Άννα Μυκωνίου: «Το Φεστιβάλ Επταπυργίου δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τους καλλιτέχνες της Θεσσαλονίκης»
Η πρόεδρος και καλλιτεχνική διευθύντρια του Κέντρου Πολιτισμού ΠΚΜ μιλά στην Parallaxi για τον φετινό προγραμματισμό του Φεστιβάλ Επταπυργίου
Το Φεστιβάλ Επταπυργίου ανοίγει τις πύλες του στο κοινό στις 21 Ιουνίου και για έναν ολόκληρο μήνα, παρουσιάζοντας πρωτότυπες παραγωγές και δίνοντας φωνή σε καταξιωμένους αλλά και νέους καλλιτέχνες, συνεχίζοντας τον θεσμό που αγαπήσαν οι Θεσσαλονικείς και συζητούν όλοι.
Για τη μεγάλη διοργάνωση και τον προγραμματισμό των καλλιτεχνών που θα δούμε φέτος, η Άννα Μυκωνίου, πρόεδρος του Κέντρου Πολιτισμού της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας και η γυναίκα που μαζί με τον Θανάση Κολαλά οραματίστηκε και οργανώνει κάθε χρόνο το Φεστιβάλ Επταπυργίου, μιλάει στην Parallaxi για όσα όσα πρέπει να γνωρίζουμε.
14 συνολικά εκδηλώσεις, με 7 πρωτότυπες παραγωγές, στις οποίες συμμετέχουν 230 καλλιτέχνες και υποστηρίζουν 40 τεχνικοί θα έχουμε την ευκαιρία να απολαύσουμε αυτό το καλοκαίρι κάτω από τον ουρανό της Θεσσαλονίκης. Από την Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης στην έναρξη του Φεστιβάλ τιμώντας την Παγκόσμια Ημέρα Μουσικής, σε ένα μεγάλο αφιέρωμα στον Σταύρο Κουγιουμτζή και μετά στην ποίηση του Λόρκα με την Φαραντούρη και τον Μητσιά για δύο βραδιές, στην Άλκηστη Πρωτοψάλτη που θα τραγουδήσει Βίκυ Μοσχολιού, στις «Θεσμοφοριάζουσες» του Αριστοφάνη, μέχρι τις δύο βραδιές στο μουσικό έργο του Γιώργου Ανδρέου και στο τέλος, στην καλλιτεχνική σύμπραξη της ομάδας Bodyterranean του Simone Mongelli με τον Γιάννη Χαρούλη, όλα δείχνουν πως θα είμαστε πολύ συχνά αυτόν τον μήνα στην αυλή του ιστορικού Επταπυργίου.
Πώς νιώθετε που ένα φεστιβάλ που οραματιστήκατε το 2019, έξι χρόνια μετά όχι απλά συνεχίζει να υπάρχει αλλά έχει γιγαντωθεί και αποτελεί από τους σημαντικούς θεσμούς του καλοκαιριού στη Θεσσαλονίκη;
Νιώθω σαν να βλέπω ένα παιδί που μεγάλωσε μπροστά στα μάτια μου. Θυμάμαι τον ενθουσιασμό, αλλά και τις αμφιβολίες, τις δυσκολίες, τους φόβους μας. Να σας πω την αλήθεια, στο πρώτο Φεστιβάλ, το 2019, δυο μόλις μέρες πριν την πρεμιέρα, είχαμε πουλήσει μόλις 50 εισιτήρια. Ήταν ένα σοκ. Μια απογοήτευση που πάγωσε την καρδιά μας. Όμως δεν λυγίσαμε. Το διαχειριστήκαμε, σταθήκαμε όρθιοι, και κυρίως, δεν κάναμε εκπτώσεις στα όνειρά μας. Σήμερα, κάθε καλοκαίρι που ανεβαίνουμε στο Επταπύργιο και βλέπουμε τον χώρο να σφύζει από ζωή και δημιουργία νιώθουμε πως κάτι μέσα μας έχει ψηλώσει. Βλέπουμε ανθρώπους να γελούν, να συγκινούνται, να σιγοτραγουδούν κάτω από τ’ αστέρια, να «εισπράττουν» την ενέργεια του μνημείου — και τότε ξέρουμε: άξιζε. Το φεστιβάλ δεν μας ανήκει πια. Ανήκει στον κόσμο. Κι αυτή είναι η πιο μεγάλη μας ανταμοιβή.
Τι είναι αυτό που σας δένει με τον Λόρκα ώστε να υπάρχει και στο φετινό πρόγραμμα, νιώσατε πως δεν έχει «τελειώσει» μέσα σας;
Ναι… ένιωθα πως αυτό το αφιέρωμα στον Λόρκα δεν είχε τελειώσει μέσα μου. Ήταν σαν μια ανοιχτή πληγή — όχι από απογοήτευση, αλλά από εκείνη την αίσθηση του ανεκπλήρωτου. Το είχαμε δουλέψει πολλούς μήνες με τον Μανόλη Ανδρουλιδάκη-εγώ τα κείμενα εκείνος τις ενορχηστρώσεις-προσπαθώντας να τιμήσουμε την ποίηση, τη μουσική, το άρωμα της Ανδαλουσίας. Κι όμως, πέρσι, η ζωή —όπως συχνά κάνει— μας αιφνιδίασε. Μικρές και μεγάλες αναποδιές και κυρίως βροχές δεν μας επέτρεψαν να παρουσιάσουμε το έργο όπως του άξιζε. Όπως άξιζε στον Λόρκα. Και τότε αποφασίστηκε: “Θα το ξαναχτίσουμε απ’ την αρχή”. Με πίστη και πείσμα. Προτείναμε στη Μαρία Φαραντούρη και στον Μανώλη Μητσιά —τους πρώτους που έδωσαν φωνή σε αυτά τα ποιήματα— να ανέβουν φέτος στο Επταπύργιο. Στις απαγγελίες, ο αγαπημένος Γρηγόρης Βαλτινός, που ξέρει να χαϊδεύει τις λέξεις. Ο Κώστας Καφαντάρης μεταφράζει την ποίηση του Λόρκα σε κίνηση και ο Θανάσης Κολαλάς θα το σκηνοθετήσει με εκείνον τον διακριτικό, ουσιαστικό τρόπο του – σαν να ράβει με νήμα φως και σκιές. Φέτος, δεν ανεβάζουμε απλώς μια παράσταση ποίησης και μουσικής. Φέτος, ταξιδεύουμε στην ψυχή του Λόρκα. Με μουσική, με λόγο, με σιωπές. Και με σεβασμό σε εκείνον που έγραψε με αίμα και φως.
Πώς έγινε η επιλογή του προγράμματος και οι καλλιτέχνες που το πλαισιώνουν;
Η επιλογή του προγράμματος κάθε χρονιά δεν είναι μια εύκολη ή τυπική διαδικασία. Είναι μια σύνθεση – μια ισορροπία ανάμεσα στο όραμα, την καλλιτεχνική ποιότητα, την επικαιρότητα, αλλά και την ταυτότητα που θέλουμε να διατηρήσει το Φεστιβάλ Επταπυργίου. Ξεκινάει πολλούς μήνες πριν, μέσα από σκέψεις, συζητήσεις, αναζητήσεις. Πάντα μας απασχολεί τι έχει ουσία να ειπωθεί αυτή τη χρονιά. Ποιες φωνές πρέπει να ακουστούν. Ποιες συνεργασίες μπορούν να γεννήσουν κάτι, που να αγγίξει βαθιά.
Φέτος, το πρόγραμμα είναι ιδιαίτερα πολυσυλλεκτικό και τολμηρό. Συμπεριλάβαμε συμφωνική μουσική με την Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης και μια μοναδική σκηνική εμπειρία: τα Πλάσματα του Προμηθέα του Μπετόβεν, χορογραφημένα και πλαισιωμένα από πυροτεχνήματα. Παρουσιάζουμε συναυλίες έντεχνης μουσικής, θέατρο, βραδιές ποίησης και μουσικής – συνεχίζοντας τον Κύκλο Λόρκα με κορυφαίους ερμηνευτές – και μια πρωτοποριακή μουσικοκινητική δράση που φέρνει στο προσκήνιο το πιο αρχέγονο μουσικό όργανο: το ανθρώπινο σώμα. Οι καλλιτέχνες που συμμετέχουν επιλέγονται προσεκτικά – όχι απλώς για το όνομά τους, αλλά για την ποιότητα, τη συνέπεια, την αλήθεια τους. Το φεστιβάλ στήνεται σαν παζλ που παίρνει μορφή βήμα-βήμα, και κάθε φορά που το βλέπουμε ολοκληρωμένο, ξέρουμε πως είναι αποτέλεσμα επίμονης δουλειάς. Όχι τύχης.
Εγώ θέλω να μείνω και στη διατήρηση της ποιότητας που έχει το φεστιβάλ Επταπυργίου που παρά τη μεγάλη απήχηση, δεν κάνετε εκπτώσεις για ένα ακόμα πιο μεγάλο κοινό. Είναι στάση στα πράγματα αυτή ή μία αντίσταση που θέλετε να διατηρήσετε;
Για εμάς στο Κέντρο Πολιτισμού, η ποιότητα δεν είναι διαπραγματεύσιμη. Είναι ο πυρήνας, η ραχοκοκαλιά του Φεστιβάλ Επταπυργίου. Από την αρχή, είχαμε αποφασίσει πως δεν θα θυσιάσουμε την καλλιτεχνική αξία στο βωμό της μαζικότητας. Το ότι μεγαλώνει το κοινό, μάς χαροποιεί, αλλά δεν μας αλλάζει τον προσανατολισμό. Θέλουμε το φεστιβάλ να εμπνέει, να σέβεται το μνημείο, το κοινό και τους δημιουργούς. Και προσωπικά, νιώθω ότι σε έναν κόσμο που διαρκώς μας σπρώχνει προς την ευκολία, το να επιμένεις στην ποιότητα είναι πράξη αντίστασης. Αν το φεστιβάλ έχει αγκαλιαστεί από το κοινό, πιστεύω ότι είναι γιατί ακριβώς δεν κάνουμε εκπτώσεις. Γιατί κάθε παραγωγή, κρύβει μέσα της φροντίδα. Όχι για το πρόσκαιρο χειροκρότημα, αλλά για τη βαθιά σιωπή που ακολουθεί ένα ουσιαστικό έργο. Όχι για τον εφήμερο εντυπωσιασμό, αλλά για το συναίσθημα που μένει όταν πέφτει η αυλαία.. Και σ’ έναν τόπο όπως το Επταπύργιο, που κουβαλάει τόσο πόνο, σιωπή και μνήμες, νιώθουμε πως το χρωστάμε: να σταθούμε με σεβασμό και με ουσία.
Επειδή γνωρίζω τη διάθεση σας κάθε χρόνο να απασχολήσετε ένα μεγάλο μέρος από το καλλιτεχνικό δυναμικό της Θεσσαλονίκης, νιώθετε πως αυτό πια έχει γίνει κι ένας δικός σας αποκλειστικός ρόλος και κάτι που θα έπρεπε να συμβαίνει πιο συχνά για καλλιτέχνες της πόλης κι από άλλους;
Ναι, όσο περνούν τα χρόνια, το νιώθω ολοένα και πιο έντονα: αυτός ο ρόλος έχει γίνει σχεδόν προσωπικό μου χρέος. Ίσως και μια μορφή «αποστολής». Από την αρχή, ήταν ξεκάθαρο για εμάς, στο Κέντρο Πολιτισμού, ότι το Φεστιβάλ Επταπυργίου δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τους καλλιτέχνες της Θεσσαλονίκης. Δεν είναι απλώς η πόλη τους — είναι και η έμπνευσή τους, το έδαφος που πατάνε και ανθίζουν. Γι’ αυτό και κάθε χρόνο επιμένουμε να δίνουμε χώρο, φωνή, σκηνή στους δημιουργούς του τόπου. Όχι ως χάρη, αλλά ως αναγνώριση και ανάγκη. Και ναι, πιστεύω ότι αυτός ο ρόλος, που με χαρά έχουμε αναλάβει, θα έπρεπε να μοιράζεται — να γίνεται πράξη και από άλλους φορείς, γιατί μόνο έτσι χτίζεται πολιτισμός με ρίζες. Δεν είναι εύκολο πάντα. Αλλά όσο υπάρχουν αυτοί οι καλλιτέχνες, εγώ θα αισθάνομαι ότι αυτό είναι το δικό μας καθήκον. Είναι δικό μας. Και είναι τιμή μας.
Πέρυσι μου είχατε πει πως στους στόχους σας είναι κάποια στιγμή οι παραγωγές του Φεστιβάλ να πηγαίνουν κάποια στιγμή σε όλη την Ελλάδα. Παραμένει ένα όνειρο σας αυτό, πόσο εύκολο είναι να γίνει κάτι τέτοιο;
Δεν αφήνω τα όνειρά μου στην τύχη τους. Τα κυνηγάω, δουλεύω γι’ αυτά, μοχθώ μέχρι να τα δω να πραγματοποιούνται. Το όνειρο να ταξιδεύουν οι παραγωγές του Φεστιβάλ Επταπυργίου πέρα από τα τείχη του Επταπυργίου, παραμένει ζωντανό — και γίνεται σιγά σιγά πράξη. Ήδη φέτος, το αφιέρωμα στον Σταύρο Κουγιουμτζή θα παρουσιαστεί και σε Δήμους της Περιφέρειάς μας, ενώ η συναυλία «Η Άλκηστις Πρωτοψάλτη συναντά τη Βίκυ Μοσχολιού» θα ταξιδέψει τον Ιούλιο σε τρεις πόλεις της Κύπρου. Και έπεται συνέχεια. Γιατί όταν μια παραγωγή γεννιέται με αλήθεια και ποιότητα, της αξίζει να ακουστεί κι αλλού. Να ανοίξει δρόμους. Κι εμείς θα συνεχίσουμε να την υπηρετούμε και να την πιστεύουμε.
Ενώ μιλάμε για ένα σπουδαίο πια Φεστιβάλ για τη Θεσσαλονίκη, νιώθω να είναι «χειροποίητο» με την έννοια του ότι μοχθείτε πολύ εσείς προσωπικά για την πραγματοποίηση του. Πού θα θέλατε λοιπόν να φτάσει;
Το Φεστιβάλ Επταπυργίου, όσο κι αν έχει μεγαλώσει, παραμένει βαθιά «χειροποίητο». Κάθε του λεπτομέρεια περνάει μέσα από φροντίδα. Είναι ένα φεστιβάλ που δεν φτιάχνεται «από μακριά». Θέλει παρουσία, θέλει ψυχή. Είναι —όπως συχνά λέω— σαν να το ράβουμε κάθε χρόνο από την αρχή, με καινούργια υφάσματα, αλλά με το ίδιο καλλιτεχνικό όραμα. Θα ήθελα να συνεχίσει να εμπνέει — όχι απαραίτητα να γίνει μεγαλύτερο, αλλά βαθύτερο και ουσιαστικότερο. Και να ταξιδέψει. Να μπορέσει να φιλοξενηθεί και σε άλλες πόλεις, να ακουστούν οι παραγωγές του σε άλλα φεστιβάλ, να γίνει εξαγώγιμο το πολιτιστικό αποτύπωμα που χτίζουμε εδώ, στη Θεσσαλονίκη, με τόση αγάπη.
Γνωρίζοντας πως κάθε χρόνο, αναζητάτε έναν βασικό άξονα για την διοργάνωση, τι είναι αυτό που θέλατε φέτος να την χαρακτηρίσει;
Κάθε χρόνο αφιερώνουμε το Φεστιβάλ σε κάτι που νιώθουμε ότι έχει ανάγκη να ειπωθεί. Κάτι που θέλουμε να τιμήσουμε, να υπενθυμίσουμε, ή να φέρουμε ξανά στο φως της κοινής συνείδησης. Φέτος επιλέξαμε την Ειρήνη. Σε έναν κόσμο που όλο και περισσότερο βυθίζεται στη βία, με εμπόλεμες εστίες να ξεφυτρώνουν ή να σιγοκαίνε για δεκαετίες, η σιωπή δεν είναι επιλογή. Η τέχνη οφείλει να γίνει αντίσταση απέναντι στην αδιαφορία, και να επαναφέρει στη σκέψη μας έννοιες που έχουμε πάψει να λέμε δυνατά: συνύπαρξη, σεβασμός, αξιοπρέπεια. Δεν θέλουμε να κάνουμε πολιτική. Θέλουμε να αρθρώσουμε ανθρώπινο λόγο. Θέλουμε να πάψουμε να ακούμε τις λέξεις «πόλεμος», «προσφυγιά», «απώλεια» σαν να είναι απλώς ειδήσεις ρουτίνας. Γιατί η κανονικοποίηση της βαρβαρότητας είναι το πρώτο βήμα της αποδοχής της. Αν κάτι ελπίζουμε, είναι να λειτουργήσει το φετινό φεστιβάλ ως μια σιωπηλή κραυγή. Να μας ταρακουνήσει, να μας συγκινήσει, να μας κάνει να σκεφτούμε ξανά τις μικρές μας επιλογές. Γιατί η ειρήνη δεν είναι αφηρημένη έννοια, ούτε σύνθημα. Είναι στάση ζωής. Κι η τέχνη μπορεί να είναι η γέφυρα που μας οδηγεί εκεί.
Τι απολαμβάνετε στη διαδικασία δημιουργίας του προγράμματος κάθε χρόνο και ίσως, ποιοι μπορεί να είναι οι φόβοι σας κάθε φορά;
Απολαμβάνω τη στιγμή που όλα είναι ακόμα πιθανά. Εκεί, στην αρχή της διαδρομής, όταν καθόμαστε με τον Θανάση και ανταλλάσσουμε ιδέες, ονειρευόμαστε χωρίς όρια, χωρίς προϋπολογισμούς, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη μας τις τεχνικές δυσκολίες. Είναι σαν να απλώνεται μπροστά μας ένας άγραφος χάρτης, κι εμείς κρατάμε το μολύβι — αυτή είναι η πιο δημιουργική, η πιο ελεύθερη φάση. Κι έπειτα έρχεται η πρόκληση: να δούμε τι από αυτά μπορεί να γίνει πράξη. Πώς κρατάς την ουσία χωρίς να προδώσεις το όνειρο. Πώς χωράς την τέχνη μέσα σε προϋπολογισμούς, περιορισμούς, διαδικασίες, τεχνικές λεπτομέρειες. Κι εκεί αρχίζουν και οι φόβοι — μήπως δεν φτάσουμε στην ποιότητα που θέλουμε, μήπως κάποιος αληθινά σπουδαίος καλλιτέχνης δεν μπορέσει να συμμετάσχει γιατί δεν έχει μπλοκάκι πχ, μήπως κάποιο κομμάτι του προγράμματος δεν αγγίξει το κοινό όπως το φανταστήκαμε, μήπως δεν αποδώσει η σύμπραξη ή μήπως ο πειραματισμός είναι πολύ «προχωρημένος».
Τι σας έκανε να επιλέξετε «Θεσμοφοριάζουσες» του Αριστοφάνη φέτος το καλοκαίρι;
Επιλέξαμε αυτό το έργο γιατί, μέσα από το χιούμορ, τον παραλογισμό και τη θεατρική μεταμφίεση, ο Αριστοφάνης μάς δίνει ένα ανατρεπτικό εργαλείο για να μιλήσουμε για το σήμερα. Για τη θέση της γυναίκας, για τη δύναμη του λόγου, για την πολιτική, για την ελευθερία του να εκφράζεσαι χωρίς φόβο. Επιλέξαμε εξαιρετικούς καλλιτέχνες της πόλης μας: η Εύη Σαρμή και η Ελευθερία Τέτουλα σκηνοθετούν με φρέσκια, θαρραλέα ματιά, ο φίλος και συνεργάτης Στάθης Παχίδης υπογράφει την πρωτότυπη μουσική και την εμμετροποίηση του κειμένου, ενώ σε έναν ρόλο-έκπληξη θα δούμε τον μοναδικό Διογένη Δασκάλου. Για πρώτη φορά συνεργαζόμαστε με τη σκηνογράφο Ευαγγελία Κιρκινέ — και ομολογώ ότι με έχει ήδη εντυπωσιάσει με τη δημιουργικότητά της. Είναι μια ομάδα που σφύζει από ενέργεια, ιδέες, και αυθεντικό θεατρικό κέφι — και είμαι σίγουρη ότι θα καταφέρει να εκπλήξει και να συγκινήσει. Θέλαμε φέτος να τολμήσουμε κάτι διαφορετικό στο θέατρο. Να γελάσουμε, ναι. Αλλά και να σκεφτούμε τι σημαίνει, τελικά, να “παίρνεις τον λόγο”.
Πρόσφατα ανακοινώθηκε και η συμμετοχή του Γιάννη Χαρούλη σε ένα ιδιαίτερο πρόγραμμα με την πρωτοποριακή ομάδα Bodyterranean του Simone Mongelli και επίκεντρο, όπως διαβάζω, το ανθρώπινο σώμα. Τι ακριβώς είναι αυτό που θα δούμε και πώς γεννήθηκε;
Η σύμπραξη του Γιάννη Χαρούλη με την πρωτοποριακή ομάδα Bodyterranean του Simone Mongelli αποτελεί ένα από τα πιο αναμενόμενα γεγονότα του φετινού Φεστιβάλ Επταπυργίου. Πρόκειται για μια μουσικοκινητική παράσταση όπου το ανθρώπινο σώμα γίνεται το ίδιο μουσικό όργανο, αφηγητής και ρυθμιστής του ρυθμού. Η παράσταση «Σώματα και αφηγήματα» είναι μια παράσταση που βασίζεται αποκλειστικά στους ήχους του ανθρώπινου σώματος και της φωνής, χωρίς τη χρήση παραδοσιακών μουσικών οργάνων. Ο Simone Mongelli, Ιταλός καλλιτέχνης και εθνομουσικολόγος που ζει στην Ελλάδα, έχει δημιουργήσει ένα έργο που συνδυάζει την παραδοσιακή μουσική της Ελλάδας και της Νότιας Ιταλίας με σύγχρονες τεχνικές body music, δημιουργώντας μια μοναδική εμπειρία για το κοινό.
Η συμμετοχή του Γιάννη Χαρούλη προσθέτει μια ιδιαίτερη διάσταση στην παράσταση, φέρνοντας τη χαρακτηριστική του φωνή και την καλλιτεχνική του ευαισθησία σε αυτό το καινοτόμο εγχείρημα. Η συνεργασία αυτή αναμένεται να προσφέρει μια μοναδική εμπειρία, όπου η παράδοση συναντά τον πειραματισμό, και το σώμα γίνεται το μέσο για μια νέα μορφή μουσικής έκφρασης. Η παράσταση αυτή δεν είναι απλώς μια συναυλία, αλλά μια εξερεύνηση των δυνατοτήτων του ανθρώπινου σώματος ως μουσικού οργάνου, προσφέροντας στο κοινό μια εμπειρία που συνδυάζει τη μουσική, την κίνηση και την αφήγηση με έναν πρωτοποριακό τρόπο.
Μας είχατε «καλομάθει» σε εξαιρετικές παραγωγές όπερας τις προηγούμενες χρονιές και φέτος, ομολογώ, λείπει. Τι σας ώθησε σε αυτή την επιλογή να μην υπάρχει στο πρόγραμμα φέτος κάποια ανάλογη παράσταση;
Ναι, φέτος δεν υπάρχει όπερα στο πρόγραμμα — και καταλαβαίνω απόλυτα την απορία, ίσως και την απογοήτευση, τόσο τη δική σας όσο και του αγαπημένου μας κοινού. Τα προηγούμενα χρόνια δώσαμε πολύ κόπο, πολλή πίστη και απέραντη αγάπη σε παραγωγές όπερας που όχι μόνο αγκαλιάστηκαν θερμά, αλλά έγραψαν τη δική τους ξεχωριστή ιστορία στο Επταπύργιο. Η παραγωγή όπερας για έναν μικρό δημόσιο φορέα όπως το Κέντρο Πολιτισμού είναι ένα εγχείρημα σχεδόν δυσανάλογο με τις δυνάμεις του — απαιτητικό, γραφειοκρατικά σύνθετο, γεμάτο ευθύνες και ατελείωτο φόρτο εργασίας. Κι όμως, κάθε φορά το επωμιζόμασταν. Και κάθε φορά λέγαμε: άξιζε.
Γιατί το φρούριο του Επταπυργίου δεν είναι απλώς σκηνή — είναι το ίδιο το σκηνικό της Όπερας. Ένας χώρος που πάλλεται, που “μιλά” και δονείται όταν ακούγονται εκεί οι νότες της Τόσκα, των Παλιάτσων, της Νόρμα, της Κάρμεν. Το Φεστιβάλ Επταπυργίου μοιάζει σαν να γεννήθηκε για να τις φιλοξενήσει. Φέτος, είχαμε ήδη προγραμματίσει μια νέα παραγωγή όπερας, σε συνεργασία με την Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης. Όμως, πολλές και σημαντικές διοικητικές αλλαγές στο Κέντρο Πολιτισμού -ενταχθήκαμε στο μητρώο φορέων Γενικής κυβέρνησης- μας δυσκόλεψαν σημαντικά. Ήταν, απλώς, μια χρονιά με εμπόδια που δεν μπορέσαμε να υπερβούμε. Δεν το βάζουμε κάτω. Το λέω με όλη μου την πίστη: η Όπερα θα επιστρέψει στο Επταπύργιο. Γιατί της αξίζει. Και γιατί το κοινό της τη ζητά. Κι εμείς, όπως πάντα, ακούμε — και προετοιμαζόμαστε.
*Την παραγωγή-διοργάνωση των εκδηλώσεων υπογράφει το Κέντρο Πολιτισμού Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, σε συνεργασία με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης και με την υποστήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού. Το Φεστιβάλ Επταπυργίου τελεί υπό την αιγίδα της UNESCO.