Πρόσωπα

Σταύρος Ζαφειρίου: Δεν υπάρχουν παραγωγικά άνυδρες ή μη ποιητικές εποχές

Βραβευμένος με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το 2023, ο σπουδαίος Θεσσαλονικιός ποιητής, μιλά για την πόλη στο πέρασμα του χρόνου, την ποίηση, τα μεγάλα θέματα που τον απασχόλησαν στο πέρασμα του χρόνου.

Γιώργος Τούλας
σταύρος-ζαφειρίου-δεν-υπάρχουν-παραγ-1136081
Γιώργος Τούλας

Μια τεράστια τιμή για τα γράμματα της Θεσσαλονίκης η φετινή βράβευση του με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης είναι η αφορμή για μια κουβέντα με τον Σταύρο Ζαφειρίου για τη Θεσσαλονίκη του 80, την πνευματική της παρακαταθήκη, την ποίηση τον καιρό του ίντερνετ, τα σκοτάδια του καιρού μας, το ρόλο της πόλης στην ποίηση του.

Ξεκίνησες στα γράμματα εκείνη τη φοβερά καρποφόρα εποχή της Θεσσαλονίκης, στα μέσα του ’80 με τη Biennale Νέων. Πώς ήταν τότε το κλίμα στην πόλη;

-Τώρα μου ζητάς να σου περιγράψω μια ολόκληρη εποχή, να τη χωρέσω σε λίγες αράδες. Με χρονικό ορόσημο τη Biennale, ας ξεκινήσω από μένα. Στην πραγματικότητα, όταν έγινε η Biennale το 1987 είχα ήδη βγάλει τρία βιβλία. Υπήρξα τυχερός, επειδή το πρώτο μου βιβλίο, το «Ευλύγιστο πέλμα» στα 1983, είχε τη σφραγίδα των εκδόσεων «Εγνατία» του Γιώργου Κάτου. Η «Εγνατία», παρότι τότε έπνεε τα λοίσθια, κρατούσε ένα σπουδαίο όνομα, έχοντας βαριούς τίτλους στο ενεργητικό της. Από Κάφκα, μέχρι Ασλάνογλου, από Λατινοαμερικάνους πεζογράφους, μέχρι σύγχρονους ευρωπαίους ποιητές, κυρίως όμως λόγω του περιοδικού «Τραμ», από τη δεύτερη διαδρομή του οποίου ως εκδότης εμφανίζεται ο Κάτος, ενώ υπήρχαν και τα περίφημα, μικρού σχήματος, «Τραμάκια».

Στα «Τραμάκια» εξέδωσε τα πρώτα βιβλία της σχεδόν όλη η γενιά του ’70, αλλά υπήρξαν και βιβλία του Ρίτσου, του Ελύτη, του Μαγιακόφσκι. Βγάζοντας, λοιπόν, κι εγώ το πρώτο βιβλίο μου εκεί, ήρθα κατευθείαν σε επαφή με ανθρώπους ήδη καταξιωμένους στον χώρο. Θυμάμαι την τεράστια χαρά, τί χαρά; τον ενθουσιασμό μου, όταν πήρα μια κάρτα από τον Νίκο Εγγονόπουλο, στον οποίο είχα στείλει το βιβλίο.

Η συμμετοχή μου στη Biennale, που προέκυψε από επιλογή μιας επιτροπής, παρά την τελική απόσυρσή μου λόγω της εμπορευματικής εκμετάλλευσης των ποιημάτων μας ‒όλων των συμμετεχόντων‒ με την οποία διαφώνησα, ήταν και ο δρόμος για τους εκδοτικούς οίκους της Αθήνας. Όσον αφορά στο κλίμα στην πόλη. Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που είδα τη Θεσσαλονίκη τόσο ζωντανή, είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο.

Η Biennale ήταν ένα τεράστιο γεγονός, με εκφράσεις κάθε μορφής τέχνης, με δράσεις που απλώνονταν σε όλη την πόλη. Από τα ρωμαϊκά, βυζαντινά και οθωμανικά μνημεία μέχρι τους υπάρχοντες εκθεσιακούς χώρους, στο λιμάνι, στην παραλία, παντού. Ήδη η ένταση της μεταπολίτευσης, όπου ο κόσμος είχε μάθει να βρίσκεται στους δρόμους, να συμμετέχει στις μεγάλες συναυλίες, να βλέπει επιτέλους ταινίες που ήταν απαγορευμένες, να διαβάζει βιβλία που ήταν απαγορευμένα, να παρακολουθεί θεατρικές παραστάσεις όπως το «Φουέντε Οβεχούνα» και με την «Πειραματική σκηνή της Τέχνης» σε μεγάλα δημιουργικά κέφια, όλα αυτά είχαν προετοιμάσει ένα έδαφος ώστε να είμαστε ανοιχτοί σε ο.τιδήποτε υπήρχε ως νέα πρόταση. Μην ξεχνάτε ότι ήταν Biennale Νέων Καλλιτεχνών των Χωρών της Μεσογείου, που σημαίνει ότι υπήρχαν καλλιτέχνες νεαρής ηλικίας όλων των τεχνών από όλες τις μεσογειακές χώρες, και είδαμε και ακούσαμε απίστευτα πράγματα και στο θέατρο και στα εικαστικά και στη λογοτεχνία και στη μουσική και  τον κινηματογράφο.

Υπάρχει μια κλισέ λέξη, η λέξη «οργασμός» που πιστεύω όμως ότι είναι η πλέον κατάλληλη για να αποδώσει το ύψος της έξαρσης που υπήρχε. Στη δεκαετία του ’80 βέβαια, η Θεσσαλονίκη ήταν διάσημη και για τα μπαράκια της. Κι αν έχουν γίνει ρεπορτάζ για αυτά. Τόσα, ώστε να είναι πλέον κομμάτι της μυθολογίας της πόλης. Ωστόσο, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάτι: Τα μπαράκια κάθε άλλο παρά τόπος ζυμώσεων ‒ιδεολογικών, καλλιτεχνικών ή άλλων‒ υπήρξαν. Αν προσπαθήσουμε να τα ιδεολογικοποιήσουμε ή να προσδιορίσουμε τις φυλές τους, θα βρεθούμε μπροστά σε ένα διανοητικό κομφούζιο.

Τα μπαράκια ήταν χώροι διασκέδασης. Ακόμη και ο σοφιστικέ «Δον Κιχώτης», με τα ζωντανά τζαζ σχήματα, ακόμη και η «Σελήνη» με τις βραδιές λογοτεχνικών αναγνώσεων ή το «Εναλλάξ» της Αριστεράς, ήταν χώροι διασκέδασης, όπου οι πάντες συνυπήρχαν με τους πάντες και συναναστρέφονταν τους πάντες, όπου η επόμενη νύχτα ήταν μια άλλη νύχτα και όπου τίποτε δεν έμενε στη μέση πέρα από το φλερτ ή το μπουκάλι που μπορεί να άφηνες κάβα. Και ήταν χώροι που ακολουθούσαν τη μοίρα της μόδας. Γι’ αυτό και στη γεωγραφία της πόλης τα στέκια άλλαζαν. Από την Προξένου Κορομηλά στη Μητροπόλεως, από την Πλατεία Ναυαρίνου στο πάρκο μπροστά στο Ντορέ, από την Κούσκουρα και τη Βογατσικού στη Λώρη Μαργαρίτη. Το Sante, το Flou, το Berlin, ο Λωτός, το L.A., το Degré Zéro, το Time Out, το De Facto καὶ τόσα καὶ τόσα ἄλλα, βρίσκονταν μὲν ὅλα στὸ κέντρο, ὅμως σὲ ἄλλες γειτονιὲς καὶ σὲ ἄλλα δρομάκια, ὅπου οἱ παρέες μετατοπίζονταν μαζικά, γιὰ νὰ μεταφερθοῦν λίγους μῆνες μετὰ σὲ κάτι ποὺ μόλις εἶχε ἀνοίξει. Θα κλείσω το κεφάλαιο της δεκαετίας του ’80 πρώτα με μια αναφορά στο βιβλιοπωλείο «Λοξίας» του Γιάννη Κυπριανίδη, που άνοιξε το 1987 στην οδό Ισαύρων. Νομίζω πως ήταν το τελευταίο βιβλιοπωλείο-στέκι στη Θεσσαλονίκη, που έμενε ανοιχτό μέχρι τα μεσάνυχτα και από όπου περνούσαν άλλοι σχεδόν καθημερινά, άλλοι αραιότερα όλοι οι λογοτέχνες της Θεσσαλονίκης. Από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, τον Κλείτο Κύρου, τον Γιώργο Στογιαννίδη, τη Ρούλα Αλαβέρα, τον Κώστα Λαχά, τον Ανέστη Ευαγγέλου, μέχρι τους νεότερους, τον Γιώργο Σκαμπαρδώνη, τον Γιάννη Υφαντή, τη Μαρία Αρχιμανδρίτου, τον Βαγγέλη Τασιόπουλο, την Κατερίνα Καριζώνη, τη Χλόη Κουτσουμπέλη, την Ευτυχία Λουκίδου, τον πρόσφατα χαμένο Γιώργο Οικονόμου, και ποιους να πρωτοθυμηθώ.

Και μια τελευταία αναφορά στα λογοτεχνικά περιοδικά που εκδόθηκαν τότε και ήρθαν να προστεθούν στη «Διαγώνιο» του Χριστιανόπουλου και στη «Νέα Πορεία» του Τηλέμαχου Αλαβέρα. Εκεί, γύρω στα 1987, κυκλοφόρησε η Τρίτη Διαδρομή του «Τραμ» με εκδότη και πάλι τον Κάτο, ο «Παρατηρητής» του Πέτρου Παπασαραντόπουλου, το «Εντευκτήριο» του Γιώργου Κορδομενίδη, τα κινηματογραφικά free press ο «Εξώστης» και το «Φιξ-Καρέ». Ήταν τότε που λειτούργησαν, και άφησαν εποχή, και τα ραδιόφωνα «Ένατο Κύμα» και «Ράδιο-Παρατηρητής». Αυτή ήταν η πόλη τη δεκαετία του ’80. Ας μη τη νοσταλγούμε, νοσταλγία σημαίνει πόνος, όμως ας τη θυμόμαστε.

-Η ποίηση πότε μπήκε στη ζωή σου; Πότε θυμάσαι να σε συγκινεί και να την ψάχνεις;

-Θα φανεί αστείο, αλλά άρχισα να διαβάζω συστηματικά ποίηση από ένα θρίλερ στην τηλεόραση, που περιστρεφόταν γύρω από τους φόνους που περιέγραφε στα διηγήματά του ο Έντγκαρ Άλαν Πόε. Αναζήτησα στη Δημοτική Βιβλιοθήκη αυτά τα διηγήματα, από εκεί έφτασα στα ποιήματα του Πόε. Στην εισαγωγή του βιβλίου με τα ποιήματα υπήρχε μια αναφορά στον Καρυωτάκη, νά λοιπόν και ο Καρυωτάκης, από τον Καρυωτάκη πήγα στον Μπωντλαίρ, στον Ρεμπώ, στην αμερικανική γενιά των μπιτ. Θα ήμουν γύρω στα δεκάξι με δεκαεπτά όταν άρχισε αυτή η αναζήτηση.

Πάλι είναι το όριο της μεταπολίτευσης, που για τη γενιά μας έπαιξε ρόλο κοσμογονίας. Μας έφερε τα πάνω κάτω. Επειδή δεν γνωρίζαμε το πριν της δικτατορίας, επειδή ζήσαμε τη σιωπή των γονιών μας στην περίοδό της και μετά, ξαφνικά, με την πτώση της, ένας καινούριος κόσμος εμφανίστηκε και θέλαμε να τον γνωρίσουμε όλον. Είπα «άρχισα να διαβάζω», επειδή πολύ νωρίς συνειδητοποίησα πως για να γράψεις πρέπει πρώτα να διαβάσεις. Ο Γιώργος ο Κάτος μου είπε όταν τον πρωτογνώρισα την εξής φράση, που μου χαράχτηκε: «Παλιά οι ποιητές διάβαζαν δέκα βιβλία, για να γράψουν ένα στίχο. Σήμερα διαβάζουν έναν στίχο και θέλουν να γράψουν δέκα βιβλία». Τι όμως μου γεννούσε την ανάγκη να διαβάσω και από εκεί να γράψω; Λίγο η φτωχή οικογένεια, χωρίς κοινωνική ζωή, λίγο ο μοναχικός χαρακτήρας μου, και το διάβασμα έγινε ο χρόνος που θα περνούσα τις ώρες εκτός σχολείου στα ποδοσφαιράκια και στις καφετέριες της εποχής.

Ήταν και η πολιτική ένταξή μου από την Πέμπτη τάξη του γυμνασίου στον χώρο της Αριστεράς, η ανάταση από τη μελοποιημένη ποίηση. Ανέφερα όμως και μια σειρά από ονόματα ποιητών. Αν τους ψάξεις, θα δεις ότι όλοι στοιχίζονται κάτω από τον χαρακτηρισμό «καταραμένοι». Πόσο γοητευτική ακούγεται σε έναν έφηβο που έχει μια έφεση προς τη γραφή, αυτή η φράση: «Καταραμένος ποιητής»! Θυμάμαι τις κοπάνες που έκανα από το φροντιστήριο και περπατούσα μονάχος για ώρες στην παραλία μ’ ένα μπλοκάκι κι ένα στυλό στην τσέπη. Έχω κρατήσει τα πρωτόλεια ποιήματά μου, έμμετρα και με ομοιοκαταληξία αρχικά, σε ελεύθερο στίχο στη συνέχεια. Ήδη όμως πριν πάω φαντάρος είχα αρκετά ποιήματα που θεωρούσα ότι μπορεί να αξίζει να διαβαστούν από άλλους.

-Πώς είδες τη Θεσσαλονίκη των δημιουργών να αλλάζει στο πέρασμα αυτών των τεσσάρων δεκαετιών; Πώς τη βλέπεις σήμερα;

-Όπως λέει σ’ ένα στίχο του και ο Σαββόπουλος «να δω τους ποιητές πρόλαβα εγώ». Πράγματι, πρόλαβα την Καρέλλη, τον Πεντζίκη, τον Αναγνωστάκη, τον Θασίτη, τον Κύρου, ανθρώπους που όταν τύχαινε να τους συναντήσουμε νιώθαμε δέος. Θυμάμαι με τι συγκίνηση επισκέφτηκα τον Βαφόπουλο στο σπίτι του για μια ραδιοφωνική συζήτηση, τις κουβέντες με τον Τόλη Καζαντζή και τον Νίκο Μπακόλα στο πατάρι του Ιανού, με τον Μοσκώφ και τον Μαρωνίτη κάποια εποχή στο Sante, θυμάμαι ότι έτρεμα όταν πήγα να πάρω τον Ασλάνογλου από το αεροδρόμιο. Και δεν ήταν μόνο η ποιότητα της δουλειάς τους. Ήταν και η αίσθηση κύρους που εξέπεμπαν. Ήταν και το ήθος. Ήταν ο αυτοσεβασμός τους και η πλήρης συνείδηση της θέσης τους και αυτού που κάνουν. Και πιστεύω απόλυτα ότι και σήμερα να ζούσαν, με όλη την ευκολία που παρέχουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με τις άμεσες φωτογραφίες του κινητού, με τις τόσες ευκαιρίες δημόσιας παρουσίας, θα παρέμεναν οι ίδιοι, αφοσιωμένοι στη δουλειά τους άνθρωποι, αποτραβηγμένοι από τον πολύ κόσμο, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο δύσκολοι στις συναναστροφές τους. Εξωστρεφής ήταν ο Αναγνωστάκης, δύσκολα έπαιρνες κουβέντα από τον Θασίτη. Ήταν όμως ο Αναγνωστάκης και ο Θασίτης.

Και επειδή το ερώτημα είναι για τη Θεσσαλονίκη, ναι, δεν είναι η Θεσσαλονίκη τού τότε, η Θεσσαλονίκη των ποιητών, είναι όμως η Θεσσαλονίκη τού σήμερα. Για μένα, που έζησα το τότε, το σήμερα ίσως και να μού είναι απωθητικό. Υπάρχω όμως μέσα σε αυτό. Υπάρχω, κουβαλώντας, ωστόσο, το τότε. Και υπάρχω, παρακολουθώντας το σήμερα. Γνωρίζοντας ότι το περιβάλλον και οι συνθήκες διαμορφώνουν τον χαρακτήρα της ποίησης. Και είναι αυτός ο χαρακτήρας που με τη σειρά του διαμορφώνει τη θεματική. Ο Αναγνωστάκης βρέθηκε καταδικασμένος σε θάνατο να περιμένει την εκτέλεσή του, ο Θασίτης βρέθηκε εξόριστος. Ο ένας έγραψε για τον Λαυρέντη και το τι κάθαρμα ήταν, ο άλλος έγραψε για εκείνους που λένε ναι στον άγιο και ναι στον διάβολο. Ο Χριστιανόπουλος, όντας σε άλλο περιβάλλον, και ζώντας σε άλλες συνθήκες, έγραψε για τα τσαΐρια. Καθαρές ιδέες, καθαρά αισθήματα, καθαρά λόγια. Σήμερα, σε μια πολυπρισματική εποχή, στην εποχή τού -μετά ‒μετα-ιστορία, μετα-πολιτική, μετα-κείμενο, μετα-νεωτερικότητα‒ αυτή η καθαρότητα έχει χαθεί. Ποιο είναι το σημερινό περιβάλλον; Ποιες είναι οι σημερινές συνθήκες; Μπορεί κανείς να περιγράψει το σήμερα; Ίσως να το κάνει η ποίηση που γράφουν οι νεότεροι. Ίσως οι νεότεροι να αποτελούν σήμερα τη Θεσσαλονίκη των δημιουργών.

-Η ποίηση με τη βοήθεια του internet έχει γίνει πιο δημοκρατική. Φτάνει στα μάτια εκατομμυρίων ανθρώπων. Συμφωνείς με αυτό;

-Σίγουρα ο καθένας έχει δικαίωμα να γράφει. Και αυτά που γράφει να τα δημοσιεύει. Παλιότερα η δυνατότητα δημοσίευσης περιοριζόταν στα βιβλία και στα έντυπα περιοδικά. Από τη μεριά τους, οι εκδότες, και των βιβλίων και των περιοδικών, είχαν βέβαια και αυτοί το δικαίωμα να δεχτούν ή απορρίψουν τα γραπτά που τους υποβάλλονταν, κατά την προσωπική τους κρίση ή την κρίση κάποιας συντακτικής επιτροπής. Με αυτή την έννοια το internet και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορεί να ακυρώσουν κάποιους άδικους αποκλεισμούς.

Τώρα πλέον ο καθένας ό,τι γράφει μπορεί να το δημοσιεύει σε ένα από τα δεκάδες ηλεκτρονικά περιοδικά. Αλλά και αν ακόμη ούτε αυτά τον δημοσιεύουν, μπορεί να φτιάξει το δικό του blog, τη δική του ιστοσελίδα, το δικό του προφίλ στο facebook και να ανεβάσει τα γραπτά του εκεί και μάλιστα σε άμεσο χρόνο. Αυτό δεν είναι κακό. Μπορεί να γίνει κακό; Όχι! Θα υπάρχουν άνθρωποι που θα γράφουν και θα αναρτούν στιχάκια επιπέδου ημερολογίου και κάποιοι του ίδιου επιπέδου που θα τους κάνουν like, και θα υπάρχουν άλλοι που θα  αναρτούν στίχους του Καβάφη. Θέλω να πω ότι η πραγματική ποίηση δεν κινδυνεύει. Απεναντίας, το internet και το facebook τη διαδίδουν, της προσθέτουν αναγνώστες, και τη φέρνουν ακριβώς στα μάτια εκατομμυρίων ανθρώπων.

-Σε απασχόλησαν στο έργο σου διαχρονικά μεγάλα ζητήματα του καιρού, που σήμερα γίνονται δυστυχώς κυρίαρχα καθώς ο κόσμος σκοτεινιάζει. Πώς προσανατολίστηκες να μιλήσεις για την Ιστορία, την ανθρώπινη φύση, τη βία, το ρατσισμό, τα σκοτάδια;

 –Είπα νωρίτερα ότι από μαθητής γυμνασίου εντάχθηκα στον χώρο της Αριστεράς. Το περίεργο βέβαια ήταν ότι τα πρώτα μου ποιήματα, πριν ακόμη βγάλω βιβλίο, τα δημοσίευσα σε αντιεξουσιαστικὰ περιοδικά. Φαίνεται σαν ιδεολογική σύγχυση, αλλά αυτή ήταν και εξακολουθεί να είναι η δική μου Αριστερά. Όταν λοιπόν μετέχεις της πολιτικής, μετέχεις και της ιστορίας. Και η πολιτική τοποθέτηση υπαγορεύει τα θέματά σου. Το να ασχοληθώ με την ιστορία, το να ονομάσω με την ποίησή μου τις σκοτεινές της πλευρές, να προσπαθήσω να ερμηνεύσω την ανθρώπινη φύση, ήταν μονόδρομος. Κάποτε επισκέφτηκα το Άουσβιτς. Ήταν τόσο μεγάλο το σοκ. Δεν ήταν μόνον η ιδέα και ο τρόπος εξόντωσης εκατομμυρίων ανθρώπων.

Ήταν το ότι δεν μπορούσα να μετρήσω το βάθος του απάνθρωπου που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος. Την εποχή της οικονομικής κρίσης, από το 2008 και μετά, δεν μπορούσα να καταλάβω και να δεχτώ ότι υπήρχαν ποιητές που έγραφαν για αγάπες και λουλούδια ‒να το πω έτσι‒, τη στιγμή που οργίαζαν οι σαράφηδες και υπήρχαν συνάνθρωποι που έψαχνα τροφή στα σκουπίδια. Όπως δεν μπορώ να καταλάβω πώς γίνεται να κλείνεις τα μάτια μπροστά σ’ αυτό που γίνεται στη Γάζα, μπροστά σε αυτά που γίνονταν πάντα στην ιστορία. Γιατί δεν θέλουμε να βλέπουμε ότι ο άσπρος κόσμος χτίστηκε με τα χέρια των μαύρων, γιατί δεν θέλουμε να βλέπουμε ότι όλες οι επαναστάσεις εκφυλίστηκαν, γιατί προσπερνούμε όχι τον άστεγο μα τις αιτίες που τον οδήγησαν να κοιμάται μέσα σε μια χαρτονένια κούτα. Πώς είναι δυνατόν να λες ότι γράφεις ποίηση, αλλά δεν σε απασχολεί τίποτε από αυτά. Τότε γιατί γράφεις; Τότε τι είναι η ποίηση; Τότε ποιος είναι ο ρόλος της;

Έκανες λάθος ν’ αφήσεις να σε θυμάμαι
από αυτή τη φωτογραφία του χίλια εννιακόσια σαράντα εννιά.
Είναι πένθος η μνήμη πατέρα
κι η ιστορία πένθος κι αυτή.
Κι ούτε που φτάνει να σκεπάζεις τους καθρέφτες στα δωμάτια.
Κι ούτε που ωφελεί ν’ ανοίγεις τα παράθυρα να φεύγει το κακό.
Λιγοστεμένες οι εποχές και δεν αντέχουν να σηκώσουνε τον επιτάφιό τους. 
Λιγοστεμένη χώρα και δεν αντέχει να κοιτά μες στη λιγοστεμένη της ψυχή.

Πάνω στον ίδιο σταυρό κρεμασμένοι η γέεννα και ο λειμώνας,
το ίδιο αγκάθινο στεφάνι στα κεφάλια του επίκλητου και του υψιπετή.
Και το ξερό κλαδί και το χλωρό πυξάρι η ίδια στάχτη.

Κι αν με ματώνουνε ακόμη οι ματαιώσεις
ξέρω ότι δεν είναι γάζα η αναμάγευση, ούτε ελπίδα το χτενάκι στα μαλλιά.
Δεν ζητιανεύω πια τον άνθρωπο απ’ το σύμπαν.

Αυτός ο κόσμος, σκέφτομαι, μπορεί και να ’ναι ο καλύτερος ανάμεσα
στους κόσμους που υπάρχουν,
μπορεί και να ’ναι η πιο ανελέητη στιγμή του γενηθήτω.
Αυτός ο κόσμος, σκέφτομαι, ίσως να μην προοριζότανε για μας.

Τώρα υπάρχει ένας δρόμος μπροστά μου.
Δικός μου δρόμος.
Στην άκρη του αρχαία ζώα σμίγουν με το φως.
Υμνώ τα αρχαία ζώα, Walt Whitman· υμνώ το φως,
βέβαιος ότι όλα εκπληρώνουν τον σκοπό τους,
βέβαιος ότι και το πιο μικρό βλαστάρι πρέπει να είναι εκεί.
Βέβαιος ότι η ζωή είναι μια σιδερένια μπάλα που σείεται στον ουρανό
γκρεμίζοντας τις γέρικές του αλήθειες.

Τίποτε, μου λες, δεν καταστρέφεται.
Όλα, σου απαντώ, έχουν καταστραφεί.

Η πόλη μοιάζει συχνά ο τόπος των ηρώων σου, ως αφετηρία και τερματισμός του υλικού σου;

 –Αν και δεν αναφέρεται ποτέ με το όνομά της, αν και υπάρχουν ελάχιστες αναφορές σε τοπόσημα στα ποιήματά μου, αυτή η πόλη υπάρχει μέσα μου, υπάρχει σε κάθε μου στίχο. Η γειτονιά που μεγάλωσα, εκεί ανάμεσα στην Καμάρα και την Αγια-Σοφιά, ανάμεσα στην Εγνατία και την Ολύμπου, δεν μπορεί να μην υπάρχουν, γιατί είναι η μνήμη μου και η μνήμη είναι υποστασιακό στοιχείο της ποίησης, είναι η γλώσσα που καλείται για να γράψεις. Δεν υπάρχει αφετηρία και τερματισμός του υλικού. Το ποίημα είναι ένα διαρκές πηγαινέλα στον χώρο και στον χρόνο. Δεν υπάρχουν ήρωες στην ποίηση. Υπάρχουν οι λέξεις. Αυτές είναι οι ήρωες του ποιητή, αυτές είναι ο αγώνας του. Θέλω να πω ότι η πόλη είναι η μνήμη, η πόλη είναι ο χρόνος, η πόλη είναι η γλώσσα. Αν ζούσα αλλού, ίσως να ήταν αλλιώς.

-Το γράψιμο επηρεάζεται από τις αγκυλώσεις της εποχής; Ένιωσες ποτέ ότι βρίσκεσαι σε μια άνυδρη παραγωγικά εποχή για το γράψιμό σου;

 –Δεν υπάρχουν παραγωγικά άνυδρες ή μη ποιητικές εποχές. Οι μόνες αγκυλώσεις που μπορεί να υπάρξουν έχουν να κάνουν με σένα. Με μια πιθανή δική σου άνυδρη κατάσταση. Κάποια απώλεια, κάποια απογοήτευση, που και αυτή, όταν κατασταλάξει μέσα σου, μπορεί να γίνει ποίηση. Ναι, υπήρξαν περίοδοι όπου δεν ήθελα να πιάσω μολύβι στα χέρια μου. Και αυτό το λέω κυριολεκτικά. Επειδή με μολύβι γράφω και μετά τα περνάω στον υπολογιστή. Υπήρξαν περίοδοι όπου καθόμουν μπροστά σε ένα άδειο χαρτί και κοίταζα με τις ώρες το άδειο χαρτί.

-Ένα κρατικό βραβείο ποίησης, η υπέρτατη διάκριση στα ελληνικά γράμματα, τι σημαίνει πρακτικά εκτός από τιμή;

Πρακτικά. Ναι, είναι και το «πρακτικά». Ένα κρατικό βραβείο είναι μια θεσμική διάκριση. Όχι απαραίτητα η υπέρτατη, όσον αφορά στην αξία ενός βιβλίου. Και ασφαλώς δεν είναι κάτι που σε κάνει ποιητή ή σε καταξιώνει σαν ποιητή. Μόνον ο χρόνος το κάνει αυτό. Είναι ασφαλώς και μια ικανοποίηση, ειδικά όταν βλέπεις ότι υπήρξε μια ομόφωνη απόφαση από μια εννεαμελή επιτροπή. Και είναι μια επιπλέον ικανοποίηση όταν δεν κρίνεται ο πολιτικός χαρακτήρας του βιβλίου σου αλλά η ποιητική του ουσία. Ωστόσο, είναι λάθος να περιφέρεσαι έχοντας κάνει κορώνα στο κεφάλι σου αυτό το βραβείο. Σου προσφέρει όμως κάποια οφέλη. Θα πουληθούν κάποια βιβλία σου, ίσως το υπουργείο χρηματοδοτήσει τη μετάφραση σε κάποια ξενη γλώσσα, θα ασχοληθεί λίγο παραπάνω η κριτική, θα σε μάθουν άνθρωποι που σε αγνοούσαν. Και βέβαια υπάρχει και ένα χρηματικό έπαθλο, χρήσιμο πάντοτε.

ΗΛΙΚΙΑ ΣΤΟ ΦΩΣ α΄

Τότε απλώθηκε ο Λόγος σαν ιστός
και παγιδεύτηκε στο κέντρο του ο χρόνος
προσμένοντας την αδηφάγο αράχνη.
Εκείνη δρασκέλισε το ωεύρο του πράσινου φύλλου
εκεί όπου διάφανο φώλιαζε το νερό
με πόδια εμπρός και πόδια πίσω ισορροπώντας
σέρνοντας και προσθέτοντας το βδελυρό ένδυμά της
ξεκίνησε από τον ίσκιο του Λόγου
κατεβαίνοντας στη μεριά μας
μια κι εμείς ορίζουμε τις διαστάσεις του κόσμου
κι ο κόσμος υφαίνει το σχήμα του γύρω από εμάς
μια κι εμείς είμαστε ο ίδιος ο χρόνος
κι ο χρόνος εκκρίνει το χρόνο χάρη σ΄εμάς.

-Πώς γράφεις; Απομονώνεσαι για καιρό;

-Όχι βέβαια. Διατηρώ τις καθημερινές μου ασχολίες, κρατώ αρκετό χρόνο για διάβασμα και μουσική. Το βράδυ κάθομαι στην τηλεόραση. Απλώς δεν μπορώ να δουλέψω μετά το μεσημέρι. Η δημιουργική μου ενέργεια εξαντλείται το πρωί. Πώς γράφω; Ναι, ίσως θα είχε ενδιαφέρον να πω ότι έχω δεκαετίες να γράψω μεμονωμένα ποιήματα. Θέλω να πω ότι όλα τα βιβλία μου, από το 1998 και μετά, είναι συνθέσεις. Ένα ποίημα στην ουσία, το οποίο αναπτύσσεται σε ενότητες. Αυτό σημαίνει ότι έχω συλλάβει εξαρχής μιαν ιδέα, το θέμα μου, και μετά δουλεύω πάνω σ’ αυτό. Με όλους τους μετεωρισμούς, επειδή πολλές φορές δεν είσαι εσύ που οδηγείς το ποίημα, αλλά το ποίημα είναι που σε οδηγεί. Όμως τα πάντα κρίνονται από το αποτέλεσμα. Και αυτός που τα κρίνει δεν είμαι εγώ.

-Ο άνθρωπος στο έργο σου εξερευνάται με έναν συναρπαστικό τρόπο. Πολύπλοκο και ερευνητικό. Πώς οδηγήθηκες σε αυτό το μονοπάτι;

Δεν είναι ο τρόπος συναρπαστικός. Ο άνθρωπος είναι. Ένα πολύπλοκο ον ικανό για το υπέρτατο καλό και για το ανεξερεύνητα υπέρτατο κακό. Κάτι σαν άγγελος και δαίμονας. Υπάρχει μια θρησκευτικότητα σε όλο αυτό και αυτός είναι και ο τρόπος που το προσεγγίζω. Σαν να προσεγγίζω ακριβώς έναν άγγελο ή έναν δαίμονα. Και όχι απλώς τους προσεγγίζω. Παλεύω με αυτούς. Τους υψώνω και τους βυθίζω.

Πιστεύω, και το έχω γράψει πολλές φορές και με διάφορους τρόπους, ότι και ο άγγελος και ο δαίμονας, και το καλό και το κακό, κουβαλούν το καθένα το δικό του μαρτύριο. Και αυτό είναι το συναρπαστικό. Μπορεί, αν το κοιτάξεις πιο βαθιά, η ίδια η ζωή να μην έχει νόημα, ο άνθρωπος όμως, μέσα από το μαρτύριό του, να κουβαλά το νόημά της. Άλλωστε αυτό ήταν και το ερώτημα της Σφίγγας, στο οποίο απάντησε ο Οἰδίποδας πριν αυτοτυφλωθεί:  «Τι το ον;». «Άνθρωπον λέγεις».

*Ο Σταύρος Ζαφειρίου γεννήθηκε το 1958 στη Θεσσαλονίκη, όπου και ζει. Έχει εκδώσει δεκατρείς ποιητικές συλλογές, μία νουβέλα και τέσσερα παραμύθια. Έχει επίσης δημοσιεύσει ποιήματα, πεζά, κριτικά κείμενα και παρουσιάσεις βιβλίων σε λογοτεχνικά περιοδικά. Ποιήματά του περιλαμβάνονται σε όλες τις ανθολογίες Σύγχρονης Ελληνικής Ποίησης. Υπήρξε δύο φορές υποψήφιος για το Κρατικό Βραβείο Ποίησης, ενώ το 2013 τιμήθηκε με το βραβείο ποίησης του ηλεκτρονικού περιοδικού για το βιβλίο και τις τέχνες “Ο Αναγνώστης” για το βιβλίο του “Προς τα Πού”. Τα ποιητικά βιβλία του “Προς τα Πού” και “Δύσκολο” έχουν μεταφραστεί και εκδοθεί στη Γαλλία από τις εκδόσεις L’ Harmattan, ενώ δύο τόμοι με επιλογές ποιημάτων του έχουν κυκλοφορήσει στην Ιταλία από τις εκδόσεις Joker και Fermenti.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα