Μια μοναδική συνέντευξη του Ανέστη Μπαμπατζιμόπουλου
Ο Ανέστης Μπαμπατζιμόπουλος υπήρξε μια από τις πιο πληθωρικές μορφές των παραγωγών αποσταγμάτων και οίνου στην Ελλάδα.
Ο Ανέστης Μπαμπατζιμόπουλος υπήρξε μια από τις πιο πληθωρικές μορφές των παραγωγών αποσταγμάτων και οίνου στην Ελλάδα. Ένας πάντα ανήσυχος αμπελουργός, οινοποιός, ποτοποιός. Τα τελευταία χρόνια αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας. Έφυγε σήμερα το πρωί ενώ η κηδεία του θα γίνει την δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων.
Διαβάστε περισσότερα: Πέθανε ο Ανέστης Μπαμπατζιμόπουλος
Μια εξαιρετική συνέντευξή του στην Μαρία Νέτσικα το 2009 φανερώνει το προφίλ του:
Η οικογένεια Μπαμπατζιμόπουλου, με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη, ήταν γνωστή για το ούζο της. Ο Ανέστης Μπαμπατζιμόπουλος όμως, φύση ανήσυχη και πληθωρική, είχε κι άλλα οράματα. Η δημιουργική του τρέλα πήρε σάρκα και οστά στο ορεινό τοπίο του Βερτίσκου, στην Όσσα. Εκεί ξεκίνησε το 1974 την προσπάθεια αναβίωσης του αμπελοοινικού παρελθόντος του χωριού. Εγκατέστησε τον πρότυπο αμπελώνα του, ένα αμπελο-πάρκο όπως δικαίως το ονομάζει ο ίδιος, όπου τα αμπέλια εκτείνονται ανάμεσα σε συστάδες από βαλανιδιές, οξιές, καστανιές και σε εκπληκτικής φυσικής ομορφιάς γωνιές. Ακολούθησε η δημιουργία του οινοποιείου, της μικρής εκκλησίας, η ανάπτυξη του οινοτουρισμού. Γύρω από την ιστορία της οικογένειας, αλλά κυρίως από τη δική του πορεία, περιστρέφεται η συζήτησή μας, που ακολουθεί.
Κύριε Ανέστη, από πού κατάγεται η οικογένειά σας;
Η ιστορία μας ξεκινάει από την Κωνσταντινούπολη. Στις Δελιώνες Συληβρίας, 20 λεπτά από την Κωνσταντινούπολη, ήταν οι αμπελώνες, το κρασάδικο και τ’ αποστακτήρια. Το κεντρικό μαγαζί ήταν στην Κωνσταντινούπολη, στην κρασόσκαλα, εκεί όπου φόρτωναν τα κρασιά. Διότι στην Οθωμανική αυτοκρατορία δεν επιτρεπόταν ούτε η πόσις του οίνου, ούτε η βρώσις των χοιρινών. Επομένως λοιπόν, ήταν υποχρεωμένοι αυτοί οι άνθρωποι, ότι παρήγαγαν να το εξάγουν. Ο παππούς μου το πουλούσε στην Αυστρία και στην Οδησσό, επάνω στη Ρωσία.
Για ποια εποχή μιλάμε;
Το 1875 είναι η ημερομηνία της επίσημης έναρξης της επιχείρησης στην Κωνσταντινούπολη. Στις Δελιώνες Συληβρίας όμως, υπάρχει ταμπέλα η οποία λέει Ανέστης Σωτηρίου Μπαμπατζιμόπουλος, με έναρξη -εκεί- το 1896. Δηλαδή, πρώτα ανέπτυξαν το εμπόριο και μετά εγκατέστησαν τους αμπελώνες. Οι οποίοι αμπελώνες ήταν όπως οι μοντέρνοι σήμερα, που πάμε σε φύτευση 670-700 φυτών στο στρέμμα.
Πολύ πυκνή φύτευση!
Πολύ πυκνή. Εγώ βγάζω το καπέλο σ’ αυτούς τους παλιούς ανθρώπους… Τότε η Ανατολική Θράκη ήταν ονομαστή για την αμπελοκαλλιέργεια και για την ιδιαιτερότητα που είχαν οι άνθρωποι στο να καλλιεργήσουν το αμπέλι, να επεξεργαστούν τα σταφύλια. Ιδίως οι πρόσφυγες της Ανατολικής Ρωμυλίας, αυτοί ήταν ο μοχλός εκκίνησης όλης της εξέλιξης του μακεδονικού χώρου.
Οι παππούδες σας πότε ήρθαν στην Ελλάδα;
Μετά από την καταστροφή του ελληνισμού, εκεί τελείωσαν όλα αυτά και αναγκάστηκαν να φύγουν. Ο παππούς ήταν φοβερός τεχνίτης, μάστορας, από τους δακτυλοδεικτούμενους ρακιτζήδες της Πόλης. Και ήρθε με χρήματα, το 1928, αλλά τα κατασπατάλησε πιστεύοντας ότι στη νέα πατρίδα θα ξαναγίνει αυτός που ήταν, όχι όμως φυτεύοντας αμπέλια, αλλά κάνοντας διαφορετική εργασία. Στο Διαλεκτό, ένα μικρό χωριουδάκι του νομού Καβάλας, όπου πέρασε περίπου δύο χρόνια, τον παρακίνησαν -επειδή είχε μεγάλη οικογένεια- και καλλιέργησε καπνά. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν στη Χρυσούπολη Καβάλας. Ο μεγάλος του όμως ο γιος, επειδή ήταν λίγο γλεντζές και μπερμπάντης, ανακάλυψε ότι η Θεσσαλονίκη τότε ήταν η μοναδική κοσμοπολίτικη πόλη της Ελλάδας. Ανακάλυψε λοιπόν και την Παναγία Χαλκαίων, όπου είδε τους Αρμεναίους, τους Εβραίους χαλκουργούς να φτιάχνουν καζάνια. Εδώ είμαστε σου λέει, το εργαλείο της ζωής μας. Πληροφορεί τον πατέρα του και αμέσως ξεκινάν. Το ‘30-‘32 λοιπόν, ξεκινάει η δραστηριοποίηση σ’ αυτή τη δουλειά που ήξεραν και μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα δημιουργείται η επιχείρηση στη Δράμα, στην Καβάλα και στη Θεσσαλονίκη. Ήταν πολλά αδέλφια κι έτσι έφτιαξαν πολλές παραγωγικές και εμπορικές μονάδες. Ήταν τόσο δυνατοί οι άνθρωποι αυτοί, τι να σου πω, άλλοι άνθρωποι, και δημιουργικοί και θαρραλέοι, και στις επικινδυνότητες πρώτοι. Έχω κάτι φωτογραφίες να πουλάνε στη Χρυσούπολη και στην Καβάλα «Οίνο Πάρου», «Οίνο Σαντορίνης», «Οίνο Νεμέας»… Φέρναν τα κρασιά στη Μακεδονία με τα καΐκια, και τα πουλούσαν με διαφημιστικές ταμπέλες, πάνελς έξω από το μαγαζί, όπως κάνουν τώρα, έτσι ακριβώς. Έχω διαφήμιση του ούζου από το ‘38. Το διαφήμιζαν προβάλλοντάς το με γυναίκα με σχιστό φόρεμα… Για την εποχή εκείνη, αυτό ήταν επανάσταση, γι’ αυτό σου λέω, ήταν θαρραλέοι άνθρωποι.
Εσείς που γεννηθήκατε;
Εγώ γεννήθηκα στη Δράμα, αλλά μετά από δύο μήνες πήγαμε στη Θάσο. Τότε ήταν τα γεγονότα με τους βουλγάρους που κάψαν το Δοξάτο, όποτε έφυγε όλη η οικογένεια στη Θάσο για να σωθεί κι από κει, απ’ τη Χαλκιδική στη Θεσσαλονίκη, όπου είχαν ήδη ανοίξει μαγαζί στο Βαρδάρη. Τότε, στην πλατεία Κοτζιά, δεν ξέρω αν το πρόλαβες, είχε ένα πολυκατάστημα ο Κλαουδάτος, και απέναντι ακριβώς ήταν το Ούζο 12. Το Ούζο 12 και το Μπαμπατζίμ είχαν αντιπαράθεση από την Πόλη ακόμη. Ο πατέρας μου ήθελε να πάρει εκείνο το μαγαζί. Μετά όμως είχε ένα ατύχημα σε κυνήγι αγριόχοιρων. Έσπασε τη σπονδυλική του στήλη κι έμεινε δύο χρόνια κλινήρης. Τότε, για αυτό τον λόγο, μέναμε στη Βούλα στην Αθήνα, εγώ εκεί πήγαινα σχολείο. Μετά τον θάνατό του ήρθαμε και πάλι εδώ.
Πότε συνέβησαν αυτά;
Ο πατέρας μου πέθανε το ‘47. Τότε ξαναήρθαμε στη Θεσσαλονίκη. Στη συνέχεια επήλθε τρομερή οικογενειακή ρήξη, διαμελίστηκαν τα μαγαζιά, διαλύσαν τα πάντα. Η μάνα μου κράτησε το μαγαζί της Θεσσαλονίκης, Εγνατίας 6 στο Βαρδάρη, τα υπόλοιπα κλείσαν. Έμεινε μόνο αυτό της Χρυσούπολης, όπου είναι τα ξαδέλφια μου τώρα. Κι έτσι, εγώ είμαι σ΄ αυτό το επάγγελμα από 9 χρονών, στο πλευρό της μάνας μου. Μεγάλο σχολείο! Γιατί τότε υπήρχε η μεγάλη ανάπτυξη του ποτού. Ο κόσμος εξ αιτίας της Κατοχής, εξ αιτίας της φτώχειας, της μιζέριας, έλεγε ας πιούμε κανένα. Επιπλέον, επήλθε ο εμφύλιος και μετά η ανασυγκρότηση, το Σχέδιο Μάρσαλ. Αυτό ήταν ένα τρομερό οικονομικό στοιχείο, χάριν του οποίου, άνθισε η ποτοποιία στη Βόρεια Ελλάδα. Ο κόσμος δεν είχε τι να πιει, ούτε ουίσκι έπινε, ούτε τζιν, τίποτε δεν είχε, και ιδιαίτερα στη Μακεδονία, ούτε κρασί. Λοιπόν, με ούζο ξεκινούσανε το φαγητό, με ούζο το τελειώνανε. Αρχίζει λοιπόν, μια εξέλιξη της ποτοποιίας, τρομερή. Και η Θεσσαλονίκη τότε ήταν η μεγαλύτερη ποτοποιητική πόλις, πράγμα που δεν το ξέρει κανείς. 167 εγγεγραμμένοι ποτοποιοί υπήρχαν και το 60-70% αυτών των ανθρώπων ήταν εβραϊκής καταγωγής. Ξέρεις οι καλύτεροι παραγωγοί και πωλητές του ούζου ήταν οι Εβραίοι. Αυτά τα νούμερα που σου λέω, τα βρήκα αργότερα, όταν μετά τα 18 μου, μπλέχτηκα με το Συνδικάτο Ποτοποιών Θεσσαλονίκης. Ο συχωρεμένος ο Στυλιανός Μπουτάρης με επέλεξε και με έκανε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου. Ξέρεις τι καλό μου έκανε αυτός ο άνθρωπος; Μ’ έβαλε στα βαθιά νερά εγκαίρως, να φύγει αυτή η αγωνία και η επιφύλαξη απέναντι στον κόσμο. Λοιπόν που λες, έγινα γραμματέας και μέσα στα βιβλία ήταν καταγεγραμμένοι οι ποτοποιοί.
Πως ήταν τα ποτοποιεία τότε;
Καταρχάς, ασχολιόντουσαν και με τη λιανική πώληση, που ήταν ένα ποτήρι ούζο, αλλά και με τη χονδρική που ήταν μια ντραμιτζάνα, την οποία στα πρώτα χρόνια ερχόταν ο πελάτης και την έπαιρνε. Αργότερα αρχίσαμε και γινόμασταν μοντέρνοι: παραδίδαμε το εμπόρευμα στο μαγαζί του. Τα χέρια μου που είναι μακριά, από το βάρος που κουβαλούσα μακρύναν, ώσπου να μεγαλώσω πλέον και να μπορώ να ανεβώ στο ποδήλατο. Είχαμε λοιπόν, έναν πάγκο στον οποίο υποτίθεται ότι θα δοκίμαζε ο καταναλωτής, για να πάρει αυτό που του άρεσε. Αλλά αυτός, ανάλογα με τις ώρες, γινόταν κέντρο σύναξης. Το πρωί θα ερχόταν ας πούμε οι εφοριακοί, θα πίναν τα κονιάκ τους θα φεύγανε, μετά ερχόταν άλλοι, μετά άλλοι… Να σκεφτείς το εξής: κάθε μέρα, εγώ σαν πιτσιρίκι, πουλούσα 64 οκάδες, περίπου 75 κιλά ούζο ποτήρι-ποτήρι. Κάθε μέρα! Λέω τώρα ότι με πονάν τα πόδια μου, τι να μην πονάν… Και κάθε ποτοποιείο είχε κι ένα μικρό μεζεδοπωλείο μέσα. Είχαμε τον μεζετζή, ο οποίος θα τηγάνιζε πιπεριές, θάχε ντομάτες, θάχε αγγούρια, σαρδέλες, διάφορα… τα οποία πουλούσαμε με το κομμάτι, ας πούμε μια ελιά, μια δεκάρα. Κι έβλεπες λοιπόν, αυτοί πουρχόταν, άλλοι ήταν ξεροσφύρηδες, λόγω μπατηρίας, άλλοι έπαιρναν τους μεζέδες. Τι να σου πω δηλαδή… Μετά αρχίσαμε να φέρνουμε ρετσίνα από την Κάρυστο, η μάνα μου κι άλλοι ποτοποιοί, με καράβια. Πως προχωρούμε τώρα από το λιμάνι στην παραλία…, εκεί ξεφόρτωναν τα βαρέλια. Και κοιτάζαμε με τον καπετάνιο, να ρθεί Παρασκευή ή Σάββατο, να βγουν τα βαρέλια, να μείνουν την Κυριακή εκεί για να τα πάρουμε τη Δευτέρα. Διότι όλα τα βαρέλια έγραφαν Μπαμπατζίμ, έγραφαν Λάγιας, Κονιόρδος, Κεχρής… Περνούσε ο κόσμος κι έκανε συγκρίσεις, Α, ο Λάγιας έχει πιο πολλά βαρέλια, ή για να δούμε, αυτό μυρίζει πιο πολύ. Κάναμε τη φιγούρα μας, ύστερα τα φορτώναμε και τα πηγαίναμε στο μαγαζί. Αυτά συμβαίνουν μέχρι την εποχή που αρχίζει να αναπτύσσεται η ελληνική ποτοποιία και πλέον αποκτά και δυνατότητα εμφιάλωσης οίνου.
Κι έτσι περάσατε και στην εμφιάλωση;
Ακριβώς! Όπου τι κάνουμε; Αγοράζουμε κρασιά από τη Νεμέα, από τη Χαλκίδα, από τη Ρόδο -σπουδαία κρασιά η Ρόδος- τα εμφιαλώνουμε και δειλά-δειλά αρχίζουμε να τα πουλάμε στον κόσμο. Εκείνη την εποχή έχει δημιουργηθεί μία πρώτη ανάγκη για εμφιαλωμένο, εξ αιτίας των μεταναστών που πήγαν ως εργατικό δυναμικό στη Γερμανία, και οι οποίοι θέλουν έναν δεσμό με την Ελλάδα, κάτι θέλουν, θέλουν το ούζο, θέλουν ένα κρασί ελληνικό. Κάνουμε κάτι ετικέτες όλο φολκλόρ, κάτι τσολιάδες, κάτι κίονες, αλλά με αυτά είναι που αρχίζει το εξαγωγικό εμπόριο. Και ξαφνικά σε αυτήν την εξέλιξη, διαπιστώνουμε ότι δεν μπορούμε τη μια μέρα, να στέλνουμε εξαιρετικό προϊόν και την άλλη υποβαθμισμένο, ή ελαφρώς οξειδωμένο. Άρα τι πρέπει να κάνουμε; Να δημιουργήσουμε ενιαίες ποιότητες βοηθούμενοι κι από δικές μας καλλιέργειες. Ήδη ο Καρράς είχε στήσει τον μεγάλο αμπελώνα του, υπήρχε ο Μπουτάρης και ο αμπελουργικός θύλακας στη Νάουσα, ο Τσάνταλης έβαλε λίγα αμπέλια ο ίδιος, αλλά πολλά συνεργαζόμενα. Είναι η νέα εποχή του κρασιού πλέον, όπου παρουσιάζονται οι μικροί παραγωγοί.
Εσείς ξεκινήσατε από την Αγχίαλο, έτσι δεν είναι;
Από την Αγχίαλο, όπου βρέθηκα ψάχνοντας να αγοράσω κρασί. Μέχρι τότε παίρναμε κρασιά από τον Κονιόρδο, που τάφερνε από την Κρήτη με δικά του καράβια. Τεράστια, φανταστική επιχείρηση. Πήγα λοιπόν στην Αγία Τριάδα, στην Περαία…, τίποτα. Πήγα και στην Αγχίαλο, όπου γνώρισα τον Δισλή. Δοκίμασα το κρασί του, που μου άρεσε υπερβολικά, δεν είχα ξαναπιεί τέτοιο κρασί. Ο γιος αυτού του ανθρώπου με έμαθε να καλλιεργώ, να κλαδεύω, να ’χω υπομονή, ν’ αγαπώ τόσο πολύ αυτή τη δουλειά. Και ο εγγονός του έχτισε ότι έχω φτιάξει πάνω στην Όσσα. Εκεί λοιπόν, πήρα μια απόφαση. Να μάθω τι είναι το κρασί, πώς το φτιάχνουν. Πήγαινα κάθε Κυριακή και έβλεπα πως όργωναν με το άλογο τα αμπέλια, πως οινοποιούσαν… ήταν τα πρώτα μαθήματα. Αγαπηθήκαμε και την επόμενη χρονιά, όταν μπόρεσαν να μου κρατήσουν λίγο κρασί, ξεκινήσαμε τη συνεργασία. Αλλά πως; Και γι’ αυτούς ήταν επανάσταση: το κρασί το οποίο μας έδιναν, το διαθέταμε όχι χύμα, όπως ήτανε η μόδα τότε, αλλά εμφιαλωμένο. Και κάναμε το Πλώρο, ροζέ κρασί, ελαφρό και ευκολόπιοτο από Μοσχάτο Αμβούργου. Αυτό λοιπόν ήταν ένα κρασί με πολύ ωραία γεύση που έβγαινε πολύ γρήγορα στην κατανάλωση. Την πρώτη χρονιά, δεν ξέρω πόσα κιλά, τα πουλήσαμε μόνο μέχρι τα Χριστούγεννα. Τελείωσε το κρασί! Και σου μιλάω για εμφιαλωμένο! Εγώ, εκεί ξύπνησα. Συνεχίζοντας να έχουμε το ποτοποιείο στη Θεσσαλονίκη, αποφασίσαμε να κάνουμε κάτι στην Αγχίαλο. Και δημιουργήσαμε μια ιστορία πολύ όμορφη, βοηθούμενοι από τα κρασιά του Πασχάλη Δισλή, αλλά και από τον Βασίλη τον Καλιούρη του οποίου τις εγκαταστάσεις αργότερα αγοράσαμε. Εκεί βάλαμε και τα πρώτα μας μηχανήματα. Βοήθησε και η Cair Ρόδου, η οποία μας έστελνε εκπληκτικά κρασιά, τα οποία εμφιαλώναμε. Κι έτσι, ξαφνικά, απ’ το τίποτα, από το μηδέν, χωρίς αμπέλια, ήμασταν κάτι. Εγώ όμως, εν τω μεταξύ, όταν πήγαινα στου Καρρά και έκανα ψαροτούφεκο, έβλεπα τα αμπέλια και τα καμάρωνα. Έχοντας ήδη μάθει κάτι, έχοντας δει πως γίνεται το κρασί, ξαφνικά είπα «αυτή η δουλειά μου ταιριάζει». Κάπως έτσι έγινε και πήρα 27 στρέμματα, πάνω στην Όσσα.
Γιατί στην Όσσα;
Γιατί… εκεί πιάστηκα στον καυγά. Έκανα διανομή τότε, με το φορτηγό. Και στην Όσσα έβλεπα τα χωράφια τους εγκαταλελειμμένα. Αυτοί είχαν το δικαιολογητικό ότι έλειπαν οι νέοι στη Γερμανία. Κάτι τους είπα λοιπόν εγώ βαρύ ένα βράδυ, ότι είναι τεμπέληδες… δεν θυμάμαι ακριβώς, οπότε σηκώνεται ένας και μου λέει «θα σου δω εγώ ένα κομμάτι να δούμε τι θα φυτέψεις!». Κάπως έτσι πήρα το χωράφι, το 1971. Αλλά δεν είχα γνώσεις. Με φόβιζε και το ότι το αμπέλι θέλει πολλή δουλειά. Μου είπαν λοιπόν, στη Διεύθυνση Γεωργίας να φυτέψω αμυγδαλιές και φουντουκιές που είχαν επιδότηση και, σαν τον βλάκα, τα φύτεψα. Στη συνέχεια, που είδα και την εξέλιξη του κρασιού, είπα «τι έκανα;» Αντί όμως να τα ξεριζώσω, τα λυπήθηκα γιατί δούλεψα πάρα πολύ για να τα διαμορφώσω, άρχισα να αγοράζω από γύρω χωράφια. Και έτσι, σιγά-σιγά, το 1974 άρχισα να φυτεύω τα αμπέλια.
Ποτέ ολοκληρώσατε το κτήμα στην Όσσα; Νομίζω ότι σας πήρε αρκετό καιρό.
Α, κοίταξε να δεις. Τα πρώτα αμπέλια ήταν 78 στρέμματα. Εκεί σταμάτησα, γιατί δεν είχα γη, δεν μου πουλούσε κανείς. Δηλαδή, έγινε το εξής κακό. Εγώ ήμουν πολύ δημιουργικός σε έναν χώρο που η δημιουργία μου τους προσέβαλε. Κι αυτό έφερε μια μεγάλη αντίδραση. Δεν μου πουλούσαν χωράφια, τίποτε. Ένας όμως πρόεδρος της κοινότητας -ακόμη δεν είχαμε δήμους- δικηγόρος, πολύ έξυπνος, το πήρε πατριωτικά. Έβγαλε ένα κομμάτι γη σε δημοπρασία που το νοίκιασα για πολλά χρόνια και στη συνέχεια, όταν έγινε μια προσαρμογή, πλήρωσα ένα τίμημα και το αγόρασα. Κι έτσι ξεκίνησε το κτήμα στην Όσσα, που σήμερα είναι 550 στρέμματα. Από αυτά, τα 264 είναι αμπέλια και καλλιεργούνται βιολογικά. Είμαι από τους πρώτους που μπλέχτηκαν με τη βιολογική καλλιέργεια, έχω το Νο. 2 στο αμπελουργικό μητρώο. Και όλα είναι δομημένα, πανέμορφα. Δεν έχω χαλάσει δένδρα, τίποτα. Έχω διατηρήσει όλο το δασικό περιβάλλον, τον μικρό αυτό πλούτο. Και πραγματικά είμαι πάρα πολύ ευτυχής που ζω μέσα σ’ αυτό το μικρό θαύμα, για μένα τουλάχιστον είναι θαύμα. Διότι έχω τα πάντα κοντά μου. Λαγούς, πέρδικες, αλεπές… λες και είναι γάτες, δεν φοβούνται βρε παιδί μου. Είπα, ας κάνω ένα φράγμα εδώ, να βάλω πέντε ψάρια. Έγινε μια λιμνούλα. Βέβαια, λόγω της ανομβρίας, θέλει τροφοδότηση συνέχεια. Αυτό όμως, το νερό τι έκανε; Έφερε πέρδικες, έφερε φάσες, αγριοπερίστερα, ερωδιούς, μπεκάτσες, έφερε χήνες… Δηλαδή, καταλαβαίνεις ότι η παρουσία σου δεν εξαγρίωσε την κατάσταση, έγιναν όλα φιλικά απέναντί τους. Το 2000 έγινε και το οινοποιείο, μέσα στα αμπέλια, που έβαλε τη βάση για την ενασχόλησή μου με τον οινοτουρισμό.
Ποια είναι η ποικιλιακή σύνθεση του αμπελώνα της Όσσας, σήμερα;
Εγώ ήμουν υπέρμαχος των ελληνικών ποικιλιών από την αρχή. Και φύτεψα Ξινόμαυρο, Ροδίτη, Μαυρούδι, Μαλαγουζιά, Μοσχοφίλερο. Έβαλα και λίγο Αγιωργίτικο. Αργότερα όμως, φύτεψα και τις ξενικές ποικιλίες, που πιστεύω πως μας βοήθησαν να εδραιώσουμε τη θέση μας στο εξωτερικό. Ugni Blanc, Malvasia, Cabernet Sauvignon, Merlot, Syrah…
Πείτε μου κάτι και για τα αποστάγματα.
Αυτά είναι η ιστορία της ζωής μου. Ξεκίνησε στην Αγχίαλο, όπου έδινα τα στέμφυλα, ως παραπροϊόντα της οινοποίησης σ’ αυτούς που είχαν καζάνια. Από τους οποίους έμαθα την τέχνη της απόσταξης, αλλά το σημαντικότερο, τη συντήρηση των στεμφύλων, της πρώτης ύλης. Έτσι όταν, το 1988, βγήκε η υπουργική απόφαση που επέτρεπε στους έλληνες ποτοποιούς να επεξεργάζονται, να αποστάξουν και να παράγουν τσίπουρο, ήμουν ο πρώτος που τη χρησιμοποίησε γιατί ήμουν κοντά στην τέχνη. Μετά από δύο-τρεις μήνες ξεκίνησαν στον Τύρναβο και μετά από ενάμιση χρόνο ξεκίνησε και ο Τσάνταλης. Ήταν δύσκολη δουλειά, κουραστική, όμως είδα ότι έκανα 1-2 τόνους τσίπουρο, το εμφιάλωσα και σε 2 μήνες μέσα πουλήθηκε. Και εκείνο που με εξέπληξε ήταν ότι, ενώ εμείς με το κρασί ήμασταν μαθημένοι στις… τρεις κι εξήντα, ξαφνικά αυτό το προϊόν που ήταν ακριβό, έφυγε αμέσως. Κι εκεί αποφάσισα δύο πράγματα. Να ξανακάνω το ούζο Μπαμπατζίμ, του παππού από την Κωνσταντινούπολη και να καταργήσω το χύμα. Τέρμα, ούτε νταμιτζάνα, ούτε δοχείο, τίποτα… Αποτέλεσμα; Η παραγωγή μας έπεσε κατακόρυφα. Γκρίνια οικογενειακή μεγάλη… Αλλά, δεν έχασα το κουράγιο μου. Εκείνο που μας βοήθησε είναι ότι το ούζο μας έγινε το καλό ούζο της Κυριακής, αυτό που έστελναν στο εξωτερικό. Βλέποντας λοιπόν, ότι με υψηλής ποιότητας προϊόντα μπορούσε μια μικρού μεγέθους ποτοποιία, σαν τη δικιά μας να σταθεί, είπα εδώ είμαστε! Τότε ήταν που, από ζήλια επειδή δεν υπήρχε ένα ελληνικό ποτό, φίνο, ονομαστό σαν το κονιάκ, μου ήρθε η έμπνευση να δοκιμάσω και με τα αποστάγματα. Η επίσημη παρουσίασή τους έγινε στη ΔΕΤΡΟΠ του 1992 και ήταν εκεί που η κυρία Κουράκου μου έδωσε ευχή και διαταγή να τα συνεχίσω. Αυτό ήταν το ξεκίνημα των αποσταγμάτων μου, τα οποία όντως, συνεχίσουν σταθερά και με συνέπεια να παράγονται. Φέτος θέλησα να κάνω ένα βήμα ακόμη πιο μπροστά, με αποστάγματα από μικρά φρούτα του δάσους. Έχω 7-8 χρόνια που παιδεύομαι με αυτά. Πολύ ωραία δουλειά. Έλα όμως που λίγο πριν ξεκινήσω για εμφιάλωση μου λένε, Ανέστη στοπ. Γιατί τα φρούτα που επέλεξα δεν είναι μέσα στον ευρωπαϊκό κανονισμό, οπότε δεν μπορώ να αναγράφω το όνομά τους στην ετικέτα. Πικράθηκα, αλλά θα τα κάνω. Δεν υπάρχει περίπτωση! Θα βρεθεί η λύση. Αυτή θα είναι η τελευταία πινελιά μου.
*Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο τεύχος Νο 31- Καλοκαίρι 2009 του WinePlus