενοριών. Γιατί στα μοναστήρια αυτά έχουν ως κύριό έργο τη λατρεία του Θεού. Στις ενορίες υπάρχουν άλλες ανάγκες. Και είναι πιο συντετμημένες οι ιερές ακολουθίες. Οι ενορίες, μιας και μπήκαμε σε αυτό το κομμάτι, και οι κατά τόπους εκκλησίες στον καιρό, η Ελλάδα ζει μια κρίση πια υπέρ 15 έτη».

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ

-Είναι μια κρίση η οποία δεν λέει να τελειώσει. Και έχει αποδεκατίσει πολύ μεγάλα μέρη του πληθυσμού. Συν, μια συνολική αλλαγή που συντελείται και εξαφανίζει σε ένα βαθμό τη μεσαία τάξη, μεγαλώνει το χάσμα. Σε αυτά τα χρόνια της κρίσης η Εκκλησία πιστεύετε ότι λειτούργησε με έναν τρόπο υποστηρικτικό, παρηγορητικό, ή είχε και άλλα περιθώρια να πάει ακόμα παραπάνω και αν το κάνει και σήμερα, πλάι σε αυτούς τους ανθρώπους που δοκιμάζονται;

«Περιθώρια να κάνουμε παραπάνω πράγματα υπάρχουν πάντοτε. Και ό,τι και αν κάνουμε, πάντοτε υπάρχει περιθώριο και για περισσότερο.

Νομίζω όμως ότι στα χρόνια της κρίσης κατά ένα μεγάλο ποσοστό δεν υπήρξε τεράστια κοινωνική αναταραχή και δεν είδαμε περιπτώσεις όπως είδαμε σε άλλες χώρες του εξωτερικού, γιατί ήταν η επιμένουσα εκκλησία κοντά στους ανθρώπους και ιδίως κοντά στους πολύ δυσκολεμένους ανθρώπους. Το γεγονός ότι θα σας πω το παράδειγμα της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, που δεν είναι και όλη η πόλη της Θεσσαλονίκης ή όλο το αστικό κέντρο της Θεσσαλονίκης, γιατί είμαστε τρεις Μητροπόλεις. Μόνο στη Μητρόπολη τη δική μας, στη Θεσσαλονίκη, έχουμε 17 ενοριακά συσσίτια.

Δεκαεφτά. Και έχουμε επίσης στις υπόλοιπες ενορίες, στις περισσότερες, αντί να δίνουν καθημερινό ζεστό φαγητό για να φάνε, να μοιράζουν τροφή ή να δίνουμε ρούχα στους ανθρώπους.

Έχουμε τρεις φοιτητικούς ξενώνες. Έχουμε περιπτώσεις ανθρώπων, σπουδαστών που επιχορηγούνται με μόνιμα βοηθήματα από τη Μητρόπολη, ως, ας πούμε, μια βοήθεια στις σπουδές τους. Οι άνθρωποι μπορούν να περνούν από εδώ καθημερινά, ή και από τις ενορίες καθημερινά, και να παίρνουν για μια έκτακτη ανάγκη που μπορεί να έχουν.

Ή ασθενείς που μπορούν να είναι στο νοσοκομείο και να χρειάζονται χρήματα ή οτιδήποτε άλλο, και εμείς κατά το μέτρο των δυνατοτήτων μας να βοηθούμε. Το τελευταίο δωδεκάμηνο στην Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, το λέω γιατί ετοιμαζόμαστε για τον έρανο της αγάπης και πάντοτε δίνουμε και απολογιστικά στοιχεία, το τελευταίο δωδεκάμηνο η προσφορά ήταν 3.800.000 ευρώ. Σε ενορίες, Μητρόπολη , Ιδρύματα, όλα αυτά τα πράγματα.

Αυτά είναι ίδιοι πόροι, είναι έρανοι, τι είναι. Το μόνο το οποίο έχει αναλάβει το κράτος είναι τη μισθοδοσία των κληρικών.

Δεν επιχορηγούνται οι Μητροπόλεις, ούτε παίρνουμε κάποια χρήματα από το κράτος. Παίρνουμε χρήματα από τις ενορίες, δηλαδή από το κεράκι των πιστών, υπάρχουν κάποιες νόμιμες εισφορές, με νόμο του κράτους, που λένε ότι αυτά θα πάνε στο φιλόπτωχο, αυτά θα πάνε στο γραφείο της Μητροπόλεως, αυτά θα πάνε εκεί, αυτά θα πάνε.

Από όλα αυτά τα χρήματα που υπάρχουν, και από τις προσφορές των πιστών, ή πιθανόν και από κάποια διαμερίσματα που μπορεί να νοικιάζονται, υπάρχει ο νόμιμος φόρος, το 40% που παίρνει το κράτος από τα ενοίκια, και ταυτόχρονα όλα αυτά μπαίνουν στα γενικά έσοδα των ενοριών και από αυτά προσφέρονται στην Ιερά Μητρόπολη, ούτως ώστε η Μητρόπολη, σε μητροπολιτικό επίπεδο, να κάνει τη διαχείριση, γιατί υπάρχει και η διαχείριση της κάθε ενορίας που είναι ξεχωριστή.

Και αυτό που λέμε εκκλησιαστική περιουσία, να θυμόμαστε ότι δεν είναι κάτι ενιαίο, αλλά επιμερίζεται στα νομικά πρόσωπα. Η κάθε ενορία είναι ένα νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ξεχωριστό, με δική του διαχείριση, που η Μητρόπολη έχει μόνο τον έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων. Και η Μητρόπολη, ως Μητρόπολη κάθε Μητρόπολη, είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, που πληρώνει τη φορολογία της, τον ΕΝΦΙΑ της, όλα αυτά που προβλέπονται για όλους, τους λογαριασμούς κοινής ωφέλειας, και τη μισθοδοσία κάποιων ανθρώπων, όχι κληρικών, αλλά λαϊκών που είναι συνεργάτες μας εδώ, στη Μητρόπολη.

Λοιπόν, όλα αυτά προέρχονται από το κεράκι των πιστών. Κατά ένα μεγάλο μέρος. Και από την αξιοποίηση της περιουσίας, που είναι πολύ λιγότερα τα χρήματα αυτά».

-Θα μείνω λίγο στη περιουσία και θα κάνω λίγο τον δικηγόρο του διαβόλου. Πολλές φορές ακούμε πράγματα τα οποία είναι εξόφθαλμα. Πως η Εκκλησία νοικιάζει, δεν λέω για την δικιά σας, γενικά το λέω, τα διαμερίσματά της σε συγκεκριμένους ανθρώπους που έχουν άκρες μαζί της και βολεύονται έτσι. Άλλες φορές ακούμε για οι οικόπεδα που ανήκουν στην Εκκλησία, τα οποία θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για το κοινό καλό και ξαφνικά βλέπουμε να ξεφυτρώνουν οικοδομές, ξενοδοχεία;

«Καταρχάς, χωρίς να σημαίνει ότι δεν υπάρχει μέρος αλήθειας σε κάποια από αυτά, δεν είναι όλη η αλήθεια. Και νομίζω ότι είναι πολύ χειρότερο να λες την μισή αλήθεια παρά να λες ένα ολόκληρο ψέμα.

Υπάρχει κάποια περιουσία την οποία οι περισσότεροι ή μία μερίδα ανθρώπων θεωρεί ότι δεν πρέπει να υπάρχει καθόλου. Η Εκκλησία δεν έχει λόγο να έχει περιουσία. Τέρμα.

Αν η Εκκλησία έχει περιουσία, λέω εγώ, για να τη βάζουν οι παπάδες στην τσέπη τους, δεν πρέπει να έχει καθόλου. Αν όμως η Εκκλησία έχει μία περιουσία, προκειμένου να βοηθάει το έργο της, κυρίως το φιλανθρωπικό, αλλά και το ευρύτερο, το πολιτιστικό, το ποιμαντικό, όλα αυτά τα έργα τα οποία κάνει, τότε γιατί να μην έχει;

Είπατε το οικόπεδο που μπορεί να γίνει αυτό και ξαφνικά βλέπουν αυτό ένα ξενοδοχείο. Το ξενοδοχείο δεν το φτιάχνει η Εκκλησία. Γίνεται ένας διαγωνισμός δημόσιος και πηγαίνουν οι άνθρωποι και δίνουν τις προσφορές τους, συμμετέχουν στον διαγωνισμό.

Αν υπάρχουν οι όροι δόμησης, αν είναι όλα νόμιμα, θα παίρνεις ένα σημαντικό ενοίκιο, το οποίο ενοίκιο θα σε βοηθάει για να κάνεις το έργο σου. Τα φιλανθρωπικά ιδρύματα όλα έχουν περιουσία.

Όχι μόνο της Εκκλησίας, γενικότερα.

Γιατί έχουν αυτή την περιουσία; Για να κάνουν business; Όχι. Για να βοηθούν το έργο του Ιδρύματος. Όταν το κράτος δεν σε επιχορηγεί.

Όχι όλες τις περιπτώσεις, ας πούμε τα γηροκομεία αυτά, μπορεί καλύτερα με μία σύμβαση με τον ΕΟΠΥ ή με τα ασφαλιστικά ταμεία να βοηθηθείς. Αλλά γιατί δεν θα πρέπει να αξιοποιήσεις την περιουσία για το καλό έργο. Ξέρετε ποιο είναι το πρόβλημα, ότι μερικές φορές όταν βλέπουμε ότι κάτι είναι εκκλησιαστικό, μας πιάνει ο καημός και λέμε «εκεί θα πάω να φτιάξω πλατεία, εκεί θα πάω να κάνω το τάδε, εκεί θα πάω να κάνω το άλλο».

Αυτό είναι άδικο, διότι πολλά από αυτά δεν έχουν καν ούτε χρήσεις γης, ούτε δυνατότητες να αξιοποιηθούν για ένα κοινωνικό λόγο. Απλά σου λέει «είναι της Εκκλησίας, θα το κάνω αυτό, θα το κάνω το άλλο». Γιατί λοιπόν να μην… δεν λέω σε όλες τις περιπτώσεις, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις που είναι εξόφθαλμες.

Έχουμε περιπτώσεις, εγώ επειδή πέρασα από τη Σύνοδο και είδα, έχουμε περιπτώσεις που δύο οικόπεδα μπορεί να είναι δίπλα ακριβώς και το ένα να έχει συντελεστεί 8% και το εκκλησιαστικό που είναι ακριβώς δίπλα να του δίνει 1,5% μόνο και μόνο επειδή είναι εκκλησιαστικό και δεν θέλει να δώσει δυνατότητα στην Εκκλησία να κάνει κάτι. Λοιπόν, νομίζω ότι πρέπει να υπάρχουν ελεγκτικές διαδικασίες εκ μέρους του κράτους και να υπάρχει ισονομία. Ό,τι επιτρέπεται σε όλους να επιτραπεί και στα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα με σκοπό φιλανθρωπικό.

Εγώ το λέω και πάλι όχι να βάλουμε τα χέρια στις τσέπες, τα λεφτά στις τσέπες. Προσωπικά θα μιλήσω για τον εαυτό μου γιατί τον εαυτό μου ξέρω. Εγώ προσπαθώ, ζω με το μισθό μου, δεν έχω κάποια άλλη ανάγκη.

Ούτε στις εκκλησίες που πηγαίνω παίρνω χρήματα, ούτε από τα μυστήρια έχω πάρει ποτέ χρήματα και μάλιστα όχι τώρα και σαν παπάς που ήμουν. Δεν λέω ότι πρέπει να το κάνουν οι άλλοι αυτό γιατί ο άλλος που πάει σε ένα γάμο σε μια βάπτιση και δίνει στον ιερέα, με τη φιλοτιμία το κάνει και το δίνει. Εγώ προσωπικά επειδή ήμουν μόνος μου, δεν είχα οικογένεια και Δόξα το Θεό μια χαρά ήμουνα, θεωρούσα ότι μου αρκούν αυτά που είχα.

Οπότε δεν είχα μπει σε μια τέτοια διαδικασία. Όμως θεωρώ ότι πρέπει να υπάρχει ισονομία και να μην μπαίνουμε στη διαδικασία να λέμε «Α, η εκκλησία το κάνει, άρα κάτι συμβαίνει πίσω». Γιατί μόνο όταν η εκκλησία κάνει κάτι, υπάρχει κάτι από πίσω.

Εδώ έχουμε ακούσει για ένα σωρό σκάνδαλα που γίνονται παντού και μας ενοχλεί μόνο από της εκκλησίας; Δεν προσπαθώ να πω ότι, δεν τα βάζω σε μια ζυγαριά και λέω τα δικά μας είναι λιγότερα γιατί σε εμάς δεν θα πρέπει να υπάρχουν καθόλου. Αλλά θα πρέπει να είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας και με την πραγματικότητα της ζωής.

Απ’ την άλλη, λέμε τι κάνει η εκκλησία για αυτό, τι κάνει η εκκλησία για αυτό. Θέλουμε να κάνει ή δεν θέλουμε. Απλά στο μυαλό των πολλών, ζητήματα κοινωνικά ή άμεσης προτεραιότητας ένα σχολείο, ένα ξενώνας, ένα κάτι, επειδή το κράτος αδιαφορεί, το χρεώνει ως έργο στην εκκλησία.

Μα να γίνει. Να σας πω κάτι, η Μητρόπολη Θεσσαλονίκης είχε ένα ακίνητο στη Θέρμη, το είχαμε χρόνια. Λοιπόν, και το είχαμε αγιολογικό κέντρο.

Είπαμε το Αγιολογικό κέντρο θα μεταφερθεί στην Μονή της Αγίας Θεοδώρας και εκεί που ήταν αυτό το ακίνητο, θα το κάνουμε στέγη υποστηριζόμενης διαβίωσης για άτομα με ειδικές ανάγκες.

Και μάλιστα όχι μία, αλλά τρεις. Για να πάρουμε 21 άτομα.

Ξεκινήσαμε και το κάναμε. Δεν βγάλαμε πουθενά καμία ανακοίνωση, δεν είπαμε πως θα κάνουμε αυτό. Σιγά σιγά, σταθερά και με σοβαρότητα κάναμε.

Το φοιτητικό οικοτροφείο πίσω από την Παναγία τη Δεξιά ήταν μια πολύ ωραία πολυκατοικία. Θα μπορούσαμε κάλλιστα να τα είχαμε κάνει η Airbnb και να πλουτίζουμε. Δεν το κάναμε έτσι.

Το κάναμε φοιτητικό οικοτροφείο. Ξεκίνησε ως ξενώνα συγγενών ασθενών. Δεν περπάτησε αυτό.

Ο μακαριστός προκάτοχός μου Άνθιμος το έκανε ξενώνα φοιτητών. Και τώρα κάναμε μία γενναία ανακαίνιση με ίδιους πόρους. Πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ για την ανακαίνιση, που έγιναν μονόκλινα δωμάτια που έρχονται οι φοιτητές και μένουν, φιλοξενούνται κλπ.».

Φιλόθεος

-Με τι κριτήρια θα παίρνουν τα παιδιά εκεί, εισοδηματικά;

«Με εισοδηματικά και με τη συστατική επιστολή κάποιου Μητροπολίτη. Δηλαδή με την έννοια ότι κάποιος πρέπει να το συστήσει αυτό το παιδί».

Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

-Μιας και φτάσαμε στην πόλη, σας απασχολεί η κατάσταση της πόλης, τα προβλήματα μπορείτε να βοηθήσετε στην επίλυση κάποιου πράγματος ή να το φέρετε λίγο πιο εύκολα στο φως;

«Σε περιπτώσεις που χρειάζεται και κρίνουμε ότι πρέπει να γίνει, ναι θα το κάνουμε, δεν έχω κάποιο φόβο. Και όταν χρειάζεται, ακόμη και στα κέντρα εξουσίας να παρακαλέσουμε για ζητήματα ευρύτερα και όχι αμιγώς εκκλησιαστικά, θα το κάνουμε.

Πιστεύω ότι όμως επειδή ζούμε στην εποχή της εικόνας, πολλοί επιλέγουμε να το κάνουμε με βάση την εικόνα και το πώς θα φανεί απ’ έξω. Προσωπικά δεν είμαι αυτής της λογικής. Θα προτιμήσω να κάνω μια ήσυχη και ήρεμη παρέμβαση που θα έχει αποτέλεσμα και όχι να πω ότι ο Μητροπολίτης έκανε παρέμβαση γι’ αυτό το ζήτημα. Δεν είναι κάτι που με εκφράζει. Αλλά στις επικοινωνίες που έχω με τους ανθρώπους και τους τοπικούς παράγοντες αλλά και ευρύτερα της κεντρικής εξουσίας, πράγματα που μου είναι γνωστά και που βλέπω προσπαθώ να τα επισημαίνω. Και βέβαια σε συνεννόηση και σε αρμονία με τους τοπικούς παράγοντες. Γιατί δεν θα πάει ο Μητροπολίτης ερήμην των τοπικών παραγόντων να ζητήσει κάτι από την κεντρική εξουσία όταν είναι για ένα ευρύτερο ζήτημα. Πιστεύω ότι όταν είμαστε όλοι μαζί θα πετύχουμε περισσότερα. Θα ρωτήσω μια και μιλάμε για την τοπική κοινωνία».

-Ακριβώς από πίσω μας θα συμβεί μια μεταμόρφωση με την πεζοδρόμηση της Αγίας Σοφίας που θα δημιουργήσει και μια πλατεία. Πώς μπήκατε στη διαδικασία να συζητήσετε μια τέτοια αλλαγή για κάτι που ήταν για πάρα πολλές δεκαετίες με αυτή τη μορφή και τώρα θα είναι κάπως διαφορετικά;

«Καταρχάς μου είχαν πει ότι υπήρχε ένας στόχος του Δήμου να κάνει πεζοδρόμηση της Αγίας Σοφίας. Θεωρώ ότι οι πόλεις πρέπει να έχουν πεζοδρόμους, δηλαδή υπάρχει ζωτικός χώρος για τους ανθρώπους. Ταυτόχρονα πρέπει να βρίσκουμε λύσεις και για τα αυτοκίνητα, που είναι μια πραγματικότητα. Δηλαδή να φτιάχνουμε καλύτερες συγκοινωνίες, να βρούμε χώρους στάθμευσης, όλα αυτά.

Εν προκειμένω, θεωρώ ότι και ως εικόνα θα είναι πολύ πιο όμορφο για την πόλη μας να πεζοδρομηθεί η Αγία Σοφίας. Όπως έχει πεζοδρομηθεί από την Αγία Σοφία, από την εκκλησία της Αγίας Σοφίας μέχρι την Τσιμισκή. Νομίζω ότι το υπόλοιπο κομμάτι Τσιμισκή Μητροπόλεως θα γίνει ήπιας.

Και το θεωρώ λογικό, υπάρχει ανάγκη. Αλλά θεωρώ ότι θα είναι πολύ ωραίος να υπάρχει ένας ακόμη πεζοδρόμος, στην ουσία μια πλατεία, μέχρι τη Λεωφόρο Νίκης. Στο πλαίσιο αυτό με επισκέφθηκε μια μέρα ο Δήμαρχός.

Μου το είχε πει κάποια στιγμή σε μια εκδήλωση. Και του είχα πει «Δήμαρχέ μου, επειδή ο Μητροπολίτης δεν είναι ο απόλυτος κυρίαρχος σε όλα αυτά τα πράγματα, πρέπει να το συζητήσω με τα μέλη του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, του Μητροπολιτικού Ναού. Διότι ο κάθε Ναός έχει ένα όργανο διοίκησης».

Λοιπόν, να το δω μαζί τους, γιατί είχαν τις αμφιβολίες τους το προηγούμενο διάστημα κλπ. Το συζήτησα με τους ανθρώπους, στη συνέχεια σε δεύτερη φάση ήρθε ο Δήμαρχος εδώ και μου είπε πώς το σκέφτεται. Και του είπα, λοιπόν, ότι προσωπικά το θεωρώ ότι θα είναι όμορφο για την πόλη.

Αυτό που πρέπει να προσέξουμε, πέρα από τα καθαρά γραφειοκρατικά ζητήματα που αφορούν στην κυριότητα του χώρου και αυτά είναι πράγματα που λύνονται, δεν θα τσακωθούμε για αυτά, το ζήτημα της φύλαξης και της προστασίας του χώρου, του Ναού. Αυτό είναι το μόνο που με ενδιαφέρει εμένα, το ουσιαστικό. Από εκεί και πέρα θα είναι πολύ όμορφο να γίνει μια μεγάλη πλατεία για όλους τους ανθρώπους, μπροστά από το Ναό του Μητροπολιτικού μας Ναού.

Και νομίζω ότι αυτό θα είναι όμορφο και για το Ναό. Ήδη, αν πάτε σήμερα, θα δείτε ότι τις τελευταίες μέρες το εκκλησιαστικό συμβούλιο φρόντισε λίγο και καλλώπισε τα δέντρα που υπάρχουν έξω, έκοψε περιττά κλαδιά, κάποια δέντρα που είχαν χαλάσει και λοιπά, έφτιαξε, περιποιήθηκε τους κήπους και φάνηκε ο Ναός με όλα αυτά τα πράγματα. Θα φανεί ακόμη περισσότερο».

-Είναι εντυπωσιακό που το λέτε, γιατί ο προηγούμενος δήμαρχος, που ξεκίνησε το σχέδιο της πεζοδρόμησης, είχε πει και δημόσια ότι το κομμάτι αυτό, ένας από τους λόγους που το δεν προχώρησε , ήταν η αντίρρηση της Εκκλησίας, η οποία θεωρούσε τότε ότι έχανε μέρος των μυστηρίων, τα αυτοκίνητα που μπαίνουν μέσα από τους γάμους και όλα αυτά, και υπήρξε ισχυρή αντίρρηση. Είναι γνωστό αυτό.

«Αυτά είναι πράγματα που είναι απλά και λύνονται. Δηλαδή, αν υπάρχει μία μπάρα και ανοίγει για να μπαίνει το αυτοκίνητο της νύφης, θα δημιουργηθεί πρόβλημα στον πεζοδρόμο, ή αν θα μπαίνει η νεκροφόρα για τον κεκοιμημένο, θα δημιουργηθεί πρόβλημα; Δεν έχω δει ούτε τα χαρτιά, ούτε τι ακριβώς είχαν αποφασίσει οι άνθρωποι που είναι παλαιά, ούτε θα μπω σε αυτή τη διαδικασία. Αλλιώς είναι τα δεδομένα πριν 15 χρόνια, αλλιώς είναι τα σημερινά. Λοιπόν, θεωρήσαμε και το συζητήσαμε και με τον προϊστάμενο του Ναού, και με τους Άγιους Πατέρες, απλά να εξασφαλίσουμε κάποια πράγματα που αφορούν τη φύλαξη και την προστασία του Ναού και του χώρου.

Όλα τα υπόλοιπα είναι πράγματα που λύνονται. Εμείς και με το σχολείο που είναι δίπλα, επειδή ψάχνουν έναν χώρο κάπου να ανοίξουν για μία βοηθητική είσοδο, τους είπαμε θα σας δώσουμε την αυλή του Ναού να το κάνετε αυτό. Είναι πράγματα που λύνονται, ακόμη και στο πλαίσιο της καλής γειτονίας.

Εδώ καθόμαστε στα κηρύγματα μας και λέμε στους ανθρώπους μην τσακώνεστε για τα χωράφια και θα το κάνουμε εμείς. Απλά όλα αυτά να γίνουν με καλό τρόπο. Γιατί λέει ο Άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος, το καλό είναι καλό όταν γίνεται και με καλό τρόπο.

Και στο πλαίσιο αυτό οφείλω να πω ότι ο Δήμαρχος, ο Στέλιος Ο Αγγελούδης, και με καλό τρόπο ήρθε και πολύ καλή συνεργασία έχουμε. Και επειδή λέω για τον Δήμαρχο να πω το ίδιο και για την κυρία Περιφερειάρχη και για όλους τους τοπικούς παράγοντες και τους βουλευτές και γενικότερα τους ανθρώπους της πόλης. Δεν έχω κανένα πρόβλημα μέχρι σήμερα από κανέναν.

Ακόμη και στο δρόμο που περπατάω και με ανθρώπους που φαίνονται ότι μπορεί να μην έχουν μία σχέση με την Εκκλησία δεν έχω κανέναν απολύτως πρόβλημα. Ποτέ. Επειδή είπατε για το λόγο της Εκκλησίας λίγο πριν, υπάρχουν ζητήματα στον καιρό μας πάρα πολύ σοβαρά, όπως η κλιματική κατάρρευση, τα οποία φυσικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν τόσες χιλιάδες χρόνια πριν και να υπάρχουν αντίστοιχα εδάφια ή κάτι που μπορεί να επικαλεστεί κανείς».

-Πώς προσαρμόζεται ο λόγος της Εκκλησίας όταν πρέπει να μιλήσει για τόσο σοβαρά ζητήματα σημερινά, και αν σας απασχολούν βέβαια κιόλας.

«Ασφαλώς και μας απασχολούν και μάλιστα έχουν απασχολήσει σε ανώτατο επίπεδο την Ορθόδοξη Εκκλησία. Όταν το Οικουμενικό Πατριαρχείο από το 1989, επί Πατριάρχου Δημητρίου, έχει χαρακτηρίσει την πρώτη Σεπτεμβρίου, ημέρα ενάρξεως του νέου εκκλησιαστικού έτους, ως ημέρα προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος.

Και ακόμη και η Θεία Λειτουργία την οποία κάνουμε, ξέρετε, είναι εκείνη που ενώνει τον άνθρωπο με τον κόσμο, γιατί χρησιμοποιούμε υλικά στοιχεία της φύσης, το ψωμί και το κρασί, ούτως ώστε με την προσευχή της Εκκλησίας, με την χάρη του Αγίου Πνεύματος, να μεταβληθούν στο σώμα και αίμα Χριστού. Αυτή η ευχαριστιακή θεώρηση των πραγμάτων και της κτίσεως, είναι πολύ σημαντική και είναι που αποτελεί το κέντρο και την καρδιά του αγώνα και της αγωνίας για την προστασία του περιβάλλοντος. Οπότε δεν είναι κάτι που πρέπει να μας σταματά και μάλλον κάτι που δεν μας απασχολεί ή κάτι που δεν πρέπει να φροντίζουμε.

Εξάλλου βλέπετε ότι στα μοναστήρια καλλιεργείται αυτός ο φυσικός τρόπος ζωής, τις επικοινωνίας και τις επαφής με τον φυσικό περιβάλλον και προσπαθούμε όπου είναι δυνατό να δίνουμε και τη μαρτυρία μας ευρύτερα για ζητήματα που αφορούν ας πούμε στην προστασία της φυσικής δημιουργίας. Το γεγονός ότι μπορεί να προτείνουμε και πιο εναλλακτικούς τρόπους διαχείρισης ακόμη και της ενέργειας, ακόμη και πραγμάτων που αφορούν στην προστασία του περιβάλλοντος».

Φιλόθεος

ΒΙΑ, ΝΕΟΙ, ΓΑΜΟΣ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΩΝ

– Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά αυτού του καιρού που ζούμε είναι η έξαρση της βίας ως απόρροια του κοινωνικού στενέματος που μεγαλώνει μέρα με μέρα. Εκεί τι κάνετε;

«Λοιπόν, σε συνεργασία με την περιφερειακή διεύθυνση πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της Κεντρικής Μακεδονίας, από την πρώτη χρονιά που ήρθα στη Θεσσαλονίκη, μαζί με τους συνεργάτες μου και ιδίως με το γραφείο Νεότητος, τον πατέρα Βαρνάβα Γιάγκου και τους άλλους λαϊκούς συνεργάτες όπως ο Αλέξης Λάπας και άλλοι άνθρωποι, διοργανώνουμε, φέτος θα είναι η τρίτη χρονιά, κάθε Άνοιξη, 24-25, τώρα και την Άνοιξη του 26, μία μεγάλη εκδήλωση-δράση κατά της βίας με παιδιά των σχολείων, των λυκείων.

Όπου, τι είναι, δεν πηγαίνουμε απλά και τους μιλάμε, δεν γίνεται κάτι τέτοιο. Συνήθως στο Βελλίδειο δημιουργούνται επιμέρους ομάδες και με βιωματικό τρόπο και με βιωματικές δράσεις και με εργασία τέτοιου τύπου βιωματική, προσπαθούμε τα ίδια τα παιδιά να αντιληφθούν το μεγάλο πρόβλημα που συνιστά η βία στις καθημερινές τους σχέσεις και αφετέρου να σπάσουν τον κύκλο της σιωπής.

Χρειάζεται να κάνουμε πολλά πράγματα και σημαντικά σε αυτόν τον τομέα. Ξέρετε, αυτό που μου έδωσε το έναυσμα και το συζήτησα λίγο με τους συνεργάτες μου είναι εκείνο το επεισόδιο που είχε γίνει στην πλατεία Αριστοτέλους, που δεν ήταν το μοναδικό, αλλά δημιούργησε ένα ευρύτερο ζήτημα. Και αυτό ήταν που το συζητούσαμε μεταξύ μας και είπαμε να κάνουμε κάτι και να κάνουμε στα σχολεία και ευτυχώς και η περιφερειακή διεύθυνση εκπαίδευσης αντιλήφθηκε την αγωνία μέσα στις υπόλοιπες δράσεις που γίνονται στα σχολεία.

Γιατί μπορεί να λέμε και να κατηγορούμε το Υπουργείο, τους ανθρώπους της παιδείας και της εκπαίδευσης κλπ. Αλλά δεν μπορούμε να πούμε ότι δεν έχουν ασχοληθεί με τέτοια ζητήματα. Ή δεν μπορούμε να πούμε ότι τα μέσα μας μαζικής επικοινωνίας δεν έχουν ασχοληθεί με αυτά τα ζητήματα.

Και χρειάζεται να ασχολούμαστε. Κάνουμε και αυτό. Και βέβαια και στο πλαίσιο της σχολής γονέων, στο πλαίσιο της ομάδας και της επιτροπής γυναικών γυναικείων θεμάτων που έχουμε συστήσει στη Μητρόπολη και που συμμετέχουν 12 ή 13 γυναίκες, επιστημόνισσες και γυναίκες που έχουν και παρουσία μέσα στην κοινωνία ασχολούνται και με αυτά τα θέματα, και με τα θέματα της έμφυλης βίας, της βίας κατά των γυναικών γιατί είναι πράγματα που μας απασχολούν.

Προσπαθούμε η Εκκλησία να δραστηριοποιείται, να αφυπνίζει, να δίνει μηνύματα και ταυτόχρονα με πρακτικό τρόπο να προβάλλει αυτό που είναι στην πραγματικότητα. Η Εκκλησία του Χριστού είναι η Εκκλησία της μη βίας.

Το Ευαγγέλιο του Χριστού είναι το Ευαγγέλιο της μη βίας. Η βία δεν επιτρέπεται και για κανέναν απολύτως λόγο».

-Είναι και η Εκκλησία της Αποδοχής, επειδή μιλήσατε για φύλα και ταυτότητες, επειδή είμαστε σε μία εποχή που αυτά τα θέματα συζητιούνται πιο πολύ και σε μία εποχή που δεν υπάρχουν τυπικά τα δύο φύλα που υπήρχαν στο παρελθόν, υπάρχουν μία σειρά από άνθρωποι που τοποθετούνται και διαφορετικά πια. Συζητάτε για τέτοια θέματα ή θεωρείτε ότι είναι κόκκινες γραμμές;

«Να συζητάμε. Τα συζητάμε όλα και δεν έχουμε στεγανά στο πλαίσιο της συζήτησης. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δεν θα αποδεχθώ το πρόσωπο. Δεν μπορώ να μην αποδεχθώ το πρόσωπο. Αλλά οφείλω να του μιλήσω με αυτό που θεωρώ όμως αλήθεια.

Χωρίς να σημαίνει ότι τον περιθωριοποιώ. Επιπλέον, η ποιμαντική της εκκλησίας ήταν πάντοτε η ποιμαντική των προσώπων. Δεν ήταν η ποιμαντική της αγέλης.

Τους ανθρώπους δεν τους βλέπεις ως μία αγέλη. Αλλά τους βλέπεις ως πρόσωπα. Έχουμε να κάνουμε με τον Γιώργο, τον Φιλόθεο, την Μαρία, τον Κώστα, τον Χ, τον Ψ.

Στο πλαίσιο αυτής της ποιμαντικής, τα πράγματα μπαίνουν στη σωστή τους διάσταση. Κάποια πράγματα για την Εκκλησία είναι δεδομένα. Αλλά εξαρτάται και τι εννοούμε με τις λέξεις που χρησιμοποιούμε.

Το τι είναι αμαρτία θα το ορίσει η εκκλησία. Δεν θα το ορίσει η πολιτεία ή ο Α ή ο Β. Αλλά και αυτό το αμαρτία και μη αμαρτία τι σημαίνει. Γιατί μερικές λέξεις τις θεωρούμε τζιζ, ενώ μπορεί να σημαίνουν κάτι άλλο από αυτό που εμείς εννοούμε.

Γενικά αυτό που θέλω να πω είναι ότι κανένας δεν περιθωριοποιείται και δεν πρέπει να περιθωριοποιείται γι’ αυτό που είναι. Στο πλαίσιο της ποιμαντικής και της αναζήτησης της σχέσης με τον Θεό υπάρχουν τα πρόσωπα, υπάρχει ο πνευματικός, η πνευματική καθοδήγηση και αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει η εκκλησία το κάθε πρόσωπο και τον καθένα . Το ακούω αυτό που λέτε».

-Από την άλλη μεριά υπάρχουν εκκλησίες στο εξωτερικό ή σε άλλες θρησκείες οι οποίες έχουν προχωρήσει λίγο περισσότερο σε αυτά τα ζητήματα. Θέλω να πω ότι όταν το κράτος επιτρέπει τους γάμους ομόφυλων ανθρώπων και ένας τέτοιος γάμος μπορεί να είναι ευτυχισμένος γάμος δηλαδή δύο άνθρωποι πρέπει να είναι ευτυχισμένοι ζώντας μαζί αρμονικά κάτω από το ίδιο σπίτι ενώ δύο άνθρωποι αντίθετων φύλων που προχωρήσουν με κοινωνία γάμου ζουν μες στη βία, μες στην ένταση.

«Τι εννοούμε με τις λέξεις. Για εμάς γάμος είναι κάτι συγκεκριμένο. Ο γάμος είναι σχέση και συνάφεια άντρα και γυναίκας. Αυτό εννοεί η εκκλησία ως γάμος. Αυτό πιστεύει και από αυτή την πίστη της δεν μπορεί να κάνει πίσω. Δεν μπορεί να αλλάξει αυτό.

Αυτό δεν μπορεί να αλλάξει ως γάμος. Τώρα, το τι επιλογή θα κάνει ο καθένας για τη ζωή του, είναι προσωπικό του ζήτημα. Εγώ οφείλω να του πω όμως ότι ως εκκλησία αποδέχομαι αυτό και βλέπω αυτό και προσεγγίζω μυστηριακά τους δύο ανθρώπους που είναι άντρας και γυναίκα και έρχονται να παντρευτούν.

Δεν αρκεί αυτό από μόνο του για να είναι καλός ο γάμος. Χρειάζεται και όλα αυτά που είπατε. Η ελεύθερη διάθεση του κάθε ανθρώπου.

Το τι θέλει να κάνει. Το γεγονός ότι ένας γάμος δεν είναι καλός, ένας γάμος ετερόφυλων δεν είναι καλός και υπάρχουν τα προβλήματα, δεν σημαίνει ότι πρέπει να πάμε στο άλλο άκρο και να παρουσιάσουμε παραδείγματα καλών σχέσεων μεταξύ ομοφυλόφιλων για να πούμε ότι αυτό είναι το καλό και το άλλο δεν είναι. Χρειάζεται να είμαστε λίγο πιο ουσιαστικοί στον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τα πράγματα και να αντιλαμβανόμαστε ότι μερικές φορές δεν έχει να κάνει μόνο με το καλό και το κακό αλλά έχει να κάνει και με την αλήθεια των πραγμάτων.

Και γιατί πρέπει να χρησιμοποιήσουμε, λέω εγώ, τον όρο γάμο για μια τέτοια ένωση δύο ανθρώπων όταν η λέξη αυτή παραπέμπει ή παρέπεμπε τουλάχιστον μέχρι ένα σημείο κάπου αλλού και δεν χρησιμοποιούμε μια άλλη λέξη ή οτιδήποτε άλλο. Όμως το πρόβλημα δεν είναι αυτό. Η πολιτεία έχει τους τρόπους της και θα τα λύσει αυτά τα ζητήματα.

Το να ζητάμε από κάποιους φορείς, όπως είναι και η Εκκλησία, να υιοθετήσει μια πρακτική με την οποία διαφωνεί δεν ξέρω αν είναι προοδευτικό τελικά. Θυμάμαι κάποτε, μπορεί να γελάσετε, θυμάμαι τον Τζίμη Πανούση που έλεγε κάτι, ότι αυτοί οι άνθρωποί που έχουν όχι μόνο τις συγκεκριμένες επιλογές αλλά και έναν άλλο τρόπο ζωής και θεώρησης των πραγμάτων, είναι επαναστάτες. Τους βλέπεις ως επαναστάτες.

Δεν μπορεί λέει ο επαναστάτης να πηγαίνει στον παπά, στον αστυνόμο, στον δήμαρχο, στον α και στο β και να ζητάει να υιοθετεί στην επανάστασή του. Γιατί τότε η επανάσταση γίνεται καθεστώς.

Εγώ το καταλαβαίνω αυτό που λέτε και επίσης καταλαβαίνω ότι είναι δύο ξεχωριστά πράγματα παρόλο αυτό όμως, σε τέτοιου είδους θεμελιώδη ζητήματα της τελευταίας δεκαετίας έχουμε δει απόπειρες της Εκκλησίας να παρέμβουν στο έργο του κράτους και να εκφράσουν γνώμη διαφορετική, παρότι υποθετικά είναι ξέχωρα πράγματα.

Εκεί τι γίνεται, δηλαδή, πώς αυτά τα χωράφια είναι ξεχωρισμένα και δεν μπλέκεται ο ένας στα πόδια του άλλου; Να παρέμβει στο δημόσιο λόγο. Στο δημόσιο λόγο μπορεί να παρέμβει οποιοδήποτε. Να πει ο καθένας την απόψή του. Να εμποδίσει μια μεταρρύθμιση. Να εμποδίσει μια μεταρρύθμιση.

Πείτε μου σας παρακαλώ, ποια μεταρρύθμιση εμποδίστηκε επί της ουσίας».

-Το συγκεκριμένο ζήτημα για να φτάσουμε να υιοθετηθεί από το κράτος πέρασαν δεκαετίες, γιατί η αντίδραση της Εκκλησίας δεν ηρεμούσε . Είχαν υιοθετηθεί σε όλα τα υπόλοιπα κράτη. Σε πολλά. Είχε μείνει μόνο η Ελλάδα. Αυτά είναι των τελευταίων δεκαετιών.

