Πρόσωπα

Οι ζωές των άλλων: Λουκία, το κορίτσι της Τούμπας

Ο Γιώργος Τσιτιρίδης σε μια εις βάθος συνέντευξη με το πιο γνωστό «κορίτσι της Τούμπας».

Γιώργος Τσιτιρίδης
οι-ζωές-των-άλλων-λουκία-το-κορίτσι-τη-406877
Γιώργος Τσιτιρίδης

Συνέντευξη στον Γιώργο Τσιτιρίδη

«Έλα μανούλα μου» λέει μια φωνή στο τηλέφωνο.

Της εξηγώ πως θέλω να περάσω από το σπίτι της να μιλήσουμε.

«Συνέντευξη θέλεις; Τι θα μου θυμίσεις πάλι» αναφωνεί συγκινημένη η Λουκία, μία από τις πιο θρυλικές περσόνες της Τούμπας.

Εκεί, στο ίδιο υπόγειο σπιτάκι που ζει τα τελευταία 50 χρόνια, με υποδέχτηκε στην είσοδο με μια κόκκινη ρόμπα. Στα πόδια της τα δυο παιδιά της, τα σκυλάκια της, η μόνιμη συντροφιά στο σπίτι.

Γράφει τώρα αυτό το μαραφέτι;

Ναι, γράφει.

Ε, άντε πες, τι να πω.

Πού γεννήθηκες και μεγάλωσες;

Γεννήθηκα το 1941 – σε λίγες ημέρες θα μπω στα 78 – εδώ στην Τούμπα, εκατό μέτρα από εδώ που καθόμαστε είναι το πατρικό μου. Κάποτε τα έκρυβα, την ηλικία μου, έλεγα ότι είμαι 60, 65. Τώρα δεν με νοιάζει, δεν την κρύβω. Υγεία να έχουμε.

Αδέλφια έχεις;

Όχι, γιατί με το που παντρεύτηκαν οι γονείς μου, 40 μέρες μετά τους χώρισε η γιαγιά μου. Και στα 13 μου πέθανε η μητέρα μου και από τότε είμαι μόνη μου. Ο πατέρας μου έκανε ξανά οικογένεια, δεν μπορούσαν να κάνουν παιδιά, πήρε ένα παιδάκι ψυχοπαίδι, αλλά δεν είχα ποτέ πάρε – δώσε μαζί τους, δεν ξέρω τι έκανε στην ζωή του, τι απέγινε. Τώρα φαντάζομαι θα έχει πεθάνει. Δεν με έψαξε ποτέ, δεν τον έψαξα και εγώ. Ούτε καλημέρα, ούτε καλησπέρα. Δεν νοιάστηκε ποτέ αν έχει παιδί και τι κάνει, πώς ζει και αν έχει κάποια ανάγκη, να του δώσει ένα φράγκο. Αυτός και η γιαγιά μου ήταν και η αιτία που πέθανε η μάνα μου. Ζούσα με τον παππού και την γιαγιά. Αυτοί με μεγάλωσαν. Τι με μεγάλωσαν, τέλος πάντων. Η μάνα μου όσο ζούσε ήταν φραγκοράφτρα, έραβε αντρικά μοντέρνα κουστούμια, από τις καλύτερες σε ένα καλό, ακριβό μαγαζί. Είχε κάποια ένσημα. Οπότε μέχρι που έκλεισα τα 18, έπαιρνα ένα βοήθημα από το κράτος γιατί ήμουν ορφανό.

Τα παιδικά σου χρόνια πώς ήταν;

Ωραία, ανέμελα. Έκανα παρέα με κορίτσια στην γειτονιά, παίζαμε, μιλούσαμε. Από τότε ήταν που είχα δει ότι τα κορίτσια κεντούσανε και μου άρεσε και μέχρι σήμερα κεντάω για να περνάει η ώρα μου. Αυτά που βλέπεις στον τοίχο τα κεντητά δικά μου είναι. Η περιοχή ήταν πολύ ωραία. Μονοκατοικίες και όλες οι πόρτες ήταν δικές μας. Τώρα χτιστήκανε πολυκατοικίες παντού και γίναμε και εμείς ξένοι. Ήρθαν πολλοί ξένοι στην Θεσσαλονίκη, αλλά εμείς είχαμε ήδη γίνει ξένοι μεταξύ μας.

Έβγαλες το σχολείο;

Μόνο το δημοτικό. Πήγα να γραφτώ Γυμνάσιο, αλλά τον Σεπτέμβριο πέθανε η μάνα μου την περίοδο που ήταν οι εγγραφές και ο παππούς και η γιαγιά είπαν, δεν θα πας στο Γυμνάσιο, και εγώ δεν πήγα. Ο παππούς είχε μανάβικο εδώ παραδίπλα και βοηθούσα στο μαγαζί.

Σπούδασες κάτι;

Είμαι κομμώτρια, σπούδασα στην σχολή του Γιασαδόπουλου. Πώς ήταν ο Αμάραντος; Εκείνη την εποχή ήταν και ο Γιασαδόπουλος. Στα 18 που σταμάτησε εκείνο το επίδομα από τα ένσημα της μητέρας μου, πήγα να μάθω κομμωτική. Πήρα και υποτροφία για την Αμερική με την αποφοίτηση, γιατί ήμουν καλό χέρι. Αλλά δεν είχα υπηρετήσει ακόμα και δεν δέχτηκαν να φύγω. Οπότε ξεκίνησα εδώ στην Θεσσαλονίκη, και τα μπαράκια και τα κουρέματα. Δεν είχα ποτέ δικό μου μαγαζί, δούλευα στην γειτονιά. Ερχόντουσαν στο σπίτι ή έπαιρνα το τσαντάκι μου και πήγαινα σε σπίτια και τα οικονομούσα. Δεν πήγα να δουλέψω ποτέ σε μαγαζί, δεν με άφησαν από την γειτονιά να φύγω. Όλη την Κάτω Τούμπα την έχω χτενίσει. Μια χαρά φιλενάδες ήμασταν με όλες. Πηγαίναμε και για ποτό και για ουζάκι στις ταβερνίτσες. Μου λέγανε τα μυστικά τους, τι κάνανε, που πηγαίνανε. Τότε που χορεύαμε στην αρχή, δεν είχε και πολύ μεροκάματο, οπότε αναγκαστικά έκανα και την κομμωτική. Αλλά ήταν ωραία χρόνια, πέρασα πολύ ωραία. Αυτήν την ώρα να πεθάνω, θα είμαι χορτασμένη.

Γιατί λένε ότι οι παλιές εποχές ήταν δύσκολες και πιο συντηρητικές;

Δεν ήταν καθόλου. Μια χαρά ήμασταν. Μιλάω για μένα που γεννήθηκα εδώ και με ήξερε όλη η Τούμπα, το κορίτσι της Τούμπας λέγανε. Η Λουκία της Τούμπας. Ίσως γιατί δεν κυκλοφορούσα σαν καρνάβαλος, δεν προκαλούσα, δεν είχα κακή συμπεριφορά. Ήταν ο χαρακτήρας μου, ο τρόπος μου, δεν ξέρω.

Αυτό το σπίτι που ζεις είναι δικό σου;

Ναι, δικό μου είναι. Είχα πρώτα ένα άλλο, το πούλησα και πήρα αυτό, το 1975, για να το κάνω κομμωτήριο, γι’ αυτό και ήταν χαμηλό και τόσο μεγάλο. Έχω και ένα εξοχικό στα Σίλατα. Πηγαίνω και κάθομαι από την άνοιξη μέχρι τον Οκτώβριο και τον χειμώνα επιστρέφω εδώ. Δεν έχω φύγει από εδώ και ούτε πρόκειται. Από εδώ θα με βγάλουν τέσσερις.

Πότε άρχισε να ξυπνάει μέσα σου η σεξουαλική επιθυμία;

Από τα δεκατέσσερα. Στα 15 κλέφτηκα με ένα τεκνό, με πήρε και με πήγε στην Αθήνα. Από εδώ ντόπιος. Επτά μήνες κάτσαμε, ύστερα γυρίσαμε πίσω και μετά χωρίσαμε. Από εκεί και πέρα έκανα πολλούς δεσμούς, πολύ καλά παιδιά. Δεν με έβλεπαν ποτέ σαν τραβεστί, με έβλεπαν σαν άνθρωπο πρώτα και μετά ως σεξουαλικό αντικείμενο. Δεν με τρόμαξε η σκέψη ότι είμαι κάτι διαφορετικό, ότι το σεξ με αγόρια είναι κάτι κατακριτέο. Πάντα είχα πολλούς φίλους και πολύ στενές επαφές με αυτή τη γειτονιά. Πάντα είχα και τεκνό. Και δύο μαζί, το ένα κρυφά από το άλλο, αλλά αυτό δεν μου δημιούργησε ποτέ πρόβλημα.

Πότε έκανες πρώτη φορά σεξ;

Καλέ, πού να θυμάμαι… πρέπει να ήμουν κοντά στα 30. Μεγάλη ξεκίνησα. Πάντα έπαιρνα τεκνά στο σπίτι από την δουλειά, από τις παρέες, αλλά ποτέ με κανένα από αυτά δεν ολοκλήρωσα. Δεν κάναμε σεξ τότε. Μόνο αγκαλιές, φιλιά και μπαντανά, στα μπούτια. Το βάζανε ανάμεσα στα πόδια και τελειώνανε. Δεν άφηνα. Δεν ξέρω γιατί άργησα. Δεν σκεφτόμουν το σεξ. Σκεφτόμουν πολύ τον εαυτό μου και να περάσω καλά. Και δεν άφηνα κανέναν να με αγγίξει. Κάποια στιγμή μίλησε πιο βαθιά η καρδιά μου και είπα, τώρα είμαι έτοιμη και πρέπει να γίνει.

Το να κάνουν σεξ δύο άντρες ή μία τρανς με ένα αγόρι, δεν ήταν περίεργο, δεν το σχολιάζανε;

Κανένας δεν σχολίαζε. Ίσως γιατί και εγώ ποτέ δεν έδινα σημασία στο τι θα λέγανε, αλλά και δεν είχα δώσει ποτέ δικαιώματα στην γειτονιά. Κρυφά ό,τι κάναμε. Δεν έχω ποτέ ακούσει ‘τα σύκα’ που φωνάζουν, τα ‘μωρή’ και τα κραξίματα. Ποτέ δεν βγήκα παρδάλω έξω, βαμμένη μπουμπούλα. Και στην δουλειά που πήγαινα, έβλεπες μία κυρία που είχε βγει έξω και πήγαινε στην δουλειά. Αλλά μέσα στο μαγαζί γινόμουνα πουτάνα. Δεν έδινα στόχο έξω. Με βλέπεις και τώρα πώς γυρίζω και πώς ντύνομαι, έτσι ήμουν. Πήγαινα για καφέ, ψώνιζα, κούρευα την γειτονιά, κυκλοφορούσα παντού. Αν ήταν όμως να βγω βράδυ, το μάτι κάγκελο και το κραγιόν κόκκινο, και ευτυχώς είχαν πιάσει οι ορμόνες, ούτε η Σοφία Λόρεν δεν είχε τέτοιο βυζί. Γεμίζανε τα μπαρ και λέγανε, πάμε να δούμε της Λουκίας το στήθος. Ερχόντουσαν λουμπινιές και δικά μας κορίτσια για να θαυμάσουν τα βυζιά μου. Πριν πάω στο μαγαζί μπορεί να μην είχε δουλειά, με το που έφτανα, σε 5 λεπτά το μάθαιναν και γέμιζαν τα μαγαζιά.

Πότε άρχισες να εξερευνάς την θηλυκή πλευρά;

Από τα 14 -15 είχα κιόλας ξεκινήσει. Μ’ άρεσε η θηλυκή πλευρά και την τόνιζα. Τώρα δεκαπέντε χρονών, τι αγόρι και τι κορίτσι να είσαι, αφού δεν είσαι διαμορφωμένη. Ορμόνες έκανα πολύ αργότερα, το 1975. Ντυνόμουν γυναικεία, αγόραζα φούστες και καλλυντικά. Αλλά αυτά λίγο αργότερα. Τι να βαφτείς και τι λούσα να κάνεις στα 15. Απλά εγώ ένιωθα κορίτσι.

Πεζοδρόμιο έκανες;

Ποτέ μου, ούτε ένα λεπτό. Από τα μαγαζιά μέσα, από την δουλειά, πήρα πελάτες και πήρα και λεφτά, αλλά ποτέ δεν βγήκα στο δρόμο και ποτέ δεν είπα ότι παίρνω τόσα και τόση είναι η ταρίφα μου. Αυτοί επειδή ξέρανε και εκείνη την εποχή ήταν δεδομένο ότι έπρεπε να πληρώσεις, δίνανε μόνοι τους.

Πώς ήταν η νύχτα στην Θεσσαλονίκη;

Υπήρχε ένα πρόβλημα, ότι μας κυνηγούσανε πολύ. Αυτό ήταν το δύσκολο της περιόδου. Ήταν κάποιοι της αστυνομίας, ο Μάγκλαρης, ο Ρέμβης, που ήταν φωτιά και λάβρα. Είχαν μεγάλη μανία και κυνηγούσαν τις τραβεστί παντού. Ακόμα και καφέ να έπινες, και στην ταβέρνα και στο μπαράκι να σε βρίσκανε, σε πιάνανε και σε σέρνανε στο τμήμα. Δήθεν προσβολή της δημοσίας αιδούς. Μαλακίες στο τετράγωνο, άλλη δουλειά δεν είχανε. Ευτυχώς εγώ, επειδή δούλευα στα μπαράκια, έβγαζα άδεια ασκήσεως επαγγέλματος και με δήλωναν σερβιτόρο, οπότε δεν ήμουν στόχος και δεν μου έδιναν ιδιαίτερη σημασία. Τότε οι λουμπινιές πέθαιναν όταν ανέτειλε ο ήλιος και ανασταίνονταν όταν έπεφτε. Μετά τις 9:00 το βράδυ όλα γινόντουσαν πολύ ωραία. Όπου κι αν πήγαινες ήταν μαγικά. Όχι τώρα που κοροϊδεύουνε. Οι παρέες που σε βγάζανε σε είχαν μην βρέξει και μην στάξει. Ό,τι θέλεις, το καλύτερο, όχι μόνο εγώ, όλες οι τραβεστί. Δεν ήταν τότε και πολλές. Ύστερα ήρθαν Αθηναίες, ήρθαν από εδώ, ήρθαν από εκεί, και γέμισε η πιάτσα, γέμισαν τα μαγαζιά. Κάποιες κάνανε και άσχημα πράγματα, κλέβανε, ύστερα το ρίξανε στο φουφού, στα χάπια και στην πρέζα, και χάθηκε και στο δικό μας κύκλωμα η αθωότητα. Αυτά τα πράγματα δεν τα ήθελα καθόλου. Στην ζωή μου δεν πήρα ούτε μια ρουφηξιά τσιγάρο ή ένα χάπι. Χάπια πήρα όταν έκανα το χειρουργείο για την καρδιά μου. Το χειρουργείο να φανταστείς το έκανα το 1996. Λογάριασε εσύ τώρα.

Έμφραγμα έπαθες;

Δεν πρόλαβα να πάθω. Μια μέρα εκεί που καθόμουν μου ήρθε μια ζαλάδα. Μετρήθηκα και μου βρήκαν πολύ ανεβασμένη πίεση. Ο γιατρός μου είπε, κάμε την εγχείρηση γιατί σύντομα να σε βρει έμφραγμα ή εγκεφαλικό. Δόξα τω Θεώ, είμαι μια χαρά. Λίγο ζαχαράκο έχω, λίγο καμιά πιεσούλα, αλλά είμαι καλά.

Σε ποια μαγαζιά δούλεψες εδώ της Θεσσαλονίκης;

Δούλεψα στην ‘Λεωφόρο’ έξω από την Σταυρούπολη ως χορεύτρια οριεντάλ. Στο σπίτι, αν άκουγα λίγο μουσική, χόρευα. Λίγο έτσι, λίγο αλλιώς, λίγο το κεφαλάκι, λίγο το στήθος, το γοφό, πήρα φόρα, έραψα δύο στολές και βγήκα στο μεϊντάνι. Επάνω στην ‘Γκάσπα’ δούλεψα, όπως περάσεις την γέφυρα στην Σταυρούπολη. Τρία μαγαζιά ήταν, η ‘Λεμόνα’ με τα ποντιακά στην μέση, η ‘Γκάσπα’ και ο ‘Ζυγός’. Σε όλα δούλεψα. Στο ‘Ζυγό’ με την Φωτεινή Μαυράκη, που ήταν μεγάλο όνομα και μεγάλη φωνή παλιά. Την παραδέχονταν όλοι. «Απόψε κλαίει ο ουρανός», «Μουσαφιραίοι είμαστε σε αυτή την κοινωνία», αλλά που να τα ξέρεις εσύ τώρα αυτά. Δούλεψα στον Αλέκο στην Ξηροκρήνη, πώς λέγανε το μαγαζί δεν θυμάμαι, Αλέκος ήταν το αφεντικό. Στου Σταυράκη το υπόγειο στην Αγιά Σοφία, στην Πρασακάκη, πριν βγεις στην Εγνατία αριστερά, το υπόγειο. Είχε και ένα άλλο, το ‘Στέκι’. Αυτό ήταν εκεί που είναι μια τράπεζα στη Διαγώνιο. Δούλεψα στο ‘Καλαμάκι’ με Μπέμπα Μπλανς. Τότε υπήρχαν δύο μαγαζιά, η ‘Καλαμίτσα’ και το ‘Καλαμάκι’, στο Καραμπουρνάκι, σε μια γραμμή παραλιακά. Δούλεψα με τον Αγγελόπουλο και την Αννούλα, την Σία Ροζάκη, μεγάλη φωνή και αυτή, έγραφε και τραγούδια, την Έλσα Χάρη, που ήταν η βεντέτα της Θεσσαλονίκης. Με την Γιώτα Γιάννα, αυτή που βγαίνει τώρα και παίζει φυσαρμόνικα, τον Στράτο Διονυσίου, τη Θάλεια τη δικιά μας εδώ την Θεσσαλονικιά τσιγγάνα, τον Πάριο, με την Λίτσα Διαμάντη, με τον Μενιδιάτη. Είχαμε την Πόπη Λόρη, έβγαινε στην πίστα και άναβε φωτιά, όχι ιδιαίτερα όμορφη, αλλά ζημιάρα γκόμενα. Ήταν η Μαριάνθη Κεφάλα.

Έκανες παρέα με τους τότε διάσημους δηλαδή. Πώς ήταν απέναντί σου;

Έξω δεν βγαίναμε, δεν είχαμε επαφές. Μέσα στα μαγαζιά μόνο βρισκόμασταν. Με εκείνη που είχα πάρε δώσε πολύ ήταν η Μπέμπα Μπλανς, που λέγαμε τα μυστικά μας, είχαμε ανοιχτεί πολύ, και με την Έλσα Χάρη. Είχε και κορίτσια καλά, είχε και πούστρες. Στα δέκα καλά, θα είχε ένα-δύο λίγο πούστρες. Αμολούσαν τις κακίες και κουτσομπολιά. Θα λέγανε ‘την βλέπεις, δεν είναι γυναίκα κανονική’ και διάφορα τέτοια, αλλά και οι πελάτες λέγανε ‘δεν μας ενδιαφέρει, η παρέα μας ενδιαφέρει’. Ξέρεις, κονσομασιόν, χόρευα στην πίστα και όταν κατέβαινα, έκανα τις μάρκες μου, γι’ αυτό και με θέλανε στα μαγαζιά.

Καταλαβαίνανε ότι δεν είσαι βιολογικά γυναίκα;

Άλλοι ναι, άλλοι όχι, και δεν νομίζω να τους πείραζε. Είχαν αμφιβολίες. Πού να ξέρουν τότε και να καταλάβουν, ο κόσμος δεν γνώριζε και πολλά πολλά, αλλά και αν γνώριζε ήταν πιο αυθόρμητος, πιο ντόμπρος, πιο αθώος. Σου λέει, τόσο βυζί, πώς είναι δυνατόν να μην είναι γυναίκα.

Κάτω χαμηλά δεν έπιαναν;

Κάναμε χούσια, οπότε την σκαπουλάραμε έτσι. Αν κάποιος νόμιζε ότι είμαι γυναίκα, δεν πήγαινα μαζί του. Έκανα την παρέα, την κονσομασιόν, χόρευα, αλλά αν ήθελα να πάρω, έπαιρνα αυτά που μου άρεσαν εμένα τα τεκνάκια. Αν ήταν πάνω από 25 ή 28 δεν τους έπαιρνα, δεν ήθελα. Και λεπτά ωραία παιδιά. Αυτοί μου αρέσουν.

Τι κόσμος πήγαινε στα κέντρα διασκέδασης και στα μπαρ;

Οι πάντες, πολιτικοί, ηθοποιοί, γιατροί, δικηγόροι, εργάτες, οικοδόμοι, αλλά και οι γυναίκες τους. Όταν ξέρανε οι γυναίκες ότι είμαι εκεί, οι φίλες μου ειδικά, έρχονταν και μονές τους και καθόντουσαν και με βλέπανε και με κερνούσανε κιόλας.

Γιατί πιστεύεις ότι τελείωσε αυτή η εποχή;

Χαλάσαμε λίγο και εμείς με όλα αυτά που κάναμε. Αυτοί που δουλεύαμε και τα αφεντικά. Ο κόσμος σιγά σιγά ξύπνησε, κατάλαβε τι γινότανε. Όχι ότι ήταν και χαζοί. Δεν θέλω να πω αυτό, ήταν μάγκες. Κυκλοφορούσαν και δεν μπορούσε να μιλήσει κανένας. Ήταν στη νοοτροπία η διασκέδαση αυτή, το κέφι και η αλητεία. Μην κοιτάς τώρα που τα περισσότερα είναι τζουτζέκια και κοροϊδεύουνε. Τότε σε έπαιρνε η παρέα και πού να μιλήσει κανένας. Τώρα τελείωσαν όλα. Έχει ταβέρνες, τρως, πίνεις και ακούς κανένα τραγουδάκι, ή άντε κανένα μπαράκι. Ήταν βέβαια και το Aids. Πριν εμφανιστεί, εμείς δεν ξέραμε καπότες και τέτοια πράγματα. Ήταν η σύφιλη, τα κονδυλώματα. Έβλεπες τον άλλο, έβαζες χέρι, έπιανες, καταλάβαινες. Με το Aids όλες παγώσαμε, ξεκινήσαμε να παίρνουμε προφυλάξεις. Άλλαξε η νοοτροπία και η συμπεριφορά. Φόβος, βρίζανε, λέγανε η αρρώστια είναι από αυτούς. Πέθαναν πολλές φιλενάδες μου που βγαίνανε στην πιάτσα. Η Λιάνα, η Πωλίνα, το Τουρκάκι, κούκλες όλες, πάνε αυτές. Και αν δεν ήταν αυτό, ήταν η πρέζα. Κούκλες πανέμορφες που λιώνανε, πεθαίνανε στο δρόμο. Μπήκε η πονηριά, το χρήμα, η πρέζα και η σκατοαρρώστια, και σιγά σιγά έσβησε η νύχτα, τα μπουζούκια, ο Βαρδάρης.

Από τα μαγαζιά του Βαρδαρίου πέρασες;

Αυτά ήταν τα τελευταία που δούλεψα. Στο ‘Σεχραζάτ’ στον ΟΤΕ, φάτσα στο Βαρδάρη. Το είχε ο Πρόδρομος, ο χοντρός που λέμε. Η Στάσα, η μάνα του, είχε και αυτή μαγαζιά. Πρόλαβα ακόμα και το παλιό της μαγαζί στην Σταυρούπολη, πριν το τρελάδικο ήταν. Είχε εκεί μια ταβέρνα, της Στάσας που λέγαμε. Πηγαίνανε οι δικές μας, είχε ένα δωματιάκι και κάνανε βίζιτες. Τρώγανε σουβλάκια και μπριζόλες, καμιά μακαρονάδα, πίνανε κανένα ποτό και μετά καταλήγανε στο δωματιάκι με κανένα δεκαρικάκι, εικοσάρικο, δεν θυμάμαι πόσο ήταν. Μετά η Στάσα συνεννοήθηκε με το γιο της και ανοίξανε ένα άλλο στην Ρεματιά. Εκεί που περνούσε το Ρέμα στην ‘Γκάσπα’ και τη ‘Λεμόνα’. Εκεί δίπλα στο ρέμα, αυτά ήταν όλα παράγκες, και τα μαγαζιά της Στάσας παράγκες ήταν. Τα μαγαζιά της τα έκλεισε γιατί άρχισαν να φτιάχνουν την περιοχή, να γίνονται σπίτια, να μην είναι τόσο έρημα, και δεν πήγαινε ο κόσμος, είχε γεμίσει οικογένειες. Η Στάσα κράτησε αυτό το δεύτερο μαγαζί για λίγο διάστημα και ο Πρόδρομος, ο γιος της, άνοιξε το ‘Σεχραζάτ’. Εκεί στου Πρόδρομου δούλεψα. Μετά άνοιξε πίσω από τα δικαστήρια ο Γιώργος, η Γιώργενα, το ‘Παραντάις’. Σ’ αυτά τα μαγαζιά είχε τραγούδια, ζωντανή ορχήστρα και είχε μόνο τρανς. Άλλες τραγουδούσαν, άλλες ανοιγόκλειναν το στόμα. Μεγάλες εποχές, οι τελευταίες καλές του Βαρδαρίου. Η Στάσα, όταν άφησε τα μαγαζιά τα δικά της, καθόταν στο ταμείο του ‘Σεχραζάτ’. Ο γιος της, ο Πρόδρομος, πέθανε από καρκίνο από το πολύ φαγητό, ήταν 150 κιλά, και ο άλλος ο γιος της, ο Μίμης, πέθανε από ναρκωτικά, από πρέζα. Είχε παντρευτεί πριν την Τερέζα την μικρή. Είχε πάει να κάνει το μουνί, άλλαξε τα χαρτιά της και τον πήρε. Της στοίχισαν πάρα πολύ της Στάσας οι θάνατοι των παιδιών της. Μετά που πέθανε ο Πρόδρομος, χάθηκε ο έλεγχος. Ξεκίνησαν πολλές φασαρίες, ο κόσμος μάλωνε, φώναζε, μεθούσε. Απέναντι από το μαγαζί έμενε ένας εισαγγελέας και το έβαλε πίκα και το έκλεισε το μαγαζί. Το ‘Παραντάις’ της Γιώργαινας της Λουμπινιάς και αυτό το ίδιο στυλάκι. Όταν ο Πρόδρομος κάποια στιγμή δεν με πλήρωσε ένα μεροκάματο, δύο μεροκάματα, πήρα τη στολή και έφυγα και πήγα στο ‘Παραντάις’. Αυτό έκλεισε γιατί η Γιώργαινα δεν είχε μυαλό. Έπιανε γκόμενους κάτι λοκατζήδες, κάτι φαντάρια, ωραία παιδιά, τα έβαζε σε καλά πόστα, στα ταμεία, τρώγανε λεφτά και στο τέλος το έκλεισε και έφυγε στην Κρήτη, δούλεψε εκεί σε μαγαζιά και εκεί πέθανε. Και η Στάσα έχει χρόνια που πέθανε, μεγάλοι και οι δύο τους πια. Όταν έκλεισαν αυτά τα μαγαζιά, πήγα στου Αλίτσου, που ήταν το τελευταίο μαγαζί που δούλεψα. Του Αλίτσου είναι τώρα το Ts14, που το έχει η Κρίστυ. Δούλεψα περίπου 4 χρόνια. Ο Αλίτσος έφερνε μπαλέτα και από το εξωτερικό. Όταν τελείωνα τα χορευτικά μου νούμερα, δεν ήξερα πού να πρωτοπάω. Σε κάθε τραπέζι είχε ένα μπουκάλι σαμπάνια. Έλεγα το γκαρσόνι, ποιος ήρθε πρώτος και ποιος τελευταίος. Ξεκινούσα και καθόμουνα από δέκα λεπτά σε κάθε τραπέζι. Έπινες ένα ποτό από τα μπουκάλια που ανοίγανε, μιλούσες λίγο, τους κορόιδευες, τέτοια πράγματα. Πολλές αναμνήσεις από τα μαγαζιά.

Ο κόσμος πήγαινε για να βρει σεξ στα λεγόμενα τραβεστάδικα;

Ε, βέβαια. Απ’ έξω έβλεπες, σε κάθε γωνία περιμένανε οι γαμπροί. Θυμάμαι τότε ήταν ένας πολύ κοντός στο μαγαζί. Καθόταν στο μπαρ σε ένα σκαμπό. Δεν φαινόταν το ύψος. Πάει η Ανδριάνα η συγχωρεμένη και κλείνουν ραντεβού για έξω. ‘Ποιος στη χάρη σου’, λέω καλέ. Πάει έξω αυτή, περιμένει στην μια γωνία. Στην άλλη γωνία ο κοντός. Της λέω, ‘τι έγινε φίλη’. Λέει, ‘τον ψεύτη, με έστησε’. ‘Καλέ νάτος, εκεί είναι’, της λέω. ‘Αυτός καλέ’, μου λέει, ‘δεν είναι ούτε μέχρι τα βυζιά μου, πού είναι ο υπόλοιπος;’. ‘Αυτός είναι’, της λέω. ‘Φεύγω, γεια σας’, είπε και έτρεξε.

Μαχαιρώματα, τσαμπουκάδες είχε;

Και σε ποια μαγαζιά δεν είχε φασαρίες και τσαμπουκάδες. Μαχαίρια και άγρια πράγματα όσο δούλευα δεν είδα. Καυγάδες είδα και χωνόμουνα να χωρίσω. Αν μ’ έπαιρνε, κοπανούσα και κανένα μπάτσο σε κανέναν.

Έπινες;

Όχι όλα τα ποτά. Μαρτίνι, καμπάρι και σαμπάνιες. Τώρα αν βγούμε καμιά φορά, θα είναι μόνο σε κανένα ταβερνάκι και έχω το ουζάκι το 12, αυτό πίνω. Όχι πολύ όμως, γιατί μετά είμαι μεθυσμένη όλη τη μέρα.

Στα καλλιστεία που έκανε τότε η Αλόμα πήγαινες;

Πήγα μια φορά και χόρεψα οριεντάλ. Αλλά δεν μπορώ να βρω την κασέτα να σου δείξω. Απέναντι από την έκθεση τα κάναμε, εκεί στο Ακρόαμα, αλλά και στον Έσπερο. Όταν ήθελε να κατέβει με το κόμμα, το ΠΑΚΙ (Πανελλήνιο Κίνημα Ισότητας), μου είχε προτείνει να κατέβω υποψήφια. Μου λέει, εσένα σε ξέρει όλη η Τούμπα, σε ξέρουν και οι λουμπινιές και οι τραβεστί, θα σε ψηφίσουνε. Δεν δέχτηκα και μετά κατέβασε την Άλκηστι, την Σούλα που λέμε, αλλά τελικά με την πολιτική δεν έγινε τίποτα. Η Αλόμα δεν κατάφερε να κάνει κίνημα. Άρχισε τις τσόντες και τα καλιαρντέματα.

Πότε σταμάτησες από τα μαγαζιά;

Δεν θυμάμαι ακριβώς. Ακόμα το κεφάλι μου έχει μια μόνιμη βοή από τα μπουζούκια και τα μπαράκια τόσα χρόνια. Από ένα σημείο και μετά αποσύρθηκα, δεν άντεχα άλλο. Δούλεψα 17 χρόνια νύχτα. Κάθε μέρα να φεύγουμε 9 και 10 η ώρα το πρωί. Τα καλά χρόνια. Στη Λάρισα, που δούλεψα στου Μάκη, μετά της 10 το πρωί φεύγαμε από εκεί. Όλη η επαρχία κατέβαινε, έπιανε τραπέζι και δεν έλεγε να φύγει. Αχ, το ξενύχτι ξέρεις τι είναι; Μια χαρά και δέκα πίκρες.

Δεν σκέφτηκες ποτέ να ολοκληρωθείς ως γυναίκα, να κάνεις επέμβαση, να αλλάξεις τα χαρτιά σου;

Ένα διάστημα το κάνανε πολλές. Τρέχανε στην Τουρκία, την Καζαμπλάνκα, στο Μαρόκο, στον Κοντορό. Και είχε πολλά στυλ μουνιά, ανάλογα πού θα το έκανες. Εγώ ήθελα πρώτα από όλα να περνάω καλά εγώ και να το ευχαριστιέμαι. Είχα πάει στο γιατρό και του λέω, δε με νοιάζει να ομορφύνω, θα χύνω; Δεν με έπεισε και δεν το έκανα τελικά.

Κανέναν από τους εραστές τους παλιούς βλέπεις τυχαία στο δρόμο;

Ο καθένας έκανε τη ζωή του, την οικογένεια του. Θα μιλήσω με κανέναν στο τηλέφωνο ή θα τον δω στο δρόμο. Τους κοροϊδεύω που κάποτε ήταν τέκναροι και τώρα είναι πουρά. Εγώ ντεμέκ δεν είμαι. Πρώτο πουρό εγώ. Αλλά δεν με στεναχωράει αυτό. Καλά να είμαστε και υγεία να έχουμε.

Τι ζητούσαν οι άντρες από το σεξ τότε;

Τα πάντα, όπως και τώρα. Δεν έχει αλλάξει κάτι. Μην νομίζεις ότι είχε διαφορά. Απλά τότε είχε πολλές κρυφές. Στις 10 φανερές και 1000 κρυφές.

Λεφτά έβγαλες από την δουλειά;

Όχι πολλά, τα έτρωγα. Έχω δύο ντουλάπες να σου δείξω με ρούχα. Γούνες, φορέματα, στολές.

Έχεις μετανιώσει για κάτι που έκανες ή δεν έκανες;

Όχι, τα μάτια μου είναι χορτάτα. Και τώρα να πεθάνω, δεν παίρνω χαμπάρι, δεν θα πω ότι μου έχει λείψει κάτι, ότι δεν έκανα κάτι και έχω απωθημένο.

Ότι γερνάς σε ενοχλεί;

Όχι καθόλου, ούτε το θάνατο φοβάμαι. Το μόνο που θέλω είναι να μην πέσω στα κρεβάτια, να μην αρρωστήσω και έχω πόνους, αυτό φοβάμαι.

Πιστεύεις στον Θεό;

Ο Χριστός και η Παναγία, η καντήλα μου καίει. Από τότε που γεννήθηκα είμαι Χριστιανός Ορθόδοξος και Άρης. Κάποτε και εδώ στην Κάτω Τούμπα, όλοι Αρειανοί ήταν. Μετά κάνανε το γήπεδο και έγιναν ΠΑΟΚ οι ντολμέδες. Τους ξεφωνίζω καμιά φορά.

Αφού πιστεύεις στον Θεό, πιστεύεις και στις αμαρτίες και την τιμωρία;

Αμαρτία είναι να κουτσομπολεύεις. Αμαρτία θα ήταν να έλεγα ό,τι άκουγα στα σπίτια που πήγαινα και χτένιζα και στα μαγαζιά που δούλευα. Ο έρωτας, το πάθος, δεν είναι αμαρτία, το ζητάει ο οργανισμός. Αν δεν βλέπεις την δική σου καμπούρα και μιλάς για το άλλου, αυτό είναι αμαρτία. Αν δεν πειράζεις τον διπλανό σου, δεν είναι τίποτα αμαρτία.

Η καθημερινότητά σου πώς είναι σήμερα;

Σηκώνομαι το πρωί, έχω τα δύο σκυλάκια μου, τα βγάζω βόλτα. Θα δω τι θα φάω, τι θα μαγειρέψω, θα πάω στην γειτονιά για καφέ, λύνω σταυρόλεξα και κεντάω για να περάσει η ώρα. Λίγο σου κακοφαίνεται το βράδυ η μοναξιά, όταν κλείνεις την πόρτα και κοιμάσαι, έχω όμως τα σκυλάκια, μαζί μου κοιμούνται, μαζί μου σηκώνονται. Βάφτισα και έναν νεαρό Αλβανικής καταγωγής πριν δύο χρόνια, πολύ καλό παιδί, τώρα παντρεύτηκε, με καλούν στο σπίτι τους, με βοηθάνε σε ό,τι θέλω.

Με την γειτονιά έχεις σχέση;

Όλα τα σπίτια είναι σαν να είναι δικά μου, οι παλιές γειτόνισσες, όχι τόσο οι καινούργιες. Έχω και κλειδιά από κάποια σπίτια, τόσο με αγαπάνε και με εμπιστεύονται, μπορώ να πάω και να ανοίξω να μπω στο σπίτι τους.

Όνειρα κάνεις για το μέλλον;

Τι όνειρα να κάνω από εδώ και ύστερα; Σε δέκα μέρες θα μπω στα 78.

Πώς θα ήθελες να σε θυμάται κάποιος;

Ως έναν καλό άνθρωπο, να μου πουν και ένα ‘Θεός σχωρέστην’.

Πιστεύεις ότι ήσουν ένας καλός άνθρωπος;

Ήμουν, βοηθούσα πάντα όσο μπορούσα τους ανθρώπους και τους αγαπούσα.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα