Οι ζωές των άλλων: Ερλίντο – Σπάρτακος Αμπάζι
Από μια πολύ δύσκολη παιδική ηλικία στην αυτοβελτίωση και την κατανόηση των ανθρώπων μέσα από τον αθλητισμό. Aν και 24 ετών η ζωή του είναι τόσο γεμάτη όσο λίγων
Από μια πολύ δύσκολη παιδική ηλικία στην αυτοβελτίωση και την κατανόηση των ανθρώπων μέσα από τον αθλητισμό.
Ο Σπάρτακος γεννημένος το 1999 είναι 24 ετών και ζει στην Θεσσαλονίκη.
Είχαμε συζητήσει και στο παρελθόν την ιδέα να του κάνω ένα πορτραίτο και να μου μιλήσει για τις αθλητικές του επιτυχίες.
Καταλήξαμε στο ξεδίπλωμα όλης του της ζωής που αν και 24 ετών είναι τόσο γεμάτη όσο λίγων ανθρώπων.
Αξίζει να διαβαστεί και την παρουσιάζουμε αυτούσια.
Πώς έφτασες να ασχοληθείς τόσο έντονα με τον αθλητισμό και τις αμυντικές τέχνες;
«Ασχολούμαι με το Brazilian jiu-jitsu που είναι πάλη με τεχνικές τζούντο, και χρησιμοποιείται για αυτοάμυνα, είμαι στην κατηγορία της μπλε ζώνης. Brazilian jiu-jitsu κάνω δύο χρόνια αλλά από πολύ μικρή ηλικία μου άρεσε το περπάτημα, το τρέξιμο, τα βάρη, το μονόζυγο. Τα μαχητικά σπορ τα ξεκίνησα στα δεκαεπτά και αυτά με κέρδισαν. Έβλεπα αρχικά τους μεγαλύτερους από εμένα και μου άρεσε, με επηρέασαν πολύ θετικά. Τα ομαδικά είδη άθλησης, ποδόσφαιρο, μπάσκετ δεν ήταν κάτι που με ενδιέφερε. Προτιμώ τα αθλήματα προσωπικής ανάπτυξης που οδηγούν στον πρωταθλητισμό».
Και πώς είναι οι επιδόσεις σου;
«Τα πηγαίνω καλά, για το 2023 ήμουν πρωταθλητής Ελλάδος στην άσπρη ζώνη, συμμετείχα στο ADCC Submission Fighting World Championship στην Ρουμανία που είναι από τις μεγαλύτερες αθλητικές συναντήσεις και πήρα το χάλκινο μετάλλιο, ήταν να συμμετάσχω στην Βουλγαρία το φθινόπωρο αλλά τραυματίστηκα, χτύπησα τον ώμο ήμουν εκτός αγώνων και ξεκινάω πάλι από το Βαλκανικό Πρωτάθλημα που θα γίνει στην Σόφια και θα παίξω στην μπλε ζώνη αυτή τη φορά, σε μεγαλύτερη κατηγορία. Θα ήθελα να διαγωνιστώ και στο Ελληνικό πρωτάθλημα όταν ανακοινωθούν οι ημερομηνίες».
Πού θέλεις να φτάσεις;
«Να πάρω μαύρη ζώνη στο Brazilian jiu-jitsu – έχω άλλες τρείς – μετά έχει και άλλα επίπεδα αλλά η μαύρη είναι πολύ σημαντική. Θα ήθελα να είμαι προπονητής με δική μου ομάδα μιας και τα τελευταία χρόνια το άθλημα έχει γίνει γνωστό και στην Ελλάδα και γιατί όχι να ανοίξω και δικό μου γυμναστήριο. Χρειάζεται χρόνος και πολύ κόπος όμως το γνωρίζω γιατί από μικρή ηλικία έχω συνηθίσει στις δυσκολίες».
Πού γεννήθηκες και μεγάλωσες;
«Θα πούμε για τα παιδικά μου χρόνια;»
Ότι θέλεις εσύ. Θέλεις να πούμε;
«Ας πούμε γιατί με βοηθάει να αποφορτίζομαι. Γεννήθηκα στην Αλβανία, στην Αυλώνα. Οι γονείς μου χώρισαν όταν η μητέρα μου ήταν έγκυος σε εμένα. Δεν ήθελε να ακούσει για παιδί και εγκυμοσύνη. Φύγαμε με την μητέρα μου όταν ήμουν δυο χρονών στα Τίρανα. Δεν μπορούσε όμως να με φροντίσει, είχε κακή ψυχολογία και βρισκόταν σε δύσκολη οικονομική κατάσταση οπότε αναγκάστηκε να με αφήσει σε ένα εκκλησιαστικό ίδρυμα. Θυμάμαι σαν όνειρο τις καλόγριες με τις μαύρες στολές.
Έμεινα ένα εξάμηνο αλλά η μητέρα μου με πήρε δεν της άρεσε το κλίμα και οι άνθρωποι. Πήγα σε ένα άλλο για δύο χρόνια. Από αυτό έχω περισσότερες αναμνήσεις γιατί άρχισα να μεγαλώνω, έχω και φωτογραφίες. Όταν έγινα 5 με 6 ετών μετακομίσαμε στο Ελμπασάν που είναι η καταγωγή της μητέρας μου και εκεί μπήκα σε άλλο ίδρυμα που το ήξερε, είχε γνωστούς και μπορούσε να με έχει πιο κοντά της. Εκεί έμεινα μέχρι τα εννιά μου χρόνια.
Είχε παιδιά όλων των ηλικιών και μεγαλύτερα από εμένα, συνήθως από εγκατάλειψη γονέων γιατί δεν μπορούσαν να τους μεγαλώσουν».
Τον πατέρα σου δεν τον γνώρισες ποτέ;
«Δεν τον έχω δει ποτέ από κοντά, μόνο σε μια φωτογραφία σκισμένη και καμένη η μοναδική δική του που υπάρχει στο σπίτι και έτσι όπως είναι κομμένη φαίνεται ο μισός δεν κατάφερε η μάνα μου να την καταστρέψει εντελώς».
Σε ενοχλούσε που μπαινόβγαινες στα ιδρύματα; Πώς σε έκανε να νιώθεις;
«Περισσότερο θυμό ένιωθα, όχι στεναχώρια. Θυμό με την απόφαση της μάνας μου, όπως θα έκανε κάθε παιδί όταν βλέπει τους γονείς του να τον αφήνουν σε ένα μέρος εκτός της οικογένειας. Προσπαθούσα συνέχεια να την πάρω τηλέφωνο, νευρίαζα που με άφηνε και τις περισσότερες φορές είχαμε περιορισμένη επικοινωνία συγκεκριμένες ώρες και ημέρες.
Μου έλεγε να κάνω υπομονή και σύντομα θα με πάρει κοντά της , ότι δεν έχει άλλη επιλογή, δεν είχε που να με αφήσει για να μπορέσει να πάει να δουλέψει και ούτε την οικονομική δυνατότητα να με αναθρέψει. Όσο μεγάλωνα καταλάβαινα ότι δεν ήταν αυτό το πραγματικό της πρόβλημα αλλά περισσότερο η ψυχολογία της. Ένα παραπάνω που όσο μεγάλωνα είχαμε εντάσεις και μου έλεγε «είσαι σαν και αυτόν» της θύμιζα το πατέρα μου και είχε ακόμα απωθημένα και πληγωμένα αισθήματα».
Είχες θυμό και για το πατέρα σου;
«Για την μητέρα μου περισσότερο με την οποία ζούσα, είχα αναμνήσεις και στιγμές κοινές ενώ για τον πατέρα μου το είχα πάρει απόφαση από την αρχή ότι εξαφανίστηκε και δεν υπάρχει».
Ξαναπαντρεύτηκαν οι γονείς σου;
«Η μητέρα μου ήταν παντρεμένη έχω μια μεγαλύτερη αδελφή, αλλά δεν ξαναπαντρεύτηκε. Ο πατέρας μου ξέρω ότι παντρεύτηκε τέσσερις φορές και έχει δύο παιδιά από τον δεύτερο του γάμο, δίδυμα κοριτσάκια».
Μετά το Ελμπασάν πού πήγες;
«Όταν έγινα δέκα ήθελαν από το ίδρυμα να με δώσουν σε μια οικογένεια για να με μεγαλώσει. Επικοινώνησαν με την μητέρα μου να την ρωτήσουν αν συμφωνεί και δεν το δέχτηκε. Με πήρε κοντά της και αποφάσισε πως έπρεπε να μετακομίσουμε στην Ελλάδα. Ήρθαμε στην Θεσσαλονίκη στην Ξηροκρήνη και μέναμε μαζί. Γράφτηκα στο ελληνικό σχολείο, παρακολουθούσα τα μαθήματα. Αυτό για δύο χρόνια μέχρι την έκτη δημοτικού.
Μετά ξεκινήσαμε να έχουμε προβλήματα, το έσκαγα από το σπίτι, μαλώναμε, εγώ συνέχεια έφευγα, πήγαινα στο πάρκο, περπατούσα, δεν ήθελα να είμαι στο σπίτι και μια ημέρα στο σχολείο μάλωσα με κάτι παιδιά και έφυγα. Τότε οι καθηγητές επειδή είδαν ότι έχω τάσεις φυγής καλέσανε την μητέρα μου και άρχισα να βλέπω την κοινωνική λειτουργό γιατί και στα διαλλείματα είτε ήμουν μόνος, είτε μάλωνα με τα άλλα παιδιά και είχα μόνιμα νεύρα.
Τότε προτείνανε στην μητέρα μου να με πάνε στην μονάδα Προστασίας Παιδιού στην Πωγωνιανή στα Γιάννενα περιμένοντας να ανοίξει θέση στο «Χαμόγελο του παιδιού». Εκεί έμεινα ένα εξάμηνο. Αλλά και πάλι υπήρχαν προβλήματα, έφευγα, ήθελα να κάθομαι μόνος, δεν άκουγα κανέναν, μάλωνα».
Τα παιδιά που συναντούσες εκεί γιατί ήταν σε ιδρύματα;
«Στην Πωπωγιανή τα περισσότερα παιδιά είχαν καταγωγή από την Αλβανία, αγόρια στην εφηβεία που και αυτοί κάνανε φασαρίες, το έσκαγαν από τα σπίτια, έμπλεκαν σε καυγάδες ή δεν είχαν καθόλου γονείς. Παρ όλο που ήταν οι περισσότεροι Αλβανοί δεν είχαμε καθόλου καλές σχέσεις μεταξύ μας και με πήγαν σε μια άλλη δομή στην Κόνιτσα. Εκεί τα περισσότερα παιδιά ήταν πρόσφυγες, Πακιστανοί, Αφγανοί, Σύριοι ασυνόδευτα ανήλικά. Εκεί ξεκίνησαν τα πιο σοβαρά προβλήματα.
Είχα κλείσει τα 12 και αυτοί που ήταν 16- 17 ήταν παιδιά που μεγαλώσανε δύσκολα, ήρθαν από μια άλλη χώρα, περάσανε πολλά και δεν είχαν καλούς τρόπους, ήταν επιθετικοί. Εγώ ήμουν ο πιο μικρός. Στην αρχή έμενα με άλλα δύο παιδιά, θέλανε να με διατάζουν να κάνω πράγματα, εγώ δεν τους άκουγα, μου σήκωναν το χέρι με χτυπούσαν, φοβόμουν, ήμουν μικρός δεν αντιδρούσα. Δεχόμουνα να τρώω το ξύλο αλλά μετά από ένα διάστημα άρχισα και εγώ να αντιδράω. Άρχισα να βρίζω να φωνάζω να γίνομαι ευέξαπτος και να θυμώνω».
Δεν έβλεπαν οι εργαζόμενοι και οι φύλακες αυτά που γινόταν;
«Αν το έβλεπαν έκαναν παρατηρήσεις. Θα τους έδιωχναν κιόλας αν στις φασαρίες χρησιμοποιούσαν και αντικείμενα, μαχαίρια ας πούμε. Κάτι που δυστυχώς έγινε και με εμένα. Το έβλεπα να συμβαίνει και το έκανα και εγώ. Ακολούθησα ότι κάνουν οι μεγαλύτεροι και μια φορά που με είχαν χτυπήσει από το φόβο μου έκλεψα ένα μαχαίρι από ένα παλικάρι που είδα που το κρύβει και όταν μου επιτέθηκαν αποφάσισα να το βγάλω. Όχι ότι έκανα κάτι με αυτό, το χέρι μου έτρεμε, ήθελα απλά να δείξω ότι αν θέλω μπορώ να αμυνθώ».
Αυστηρές τιμωρίες από τους εργαζόμενους ή τους εθελοντές έζησες. Να σε κακομεταχειρίζονται;
«Η αλήθεια είναι πως όχι. Δεν υπήρχε τιμωρία, η σωματική βία. Κάποιες φορές να φωνάξουν λίγο παραπάνω η να μου πουν να πάω στο δωμάτιο μου και να μην βγω όχι κάτι άλλο».
Από όλα αυτά τα παιδιά που γνώρισες σε τόσα ιδρύματα κράτησες με κάποιον επαφή;
«Όχι και δεν είδα κανέναν τους ποτέ ξανά».
Μετά την Κόνιτσα και το συμβάν με την επίθεση τι έγινε;
«Με πήγαν πάλι στην Πωπωγιανή στα Ιωάννινα για ένα δίμηνο. Με μεταφέρανε όπου έβρισκαν θέση, από το ένα ίδρυμα στο άλλο. Οι αλλαγές αυτές με φόρτωναν με πολύ άγχος. Ξυπνούσα και δεν ήξερα που θα είμαι την επόμενη ημέρα. Σκεφτόμουν κάποιες φορές «μέχρι πότε θα κάνω αλλαγές στην ζωή μου». Ήμουν ένα παιδί χωρίς σπίτι. Από τα Γιάννενα με φέρανε στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο στην Θεσσαλονίκη.
Στο Ιπποκράτειο σε πάνε όταν δεν υπάρχει καμία άλλη δομή που να έχει διαθέσιμη θέση να σε δεχτεί. Εκεί υπάρχει ένας χώρος όπου φιλοξενούν παιδιά. Ήμουν με άλλα 3 παιδιά που περιμέναν να πάνε σε ιδρύματα. Με τον έναν μιλούσαμε κάναμε παρέα, θα πήγαινε στα «Παιδικά χωριά SOS» και ήταν εκεί επειδή τον είχαν εγκαταλείψει όλοι. Ο πατέρας του είχε πεθάνει η μητέρα του παντρεύτηκε εξαφανίστηκε και τον άφησε.
Σε μια εβδομάδα έφυγα και εγώ γιατί βρήκαν θέση και με πήγαν στο «Χαμόγελο του παιδιού». Εκεί έμεινα περίπου 7 μήνες. Μάλλον αυτός ο αριθμός είναι σημαδιακός. Ήταν πολύ ωραίος ο χώρος, τα δωμάτια, ήταν καθαρά, πολύ ωραίο περιβάλλον οι εργαζόμενοι και οι εθελοντές πολύ καλοί. Πήγαινα σχολείο, είχα πρόγραμμα αλλά παρ όλα αυτά εγώ μεγάλωνα άρχισα να μην ακούω κανέναν, να κάνω του κεφαλιού μου, δεν ξυπνούσα για το σχολείο, η γνώση ήταν κάτι αδιάφορο για εμένα. Άρχισα να κάνω φασαρίες στο σχολείο, βάρεσα έναν συμμαθητή μου.
Έκανα αυτά που μου κάνανε παλιότερα. Και ήθελα μετά από χρόνια να φτιάξω μια άμυνα. Με το παραμικρό είχα τόση οργή που αντιδρούσα, δεν ανεχόμουν τίποτα. Τώρα που μεγάλωσα και ασχολούμαι με κάτι που αγαπάω, έχω αποκτήσει πειθαρχεία και αυτοέλεγχο, είμαι ήρεμος, δεν θα μπλέξω σε φασαρίες.
Μετάνιωσα για ότι είχα κάνει όσο ήμουν στην εφηβεία. Η γυμναστική βοηθάει πάρα πολύ και να εκτονώνεσαι και να μαθαίνεις τον εαυτό σου, την πειθαρχεία του σώματος και της συμπεριφοράς σου. Έχω δει μεγάλη αλλαγή όχι απλά στο σώμα μου αλλά και στον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς μου».
Δεν κατάφερες τελικά να μείνεις ούτε στο Χαμόγελο του παιδιού;
«Πήγα ξανά στο Ιπποκράτειο. Από εκεί βρέθηκα τον «Φάρο του κόσμου», όπου έμεινα μέχρι να ενηλικιωθώ. Συνολικά άλλαξα περίπου 10 διαφορετικά μέρη».
Πώς βρέθηκες στον «Φάρο του κόσμου»;
«Επικοινώνησαν με τον πατέρα Αθηναγόρα του είπαν για εμένα, ήρθε να με γνωρίσει ο ίδιος στο Ιπποκράτειο και βρέθηκα στον Δενδροπόταμο. Ο «Φάρος του κόσμου» δεν ήταν μια δομή ιδρύματος, ήταν μια οικογένεια. Ήμουν ελεύθερος, χαλαρός, πήγαινα σχολείο, βρέθηκα με παιδιά που για πρώτη φορά έγιναν φίλοι μου. Τα παιδιά του «Φάρου του κόσμου» είναι μέχρι και σήμερα η παρέα μου. Εκεί έμεινα πέντε χρόνια, κάποια διαστήματα πήγαινα να δω τη μητέρα μου, βρήκα μια ηρεμία».
Πώς σου φάνηκε που ήσουν σε μια περιοχή όπως ο Δενδροπόταμος;
«Είχα ακούσει και εγώ όπως όλοι τις φήμες ότι είναι κακή περιοχή, άκουγα για τους τσιγγάνους, όμως εγώ εκεί βρήκα και οικογένεια και πραγματικούς φίλους, άρχισα να κάνω τα πρώτα βήματα στον αθλητισμό και στην γυμναστική. Με αντιμετώπισαν πολύ καλά τα παιδιά, υπήρχαν άτομα που είχα καλές σχέσεις και απέκτησα ανθρώπους ζωής.
Είχα πάλι θυμό, υπήρχαν και εκεί περιπτώσεις που μάλωνα ξεσπούσα, απομονωνόμουν αλλά ήταν πολύ καλύτερα γιατί τα αντιμετώπιζα. Με την βοήθεια όλων κατάφερα να βγάλω και το σχολείο. Θα ήθελα να αναφέρω εκτός από τον πατέρα Αθηναγόρα και την κυρία Ελένη Τρανού που είναι υπεύθυνη στον «Φάρο του κόσμου» και είναι το στήριγμα για όλα τα παιδιά».
Όταν τελείωσες το σχολείο τι όνειρα είχες για το μέλλον σου. Τι ήθελες να κάνεις αφού ενηλικιώθηκες;
«Κάτι που να έχει σχέση με τον αθλητισμό. Με την βοήθεια του προπονητή μου έδωσα μεγαλύτερη βάση στην προπόνηση και σε αγώνες.
Υπάρχει ένα στερεότυπο που λέει πως ένα παιδί που από μικρή ηλικία είναι σε ένα ασταθές περιβάλλον είναι πιο επιρρεπής σε καταχρήσεις ενώ με εσένα συμβαίνει το αντίθετο.
«Και σε αυτό με βοήθησε ο αθλητισμός. Δεν έχω καπνίσει ποτέ, με το ποτό πολύ σπάνια όταν θα βγω έξω θα πιώ, δεν έχω πάρει ποτέ ναρκωτικά η κάποια ουσία. Έχω καταφέρει παρ’όλο που δεν έχω ξεχάσει τίποτα να ελέγχω το θυμό μου και να έχω συγχωρέσει ανθρώπους.
Δεν έχω κρατήσει κακία σε κανέναν. Αυτό που θέλω είναι να είμαι καλός σε αυτό που κάνω να παίρνω μετάλλια, να μπορέσω να κάνω ένα δικό μου γυμναστήριο και φυσικά θα ήθελα να φτιάξω μια δική μου οικογένεια».
Έχεις δεχτεί ρατσισμό για το γεγονός ότι είσαι Αλβανός;
«Σε κάποιες περιπτώσεις ναι αλλά πολύ λίγες. Δεν με ενοχλεί αν θα μου πουν υποτιμητικά ότι είμαι Αλβανός. Στην Θεσσαλονίκη μεγάλωσα νιώθω τόσο Έλληνας όσο και Αλβανός. Δεν έχουν καμία διαφορά για εμένα. Αυτή η πόλη μου αρέσει, αυτή η χώρα, εδώ θα ζήσω τη ζωή μου».
Θέλεις να μου πεις την ιστορία του ονόματος σου;
«Ο δάσκαλος μου ήταν φίλος με τον πατέρα Αθηναγόρα και έτσι ξεκίνησε η γνωριμία μου με τον Πέτρο και άνοιξε ο δρόμος μου στον κόσμο του αθλητισμού. Ο Πέτρος είναι πολύ καλός άνθρωπος, με βοήθησε πολύ σε όλους τους τομείς, είναι σαν μεγαλύτερος αδελφός μου. Με βοήθησε με τις κουβέντες, τις προπονήσεις, μου έμαθε πως να ελέγχω τα νεύρα μου, να έχω πειθαρχεία. Είναι ένας πολύ σημαντικός άνθρωπος στην ζωή μου.
Αυτή ήταν η στιγμή που έκανα μια καινούργια αρχή και ήταν σημαδιακό να αλλάξω το όνομα. Ήθελα κάτι δυναμικό και με είχε εντυπωσιάσει η ιστορία του Σπάρτακου που έδινε μάχες στην αρένα και έκανε την δική του επανάσταση, πολεμούσε για το δίκαιο παρότι ήταν σκλάβος και το συνδύασα με τη ζωή μου. Έτσι ζήτησα από εσένα να γίνεις νονός μου και βαφτίστηκα Σπάρτακος».
Τελικά μετά από όλη αυτή την πορεία και επειδή τελευταία γίνεται πάρα πολύ λόγος στην Ελλάδα για το θέμα. Για εσένα τι είναι οικογένεια;
«Οικογένεια είναι ένας ασφαλές χώρος με ανθρώπους που δίνουν αγάπη. Δεν χρειάζεται να είναι η μητέρα και ο πατέρας. Όποιος δίνει αγάπη αυτός είναι οικογένεια. Ένας φίλος μπορεί να είναι οικογένεια, ένας θείος. Σε κάθε σπίτι που υπάρχει αγάπη είναι οικογένεια. Προσωπικά φοβάμαι πολύ και με αγχώνει η στιγμή που θα κάνω και εγώ την δική μου.
Το θέλω πάρα πολύ και θα ήθελα να μπορώ να δώσω το καλύτερο στα παιδιά μου και να μην ζήσουν ούτε στο ελάχιστο αυτά που πέρασα εγώ. Σε όλη μου την ζωή προσπαθούσα να φτιάξω οικογένειες εκεί που δεν υπήρχε η δικιά μου.
Τα παιδιά του «Φάρου του κόσμου», η αθλητική μας ομάδα, ο προπονητής μου.
Πάντα προσπαθούσα να καλύψω αυτό το κενό».