«Ούτε καν των τελευταίων δεκαετιών. Είναι της τελευταίας δεκαετίας κάποια πράγματα. Επιχειρήθηκε και παλιότερα. Όχι ως γάμος, ως κάτι άλλο. Όχι ως γάμος. Κοιτάξτε, το λέω και πάλι. Πρέπει να βλέπουμε και την ουσία και τα ονόματα τα οποία χρησιμοποιούν. Ξέρουμε και θεωρούμε δεδομένο, η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι μια παραδοσιακή εκκλησία. Όχι συντηρητική, λέω εγώ.

Παραδοσιακή εκκλησία που πορεύεται στην πορεία της μέσα στον κόσμο χωρίς να αλλοιώνει το δόγμα της. Γιατί πιστεύει ότι το δόγμα έχει σχέση και με το ήθος, με τον τρόπο της ζωής. Λοιπόν, όταν ξέρουμε ότι κάποια πράγματα ενοχλούν, θα πρέπει να είμαστε και λίγο πιο προσεκτικοί ως προς τη διαχείρισή τους. Διότι θα υπάρξει αυτή η αντίδραση, η οποία δεν υπάρχει μόνο από τους παπάδες. Οι παπάδες ή οι επίσκοποι ή οτιδήποτε, πολλές φορές εκφράζουν τον εαυτό μας.

Εκφράζουν και έναν παλμό που υπάρχει. Όχι σε όλη την κοινωνία, αλλά σε κάποιους ανθρώπους και σε μια μεγάλη περίπτωση των ανθρώπων, της κοινωνίας. Και κάποια πράγματα πρέπει να τα σκεφτόμαστε.

Ασφαλώς υπάρχουν όλα αυτά. Το κράτος νομοθετεί. Το κράτος είναι αυτό που έχει την εξουσία. Το κράτος κάνει, αλλά το κράτος δεν μπορεί να θέλει να έχει πάντοτε απέναντί του αγιασμένο. Γιατί δεν είναι δυνατόν ότι υπάρχουν τέτοιοι. Ο καθένας έχει το δικαίωμα του λόγου, της παρέμβασης στο δημόσιο χώρο. Δεν πήραμε ούτε τα όπλα, ούτε βγάλαμε τους ανθρώπους στον δρόμο, ούτε πήγαμε να σπάσουμε τα υπουργεία, ούτε να κάνουμε οτιδήποτε άλλο. Εκφράσαμε την άποψή μας για κάποια ζητήματα.

Αυτό».

Φιλόθεος

-Έχει συμβεί όμως το παρελθόν, να βγάλετε τους ανθρώπους στον δρόμο, ειδικά σε αυτή την πόλη. Για ζητήματα εθνοτικά, για ζητήματα γειτόνων, το έχουμε ζήσει. Υπήρξε ένας εμπρηστικός λόγος.

«Πιστεύω ότι δεν είμαστε πια σε αυτή την εποχή. Νομίζω ότι αυτά τα πράγματα κάπως έχουν τακτοποιηθεί. Κοιτάξτε, υπήρχε, ήτανε στην ευρύτερη λογική της ζωής αυτό το πράγμα. Θυμάστε όλοι, θυμόμαστε όλοι, τις μεγάλες συγκεντρώσεις των πολιτικών αρχηγών. Μάζευαν ένα εκατομμύριο ανθρώπους και ήταν ένας τρόπος έκφρασης. Ένας τρόπος διαχείρισης των ανθρώπων αυτός.

Στο πλαίσιο αυτό το έκανε και η Εκκλησία. Δεν θα μπω στη λογική να πω αν συμφωνώ ή διαφωνώ. Γιατί ο τρόπος μου ο καθημερινός είναι αυτός που θα δείξει αν συμφωνώ ή διαφωνώ ή αν έχω συνειδητοποιήσει ότι είμαστε σε μια άλλη εποχή δεν το έχω συνειδητοποιήσει.

Αλλά δεν νομίζω ότι ήταν μόνο η εκκλησία εκείνη που δημιουργούσε τα προβλήματα. Όχι, εγώ μιλώ μόνο για το κομμάτι που της αναλογεί. Το κομμάτι που της αναλογεί, εντάξει.

Ήταν και μια άλλη εποχή, ήταν και άλλα δεδομένα. Συμφωνώ. Και επίσης, μπορεί να λέτε και για ένα μεγάλο συλλαλητήριο για τη Μακεδονία, για όλα αυτά τα πράγματα κλπ.

Ε, δεν ήταν μόνο η εκκλησία τότε που τα έκανε. Σαφώς και δεν ήταν μόνο η εκκλησία. Υπήρχαν και εκ μέρους των πολιτικών κομμάτων και όλων αυτών των πράγματων.

Μια χαρά γνωρίζω. Εγώ πιστεύω ότι πολλές φορές χρησιμοποιήθηκε η εκκλησία και από τα κόμματα και από τους πολιτικούς για να μπει μπροστά σε κάτι που δεν ήθελαν οι ίδιοι να φανούν αμέσως. Αφέθηκε και η ίδια».

-Παρόλα αυτά όμως επειδή ξαναμπαίνουμε σε μια σκοτεινή εποχή παγκόσμια, σε μια εποχή έτσι άγρια και συντηρητική και με την άνοδο κάποιων ακραίων φωνών και υπήρξαν δυστυχώς περιπτώσεις που η εκκλησία σε παρόμοιες ιστορίες, κάποια πρόσωπά της ταυτίστηκαν με τέτοιου είδους φωνές φοβάστε ότι μπορεί να ξανασυμβεί, λένε να επανέλθει.

«Κοιτάξτε, τώρα είμαστε στο άλλο άκρο ότι θεωρούμαστε υπερβολικά φιλελεύθεροι, υπερβολικά προοδευτικοί για κάποιους και κατηγορούμαστε ως υπερβολικά φιλελεύθεροι και υπερβολικά προοδευτικοί και δεν το λέω μόνο σε ατομικό επίπεδο γιατί δεν έχω αισθανθεί κάτι τέτοιο. Δεν με απασχολεί αυτό προσωπικά.

Αλλά βλέπω ας πούμε ότι, θα είμαι πιο συγκεκριμένος, κατηγορούν τον Αρχιεπίσκοπο ως πολύ σιωπηλό. Εγώ επειδή έζησα δίπλα στον Αρχιεπίσκοπο και υπήρξα συνεργάτης του και το θεωρώ ευλογία, ο Αρχιεπίσκοπος είναι μεθοδικός και είναι ουσιαστικός και μιλάει όταν χρειάζεται. Δεν θέλει να κάνει εν θερμώ κάποια πράγματα.

Είναι ψύχραιμος άνθρωπος. Νομίζω ότι ας μην μένουμε κι εμείς όλοι εγκλωβισμένοι στο παρελθόν και να λέμε «Α, η Εκκλησία έκανε αυτό, τότε η Εκκλησία έκανε αυτό». Ας δούμε τώρα τι έχουμε, ποια είναι τα δεδομένα που έχουμε σήμερα.

Ότι πάντοτε σε όλους τους κοινωνικούς χώρους υπάρχουν άνθρωποι που μπορεί να ακολουθούν θεωρούμενη ακραία συμπεριφορά το ένα ή το άλλο και που δεν υπάρχουν».

Η ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ Η ΤΕΧΝΗΤΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ

-Η τεχνολογία σας απασχολεί καθόλου και οι αλλαγές οι τεράστιες που φέρνει μέχρι και στις ανθρώπινες σχέσεις. Δηλαδή άνθρωποι που μιλούν με το A.I. γιατί να πάνε σε γιατρός ή στον ψυχολόγο ή στον κληρικό κτλ. Αυτό πώς το αντιμετωπίζετε;

«Μπήκα στον πειρασμό ξέρετε γιατί έκανα μία μελέτη ύπνου και την έβγαλα φωτοτυπία και την έβαλα στο A.I. για να μου πει τα αποτελέσματα. Εντάξει, σωστά τα είπε, αλλά δεν μπορεί ο καθένας να γίνει γιατρός του εαυτού του ή η A.I. να γίνει ο προσωπικός γιατρός. Είναι πράγματα που ναι με απασχολούν και κυρίως βλέπω το γεγονός ότι υπάρχει μία διάσταση στις ανθρώπινες σχέσεις. Επηρεάζουν πάρα πολύ τις ανθρώπινες σχέσεις. Από το πιο απλό πράγμα που όλοι είμαστε κολλημένοι στο κινητό μας μέχρι πιο σοβαρά πράγματα που οι άνθρωποι χάνονται κυριολεκτικά μέσα σε ένα ψεύτικο κόσμο. Είμαστε όλοι μέχρι ενός σημείου έρμαια αυτής της εικονικής πραγματικότητας. Και είμαστε έτοιμοι να θυσιάσουμε την προσωπική μας ελευθερία στον πειρασμό και στο… πώς να το πω… σε αυτό που μας υπαγορεύει η τεχνολογία. Θέλει μία σωστή διαχείριση. Θέλει να υπάρχουν κανόνες και κανόνες να τηρηθούν αλλά έχει και ο καθένας από εμάς την προσωπική του ευθύνη. Έναντί του εαυτού, του παιδιού, των φίλων του. Πόσο πιο καλό θα ήταν να βγαίναμε έξω και να κάναμε παρέα. Ναι, δεν συναντιούνται. Ο καθένας εγκλωβίζεται στο δωμάτιό του. Ενώ στους φίλους, ξέρω εγώ, να δούμε ταινίες, να γελάσουμε, να παίξουμε αυτό, τώρα έχει χαθεί. Έχει τελειώσει, ναι».

-Και θα κλείσουμε μιας και έρχονται τα Χριστούγεννα έτσι λίγο με το μήνυμα της αγάπης, αλλά στο σημερινή εποχή. Τι είναι αγάπη σήμερα για εσάς, πόσο αλλάζει αυτό σε σχέση με το παρελθόν που είχε μια πιο ρομαντική έννοια, αν αγαπάει ο ένας τον άλλο, να έχουν μείνει στοιχεία αγάπης και ανθρωπιάς και πώς μπορούμε λίγο να τα ενισχύσουμε, ίσως, αυτούς τους καιρούς περίεργους.

«Κοιτάξτε, αγάπη σημαίνει να μπορείς να βγαίνεις από τον εαυτό σου και να ανοίγεσαι στον άλλο. Και τα Χριστούγεννα είναι μια ουσιαστική ευκαιρία για να δούμε την αγάπη σαρκωμένη στο πρόσωπο του Χριστού, που για την Εκκλησία είναι ο Θεός που έγινε και άνθρωπος, ο Θεός που σαρκώθηκε. Και αυτή η σάρκωση του Θεού σημαίνει αυτό που και ο μακαρίτης ο φίλος ο Χρυσόστομος, ο Σταμούλης, έλεγε, επαναλαμβάνοντας τους πατέρες της Εκκλησίας, τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, ότι ο Θεός βγαίνει από τον εαυτό του, γίνεται ξένος για να γίνει τελικά ο κατεξοχήν οικείος.

Μέσα από αυτή την ξενιτεία του Θεού έρχεται και οικειώνεται και προσοικειώνεται τον άνθρωπο και αγαπά τον άνθρωπο. Αγάπη, λοιπόν, σημαίνει αυτό, έξοδος. Να βγω από τα δεδομένα μου, να βγω από το μικρόκοσμό μου, να βγω από αυτό που θεωρώ ότι είναι το ισχυρό για μένα.

Και ο Απόστολος Παύλος, ο ιδρυτής εκκλησίας της Θεσσαλονίκης, αυτό λέει, ότι πιστεύουμε σε έναν Θεό που είναι ευάλωτος, ακριβώς επειδή μπορεί να αγαπά. Μακάρι όλοι να αγωνιζόμαστε στο πρότυπο αυτού του Θεού να προχωράμε και να βγαίνουμε για τον άλλον, για τον κάθε άλλον, τον περιθωριακό, τον ξένο, τον μετανάστη, γιατί ο κάθε άνθρωπος είναι πλασμένος κατ΄εικονα Θεού.

Αυτό βλέπω ως αγάπη, αυτό αγωνίζομαι να κάνω, δεν είναι εύκολο, αλλά προσπαθώ να μην εγκαταλείπω τον αγώνα. Και αυτό προσπαθώ να λέω και να διακηρύττω πάντοτε. Ότι ο Θεός στον οποίο πιστεύουμε είναι ο Θεός του άλλου και ο Θεός που φανερώνεται στον άλλον».

Έχετε μετανιώσει ποτέ για τίποτα;

«Για πάρα πολλά. Νομίζω ο άνθρωπος που δεν μετανοεί δεν μπορεί να προχωρήσει, γιατί παραμένει εγκλωβισμένος στην αυτάρκειά του και πιστεύει ότι τα πάντα αρχίζουν και εξαντλούνται σε αυτόν. Οφείλουμε να μετανοούμε και οφείλουμε να αλλάζουμε και να κάνουμε νέα αρχή στη ζωή μας».

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα