Οι Θεσσαλονικείς: Θεόδωρος Χατζηαναστασίου
Ένα ντοκουμέντο όπου ο συγγραφέας αφηγείται την ζωή της οικογένειας του και αποτυπώνει στιγμές της παλιάς Θεσσαλονίκης στην τελευταία του συνέντευξη λίγο πριν τον θάνατο του
Ο Θεόδωρος Χατζηαναστασίου, έδωσε σκληρή μάχη τα τελευταία χρόνια μετά από διάφορες περιπέτειες υγείας που αντιμετώπιζε. Έφυγε από την ζωή πριν από λίγες ημέρες χωρίς να προλάβει να δημοσιευτεί η τελευταία συνέντευξη που κάναμε για την Parallaxi.
Σε πρώτο πρόσωπο μας αφηγείται την ζωή της οικογένειας του και αποτυπώνει στιγμές της παλιάς Θεσσαλονίκης.
Η ιστορία της οικογένειας μου είναι προσφυγική. Οι παππούδες μου κάνουν μια ζωή μάλλον ευκατάστατη μέχρι το 1916-1917 που ξεκινούν τα κυνηγητά και η γιαγιά μου έχοντας μωρό τον πατέρα μου και λίγο μεγαλύτερο τον αδελφό του φεύγουν και κρύβονται στην Κωνσταντινούπολη για μια περίοδο περίπου 5 χρόνων. Στην πόλη έζησαν σε ένα χώρο που είχε δοθεί για να φιλοξενήσει πρόσφυγές και τα δωμάτια χωρίζονταν με κουρελούδες, κουρτίνες, χαλιά. Εκεί μάθανε ότι είναι ανταλλάξιμοι και αποβιβάστηκαν με το πλοίο το 1922 στην Καλαμαριά. Εγκαταστάθηκαν στην Τούμπα και έψαχναν να βρουν δουλειά η γιαγιά τα δύο της παιδιά και ο δεύτερος άντρας της ο Βασίλης. Τον παππού Θεόδωρο Χατζηαναστασίου που φέρω το όνομα του στα 21 του χρόνια τον πέταξαν οι Τούρκοι σε ένα πηγάδι χτυπώντας τον με πέτρες. Στα δεκαεπτά της ήταν ήδη χήρα. Τον πατέρα μου τον Πέτρο τον γέννησε το 1915 με το σύζυγο σκοτωμένο την ώρα που βομβάρδιζαν τα Ρωσικά πλοία το χωρίο τους. Γεννούσε και οι οβίδες έπεφταν σαν πυροτεχνήματα. Από το γειτονικό χωριό ένας κύριος μεγαλύτερης ηλικίας ο Βασίλης εγγονός του γιατρού του Όθωνα με Γερμανικές ρίζες αλλά χριστιανός ορθόδοξος την είχε προσέξει. Της κάνανε προξενιό και παντρεύτηκε αυτόν τον άνθρωπο που την πέρναγε 25 χρόνια. Ο Βασίλης ήταν ένας πολύ ωραίος άνθρωπος, διευθυντής των ορυχείων της περιοχής. Δεν πρόλαβαν να ζήσουν και πολύ μαζί. Τον πήραν οι Τούρκοι όμηρο σε μια πορεία θανάτου και χάθηκαν τα ίχνη του. Και έτσι όταν πήγε στην Κωνσταντινούπολη η γιαγιά με τα δύο μωρά ήταν μόνη της. Στην πορεία προς τα βάθη της Μικράς Ασίας ο Βασίλης παθαίνει τύφο. Μεταξύ ζωής και θανάτου στο στρατόπεδο φτάνει μια αποστολή Αμερικανών γιατρών ο Ερυθρός Σταυρός της εποχής. Τον πήραν τον περιέθαλψαν και επειδή μιλούσε Γερμανικά, Αγγλικά, Γαλλικά, Ρουμανικά, Τούρκικα και Ελληνικά τους ήταν χρήσιμος στις διερμηνείες και τον πήραν μαζί τους. Άρχισε να περιφέρεται στην Μικρά Ασία με την Αμερικανική αποστολή. Όταν έφτασαν κοντά στην Κωνσταντινούπολη τους είπε πως έμαθε ότι η οικογένεια του είναι στην πόλη και θέλει να πάει να τους βρει. Έτσι ενώθηκαν και ξεκίνησαν μαζί το ταξίδι της προσφυγιάς.
Κατεβαίνουν στα απολυμαντήρια της Καλαμαριάς και τους πάνε στην Τούμπα. Η περιοχή δεν είχε τίποτα, κρανίου τόπος. Φτιάξανε ένα παράπηγμα στο γήπεδο του ΠΑΟΚ στην Αγία Μαρίνα. Του βρήκαν του Βασίλη δουλειά, αχθοφόρο στο Αλλατίνη το οποίο τότε ήταν παραθαλάσσιο, δεν είχε μπαζωθεί η παραλία και έφτανε μέχρι την Κίμωνος Βόγα. Στην μια πλευρά τα σπίτια, στην άλλη η παραλία. Στην άκρη της θάλασσας εξοχικά κέντρα. Τα «Πεταλάκια», ταβέρνα με ωραία σουτζουκάκια, δίπλα η «Όαση» που ήταν κοσμικό κέντρο, έφερνε τραγουδιστές της εποχής όπως η Πόπη Λόρη. Εκεί γινόταν και αποκριάτικοί θεαματικοί χώροι. Δίπλα στην «Όαση» οι «Τζιτζιφιές» ταβερνάκι που λόγο των δέντρων και της βλάστησης ήταν χώρος για ραντεβού, πιο ρομαντικό. Μετά το ρέμα στο ύψος της Μαρτίου το Λουξεμβούργο, κοσμικό κέντρο, το καλύτερο της εποχής. Στο Λουξεμνβούργο χόρεψε η Ρίτα Κάντιλακ η βασίλισσα του στριπ τίζ, που την εποχή εκείνη όλοι συζητούσαν για τις εμφανίσεις της.
Έτος 1924, ο Βασίλης πιάνει δουλειά στο Αλλατίνι. Ο Βασίλης ήξερε πολλά για την δουλειά και μιλούσε και πολλές γλώσσες. Το είπανε στον προσωπάρχη και αυτός τον πήρε και τον έβαλε ελεγκτή, εκεί τον είδε ο γενικός διευθυντής ο μυλωνάς Πολωνός στην καταγωγή που έψαχνε κάποιον να τον αντικαταστήσει για να φύγει. Κατέστην λοιπόν ο Βασίλης μυλωνάς που σημαίνει δικό του σπίτι διώροφο μέσα στο Αλλατίνη, σπίτι του υπηρετικού προσωπικού, φάρμα με κότες, αρνιά, κουνέλια και μισθός μυλωνά. Κάτω από αυτές τις συνθήκες μετακόμισαν από τη Τούμπα στο Αλλατίνη και βρήκε και το σόι παρηγοριά γιατί διάφοροι ξεκίνησαν δουλειά σε διάφορες θέσεις. Το 1926 και το 1928 έκαναν ακόμα δυο παιδιά. Η ζωή τους πήρε μια ωραία τροχιά αλλά τα ωραία δεν κρατάνε, ο Βασίλης αρρώστησε και το 1929 πέθανε. Από το Αλλατίν έκαναν την παραχώρηση στη γυναίκα του μακαρίτη να την προσλάβουν υπηρέτρια στο σπίτι του καινούργιου μυλωνά και τα δύο μεγάλα παιδιά σε βοηθητικές εργασίες. Τον θείο μου στο λογιστήριο και τον πατέρα μου στο μηχανουργείο, στα καμίνια. Επειδή ήταν αδύνατος και μικροκαμωμένος τον έβαζαν και μέσα στα ατμοκάζανα για να τα καθαρίσει. Δουλέψανε για ένα διάστημα και πήγαν στον οικονομικό διευθυντή, ζητήσανε ένα δάνειο τα ορφανά του Χατζηαναστασίου που θα το αποπλήρωναν από την μισθοδοσία. Με το δάνειο αυτό αγοράσανε ένα σπίτι στην Τούμπα εκεί που ήταν το υπόλοιπο σόι. Μέχρι που ήρθε ο πόλεμος. Την άνοιξη του 1941 πηγαίνει ο πατέρας μου Αλβανία και επιστρέφει μετά το τέλος του πολέμου με τα πόδια στην Θεσσαλονίκη. Συνέχισε να δουλεύει στο Αλλατίνη. Τον εφοδίασαν οι Γερμανοί και με ένα πάσο να μπορεί να κυκλοφορεί και την ώρα της απαγόρευσης κυκλοφορίας. Τα δυο μικρά παιδιά του Βασίλη ήταν στον ΕΛΑΣ συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν σε θάνατό. Πουλήθηκε το σπίτι της Τούμπας για να λαδώσουν τους στρατοδίκες να μην εκδικαστεί η υπόθεση. Η ποινή μετατράπηκε σε ισόβια και αποφυλακίστηκαν ο ένας το 1961 και ο άλλος το 1962. Τελείωσε ο πόλεμος και στο μεταξύ ο πατέρας μου είχε παντρευτεί. Πηγαίνανε σε ένα μπακάλικο στο Καραμπουρνάκι που το δούλευε η γυναίκα το Μπακάλη γιατί ο Μπακάλης ήταν στο βουνό και μετά εξορία. Είχε τρία παιδιά. Το μεγαλύτερο του γυάλισε του Μαστρο Πέτρου και την ζήτησε σε γάμο. Αυτή ήταν η μητέρα μου. Συνεχίζει να δουλεύει στο Αλλατίνι. Στα παιδιά που μεγάλωσαν μέσα στο Αλλατίνι ήταν και ένα εβραιόπουλο που οι γονείς και ο μεγάλος αδελφός του χάθηκαν στο Άουσβιτς μόνο ο Τζάκο γλύτωσε και αυτό γιατί πήγε ο πατέρας μου στην πλατεία Ελευθερίας την ημέρα που τους κάνανε εκείνα τα φρικτά βασανιστήρια, τον πήρε με το ζόρι τον φυγάδευσε και βρέθηκε στην αντίσταση για να κρυφτεί.
Στις 23 Ιουλίου του 1947 γεννιέμαι εγώ και το 1949 η αδελφή μου. Μένουμε Γεωργίου Νικολαιδη 16 σε ένα διώροφο κτίσμα. Ένα δωμάτιο ήταν επιταγμένο από τους λεγόμενους ανταρτόπληκτους που έφερνε η αστυνομία με διπλό σκοπό και για να τους στεγάσει και για να παρακολουθούν τι γίνεται στα σπίτια των κουμουνιστών. Στο σπίτι εκείνο μένουμε μέχρι το 1959. Πηγαίνω στο Δημοτικό του Παράσχη απέναντι από το λεγόμενο στοιχειωμένο. Όταν έφτασε η ηλικία της αδελφής μου για σχολείο μας πήγανε στο νεόδμητο 3ο δημοτικό στο πάρκο Πατρικίου. Όμως από του Παράσχη τους λένε ότι είμαι καλός και με ζητάνε να πάω εκεί χωρίς δίδακτρα. Το σχολείο μετακόμισε στη Βίλα Μπιάνκα και ολοκληρώνω εκεί την Πέμπτη τάξη. Δεν πρόλαβα να αποφοιτήσω όταν οι δάσκαλοι μου έφτιαξαν το δικό τους σχολείο το Ρήγα Φεραίο και έκανα εκεί έκτη τάξη. Μετά πήγα στο 5ο Γυμνάσιο Αρρένων στην Βίλα Καπαντζή. Όλα μου τα σχολεία ήταν διατηρητέα κτήρια. Μετακομίσαμε μέσα στο Αλλατίνη στο παλιό σπίτι που έμενε ο παππούς μου και έμεινα εκεί στον αυλόγυρο του εργοστασίου για έξι χρόνια. Το ενδιαφέρον είναι πως οι αστυνομικοί που κάποτε συλλάμβαναν τον πατέρα μου, αργότερα που βγαίναν στην σύνταξη για να συμπληρώσουν το εισόδημα τους ζητούσαν δουλειά στο Αλλατίνη σαν φύλακες στην πύλη. Επειδή ο πατέρας μου είχε σημαντική θέση του μιλούσαν στον πληθυντικό και αυτός έλεγε «με δέρνανε στο τμήμα και τώρα μου βγάζουν το καπέλο αλλά έτσι περίπλοκη είναι η ζωή».
Η γωνία Β Όλγας είχε ποδοσφαιράκια. Αυτή ήταν η κρυφή μας επιθυμία αλλά ήταν ανοσιούργημα να συλληφθείς εκεί μέσα. Είχε μεγάλη τζαμαρία και μπορεί να σε έβλεπαν οι καθηγητές. Παίζαμε στις αλάνες, δεν είχε μεγάλη κίνηση αυτοκινήτων. Βάζαμε το αυτί μας στο δρόμο να ακούσουμε πότε έρχεται το τράμ, τοποθετούσαμε στις γραμμές τάπες με μπαρούτι από αυτές που χρησιμοποιούμε στα βεγγαλικά στην ανάσταση και όταν περνούσε το τράμ της πάταγε και έκανε ένα καταπληκτικό θόρυβο. Μπορεί να ήμουν έφηβος αλλά φορούσα ακόμα κοντά παντελονάκια. Στα 17-18 ξεκινήσαμε να πηγαίνουμε στην Κρήνη για χορό στο Pussycat , στο Water Lily πιο σκοτεινό μαγαζί, πιο ερωτικό για μπλούζ. Ακούγαμε Ολύμπιανς πηγαίναμε στην Χαβάη που έκανε κυριακάτικά πρωινά Αυτά ήταν τα μαγαζιά της εποχής.
Έδωσα εξετάσεις το 1965 και πέρασα Μετσόβιο στην Αθήνα. Έκοψα δεσμούς με την Θεσσαλονίκη μέχρι το 1980. Τελειώνω το 1972 πάω φαντάρος και απολύομαι το 1975. Παντρεύτηκα με μια κοπέλα που γνώριζα από φοιτητής και δούλεψα μηχανικός στην Larco που ήταν πραγματικό σχολείο για εμένα. Η μεγαλύτερη τότε μεταλλευτική εταιρία που παράγει σιδερονικέλιο στην Ελλάδα και κατέχει το 6% της παγκόσμιας αγοράς. Δούλεψα τρία χρόνια μέχρι που ξέσπασε μια μεγάλη απεργία και τάχθηκα με το μέρος των απεργών, δεν το εκτίμησε ούτε το σωματείο μας ούτε η εργοδοσία. Μετά την λήξη της απεργίας αποφάσισα να βοηθήσω τον γαμπρό μου που θα έφευγε στην μέση Ανατολή για κάποια έργα και δεν είχε ποιον να αφήσει στην Αθήνα στις εργολαβικές του εργασίες. Έμεινα μέχρι το 1980 αλλά είδα ότι δεν μου πάει, τα παράτησα όλα για να επιστρέψω στην Θεσσαλονίκη έχοντας μια πρόταση να εργαστώ στο ΑΠΘ. Θέλανε έναν μηχανολόγο στην αρχιτεκτονική που να γνωρίζει αγγλικά αλλά δεν είχα πιστοποιητικό πολιτικών φρονημάτων. Το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων ήταν κρατικό έγγραφο το οποίο εκδιδόταν από τις ελληνικές αστυνομικές αρχές ή τον Στρατό μεταξύ 1938 μέχρι το 1980 και βεβαίωνε ότι κάποιος πολίτης δεν ήταν κομμουνιστής. Μέσω των Πιστοποιητικών Κοινωνικών Φρονημάτων αποκλείστηκαν από ολόκληρο το δημόσιο τομέα, όχι μόνον όσοι είχαν χαρακτηριστεί από τις αρχές ως κομμουνιστές αλλά και μέλη της ευρύτερης οικογενείας τους. Το όνειρο για μια θέση στο πανεπιστήμιο ναυαγεί και ψάχνω τι θα κάνω στην συνέχεια. Αποφασίζω να ασχοληθώ με θερμάνσεις δαπέδου.
Έφτιαξα εκατοντάδες κτήρια εκκλησίες, δημόσια κτήρια, σπίτια, νοσοκομεία. Το 1985 κάνω μια εμπορική επιχείρηση προσπαθώντας να εκμεταλλευτώ την πείρα μου και τις δυνατότητες της τεχνικής εφαρμογής. Έψαχνα πάντα κάτι που να εμπεριέχει δράση. Πήγε καλά και παρ όλο που έφυγα το 2010 η εταιρία συνεχίζει και πάει το ίδιο καλά στα χέρια του γιού μου και αυτών που δουλεύαν όσο ήμουν και εγώ ακόμα εκεί.
Όταν ζούσα στην Αθήνα τα βράδια έγραφα παραμύθια για τα παιδιά των φίλων μου κατά παραγγελία. Πάντα έγραφα γιατί με ευχαριστούσε. Μετέπειτα έγινε ένα δυστύχημα στην Larco που με συγκίνησε τόσο πολύ που έκατσα να γράψω κάτι εις μνήμην των παιδιών που σκοτώθηκαν και βγήκε τόσο μεγάλο σε έκταση που κατέληξε να είναι το «Εργοστάσιο» το πρώτο μου βιβλίο. Στην συνέχεια προσπαθώντας να αφήσω την ιστορία της οικογένειας στα παιδιά μου τους έγραφα ιστορίες, τις είδε η Δήμητρα Μήττα από το University Studio Press και μου λέει: «θέλω να τα εκδώσω» και έτσι κυκλοφόρησε «Ο Πέτρος μέσα από τους καθρέφτες» οι καθρέφτες είναι πρόσωπα που μιλούν για τον πατέρα μου σχηματίζοντας μια προσωπογραφία. Αυτό το βιβλίο πήγε πολύ καλά, πήρε βραβεία, είχε επιτυχία. Τα δύο πρώτα βιβλία μου δώσανε έναυσμα να συνεχίσω. Το επόμενο έχει τίτλο «Το σπασμένο μολύβι», μιλάει για την περίοδο της χούντας πήγε και αυτό καλά. Ανάμεσα στα μυθιστορήματα έγραφα διηγήματα και όταν γνώρισα τον Γιάννη Καραδέδο από τις εκδόσεις Μέθεξις με ρώτησε αν έχω κάτι να εκδώσουμε του είπα για τα διηγήματα και έτσι κάναμε ένα τόμο με τίτλο «Η Μπέσα». Το τελευταίο μου βιβλίο έχει τον τίτλο «Ασύμμετρη απειλή», είναι η ιστορία μιας τοκογλυφίας. Για όσο ακόμα βαστάω με ενδιαφέρει να ολοκληρώσω τα βιβλία μου και να γράφω όσο μπορώ περισσότερο.