ο-στρατής-βογιατζής-αποκαλύπτει-έναν-939594

Πρόσωπα

Ο Στρατής Βογιατζής αποκαλύπτει έναν τόπο που οι τουρίστες θα φοβούνται να πάνε

Ο γνωστός συγγραφέας, κινηματογραφιστής, φωτογράφος και ανθρωπολόγος με αφορμή την έκθεση φωτογραφίας του στη Θεσσαλονίκη για την Thessaloniki PhotoΒiennale 2023

Γιώργος Σταυρακίδης
Γιώργος Σταυρακίδης

Το βιβλίο «Κάμπος» του Στρατή Βογιατζή μοιάζει με ένα ψηφιδωτό ιστοριών και εικόνων για την γνωστή περιοχή της Χίου, αφήνοντας την φαντασία να περιπλανηθεί σε εκείνα που μοιάζουν παραμύθια αλλά δεν είναι. Ή μήπως είναι;

Ο αναγνώστης του βιβλίου που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις ΑΓΡΑ, περπατάει στα υπέροχα τοπία του Κάμπου και νιώθει την αύρα της μέσα από φωτογραφίες, λέξεις και συναισθήματα που γίνονται η επιστροφή σε εκείνα που ξεχνάμε αλλά υπάρχουν ακόμα.

Την Πέμπτη 12 Οκτωβρίου, ο συγγραφέας του βιβλίου παρουσιάζει την φωτογραφική έκθεση “Κομποστοποιήσεις στον Κάμπο”  στη Θεσσαλονίκη, στην Thessaloniki PhotoΒiennale 2023 και θα έχει διάρκεια μέχρι 18 Νοεμβρίου. Με αυτό ως αφορμή, μιλήσαμε με τον συγγραφέας, κινηματογραφιστή, φωτογράφο και ανθρωπολόγο, Στρατή Βογιατζή για όλα εκείνα που ξέρουμε ότι ακόμα φωτίζονται κάτω από τον ελληνικό ήλιο, αλλά δεν βρίσκουμε τον χρόνο πια να τα δούμε από κοντά. Κάπως όπως έγινε και με τον Κάμπο, που σε αυτή την έκδοση φωτίζεται και γίνεται δρόμος για όποιον θέλει να τον περπατήσει…

Η φωτογραφία για εσάς, μπορεί να είναι οι λέξεις που δεν χρησιμοποιείτε για να περιγράψετε ένα τοπίο, έναν άνθρωπο ή μία κατάσταση ή μπορεί να λειτουργεί συμπληρωματικά σε αυτά που θέλετε να δώσετε

Με ενδιαφέρει η ποιητική πρόσληψη των πραγμάτων και ως εκ τούτου οι φωτογραφίες που αναδύουν μια μυστηριακή αύρα, που ενώ υπάρχει μια γραμματική, μια αισθητική που τις διέπει το μήνυμα που μεταφέρουν παραμένει αμφίσημο.  Διαβάζω αυτή τη περίοδο ένα βιβλίο του αρχιτέκτονά Γιούχανι Πάλασμα, που μιλάει για μια ολιστική αρχιτεκτονική που ενεργοποιεί τις αισθήσεις και σκεφτόμουν  ότι με συγκινούν οι φωτογραφίες που έχουν σώμα, που αν και οπτικές κατασκευές υπονομεύουν την κυριαρχία του οφθαλμοκεντρισμού, διεγείρουν και απτικές εμπειρίες. Στον «Κάμπο» το τελευταίο μου βιβλίο προσπάθησα να φτιάξω εικόνες που θα λειτουργούν ως πυκνωτές μνήμες, εγκιβωτίζοντας μυρωδιές, αισθήσεις, αναμνήσεις, εντυπώσεις, κρυφά όνειρα και επιθυμίες. Οι εικόνες και τα  κείμενα το βιβλίου συνθέτουν από κοινού ένα παζλ που σαν στόχο έχουν να παγιδεύσουν τον αναγνώστη σε ένα αισθαντικό χώρο αυξημένης εντροπίας, όπου τα ζώα εκτοπίζουν σταδιακά τους ανθρώπους, οι μνήμες γεννούν νέες χωρικές συσχετίσεις και το μυστήριο υπονομεύει διαρκώς τον ορθολογισμό.

Πώς ξεκίνησε για εσάς όλη αυτή η καταγραφή μέσα από διάφορες και ίσως, διαφορετικές μορφές τέχνης. Ποια ήταν η δική σας ανάγκη που έπρεπε να εξωτερικευτεί με αυτούς τους τρόπους;

Από νωρίς και χωρίς να μπορώ να το εξηγήσω, ένιωθα ότι παράλληλα με τη μασίφ πραγματικότητα που ζούμε υπάρχει μια άλλη πραγματικότητα, αδιόρατη που εμφανίζεται φευγαλέα και μυστηριακά είτε μέσα από  ατυχήματα, συμπτώσεις, αυτοσχεδιασμούς, είτε μέσα από τη μουσική και τα όνειρα. Αυτό που με κινητοποιεί είναι μια ποιητική κατοίκηση του χώρου,  οι συναντήσεις και συνδέσεις με τον κόσμο που ως ραδιοφωνικός δέκτης συντονίζομαι με εκείνα τα ανεπαίσθητα ραδιοσήματα που εκπέμπονται από τους γύρω μου. Με ενδιαφέρουν τα σύνορα μεταξύ πραγματικού και φανταστικού, οι ενδιάμεσοι χώροι, τα υπόγεια εκεί που κατοικούν όλες εκείνες οι εντυπώσεις, τα λησμονημένα συμβάντα που έχουν εξοριστεί από μια ιεραρχημένη κανονικότητα. Η εργασία μου ορίζεται από μια πορεία περιπλανήσεων, ένα διαρκές οδοιπορικό όπου μέσα από τυχαιότητες και συνειρμούς “σκοντάφτω” σε κάποιους τόπους ή ανθρώπους και μετά ξεκινάει μέσα από ήχους, εικόνες  και λόγο η περιπέτεια αφήγησης της εν λόγω εμπειρίας.  Προσπαθώ να κινούμε στα όρια της κατανόησης μου για τον κόσμο και να πλέκω αφηγήσεις που στο πυρήνα τους έχουν το υπερβατικό, αυτό που ο Νίτσε ονομάζει mysterium tremendum.

Κάθε φορά που βλέπετε πως αυτός ο τρόπος σας, αφορά και συγκινεί και άλλους, πολλούς ή λίγους, σας δίνει ικανοποίηση; Δηλαδή είναι η αποδοχή και οι διακρίσεις κάτι που προσμένετε στις «αφηγήσεις» σας αυτές;

Η αγωνία μου κάθε φορά, ερχόμενος σε επαφή με το θέμα, είναι πώς θα συνδέσω όλα εκείνα τα ετερόκλητα, ασυνεχή στοιχεία που το συναποτελούν, φέρνοντας κοντά φαινομενικά ασύνδετες πραγματικότητες. Την ίδια στιγμή με απασχολεί πώς θα δημιουργηθούν «αφηγήσεις» που διαρρηγνύουν τον ορισμένο, ταξινομημένο χώρο που επιβάλουν οι επίσημες αφηγήσεις απεδαφικοποιώντας το χώρο όπως θα έλεγε ο Ντελέζ, προτείνοντας νέους βηματισμούς και λοξούς τρόπους θέασης του πραγματικού. Σίγουρα είναι ικανοποιητικό οι αφηγήσεις αυτές να αφορούν άλλους. Ο Κάμπος ενώ κατασκευάζει ένα λαβύρινθο, την ίδια στιγμή λειτουργεί ως ανοιχτός κώδικας αρχιτεκτονικής προσκαλώντας αυτούς που εισέρχονται στον κόσμο του να χαράξουν τις δικές του διαδρομές, να επιχειρήσουν τις δικές τους συνάψεις συνθέτοντας εν τέλει τον δικό τους Κάμπο σε σχέση με τους τόπους τους με τους οποίους συνδέονται.

Έρχομαι στον «Κάμπο», το τελευταίο βιβλίο σας, παρατηρώντας πως ενώ σε πρώτο πλάνο είναι τα ζώα που υπάρχουν γύρω μας, ανοίγοντας το πλαίσιο αντιλαμβάνεται κάποιος πως υπάρχει η περιγραφή μίας ζωής που ενώ υπάρχει γύρω μας, την αγνοούμε πολλές φορές λόγω και καθημερινότητας. Πρόκειται δηλαδή για μία Ελλάδα που μπορεί να υπάρχει λίγο πιο πέρα από εμάς, αλλά οι ταχύτητες της ζωής μας να μη μας αφήνουν πια να την «αναπνεύσουμε»;

Ο Κάμπος ήταν ο τόπος διαμονής της χιώτικης διασποράς, που ακόμη και σήμερα παραμένει αθέατος από τα βλέμματα των περαστικών, καθώς τα αρχοντικά και τα περιβόλια του Κάμπου φράζονται από ψηλούς μαντρότοιχους. Μέσα σε ένα τέτοιο μύχιο κόσμο, απρόσβλητο από τα ηγεμονικά αφηγήματα, συμβιώνουν μαζί μύθοι, δοξασίες, γεγονότα, μνήμες που ζυμώνονται αδιάκοπα με τη παρουσία των ανθρώπων, των δέντρων και των φυτών. Στον Κάμπο της Χίου όλα είναι κρυφά, σαλεύουν και ζυμώνονται πίσω από τους μαντρότοιχους των αρχοντικών. Όμως ό, τι είναι φανερό αποδυναμώνεται και ό, τι είναι κρυφό δυναμώνει, σχεδόν ιεροποιείται. Σήμερα τίποτα δεν είναι ιερό, αφού όλα ανήκουν στην εξουσία των ανθρώπων. Στον Κάμπο κατοικεί μια παρένθετη ζωή που φωλιάζει στα κρυφά και είναι εκεί στα σκοτάδια που αναζητώ τις ιστορίες εκείνες  που ακόμα δεν έχουν αλλοιωθεί από τη δημόσια κουλτούρα. Ίσως όπως υπαινίσσεστε, εκεί κατοικεί ένας διαφορετικός χρόνος που δεν είναι εργαλειακός αλλά επενεργεί στους ανθρώπους και στα πράγματα, σμιλεύοντας τα και μετατρέποντας τα σταδιακά σε πλάσματα του χρόνου όπως λέει ο Μπόρχες. Σήμερα οι τόποι είναι επίπεδοι, δυσδιάστατοι, έχουν αποαφηγηματοποιηθεί ώστε να ταιριάζουν στις επιθυμίες και στις ορέξεις ενός τουρίστα. Στον «Κάμπο» ήθελα να μιλήσω για ένα τόπο που οι τουρίστες θα φοβούνται να πάνε.

Ποια είναι τα στοιχεία που σας έκαναν να καταγράψετε τον Κάμπο και ποια χαρακτηριστικά του θέλατε να κάνετε γνωστά;

Οι συμβιώσεις μεταξύ της φύσης και του πολιτισμού, oι κομποστοποιήσεις που συμβαίνουν πίσω από τους μαντρότοιχους του Κάμπου,  οι μεταμορφώσεις που γεννούν αυτές οι συμμείξεις. Μέσα στο βιβλίο, σε μια αργή διαδικασία σύνθεσης και αποσύνθεσης γεννιούνται υβριδικά σχήματα, εικόνες που κινούνται ανάμεσα σε δυο αντίθετους πόλους:  του πραγματικού και της μυθοπλασίας, του κωμικού και του τραγικού, της φύσης και του πολιτισμού κομίζοντας προς τα έξω μια γνώση που εσωκλείει μέσα της το αίνιγμα. Η συλλογική μνήμη του τόπου συμπλέκεται με τη βιοποικιλότητα του, οι ιστορίες των ανθρώπων αναμειγνύονται με τα στοιχειωμένη τοπογραφία του τόπου και ο πολιτισμός συμπλέκεται με ένα διάχυτο ανιμισμό. Οι χαρακτήρες του βιβλίου – το παιδί πεταλούδα, ο Πικιώνης, το γουρούνι με τα φτερά, μια οικολογική  κοινότητα από το μέλλον, ένας γίγαντας που συμβιώνει με τις καρακάξες, ο αναρχικός Ροδοκανάκης, oι ξένοι περιηγητές και οι πυργοδέσποινες του Κάμπου – συνθέτουν ένα παζλ που όσο το κομμάτια του ενώνονται, τόσο πιο αινιγματική γίνεται η εικόνα που αποκαλύπτει. Ο αφηγητής του βιβλίου ως ιδιότυπος flaneur οδοιπορεί στον Κάμπο, μελετά αρχεία, συλλέγει μαρτυρίες από τους κατοίκους του τόπου, φωτογραφίζει, ανασύρει ιστορικά γεγονότα, συσσωρεύει πειστήρια τα οποία ταξινομεί και αναδιατάσσει σε μια προσπάθεια να συνθέσει ένα καλειδοσκοπικό πορτρέτο αυτού του μυθιστορηματικού τόπου.

Επιστρέφοντας στην αποδοχή που λέγαμε νωρίτερα, πρόσφατα πήρατε και μία σημαντική διάκριση για τον «Κάμπο» στο Ευρωπαϊκό φεστιβάλ φωτογραφίας του Nordic light στη Νορβηγία. «Η κριτική επιτροπή νιώθει ότι ο Κάμπος είναι ένα ποιητικό βιβλίο που τόσο μας συγκινεί όσο και μας αναστατώνει.» αναφέρθηκε στην αιτιολόγηση της βράβευσης και θα ήθελα να μου περιγράψετε τα συναισθήματα σας για αυτή την καθολική αναγνώριση της δουλειάς σας και των μηνυμάτων που θέλετε να δώσετε;

Σίγουρα είναι ευχάριστο να βραβεύεται ένα βιβλίο μου. Δεν ξέρω τι άλλο να πω για αυτό. Ο «Κάμπος» άλλωστε ήταν ένα σημείο καμπής για το τρόπο που κοιτάω τον κόσμο. Ενώ μέχρι πρότινος με απασχολούσε ο κόσμος των ιδεών και των ανθρώπων, με τον «Κάμπο» στράφηκα σε μια νέα οικολογία αισθητηριακής αντίληψης, σε μια υπονόμευση της ανθρωποκεντρικής αντίληψης του κόσμου και ταυτόχρονα και στην αναζήτηση μιας γνώσης, είτε επιστημονικής είτε ανιμιστικής που κρύβεται στο φυσικό κόσμο και μας βοηθάει μέσα από αυτό το πρίσμα να κοιτάξουμε εκ νέου τις ανθρώπινες κοινωνίες. Στον «Κάμπο» όπως και στη ζωή, όλα ενώνονται μέσα από ένα πρισματικό δίκτυο αλληλοεπιδράσεων έτσι που τίποτα δεν νοείται χωρίς τη συμπερίληψη του άλλου. Το μήνυμα του «Κάμπου» είναι ότι αυτό που αποκαλούμε εαυτός, δεν είναι κάτι ορθόδοξο, παρά ένα σύμφυρμα από λησμονημένες μνήμες, βακτήρια, μύκητες και γονίδια δεινοσαύρων. Τα όρια του εαυτού είναι  τόσο ρευστά, που δεν  μπορούμε ποτέ να ξέρουμε πού τελειώνουμε και πού αρχίζουμε, πόσους νεκρούς ή ζωντανούς κουβαλάμε μέσα μας.

Ποια «οδοιπορικά» που έχετε κάνει, σας έχουν αφήσει κατάλοιπα που θα επιθυμούσατε να επιστρέψετε πίσω;

Σε πιο νεαρή ηλικία ταξίδευα διαρκώς τον κόσμο, ήθελα τα παπούτσια μου μεγαλώνοντας να έχουν λιώσουν πολλές σόλες. Σήμερα καταλαβαίνω ότι είμαι προορισμένος να σκάψω το μικρό μου χωραφάκι. Άλλωστε όπου και αν βρίσκεσαι διαρκώς  επιστρέφεις στη παιδική σου ηλικία, στις οικείες αισθήσεις, στις προσωπικές τοπογραφίες, κουβαλώντας συνάμα τις πατρίδες που ανακάλυψες στη πορεία. Το οδοιπορικό συνεχίζεται, σε μια περιπλάνηση δίχως τέλος όπου το ρίζωμα βρίσκεται πλέον σε μια νομαδική, φευγαλέα πατρίδα που συναντάς καθοδόν.  Όπως το μυκήλιο κάτω από τη γη ενώνει με τις μυκηλιακές του υφές τις ρίζες των δέντρων και των φυτών, έτσι και οι διάφοροι δρόμοι που διαβαίνουμε συμπλέκονται και βρίσκονται σε μια δυναμική αλληλοσυσχέτιση. Υπάρχει ένα κοάν που λέει: «Ταξιδιώτη, ο δρόμος δεν υπάρχει – τον δρόμο τον φτιάχνεις περπατώντας.»

Είστε ιδρυτής του Caravan project που έλαβε δύο επιχορηγήσεις από το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος,  συμμετέχει ως συνεργάτης σε πολλά ευρωπαϊκά έργα και  το έργο του έχει παρουσιαστεί σε πολλά διεθνή φεστιβάλ και φόρουμ όπως διαβάζω. Τι που δεν έχετε ακόμα κάνει, θέλετε να γίνει τα επόμενα χρόνια με αυτό το project ή και αλλιώς;

Το Caravan ξεκίνησε σαν οδοιπορικό στην Ελλάδα με σκοπό να καταγράψει μαρτυρίες και να συνθέσει ένα αρχείο ανθρώπινων ιστοριών. Σημασία άλλωστε έχουν εκείνες οι ιστορίες που λένε άλλες ιστορίες. Όπως έχει γράψει ο Χοσέ Γκασέτ, μας έχει μείνει μόνο η ιστορία μας να αφηγούμαστε, ακόμη και αν αυτή δεν είναι δική μας.  Αυτό που μας ενδιαφέρει στο καραβάνι είναι oι συναντήσεις με τον Άλλον, οι από κοινού πλοηγήσεις σε αχαρτογράφητά ύδατα, οι συμβιώσεις, οι κοινές αφηγήσεις, να δώσουμε χώρο σε μια ετερότητα που φωλιάζει κρυφά, να αναδυθεί και να αποκτήσει φωνή. Είτε πρόκειται για κρατούμενους φυλακών, είτε για Ρομά, είτε για μια παρέα εφήβων, είτε για μια κοινότητα ενός χωριού, προσπαθούμε με συμμετοχικό και διαθεματικό τρόπο να αναδείξουμε από κοινού τα θέματα που τους απασχολούν. Ταυτόχρονα η διεπιστημονική ομάδα του Caravan (αρχιτέκτονες, βιολόγοι, ανθρωπολόγοι, εικαστικοί) έχει στραφεί στην δημιουργία μιας οικολογικής εν συναίσθησης στην ανθρωπόκαινο περίοδο που διανύουμε,  φέρνοντας κοντά την επιστήμη, την τέχνη και τον ακτιβισμό – προσπαθώντας  να εμφυσήσει  ένα οικολογικό, συμβιωτικό όραμα σε αυτούς τους επικίνδυνους καιρούς που ζούμε.

Υπάρχει λόγος που οι άνθρωποι συγκινούμαστε από μία φωτογραφία, ένα κείμενο, ένα ντοκιμαντέρ για τη φύση αλλά από την άλλη απομακρυνόμαστε συνειδητά από αυτή χωρίς να λογαριάζουμε το τίμημα;

Η ανθρώπινη φύση έχει αμετάκλητα διαρρήξει τη σχέση της μια πνευματικότητα που κατοικεί στη φύση, με τους αρχαίους μύθους που μας συνδέουν με τα ορμέμφυτα και την  άγρια ψυχή μας. Ο πολιτισμός που φτιάξαμε με τους εγκεφάλους μας αδυνατεί να καλύψει το υπαρξιακό κενό που πρόκυψε λόγω της αποκοπής μας από τον ομφάλιο λώρο της μητέρας γης. Οι εικόνες από τη φύση ενεργοποιούν μια απολιθωμένη ανάμνηση που πρόσκαιρα και με πλατωνικό τρόπο μας θυμίζει κάποιες αρχέγονες εικόνες, εντυπωμένες στο σώμα πριν απότομα επιστρέψουμε στη ψηφιακές εικόνες που συναρθρώνουν πλέον την πραγματικότητα που μας περιβάλλει. Έχουμε καταφέρει από το διαφωτισμό και ύστερα, να δημιουργήσουμε ένα πολιτισμό που η φύση είναι παντελώς απούσα. Επομένως κάθε «πολιτισμένη» πράξη μέσα στο τοξικό πλέον οικονομικό σύστημα που μας διαφεντεύει  είναι μια επικύρωση αυτής της αποξένωσης. Η αποσύνδεση αυτή έχει κατασκευάσει εικονιστικά υποκείμενα, αδιάφορα προς τους κύκλους της ζωής, που ζητούν απεγνωσμένα να καλύψουν αυτό το κενό σε πορνογραφικές εικόνες και ευκαιριακές ηδονές που εξαντλούνται άμεσα σε ένα στιγμιαίο και αγοραίο παρόν. Είναι τέτοιες οι ταχύτητες στις μέρες μας λέει ο Γιώργης στον «Κάμπο» που η σημερινή εποχή στο μέλλον δεν θα έχει μνήμη. Όμως αν δεν έχει μνήμη δεν μπορεί να έχει ούτε συνείδηση.

*Η έκθεση “Κομποστοποιήσεις στον Κάμπο” προέρχεται από το βραβευμένο βιβλίο του Στρατή Βογιατζή “Κάμπος” (εκδ. Άγρα). Στον Κάμπο της Χίου, τόπο επιφανών ελληνικών οικογενειών της διασποράς, με τα οικόσημα και τα αρχοντικά, τα περιβόλια με τα εσπεριδοειδή και μια διαρκή κατοίκηση στο χρόνο από τον 14ο αιώνα και έπειτα, μας μυεί ο Στρατής Βογιατζής. Ο αφηγητής ως ένα πορώδες πλάσμα περιπλανιέται στη τοπογραφία ενός μύχιου κόσμου, αναδιφά σε ιστορικά αρχεία, αλληλοεπιδρά με τους κατοίκους και τα ζώα του τόπου, φωτογραφίζει, καταγράφει μαρτυρίες, συσσωρεύει πειστήρια τα οποία μέσα από παρεκβάσεις, λοξοδρομήσεις και επαναλήψεις, συναρμόζει με παιγνιώδη τρόπο

Ο επισκέπτης της έκθεσης μέσα από εικόνες, αντικείμενα,, ηχοτοπία, εγκαταστάσεις θα έχει  τη δυνατότητα να παρεισδύσει στον περίκλειστο  κόσμο του Κάµπου, να στοχαστεί πάνω τις δαιδαλώδεις συµµείξεις της κουλτούρας και του φυσικού περιβάλλοντος που τη κυκλώνει.  Μέσα από τις διαδροµές της έκθεσης που συµπλέκονται ριζωµατικά ως ένα ιδιότυπο είδος φράκταλ, ο/η επισκέπτης/τρια διερωτάται πάνω στις δυνάµεις εκείνες που συνωµοτούν και συγκροτούν αθέατα το χαρακτήρα κάθε τόπου αλλά και πάνω στην έννοια της κατοίκησης στην κλιματική κρίση που ήδη διανύουμε. Θα έχει τη δυνατότητα να περιπλανηθεί σε ένα κόσµο που βρίσκεται στο μεταίχμιο ενός ασθμαίνοντος δυτικού πολιτισµού και µιας ανιµιστικής φύσης που φύεται πλάι του και αποζητά επιτακτικά την προσοχή µας.   Η έκθεση υιοθετώντας µια παιγνιώδη, πλοκαµοειδή αφήγηση διερωτάται πάνω στις στοιχειωμένες τοπογραφίες του Κάµπου και πως επιδρούν αυτές σε ένα εξατοµικευµένο παρόν, διερωτάται πάνω στην έννοια του ‘καταφυγίου’ στην Καπιτολόκαινο περίοδο, και προκρίνει υβριδικά σχήματα επιβιώσης  σε αντιδιαστολή  με τις παγιωµένες, ατομοκεντρικές ανθρωπογενείς εγχαράξεις.

  Η έκθεση µας καλεί να στοχαστούµε πάνω σε µια οικολογία αισθητηριακής κατοίκησης του τόπου από κοινού µε τους άλλους ζωντανούς οργανισµούς που κατοικούν πλάι µας.  Αναρωτιέται πώς δηλαδή στον τόπο που κατοικούµε εξυφαίνονται τα σχέδια ετερόκλητων αρχιτεκτόνων (ανθρώπων, φυτών, βακτηρίων, ζωών, µυκητών)  για να συνθέσουν αυτόν το διαειδικό (transpieces) κάναβο όπου ο ανθρώπινος εαυτός δεν νοείται χωρίς τη συµπερίληψη του άλλου.   

O Kάμπος εξακολουθεί μετά την ολοκλήρωση του να υπόκειται σε μια αλχημική διαδικασία μεταμόρφωσης, αέναα να μεταστοιχειώνει τα επιμέρους υλικά που τον συναποτελούν, αναζητώντας με πείσμα τη φιλοσοφική εκείνη λίθο που ενοποιεί τα πράγματα και τις μορφές.

*Πληροφορίες – Διάρκεια: 13/10/-10/11/2023 | Ώρες λειτουργίας: ΔΕ | ΤΕ > 09:00 – 16:00, ΤΡ | ΠΕ | ΠΑ > 09:00-20:00, ΣΑ > 09:00 – 15:00 | Χώρος: Αγιορειτική Εστία | Καλλιτέχνης: Στρατής Βογιατζής | Επιμελητές: Στρατής Βογιατζής, Δημήτρης Θεοδωρόπουλος, Γιώργος Πρίνος | Συνεργασία: Αγιορειτική Εστία | Εγκαίνια: Πέμπτη 12 Οκτωβρίου, 20:00

#TAGS
Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα