Ο Sonny Touch, κατά κόσμον Δημήτρης Τάτσης, έβγαλε έναν σούπερ δίσκο
Ένας νέος μουσικός, με παρελθόν στο Παρίσι, το Λονδίνο, αλλά και την Θεσσαλονίκη, παρόν στο Ελσίνκι και μέλλον που ανοίγεται στην διεθνή σκηνή, μιλά στην Parallaxi.
Το Sonny Touch είναι ένα όνομα που σε παραπέμπει μάλλον σε rockstar των 80s. Πίσω από το stage name όμως δεν βρίσκουμε άλλον από τον Δημήτρη Τάτση, έναν ιδιαίτερο νέο μουσικό, με παρελθόν στο Παρίσι, το Λονδίνο, αλλά και την Θεσσαλονίκη, παρόν στο Ελσίνκι και μέλλον που ανοίγεται στην διεθνή σκηνή.
Ο Δημήτρης έχει πρόσφατα κυκλοφορήσει το νέο του άλμπουμ με τίτλο “Leave Space for the Little Animals”, ένα έργο – μουσική αφήγηση σχεδόν, με ηλεκτρονικές και indie επιρροές, αλλά κυρίως μια ολόδική του αίσθηση. Η ιστορία του ξεκίνησε στη Γαλλία, όπου πέρασε τα πρώτα του παιδικά χρόνια, προτού γυρίσει με την οικογένειά του στην Ελλάδα, και συγκεκριμένα στην πόλη μας. Μέσα από τα πρώτα του βήματα στη Θεσσαλονίκη, η πορεία του τον οδήγησε στην μουσική, σε κάποιες ενδιαφέρουσες συνεργασίες, μεταξύ των οποίων ο Γιάννης Αγγελάκας, αλλά και η μουσική συμμετοχή στο πρώτο «Θεσσαλονίκη Αλλιώς» της Parallaxi, ενώ μετά από συμμετοχές σε μουσικά σχήματα, έφτασε πια στην σόλο πορεία του.
Αρχή ήταν το πρώτο του άλμπουμ υπό το όνομα Sonny Touch, που κυκλοφόρησε το 2010 με τίτλο “Brain Soup”, ενώ είναι αλήθεια ότι πέρασαν αρκετά χρόνια μέχρι να φτάσει το δεύτερο έργο, δικαιώνοντας βέβαια για πολλούς την αναμονή. Στο ενδιάμεσο, μεσολάβησαν η μετακόμιση πριν λίγα χρόνια στο Λονδίνο, αλλά και μια νέα τροπή, καθώς τους τελευταίους μήνες τον βρίσκουμε πια στην Φινλανδία, να συνεχίζει ασταμάτητα τις μουσικές του επιδιώξεις.
Ο Δημήτρης αναφέρει για το μουσικό του ξεκίνημα πως «Η μουσική ήταν και είναι ανάγκη, άκουγα από μικρός και αργότερα άρχισα να μαθαίνω κιθάρα. Είμαι σε μεγάλο βαθμό αυτοδίδακτος. Στο πανεπιστήμιο άρχισα να παίζω ως DJ σε διάφορα μπαρ και έβαλα λίγα χρήματα στην άκρη για να κάνω κάποια μαθήματα κιθάρας τα οποία με βοήθησαν να αποκτήσω μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Όταν άρχισε να μ’ ενδιαφέρει περισσότερο ο ήχος, άρχισα να γράφω δικά μου κομμάτια».
Όταν ήταν μικρότερος, σημειώνει, «Έγραφα κασέτες σε ένα μαγνητόφωνο και ανακάλυπτα διάφορους δίσκους που είχαν φέρει οι δικοί μου απ’ τη Γαλλία – Jean-Michel Jarre, Stevie Wonder. Μετά ήρθαν τα 90’s και οι επιρροές από τα μεγαλύτερα ξαδέρφια μου – ένας μάλιστα μου χάρισε ένα μαντολίνο που είχε, σαν υποκατάστατο για την κιθάρα που ήθελα, και από κει και πέρα το ενδιαφέρον μου για να μάθω να παίζω κορυφώθηκε. Στο πανεπιστήμιο γνώρισα περισσότερους μουσικούς και άρχισα να παίζω σε μπάντες, οπότε άρχισα να νιώθω πιο άνετα, σε σημείο που οι μπάντες ήταν πλέον παρά πολλές. Εκείνη την περίοδο άρχισα να ηχογραφώ με διάφορα συγκροτήματα και πάντα κάναμε ότι καλύτερο μπορούσαμε. Αυτό προσπαθώ να κάνω μέχρι και σήμερα, δεν ξέρω αν αυτό με κατατάσσει στην κατηγορία του επαγγελματία!».
Ποιοι ήταν οι καλλιτέχνες που τον ενέπνευσαν και επηρέασαν το μουσικό του στυλ; «Την περίοδο που ηχογραφούσα τους δύο πρώτους μου δίσκους, αυτοί που άκουγα αρκετά ήταν οι Tom Waits, Latin Playboys, Houndog, Stephen Malkmus, Beck και Mulatu Astatke. Η συνέχεια μπορεί να είναι τελείως διαφορετική!», αναφέρει.
Ξεκίνησε αρχικά με το δικό του συγκρότημα, τους “Honolulu Philharmonic”, όπως και άλλες πολύπλευρες συνεργασίες, όπως αυτή με τον Γιάννη Αγγελάκα, το Εθνικό Θέατρο, αλλά και την μουσική για ντοκιμαντέρ. Πώς τον οδήγησαν στο να κάνει σόλο καριέρα; «Και οι δυο δίσκοι είναι αποτέλεσμα προσωπικής δουλειάς από άποψη σύνθεσης. Οι “Honolulu Philharmonic” ήταν και είναι οι φίλοι οι οποίοι με βοήθησαν να αναπαράγω αυτή τη μουσική ζωντανά στην αρχή, βάζοντας ο καθένας το προσωπικό του ύφος στις συναυλίες. Οι παραπάνω συνεργασίες είναι άλλες παλαιότερες και άλλες πιο πρόσφατες και δεν είναι οι μόνες. Συνεχίζω να συνεργάζομαι με άλλους μουσικούς γιατί το έχω ανάγκη. Κάθε συνεργασία μου χαρίζει κάτι, με εξελίσσει».
Φτάνουμε λοιπόν στο όνομα. Πώς έγινε ο Δημήτρης Τάτσης Sonny Touch; «Είναι ένα ψευδώνυμο που μου κόλλησαν και η αλήθεια είναι ότι στην αρχή δεν μου άρεσε. Το 2004 έπαιζα με μια μπάντα, τους Vintage & Used και ο τραγουδιστής τότε είχε κλείσει μια μικρή solo περιοδεία στην Ολλανδία. Μου πρότεινε να τον ακολουθήσω και το έκανα. Μου είχε πει τότε: «δεν μπορείς να βγαίνεις ως Δημήτρης Τάτσης, πρέπει να έχεις ένα stage name». Παράλληλα, έτρεχε μια εταιρία παραγωγής συναυλιών και την ίδια περίοδο προσπαθούσε να κλείσει τον Αμερικανό, punk κιθαρίστα, Sonny Vincent. Προς τιμήν του λοιπόν έβαλε το Sonny και το Touch απ’ το επίθετό μου. Στην αρχή μου φάνηκε πολύ δήθεν, αλλά τελικά όλοι άρχισαν να με φωνάζουν έτσι και αποφάσισα να το κρατήσω. Πλέον μου αρέσει», αναφέρει.
Ο ήχος του είναι πολυσύνθετος, με στοιχεία ηλεκτρονικής, blues, indie μουσικής, μεταξύ άλλων. Ο ίδιος δηλώνει για την μουσική του: «Πιστεύω ότι τα παραπάνω είδη υπάρχουν στη μουσική μου, λιγότερο ή περισσότερο φανερά. Δεν έχω κάποια συγκεκριμένη φιλοσοφία – έχω κάποιες εικόνες και ιστορίες στο μυαλό μου, οι οποίες αποτελούν συνήθως το έναυσμα, τις οποίες ντύνω με ήχους».
Η λέξη «ιστορίες» είναι μία που μένει στο νου για το έργο του, καθώς πολλοί μουσικοί της ανεξάρτητης και εναλλακτικής σκηνής σήμερα επιλέγουν να μην αυτοπροσδιορίζονται, να πειραματίζονται και να δημιουργούν, θα έλεγε κανείς, περισσότερο μουσικές ιστορίες και project παρά αυτό που έχουν πολλοί στο μυαλό ως κλασικά άλμπουμ. Πώς το αντιλαμβάνεσαι αυτό και πόσο ισχύει στην δική του περίπτωση; «Το κατανοώ απόλυτα από την πλευρά ενός session μουσικού, ο οποίος παίζει με διάφορο κόσμο και επίσης ως μια αναζήτηση και πειραματισμό με νέους ήχους και διαφορετικούς συνεργάτες», σημειώνει. «Πέρα από τα πρότζεκτ πάντως, πιστεύω ότι οι περισσότεροι μουσικοί έχουν κάποια προσωπική δουλειά την οποία εκτιμούν και πιστεύουν, ίσως λίγο περισσότερο από τις υπόλοιπες στις οποίες είναι μέλη. Στη δική μου περίπτωση, δε θα το ονόμαζα project, το ‘μουσικές ιστορίες’ μου αρέσει πάντως!».
Ποια ήταν λοιπόν η αφετηρία δημιουργίας του νέου άλμπουμ του “Leave Space for the little Animals” και το προσωπικό μήνυμα που ήθελε να περάσει μέσα από αυτό; «Δεν υπήρξε κάποια συγκεκριμένη αφετηρία για το άλμπουμ. Απλά συνέχισα να γράφω κομμάτια αφότου κυκλοφόρησα τον πρώτο μου δίσκο, το “Brain Soup”. Ο τίτλος μάλιστα, ήρθε αρκετά αργότερα και αφού είχαν ολοκληρωθεί οι ηχογραφήσεις και αναφέρεται σε ένα προσωπικό γεγονός. Έχει να κάνει με τις ιδιαιτερότητες και τις ανασφάλειες που κρύβουμε όλοι μέσα μας, στοιχεία του εαυτού μας που πολλές φορές καταπιέζουμε, με αποτέλεσμα να μη φαίνεται αρχικά προς τα έξω ποιοι πραγματικά είμαστε. Κάτι που αργά ή γρήγορα, θα φανεί είτε θέλουμε είτε όχι».
Δύο από τα τραγούδια του έχουν, όλως περιέργως, ρώσικους τίτλους, το ένα από αυτά μάλιστα πλήρες ρωσικών στίχων, περιγράφοντας την πάλη ενός ανθρώπου μέσα στη μέρα να μείνει ξύπνιος, αναρωτώμενος τι έχει. Γιατί αυτή η ασυνήθιστη επιλογή της γλώσσας και ποιο το νόημα της μίνι ιστορίας; «Η χρήση των ρωσικών, όπως και των γαλλικών που υπάρχουν στο δίσκο, εξυπηρετεί τον ίδιο σκοπό με τα ηχητικά εφέ που χρησιμοποιώ σε ένα μουσικό όργανο και εισάγουν τον ακροατή σε μια κατάσταση. Η συγκεκριμένη ιστορία μου ακούστηκε πιο ενδιαφέρουσα στα ρωσικά και επίσης μου φάνηκε αστεία, αλλά ο καθένας μπορεί να την ερμηνεύσει όπως νομίζει. Υπάρχει φυσικά ένα κοινωνικό μήνυμα, απλά δεν ήταν αυτοσκοπός μου. Απο τη μεριά μου, το κομμάτι εστιάζει περισσότερο στη χιουμοριστική πλευρά αυτής της κατάστασης».
Το πέρασμα από το πρώτο άλμπουμ “Brain Soup” στο νέο πήρε κάποια χρόνια. Τι τα συνδέει για εκείνον και ποια ήταν η δημιουργική διαδικασία πίσω από το καθένα; «Το δεύτερο μου ακούγεται σαν μια εξελιγμένη εκδοχή του πρώτου. Τα κομμάτια και των δύο παρουσιάζονται ζωντανά και έχουν την ίδια τρέλα και ενέργεια. Άρχισα να συνθέτω καινούργια κομμάτια σχεδόν απευθείας μετά την κυκλοφορία του “Brain Soup”. Είχα τελειώσει το μεγαλύτερο μέρος των ηχογραφήσεων πριν φύγω στο Λονδίνο, κι αυτό γιατί δεν ήμουν σίγουρος για το αν θα είχα πρόσβαση σε χώρους και σε μηχανήματα όπως είχα στην Ελλάδα, πράγμα το οποίο επαληθεύτηκε, τουλάχιστον για τον πρώτο καιρό. Φυσικά όταν μεταναστεύεις σε μια άλλη χώρα, είναι λογικό τον πρώτο καιρό να αισθάνεσαι έξω από τα νερά σου και παίρνει χρόνο για να προσαρμοστείς στις νέες συνθήκες. Θα έλεγα ότι είναι ένα απ’ τα μεγαλύτερα σοκ που μπορεί να υποστεί κανείς όσο κι αν ακούγεται υπερβολικό», σημειώνει. «Τον πρώτο δίσκο τον κυκλοφόρησα χωρίς να έχω κάποιο χρονοδιάγραμμα και το τελευταίο πράγμα που θα έκανα είναι να πιέσω τον εαυτό μου να βγάλει κάτι επί παραγγελία. Με τον ίδιο τρόπο δούλεψα και τα κομμάτια του “Leave Space”. Οι συνθήκες υπό τις οποίες συνθέτω και ηχογραφώ αλλάζουν και όντας ο μόνος εγκέφαλος πίσω απ’ αυτό, τα πράγματα παίρνουν περισσότερο χρόνο. Δεν ξέρω αν η προσέγγισή μου έχει εξελιχθεί, αλλά καθώς είχα περισσότερα κομμάτια ηχογραφημένα απ’ όσα μπήκαν στο δίσκο, ένιωσα ότι μερικά απ’ αυτά τα οποία έμειναν απέξω δεν με αντιπροσωπεύουν τόσο πλέον».
Πώς πήρε την απόφαση να αφήσει την Θεσσαλονίκη για να ζήσει αρχικά στο Λονδίνο, και τελικά να κάνει την απροσδόκητη επιλογή του Ελσίνκι; «Δεν το σκέφτηκα πολύ να μετακομίσω στο Λονδίνο. Ήθελα να ζήσω κατι διαφορετικό, το οποίο με βοήθησε να συγκρίνω και να έχω μια πιο σφαιρική εικόνα των πραγμάτων γενικότερα. Η επιλογή του Ελσίνκι δεν ήταν τόσο απροσδόκητη, η σύντροφος μου είναι Φινλανδή και θεώρησα ότι θα ήταν καλύτερο να μετακομίσω εγώ από το να έρθει αυτή στο Λονδίνο, ειδικά με όλη την κατάσταση που επικρατεί αυτή τη στιγμή στο (όχι και τόσο) Ηνωμένο Βασίλειο».
Ποια είναι αλήθεια η μουσική σκηνή και η ζωή στην Φινλανδία και οι προοπτικές εκεί για έναν μουσικό; «Η μουσική σκηνή είναι αρκετά ενδιαφέρουσα. Υπάρχει έντονη σύγχρονη jazz και ηλεκτρονική σκηνή και μου ‘χει κάνει εντύπωση το ποσό καλό ήχο έχουν τα clubs που διοργανώνουν συναυλίες. Σίγουρα είναι μια πόλη στην οποία μπορείς να αναμειχθείς και να βρεθείς εύκολα με άλλους μουσικούς, και αυτό το λέω από προσωπική εμπειρία. Η ζωή στο Ελσίνκι έχει να προσφέρει όσα θα περίμενε κανείς από μια χώρα με υψηλό βιοτικό επίπεδο, με όλα τα θετικά και αρνητικά, όπως παντού άλλωστε. Οι άνθρωποι εδώ σέβονται τη φύση και ταυτόχρονα πιστεύουν περισσότερο στην επιστήμη, παρά στη θρησκεία όπως στην Ελλάδα. Για τις προοπτικές που προσφέρονται για έναν μουσικό δεν μπορώ να πω γιατί έχει μόλις 5 μήνες που μετακόμισα. Οποίες και να είναι πάντως, συνεχίζω να γράφω μουσική όπως έκανα, ανεξαρτήτως με το πού ζω».
Τι είναι αυτό που του λείπει περισσότερο από την Θεσσαλονίκη; «Οι φίλοι και η οικογένεια μου».
Πιστεύει ότι υπάρχουν δυνατότητες στην μουσική σκηνή της Ελλάδας; «Ναι, το πιστεύω, υπάρχουν και υπήρχαν πάντα πολλές αξιόλογες μπάντες. Δυστυχώς λίγες ακούγονται παραέξω, καθώς δεν υπάρχει η ανάλογη υποδομή για να τις στηρίξει».
Ποια είναι τα επόμενά του βήματα και δημιουργικά project που έχουμε να αναμένουμε; «Δεν θέλω να δημιουργήσω προσδοκίες, απλά θα πω ότι δουλεύω πάνω σε καινούρια μουσική και έχω ξεκινήσει δύο συνεργασίες εκτός Ελλάδας, η μια με δυο φίλους μουσικούς από το Ελσίνκι και η άλλη με τον Γιάννη Αβραμίδη από τους This is Nowhere, ο οποίος πλέον μένει στο Βερολίνο».
Δείτε περισσότερα:
Facebook: Sonny Touch