Οι αδελφές Σπανομάρκου, το «Ted Lasso» και τα Grammy
Η Αρετή και η Ιωάννα μιλούν για τα παιδικά τους χρόνια, το πώς επιλέχθηκαν στην επιτροπή των Grammy καθώς και το «Ted Lasso», όπου έπαιξε δικό τους κομμάτι!
Θα σου φαινόταν απίστευτο αν εκεί που έβλεπες την αγαπημένη σου σειρά ξαφνικά άκουγες ένα κομμάτι από Έλληνες καλλιτέχνες; Αυτό έπαθαν οι θεατές του “Ted Lasso”, όπου στην τρίτη σεζόν άκουσαν ένα κομμάτι της Αρετής και Ιωάννας Σπανομάρκου.
Ποιες είναι όμως οι δύο αδερφές που μαζί έχουν γράψει και κυκλοφορήσει πολλά μουσικά album, έχουν βραβευτεί σε διεθνείς διαγωνισμούς και μεταξύ πολλών άλλων είναι μέρος της κριτικής επιτροπής των Grammy; Πάμε να τις γνωρίσουμε.
Η Αρετή και η Ιωάννα γεννήθηκαν στην Αθήνα το ’86 και το ’89, αντίστοιχα. Μεγάλωσαν σε μια αστική γειτονιά των Άνω Πατησίων, λίγα μέτρα μακριά από την κεντρική Ανθαγορά και την Columbia. Ο αέρας της περιοχής με τις μυρωδιές των λουλουδιών και τις μελωδίες που πλανιόντουσαν στην ατμόσφαιρα από τα ανοιχτά παράθυρα, σ’ ένα μείγμα με ροκ, λαϊκή και pop μουσική, ήταν η επένδυση των πιο όμορφων χρόνων της ζωής τους.
«Μας άρεσε να βάζουμε στο κασετόφωνο και αργότερα στο φορτηγό cd-playes, από ρεμπέτικα και παλιά λαϊκά, μέχρι Michael Jackson, Eminem, Carmina Burana, Madonna, Βανδή, TerrorXCrew και Donna Summer. Αρχής γενομένης από τότε, δημιουργήσαμε μια μεγάλη συλλογή από CDs, την οποία διατηρούμε μέχρι και σήμερα»
Όπως διηγούνται οι αδελφές Σπανομάρκου, η σχέση τους με την μουσική ξεκίνησε όταν ο πατέρας τους, στα φοιτητικά του χρόνια ως ηλεκτρονικός μηχανικός, είχε κατασκευάσει δύο μεγάλα ηχεία, τα οποία σιγά-σιγά μετακόμισαν από το σαλόνι, στο δωμάτιο τους.
«Εκεί τα βάψαμε με σπρέι και έκτοτε έπαιζαν στην διαπασών. Ίσως τότε ήταν και πιο ανεκτικός ο κόσμος, γιατί σιγά σιγά τα ηχεία αντικαταστάθηκαν με τα ακουστικά που φοράμε πλέον στα αυτιά μας. Οι γονείς μας είχαν δει ότι είχαμε κλίση στην μουσική και από πολύ νωρίς, μας έγραψαν σε μαθήματα μουσικής με δάσκαλο τον Μιχάλη Πετεβή. Ήταν πολύ διασκεδαστικό και από την στιγμή που μάθαμε να παίζουμε synthesizer αρχίσαμε να θέλουμε να γράφουμε καινούργια μουσική, αντί να παίζουμε μόνο τις εβδομαδιαίες παρτιτούρες που είχαμε για μελέτη. Λίγα χρόνια μετά πήραμε και τα πτυχία μας από τον Φίλιππο Νάκα και οργανώναμε μαθητικές και έπειτα φοιτητικές μίνι συναυλίες, όπου μαζί με τους συμμαθητές μας, τραγουδούσαμε ακυκλοφόρητα τραγούδια μας»
Οι δύο αδελφές χωρίστηκαν για πολύ λίγο όταν η μία σπούδαζε Διεθνές Εμπόριο στην Καστοριά και η άλλη Λογιστική στην Λάρισα. Όταν ολοκλήρωσαν τις σπουδές τους, επέστρεψαν στο πατρικό τους, συζητούσαν με νοσταλγία γι’ αυτά και έτσι κατέληξαν σε δημιουργικό οίστρο, συνθέτοντας πάρα πολλά τραγούδια.
«Μέχρι που πήραμε την απόφαση και τολμήσαμε να απευθυνθούμε σε μια δισκογραφική. Η FM Records και ο Νίκος Κούρτης μας έδωσαν την δυνατότητα να κάνουμε το πρώτο μας επαγγελματικό βήμα, όταν όλες οι άλλες εταιρείας δεν θέλανε τότε σε πρώτο πλάνο το μπουζούκι και το είχαν παραγκωνίσει, ακόμα και στις πίστες, όπου κυριαρχούσε η ηλεκτρική κιθάρα. Αρχικά κυκλοφορήσαμε το single «ΕΝΑ» με τέσσερα τραγούδια, το οποίο αγκάλιασε αμέσως ο κόσμος και έκανε την έκπληξη καθώς το τραγούδι «Φοιτητή-Φοιτητή» έγινε το hit του τότε πολύ μεγάλου νυχτερινού κέντρου «CARAMELA» και επικρατούσε πανζουρλισμός κάθε φορά που παιζόταν. Αναγκάστηκε ο μαέστρος να προσλάβει δύο μουσικούς για να παίζουν μπουζούκι, ειδικά για την ενότητα του «Φοιτητή». Αμέσως κυκλοφορήσαμε τo album «ΔΥΟ» και κατόπιν, ακολούθησαν πολλά album σε διάφορα είδη μουσικής, φτάνοντας σήμερα να έχουμε κάνει την παραγωγή σε περισσότερα από 210 μουσικά tracks, που τα έχουν ερμηνεύσει μια πληθώρα γνωστών Ελλήνων και ξένων τραγουδιστών και ηθοποιών»
Οι αδερφές Σπανομάρκου έχοντας πάνω από 10 χρόνια παρουσίας ως συνθέτριες και μουσικοί παραγωγοί στο studio, αλλά και πολλές βραβεύσεις στο ενεργητικό τους, ειδικά στο εξωτερικό, τους έγινε η πρόταση να γίνουν μέλη της επιτροπής των Grammy, την οποία υποστήριξαν παλαιότερα μέλη, μεταξύ των οποίων και ένας διευθυντής μια ιστορικής δισκογραφικής.
«Καθώς υπολόγισαν ότι είχαμε εμπειρία σε πάρα πολλά ακούσματα και καλλιτεχνική αρτιότητα στις παραγωγές μας, θεώρησαν ότι μπορούσε ν’ ανταπεξέλθουμε σε κάτι τέτοιο. Φυσικά, ήταν πολύ τιμητικό. Εμείς ανήκουμε στο παράρτημα της Νέας Υόρκης του Recording Academy και συμμετέχουμε ως Mentors σε διάφορες δραστηριότητες και Master Classes. Νιώθουμε υπερήφανες που ήρθε αυτή η αναγνώριση και που βρισκόμαστε στην κριτική επιτροπή ανάμεσα σε μεγαθήρια του χώρου, όμως αισθανόμαστε και το βάρος της ευθύνης και αφιερώνουμε εκατοντάδες ώρες κάθε χρόνο για ν’ ακούσουμε χιλιάδες τραγούδια σε διάφορες κατηγορίες, όπου σταδιακά γίνεται η διαλογή, μέχρι να φτάσουν να ανακοινωθούν οι τελικές υποψηφιότητες. Εκείνες τις ημέρες, το άγχος κορυφώνεται και επέρχεται ομολογουμένως και μια κούραση, η οποία συνυπάρχει με την απόλαυση του να ανακαλύπτεις νέα διαμάντια στη μουσική. Έχουμε την επίγνωση ότι οι επιλογές που καλούμαστε να κάνουμε, συχνά επηρεάζουν τις επόμενες μουσικές τάσεις και έχουμε ένα όραμα να επανέλθει η μουσική σε υψηλά επίπεδα ποιότητας, διότι τώρα τελευταία μαστίζεται από έλλειψη μελωδίας και διαφορετικότητας στην ενορχήστρωση, ενώ επίσης, πολλοί τραγουδιστές αντί ν’ απευθυνθούν σε συνθέτες για την δημιουργία νέου υλικού, απλά αλλάζουν στίχους σε παλαιότερα τραγούδια και γίνεται μια ανακύκλωση»
Οι ίδιες τονίζουν ότι έχουν την αγωνία να μην αδικήσουν κάποιο τραγούδι, καθώς ακούνε αναρίθμητα μουσική κομμάτι και προσπαθούν να είναι όσο πιο αντικειμενικές μπορούν.
«Η προσωπική μας φιλοσοφία είναι να μην εστιάζουμε στην διασημότητα κάποιου καλλιτέχνη αγνοώντας τους ανερχόμενους, αλλά αντίθετα, κρίνουμε με βάση τη μελωδία, την πρωτοτυπία της μουσικής και του στίχου. Μας αρέσει ν’ ακούμε τραγούδια που εξιστορούν ένα συναίσθημα ή μια κατάσταση της καθημερινότητας που ενέπνευσε τον δημιουργό. Φυσικά, δίνουμε σημασία και σε τεχνικά θέματα, όπως οι μίξεις, η επεξεργασία του ήχου, το mastering κ.α. Βλέπουμε τελευταία ότι πολλές ανεξάρτητες παραγωγές, δεν έχουν σε τίποτα να ζηλέψουν σε σχέση με την ποιότητα των μεγάλων ονομάτων του παγκόσμιου μουσικού στερεώματος και ειλικρινά, αυτό είναι κάτι που μας χαροποιεί πολύ, διότι πλέον όλος ο κόσμος έχει πρόσβαση σε ψηφιακές πλατφόρμες με υψηλές προδιαγραφές ποιότητας ήχου και οι νέες παραγωγές διαρκώς βελτιώνονται, σε αυτά τα πρότυπα»
Μιλώντας για τις πιο δύσκολες στιγμές τους μέχρι σήμερα αλλά και τις κορυφαίες που θα θυμούνται για πάντα, οι αδερφές Σπανομάρκου επισημαίνει πως:
«Επειδή στηριζόμαστε στα δικά μας πόδια, συνήθως διαχειριζόμαστε τις καταστάσεις προτού προλάβουν και γίνουν δύσκολες. Όμως, έχουμε συναντήσει στο παρελθόν κάποια επιπολαιότητα με νέους, Έλληνες καλλιτέχνες. Έχει συμβεί να ετοιμάζουμε μια μεγάλη παραγωγή και να μας «κρεμάσουν» τελευταία στιγμή. Είναι από τα χειρότερα πράγματα που μπορούν να σου συμβούν ως παραγωγός, καθότι είναι ώρες στούντιο, πρόβες, συγκεκριμένοι τόνοι ήδη γραμμένων τραγουδιών, ενώ εμπλέκονται και πάρα πολλοί συντελεστές, όπου το καπρίτσιο ενός ανθρώπου, απαξιώνει την σκληρή δουλειά τους. Αντίθετα, στην Αμερική δεν θα δεις εύκολα τέτοιες συμπεριφορές, ενώ δεν έχουμε συναντήσει και βεντετισμούς μέχρι στιγμής.
Εκτός από τις βραβεύσεις μας στην Καλιφόρνια, είναι για εμάς κορυφαία στιγμή η συνάντηση με τον Sid Ganis, που υπήρξε επί σειρά ετών πρόεδρος της επιτροπής των βραβείων Oscar και πρώην πρόεδρος της Paramount, αλλά επίσης, και τα υπέροχα σχόλια που λάβαμε από τον πρόεδρο της θρυλικής δισκογραφικής Motown για τον τελευταίο μας ροκ δίσκο με τίτλο «Deadly Fire», ο οποίος χαρακτήρισε την μουσική μας καθαρά κινηματογραφική, με πολλές προοπτικές. Πράγματι, έχουμε δεχθεί αρκετές προτάσεις, ενώ πλέον επικοινωνούμε με γνωστά studios που θέλουν να υλοποιήσουν ταινίες βασισμένες σε δικά μας σενάρια και με την δική μας μουσική επένδυση»
Η μουσική των αδελφών Σπανομάρκου ταξίδεψε πρόσφατα για ακόμα μια φορά στο Hollywood και πιο συγκεκριμένα στην δημοφιλή σειρά της Warner Bros, “TED LASSO”. Είναι η πολλοστή φορά που τα τραγούδια των αδελφών Σπανομάρκου επιλέγονται και μπαίνουν σε ταινίες και σειρές στην Αμερική.
«Αισθανόμαστε πολύ χαρούμενες, όχι μόνο για αυτή την προσωπική μας επιτυχία, αλλά και γιατί βλέπουμε να επιλέγουν συχνά από τις δημιουργίες μας, κομμάτια που έχουν καθαρά ελληνικό ήχο. Αυτό μας δίνει και μια δικαίωση, γιατί στο ξεκίνημά μας, ένας παράγοντας μιας δισκογραφικής εταιρίας στην Ελλάδα, μας είχε πει ότι το συρτάκι είναι παλιομοδίτικο και μας είχε πει ότι δεν θέλουν «Τζατζίκι, σουβλάκι, συρτάκι, Παρθενώνα». Κι όμως! Το συρτάκι και το μπουζούκι κάποτε, έγιναν διεθνώς γνωστά μέσ’ από τον κινηματογράφο και είναι πλέον συνώνυμα με την Ελλάδα και νιώθουμε ότι κάναμε πολύ σωστά που δεν ακούσαμε τα λόγια του. Αντίθετα, ο κος Νίκος Κούρτης, ο διευθυντής της FM Records, αγκάλιασε τις συνθέσεις αυτού του είδους και προώθησε και διευκόλυνε το licensing των κομματιών μας για κινηματογραφικές ταινίες και σειρές. Πλέον συμβάλλουμε στην καλλιτεχνική αναγέννηση της εικόνας της Ελλάδας στο εξωτερικό, με όχημα την βαριά βιομηχανία του κινηματογράφου, ενώ υπάρχει εκδηλωμένο ενδιαφέρον και για τα άλλα είδη μουσικής που συνθέτουμε. Πρόσφατα μάλιστα, σε ένα συνέδριο, μας χαρακτήρισαν ως η συνέχεια των μεγάλων Ελλήνων δημιουργών, όπως ο Vangelis και ο Alexandre Desplat, κάτι που μας συγκίνησε ιδιαίτερα»
Σχετικά με το πόσο δύσκολο είναι για έναν Έλληνα καλλιτέχνη να καταφέρει να διακριθεί παγκοσμίως, οι αδερφές Σπανομάρκου τονίζουν ότι «το μόνο που έχουμε να πούμε είναι ότι κάθε μέρα βρίσκεσαι πιο κοντά στο όνειρο σου, αρκεί να αφοσιωθείς πλήρωσης στην τέχνη σου και να μην αποθαρρύνουν οι πρώτες δυσκολίες. Χρειάζεται αρκετός χρόνος, αλλά τα ωραία πράγματα αργούν να γίνουν. Πιστεύουμε ότι μετά την οικονομική κρίση που περάσαμε τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, έχει ανθίσει η τέχνη και ολοένα και περισσότεροι Έλληνες ξεχωρίζουν παγκοσμίως»
Για να ξεχωρίσει ένα νέος καλλιτέχνες, όπως αναφέρουν οι αδερφές, χρειάζεται επαγγελματισμό, τιμιότητα, να είναι αυθεντικός και να προσπαθεί να γίνεται καλύτερος.
«Πλέον, πολλοί νομίζουν ότι πέτυχαν κάτι, επειδή αύξησαν τους ακολούθους τους στα social media, αλλά ο καλλιτέχνης πρέπει να είναι έτοιμος ν’ αποδείξει την αξία του, χωρίς να επαφίεται σε αριθμούς των followers σε πλατφόρμες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρέπει να γίνεις αντικοινωνικός και να απέχεις εντελώς από τα social. Δηλαδή, πρέπει να διατηρείς μια ισορροπία και να έρχεσαι τακτικά σε επαφή με τον κόσμο που στηρίζει την τέχνη σου, με ταπεινότητα. Ούτε τα λεφτά σε κάνουν κάποιο, διότι σε βάθος χρόνου ξεφτίζουν όλα και αυτό που μένει είναι το ταλέντο. Και σε ό,τι αφορά το ταλέντο, πρέπει να καλλιεργείται με την μελέτη και την προσήλωση στο να θέλεις να προσφέρεις πάντα κάτι καλύτερο»
Η Αρετή και η Ιωάννα, αν και δραστηριοποιούνται στην Αμερική, δεν χρειάζεται να μετακομίσουν εκεί.
«Είναι μάλιστα μια τάση της εποχής, όπου ακόμα και μεγάλοι αστέρες του Hollywood, αλλά και πολλοί γνωστοί συνθέτες, διευθυντές φωτογραφίας κλπ., αποφασίζουν να διαμένουν στον τόπο κατοικίας τους και απλά να ταξιδεύουν περιστασιακά για τις ανάγκες της εργασίας τους. Υπάρχει ένας τρομερός πληθωρισμός αυτή τη στιγμή στην Αμερική και ακόμα και για τους πολύ υψηλόμισθους, είναι δύσκολη η διαβίωση στα μεγάλα αστικά κέντρα. Γενικά, παρατηρούμε ότι πολλοί προτιμούν να διαβιούν πλέον στην Ευρώπη κι εμείς δεν αποτελούμε εξαίρεση. Όπως μάλιστα θα έχετε παρατηρήσει, το Hollywood επενδύει όλο και περισσότερο στις παραγωγές στην Ελλάδα και νιώθουμε μια ικανοποίηση που με τις γνωριμίες που έχουμε κερδίσει με τα χρόνια από το Los Angeles, έχουμε βάλει κι εμείς το λιθαράκι μας για να φέρουμε περισσότερες κινηματογραφικές παραγωγές στην χώρα μας. Σίγουρα αυτή τη στιγμή, η Θεσσαλονίκη έχει την τιμητική της και έχουμε πληροφορίες ότι θα γίνουν κάποια γυρίσματα και σε νησιά του Αιγαίου και στην Κρήτη»
Οι ίδιες μιλώντας για το μέλλον δηλώνουν ότι αυτή την περίοδο κάνουν μια ενορχήστρωση ενός μουσικού έργου για μια γνωστή συμφωνική ορχήστρα στην Ευρώπη και επίσης, δύο σενάριά τους βρίσκονται στην φάση του pre-production, έτσι ώστε τον επόμενο χρόνο να προσχωρήσουνε στα γυρίσματα.
«Πρόσφατα, κυκλοφορήσαμε ένα album που λέγεται «CINEMATIC VISION» και μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει την μουσική υπόκρουση που δημιουργήσαμε για ένα δικό μας ντοκιμαντέρ το «CARYATIDS», που με την δική μας σκηνοθεσία, βραβεύτηκε στο CINE PARIS FILM FESTIVAL και προβλήθηκε στο BARCHELONA INDIE FESTIVAL και συνεχίζει το ταξίδι του στα φεστιβάλ ανά τον κόσμο»