Ο μπάρμπα-Γιώργης που έμαθε τα μυστικά όλης της χώρας!
Δέχθηκε χιλιάδες γράμματα και υποδέχθηκε στο "εξομολογητήριό" του εκατοντάδες πολίτες ανάμεσά τους και ιδιαίτερα γνωστά πρόσωπα της εποχής.
Λέξεις – Εικόνες: Έλενα Ταξίδου – Η αναδημοσίευση των εικόνων χωρίς άδεια είναι παράνομη
Σε ένα εγκαταλελειμένο σπίτι του 1920 σε ένα μικρό χωριό μόλις μία ώρα από την Θεσσαλονίκη. Ένας πρόσφυγας με χάρισμα, η Ελλάδα που για δεκαετίες του έστελνε χιλιάδες γράμματα και τις Κυριακές γέμιζε την αυλή του με εκατοντάδες αυτοκίνητα. Μια γειτονιά που φιλοξενούσε τις νύχτες τους επισκέπτες που αρνούνταν να φύγουν αν δεν τον δουν. Η “χάρις” από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και η ιστορία του μπαρμπα-Γιώργη που νιώθεις πως είναι ακόμα κλειδωμένη στο χαμηλοτάβανο δωμάτιο -σχεδόν ανατριχιαστικό- εξομολογητήριό του.
Σε ένα μικρό χωριό, στους πρόποδες του όρους Μπέλλες, στον τόπο των Σίντιων οι οποίοι εγκαταστάθηκαν πρώτοι στην περιοχή στις αρχές του 19ου αιώνα. Μέρος των τειχών μάλιστα του πρώτου οικισμού διασώζεται από τύχη μέχρι και σήμερα προδίδοντας την βαθιά στον χρόνο ιστορία του τόπου.
Μετά από χρόνια στο χωριό εγκαθίστανται πρόσφυγες από την Ανατολική Ρωμυλία και τον Πόντο. Από τον Πόντο λοιπόν φτάνει στο χωριό και ο μπαρμπα-Γιώργης. Πρόσφυγας από οικογένεια χτιστών, χτίζουν οι ίδιοι τα σπίτια τους και την ζωή τους σε μία νέα πατρίδα. Μία ζωή που έμελε να επηρεάσει μαζικά εκατοντάδες ακόμα ζωές ανθρώπων οι οποίοι θα υποκύψουν στην ανάγκη τους να μάθουν τα μελλούμενα και θα καταυθάσουν σωρηδόν στην περιοχή ψάχνοντας το σπίτι του μπάρμπα.
Τα απομεινάρια από τα σπίτια του 1920 βορά πλέον του χρόνου, της φύσης και των χρυσοθήρων στέκουν διάσπαρτα στην περιοχή, δίνοντας μία μικρή ιδέα για την αρχιτεκτονική που έφεραν μαζί τους οι αυτοδίδακτοι τεχνίτες από τις πατρίδες τους. Εικόνες εγκατάλειψης που επιτρέπουν στην φαντασία να οργιάσει όπως ακριβώς συμβαίνει και μπροστά στην θέα του σπιτιού που έζησε ο θρυλικός πλέον μπαρμπα-Γιώργης.
Από νωρίς ο μπαρμπα-Γιώργης, όπως έγινε γνωστός, δείχνει να έχει μια ιδιαίτερη σχέση με τη διόραση. Μακριά από την καφεμαντεία ή την οποιαδήποτε μορφή πρακτικών μαντείας όπως τις ξέρουμε μέχρι και σήμερα ο μπαρμπα-Γιώργης γίνεται αντικείμενο συζήτησης αρχικά στους κύκλους της περιοχής του. Κάποιοι χλευάζουν, άλλοι απλά τον αγνοούν, μερικοί αποδίδουν το όποιο χάρισμά του σε υπερφυσικές θεωρίες.
Ωστόσο ακόμα και οι πιο δύσπιστοι μαρτυρούν πώς κοντοστάθηκαν για κάποια λεπτά όταν εκείνος θα τους πει σε ποιο ακριβώς σημείο θα βρουν το χαμένο τους αντικείμενο ή θα τους απαντήσει με “ανατριχιαστικά ανέκφραστο πρόσωπο” στην δύσκολη ερώτησή τους. Οι απαντήσεις του μπαρμπα-Γιώργη δεν έπεφταν έξω. Έδειχνε να ξέρει καλά τα μελούμενα και αυτό ήταν μια δυνατότητα που ποτέ ο άνθρωπος, διαχρονικά, δεν θέλησε να αφήσει αναξιοποίητη. Αυτό τουλάχιστον δείχνουν και οι μαρτυρίες των χωριανών του που κάνουν λόγο για κόσμο ο οποίος επέστρεφε ξανά και ξανά αφού ο μπάρμπας είχε πέσει μέσα κατά την πρώτη τους επίσκεψη.
Έτσι μεταφέρεται από στόμα σε στόμα το όνομά του και η φήμη του ξεπερνάει κατά πολύ τα όρια του χωριού. Ο κόσμος που συρρέει στην αυλή του γίνεται ολοένα και περισσότερος. Στην αρχή τα γύρω χωριά, μετά η Βόρεια Ελλάδα στο τέλος όλη η χώρα από την οποία δεχόταν δεκάδες γράμματα καθημερινά. Γράμματα στα οποία οι αποστολείς άλλοτε τον ευχαριστούσαν και άλλοτε του ζητούσαν συμβουλές, του έκαναν ερωτήσεις και ζητούσαν απαντήσεις στους προβληματισμούς τους.
Τα αυτοκίνητα των επισκεπτών γέμιζαν ασφυκτικά την αυλή και τους χωματόδρομους γύρω από το σπίτι του. Άνθρωποι κατεύθαναν στο χωριό και οι ντόπιοι γνωρίζοντας αυτό που έψαχναν οι επισκέπτες πριν καλά ρωτήσουν τους έστελναν απευθείας στο σημείο του σπιτιού του. Τα βράδια μάλιστα, οι επισκέπτες που δεν προλάβαιναν να τον δουν κοιμόντουσαν στα αυτοκίνητά τους ή φιλοξενούνταν στα σπίτια της γειτονιάς.
Ο μπαρμπα-Γιώργης δεν ζητούσε χρήματα. Αλλά δεχόταν ό,τι ο επισκέπτης ήθελε να αφήσει. Τους υποδεχόταν στο μικρό χαμηλοτάβανο “εξομολογητήριό” του. Ένα μικρό δωμάτιο όπου πλάι στο ντιβάνι του υπάρχει μέχρι και σήμερα αφημένη η γωνιά με το ξύλινο τραπέζι, τις δύο καρέκλες, τις εικόνες και τους σιδερένιους σταυρούς του. Όσο φουντώνει η φήμη του άλλο τόσο φουντώνουν και τα σχόλια περί “σολομωνικής και άλλων δαιμονίων”. Πολλοί κάνουν λόγο για την διανοητική του κατάσταση και σχολιάζουν τον ιδιαίτερα αφημένο τρόπο ζωής του.
Οι ντόπιοι μιλούν μέχρι και σήμερα για τα γνωστά πρόσωπα που πέρασαν την πόρτα του εξομολογητηρίου του. Διάσημοι πολιτικοί, καλλιτέχνες της τότε σκηνής αποτελούσαν τακτικούς επισκέπτες του ανάμεσα στις λαοθάλασσες που συνέρρεαν. Έντονες φήμες στο χωριό αναφέρουν μέχρι και σήμερα πως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής του απέδωσε “χάρις” για να συνεχίσει να κάνει αυτό που έκανε.
Ο μπαρμπα-Γιώργης δεχόταν κόσμο σχεδόν μέχρι το τέλος της ζωής του. Πεθαίνει το 1988 και την θέση του παίρνει -εν αγνοία του- ο γιος του. Ο κόσμος εξακολουθεί και στέλνει γράμματα στο όνομα πλέον του γιου του ο οποίος όμως δεν δείχνει να θέλει να συνεχίσει την περίεργη κληρονομιά του πατέρα του παρά το γεγονός πως ο κόσμος γίνεται πιεστικός. Η κατάσταση της υγείας του και η εμφάνισή του, σχεδόν επαιτική, κάνουν το χωριό να μαρτυράει ολοένα και περισσότερο αυτό που είχε εξομολογηθεί και ο ίδιος ο μπαρμπα-Γιώργης σε κοντινούς του ανθρώπους. Όπως λένε ίσως το χάρισμά του κατέστρεψε την οικογένειά του. Ο Κώστας πεθαίνει το 2000 και ο μύθος του μπαρμπα-Γιώργη κλείνει οριστικά. Πλέον το μόνο που απέμεινε να θυμίζει τα πρόσωπα που σημάδεψαν μαζικά -τρόπο τινά- τις ζωές όλων όσοι πέρασαν την πόρτα του, είναι η εικόνα του σπιτιού από το 1920 που εγκαταλείπεται πλήρως στην δύναμη του χρόνου.