Θέατρο

Αντώνης Καφετζόπουλος: Μαγκιά είναι να μη σε παρασύρει ποτέ η επιτυχία

Ο Αντώνης Καφετζόπουλος μιλάει για όλα στην Parallaxi λίγο πριν την μεγάλη πρεμιέρα της παράστασης "Τρωάδες" στο Θέατρο Δάσους

Γιώργος Σταυρακίδης
αντώνης-καφετζόπουλος-μαγκιά-είναι-ν-1028212
Γιώργος Σταυρακίδης

Ο Αντώνης Καφετζόπουλος είναι από τους ηθοποιούς, που άσχετα από τα 72 του χρόνια, θα έχει για πάντα τη διάθεση ενός νέου ανθρώπου που αναζητά, δημιουργεί, κρίνει και κρίνεται με απόλυτη γνώση της αξίας και της ικανότητας του να είναι ένας σπουδαίος ηθοποιός αλλά και ένας άνθρωπος με άποψη.

Η συμμετοχή του αυτό το καλοκαίρι στην τραγωδία «Τρωάδες» του Ευριπίδη δίπλα στην Ρούλα Πατεράκη και σε σκηνοθεσία του Χρήστου Σουγάρη, για λογαριασμό του ΚΒΘΕ, ήρθε σε μία εποχή που, όπως λέει ο ίδιος, αναζητούσε κάτι που θα του πρόσφερε ιδανικά και τον χρόνο να ξεκουραστεί, υποδυόμενος τον Ποσειδώνα και ξεκινώντας την καλοκαιρινή τους περιοδεία από το Θέατρο Δάσους στις 5 και 7 Ιουλίου, με κορυφαία στάση το Θέατρο της Επιδαύρου στις 18 και 19 Αυγούστου.

Βάζοντας σε όλα αυτά και μία τηλεοπτική δουλειά που έρχεται την επόμενη σεζόν, καταλαβαίνουμε εύκολα πως πρόκειται για έναν άνθρωπο που δύσκολα μένει στάσιμος, αναζητώντας πάντα να κάνει δουλειές που έχουν τις προδιαγραφές να τις αγαπήσει.

Για όλα αυτά και ακόμα πιο πολλά, μιλήσαμε μαζί του με αφορμή την παράσταση στη Θεσσαλονίκη, αλλά η αλήθεια είναι, πως μαζί του μόνο ωραίες συζητήσεις μπορούν να γίνουν, έξω από σκαλέτες και προγραμματισμένες ερωτήσεις.

Αντώνης Καφετζόπουλος

Από ότι ξέρω η σχέση σας με τη Θεσσαλονίκη κρατάει πολλά χρόνια ακόμα από τις σπουδές σας;

Ναι ήμουν φοιτητής εδώ το ‘79 στο ΑΠΘ. Η πόλη τότε είχε ακόμα ένα χαρακτήρα, που μου θύμιζε πολύ την πατρίδα μου την Κωνσταντινούπολη. Πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει πια. Έχει αλλάξει η Θεσσαλονίκη.

Έκτοτε σας θυμάμαι να έχετε έρθει πολλές φορές στην πόλη ως ηθοποιός πια

Κάθε χρόνο περνούσαμε ένα διάστημα στη Θεσσαλονίκη, βρέξει χιονίσει που λένε. Εκτός από την περίοδο της πανδημίας που δεν παίζαμε οπότε δεν ερχόμουν και εδώ.

Ήταν μία δύσκολη εποχή αυτή της πανδημίας;

Κοιτάξτε, είναι αλλιώς να κάνεις μία δουλειά πού απλώς συναντάς εμπόδια στην πρόσβαση ή να δουλέψεις από το σπίτι και αλλιώς να μην δουλεύεις καθόλου. Εμείς δεν δουλεύαμε καθόλου. Ειδικά όσοι ηθοποιοί δεν ασχολούμαστε πολύ εντατικά με την τηλεόραση, δεν δουλεύαμε την περίοδο της πανδημίας καθόλου.

Πώς προέκυψε η φετινή σας συνεργασία με το Κρατικό Θέατρο και τι σας έκανε να πείτε το ναι

Ο Χρήστος Σουγάρης μου προτείνει κατά καιρούς διάφορα πράγματα, αλλά αυτή τη φορά η συγκυρία ήταν θετική. Δηλαδή μπορούσα και εγώ, ο ρόλος δεν είναι μεγάλος, η περιοδεία δεν είναι μεγάλη, αυτά λοιπόν όλα με κάνανε να πω το ναι. Δεν είχα κίνητρο ξέρετε να ασχοληθώ με έναν τεράστιο ρόλο τώρα μέσα στο καλοκαίρι, γιατί μόλις τελείωσα μία σεζόν. Ο χρόνος ήταν περιορισμένος, έκανα και ταυτόχρονα γύρισμα για την τηλεόραση, ήταν πολύ δύσκολο για κάτι παραπάνω. Αλλά επειδή ο ρόλος είναι εισαγωγικός και η περιοδεία δεν ήταν από αυτές τις εξαντλητικές, είναι μία περιοδεία ανθρώπινη, είπα το ναι.

Δουλεύετε πάντως συχνά τα καλοκαίρια από όσο θυμάμαι

Βέβαια, αλλά έχω πάει και χειμερινές περιοδείες. Μου αρέσει η περιοδεία.  Μου αρέσει που βγαίνεις στο δρόμο και παρουσιάζεις κάτι το οποίο άλλες φορές το έχεις παίξει στην Αθήνα και άλλες φορές το έχεις κάνει ειδικά για μια περιοδεία. Έχει μία ομορφιά να συναντάς ένα κοινό που δεν έχει την ευκαιρία να σε δει εύκολα.

Έχει διάφορα το κοινό της Αθήνας από το κοινό στις άλλες πόλεις;

Όχι δεν υπάρχει διαφορά. Ποιοτικά το κοινό είναι ίδιο. Δεν υπάρχουν πλέον μεγάλες διαφορές. Ίσως να υπήρχαν πριν 50 χρόνια όταν πρωτοπήγα περιοδεία. Θυμάμαι όταν πριν 45 χρόνια παίζαμε στην Πάφο και οι άνθρωποι δεν είχαν ξαναδεί θέατρο. Μιλούσαν μεταξύ τους σαν να βλέπουν τηλεόραση. Δεν υπάρχει πλέον αυτό. Το κοινό έχει δει θέατρο σήμερα, δεν έχει δει πράγματα που θα μπορούσε να δει στην Αθήνα ίσως, που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ανήκουν στην πρωτοπορία, αλλά βλέπει πολύ θέατρο. Υπάρχει ένας απλός νόμος που λέει ότι είτε βρίσκεσαι στην Σπάρτη, είτε στην Αθήνα ή στη Θεσσαλονίκη, λίγο-πολύ το κοινό θα γελάσει αν είναι κωμωδία, ή θα συγκινηθεί αν είναι δράμα.

Αντώνης Καφετζόπουλος

Επιστρέφω στο κείμενο του Ευριπίδη και στις πολλές αναφορές του στην επικαιρότητα, κάτι που το κάνει τόσο σύγχρονο και να αφορά τους ανθρώπους σήμερα

Καταρχήν έχει έναν πολύ μεγάλο παραλληλισμό, το έργο αυτό το έγραψε ο Ευριπίδης, όταν οι Αθηναίοι διέπραξαν αυτό που με σημερινούς όρους θα χαρακτηρίζαμε χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, ως στυγνό έγκλημα πολέμου. Την υποταγή της Μήλου, με στρατιωτικά μέσα και αυτό που ακολούθησε δηλαδή. Με την υποδούλωση των γυναικών και των παιδιών και την εκτέλεση κάθε άντρα που θα μπορούσε να φέρει όπλα, αποτέλεσμα αυτής της κατάκτησης. Αυτή ήταν μία στρατηγική απόφαση των Αθηναίων. Δεν είχε έρθει ακόμα η καταστροφή της τελικής εκστρατείας. Ο Ευριπίδης αυτό το καταγγέλλει. Το στηλιτεύει. Με τη φράση μάλιστα ότι όποιος καταστρέφει πόλεις, ναούς, τάφους και τα ιερά των νεκρών, πρώτα ερημώνει εκείνα και μετά ρημάζει ο ίδιος. Θέτει λοιπόν ένα ηθικό ζήτημα, στο πώς πρέπει να διεξάγονται οι μάχες. Ο παραλληλισμός με τη σημερινή εποχή είναι με σε αυτό που κάνει η Ρωσία στην Ουκρανία. Αυτό το ίδιο έκαναν οι Αθηναίοι στη Μήλο. Είναι πολύ φανερός ο παραλληλισμός. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για αυτό.

Όπως είναι ξεκάθαρη και η έννοια της αντίστασης στην ωμή βία κάτι που σήμερα νιώθω να έχουμε πάει στο άλλο άκρο και μοιάζει να την έχουμε συνηθίσει.

Ενώ από τη μία είμαι απαισιόδοξος για τις προοπτικές στο ανθρώπινο είδος, περιμένοντας μία μεγάλη καταστροφή που νομίζω πως θα έρθει τα επόμενα χρόνια, από την άλλη είμαι πολύ σίγουρος ότι μέρος της ανθρώπινης ιδιότητας είναι το να αντιστέκεται στη στέρηση της ελευθερίας. Ως εκ τούτου δεν πιστεύω ότι θα πάψει ποτέ η ανθρωπότητα και κάθε άνθρωπος ξεχωριστά με τον τρόπο που του επιτρέπουν οι συνθήκες και τα μέσα που διαθέτει, να αντιστέκεται και να διεκδικεί περισσότερη ελευθερία.

Οι εξεγέρσεις των τελευταίων χρόνων έχουν χαρακτηριστεί εφήμερες με την έννοια του ότι ξεχνάμε γρήγορα κάτι που συμβαίνει. Ισχύει αυτό;

Μα ξέρετε  οι εξεγέρσεις πάντα είναι εφήμερα ξεσπάσματα, αυτό που ακολουθεί καμιά φορά, και σε πολλές περιπτώσεις δεν έχει σχέση με τα ιδανικά της εξέγερσης, μπορεί να παγιωθεί μετά σε ένα σύστημα αντικατάστασης κάποιας εξουσίας από κάποια άλλη, το οποίο όμως δεν θα έχει ευθεία σχέση με την εξέγερση. Από τη Γαλλική επανάσταση μέχρι τη Ρωσική επανάσταση, βλέπει κανείς ότι η αρχική εξέγερση είχε άλλη φλόγα, άλλα ιδανικά και άλλη βάση. Η κατάληξη λοιπόν δεν πάει να πει ότι είναι παιδί αυτή της εξέγερσης. Καμιά φορά τις εκμεταλλεύονται πολιτικές ελίτ. Δεν μου κάνει λοιπόν εντύπωση ότι οι εξεγέρσεις είναι εφήμερες, είναι από τη φύση τους έτσι. Παλιά λέγαμε ότι μία μικρή μειοψηφία μπορεί να βάλει φωτιά στον κάμπο. Το λέμε βέβαια λίγο αστειευόμενοι, αλλά είναι αλήθεια. Να σας θυμίσω το δικό μας Πολυτεχνείο που ήτανε μία διαμαρτυρία ελάχιστων φοιτητών. Απλώς υπήρχε και η μεγάλη πλειοψηφία που έκανε ησυχία και βλέποντας το τι γινόταν, είπαν ότι δεν μπορούν να αφήσουνε να σκοτώνουν τα παιδιά τους.

Το θέατρο είναι μία μορφή αντίστασης;

Όχι. Δεν είναι μέσα στη σφαίρα των δυνατοτήτων του. Το θέατρο και οι τέχνες γενικά είναι να επηρεάζουν τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά. Τώρα τι θα κάνει αυτός ο κάθε άνθρωπος εξαρτάται από τον ίδιο. Από αυτόν εξαρτάται η μετέπειτα σύγκρουση του με την πραγματικότητα. Οι τέχνες δεν ξεκινούν κοινωνικές αλλαγές, οι τέχνες σχολιάζουν την ανθρώπινη ιδιότητα και αυτό είναι βαθύτατα επαναστατικό. Δουλειά του θεάτρου είναι να βάζει τον θεατή μπροστά σε ερωτήματα.

Από την άλλη, μπορεί να επηρεαστεί το θέατρο από συμπεριφορές των ανθρώπων του, με σαφή αναφορά στα πρόσφατα παραδείγματα ανθρώπων που οδηγήθηκαν στη δικαιοσύνη;

Να βάλουμε τα πράγματα στις πραγματικές τους διαστάσεις. Μιλάμε για ελάχιστους ανθρώπους που μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Και επειδή μπορεί πιθανόν να υπάρχουν και κακές συμπεριφορές από μερικούς άλλους, σας διαβεβαιώ εκ των έσω, πως όλοι μαζί δεν ξεπερνούν τα δάχτυλα των δύο χεριών. Δηλαδή μιλάμε για περίπου 10 ανθρώπους με πραγματικά κακοποιητική και από αυτούς ακόμη πιο λίγοι που η συμπεριφορά τους ήταν ποινικά κολάσιμη και θα μπορούσαν να φτάσουν μέχρι τη δικαιοσύνη. Νομίζω λοιπόν πως δεν έχει καμία σχέση η σημερινή πραγματικότητα στο Ελληνικό θέατρο με αυτά. Μία χαρά είναι το ελληνικό θέατρο, και παρόλη τη συμπεριφορά ανθρώπων, βλέπει κάποιος μία πολυφωνία, βλέπει ενδιαφέρουσες παραστάσεις και ακόμα ακόμα, βλέπει να γράφονται και πολύ καλά νεοελληνικά έργα την τελευταία πενταετία. Οπότε όχι, δεν επηρεάζεται το θέατρο από μία μειοψηφία.

Δεν είναι πολύ ωραίο που γράφονται πάλι καλά έργα;

Νομίζω πως επιστρέψαμε σε μια εποχή που υπήρχε νεοελληνικό έργο και παιζόταν. Νομίζω τώρα επανήλθαμε σε μία έξαρση, αλλά από μία άποψη είναι και σε ανώτερο επίπεδο από παλιά. Γράφονται έργα πολύ πιο κοντά στην Ελληνική κοινωνία κατά τη γνώμη μου. Η δεκαετία του ‘60 και του ‘70 είχε μία τάση να παράγει έργα νοσταλγικά με μία Ελλάδα δηλαδή που δεν υπήρχε για την ακρίβεια ούτε τη δεκαετία του 70. Τώρα τα νέα παιδιά που γράφουν έργα, οι πιο νέοι αλλά και η πλέον μεσήλικες, παρουσιάζουν έργα πολύ σύγχρονα.

Το ίδιο δεν ισχύει και στον κινηματογράφο;

Στον κινηματογράφο όχι. Η μεγάλη κατάρα που υπήρξε και έζησε η γενιά μου, ήταν όταν εμφανίστηκε η τηλεόραση και έχασε το σινεμά τον βασικό του χρηματοδότη, που ήταν το εισιτήριο. Τότε πήγαν όλα σε ένα παράγωγο, στο κέντρο Ελληνικού κινηματογράφου, και τα πράγματα πήραν έναν πολύ κακό δρόμο, με την έννοια ότι δεν υπήρχε πια η σχέση με το κοινό. Έπρεπε τότε να πείσεις μία ελίτ συναδέλφων σου, τους οποίους μάλιστα αργότερα θα αντικαθιστούσες στις επιτροπές και τα κέντρα κινηματογράφου, γιατί το σύστημα ήταν έτσι, και δικαίως γιατί πώς αλλιώς να γινόταν η εναλλαγή των προσώπων. Έπρεπε λοιπόν να τους πείσεις για να κάνεις την ταινία και όταν τελικά έπαιρνες τα λεφτά αυτά, αισθανόσουν ήδη ότι είχες ανέβει το Γολγοθά και ήδη η ταινία ήταν για σένα μία αγγαρεία. Αυτό ήταν καταστροφικό.

Νομίζω πάντως ότι εκεί γύρω στο 2000 έγιναν κάποιες καλές ταινίες και μάλιστα παίξατε και εσείς σε αρκετές τότε.

Εγώ θα ξεχώριζα δυο-τρεις ανθρώπους, τον Φίλιππο Τσίτο που έκανα εγώ ταινίες, τον Πάνο Κούτρα και, παρόλο που οι ταινίες του δεν είναι του γούστου μου κινηματογραφικά, δεν μπορώ να παραβλέψω ότι ο Γιώργος Λάνθιμος έχει μία πολύ δημιουργική ματιά για το πώς φτιάχνει ταινίες. Αμέσως δηλαδή έχουμε τρία πρόσωπα με σημαντικό έργο, και γύρω-γύρω αρκετές πολύ καλές ταινίες. Αυτό όμως έγινε αφού κατέρρευσε εκείνος ο μοναδικός παραγωγός, πολύ πριν από την κρίση. Το Ελληνικό κέντρο κινηματογράφου αναγκαστικά έπαιζε ένα βοηθητικό ρόλο και όχι τον κύριο, οπότε αναζήτησαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι που σας είπα χρήματα στο εξωτερικό, και έκαναν καλές ταινίες.

Αντώνης Καφετζόπουλος

Ποιοι είναι οι δικοί σας λόγοι που ασχοληθήκατε με το θέατρο;

Στην εφηβεία μου ήθελα να ασχοληθώ με τη μουσική και το σινεμά. Να κάνω ταινίες. Με τη μουσική όμως δεν είχα ταλέντο, η μοναδική κινηματογραφική σχολή που υπήρχε τότε δεν μου γέμισε το μάτι και αποφάσισα να προσεγγίσω τον κινηματογράφο από τη σκοπιά της διδασκαλίας ηθοποιών και έτσι πήγα σε μία δραματική σχολή. Δεν είχα ποτέ σκοπό να παίξω, όμως πολύ αργότερα κατάλαβα, όταν σταμάτησα να παίζω για ένα χρόνο θέατρο, ότι μου λείπει αφόρητα και ότι αυτό τελικά θέλω να κάνω στη ζωή μου.

Έχετε κάνει αρκετή τηλεόραση και μάλιστα σε πολύ διαφορετικές περιόδους της. Τι έχει αλλάξει από τον καιρό του «Μινόρε της Αυγής» μέχρι το σήμερα, του «Σιωπηλού δρόμου»;

Υπάρχει μία θεμελιώδης διαφορά. Όταν έκανα την «Αστροφεγγιά» και το «Μινόρε», υπήρχαν μόνο δύο κρατικά κανάλια και δεν υπήρχε ο παραμικρός ανταγωνισμός. Λίγο-πολύ ο κόσμος έβλεπε τα ίδια πράγματα κάθε βράδυ γιατί δεν είχαν και άλλες επιλογές, οπότε το κίνητρο δεν ήταν οικονομικό, τα κρατικά κανάλια δεν λειτουργούσαν έτσι, και νομίζω ούτε τώρα λειτουργούν. Το κίνητρο ήταν να προσφέρουμε στο κοινό κάτι που να αξίζει τον κόπο να το δει. Από τη στιγμή που υπήρξαν κανάλια με ιδιωτική χρηματοδότηση, δηλαδή επιχειρήσεις, η αρχή της παγκόσμιας τηλεόρασης άρχισε να ισχύει και εδώ. Δηλαδή τι μπορεί να αποδώσει μεγαλύτερα οικονομικά οφέλη. Και γι’ αυτό βλέπετε τόσα τηλεπαιχνίδια, τόσα φθηνά σόου με μηδενική προσπάθεια.

Περνάμε όμως και μία ωραία περίοδο για τη μυθοπλασία νομίζω τώρα.

Όντως υπάρχουν πράγματα που είναι πολύ καλά. Αλλά η πλειοψηφία δεν είναι αυτή. Η πλειοψηφία είναι καθημερινά σήριαλ που γίνονται με μεγάλη αυτοθυσία και αξιοθαύμαστη τεχνική από ηθοποιούς κυρίως, και μετά από τους σκηνοθέτες, του σκηνογράφους και τα λοιπά. Οι ηθοποιοί όμως είναι που τραβάνε το κάρο. Αυτές οι σειρές γίνονται με κριτήρια του όσο πιο φθηνά τόσο καλύτερα για το κανάλι. Εάν ωστόσο το κοινό εξοικειωθεί με την ιδέα ότι για να δει κάτι πραγματικά καλό πρέπει να πληρώνει τότε θα έχουμε στην Ελλάδα και μικρό HBO, και μικρό BBC και απ’ όλα τα καλά. Αλλά εκεί πληρώνουν οι άνθρωποι για να δουν τηλεόραση.

Οπότε είστε υπέρ στις πλατφόρμες

Έχει αλλάξει το τοπίο. Βλέπουμε πάρα πολύ πλατφόρμες, βλέπουμε πάρα πολύ on demand, είναι ενδιαφέρον που μπορείς να ψάξεις να βρεις αυτό που πραγματικά σε ενδιαφέρει και όχι απλά να πέσεις πάνω σε αυτό που εκείνη την ώρα παίζεται. Αυτό λοιπόν ναι, είναι προς το καλό.

Μου κάνει εντύπωση βέβαια ότι μετά την πανδημία όλες αυτές οι σειρές έχουν πάρα πολύ καλούς ηθοποιούς που προέρχονται από το θέατρο και παλιότερα δεν τους βλέπαμε στην τηλεόραση

Ξέρετε, υπήρχαν δύο πράγματα που αποτρέπανε τη συμμετοχή τους, το ένα ήταν ότι παλιά τα κανάλια είχαν να κάνουν τέσσερις πέντε σειρές με τα σιγουράκια και δεν ψαχνόταν, ενώ ο δεύτερος αποτρεπτικός παράγοντας είχε να κάνει με τους ίδιους τους ηθοποιούς. Αν προσέξατε, η έκρηξη αυτή των θεατρικών ηθοποιών προς την τηλεόραση, έγινε όταν σταμάτησαν να παίζουν τα θέατρα με την πανδημία. Δεν έγινε λοιπόν αθώα, δεν απενεχοποιήθηκαν ξαφνικά οι ηθοποιοί, αλλά έμειναν άνεργοι και μπράβο τους, τους συγχαίρω για αυτό που έκαναν. Αρκεί βέβαια να κάνουν τη δουλειά τους με μεράκι.

Στην «Τρωάδες», είστε μαζί με την Ρούλα Πατεράκη

Να πω εδώ πως είναι πολύ μεγάλη η χαρά και προσωπική ικανοποίηση μου, που παίζω στην ίδια παράσταση με την Ρούλα Πατεράκη. Την εκτιμώ γι’ αυτό που είναι ως ηθοποιός και ως δασκάλα και ως σκηνοθέτης κάποιες περιόδους. Είναι μεγάλη χαρά να τη βλέπω κάθε μέρα στην πρόβα να εξελίσσει τον ρόλο και να γίνεται μία Εκάβη που θα ικανοποιήσει πάρα πολύ το κοινό που θα έρθει να μας δει. Για να πεις, ξέρετε, ότι εκτιμάς κάποιον, θα πρέπει να σου κάνει και σαν άνθρωπος και η Ρούλα μου κάνει και σαν άνθρωπος.

Οι πρόβες πώς είναι;

Εγώ τις βαριέμαι λίγο τις πρόβες. Δεν είμαι της πρόβας. Έχω ένα σχέδιο στο κεφάλι μου για το πώς είναι ο ρόλος, τι πρέπει να κάνω γι’ αυτόν τον χαρακτήρα και πώς να τον παρουσιάσω σύμφωνα με τις αρχές μου, τη μέθοδο μου και το ιδανικό για μένα. Θα ήταν ιδανικό αν μπορούσε κάποιος να μου κάνει μία ωραία μεγάλη ένεση να μαθαίνω τα λόγια αυτομάτως και να πηγαίνουμε με μία δύο γενικές πρόβες στην πρεμιέρα.

Είπατε νωρίτερα για γυρίσματα και ξέρω πως κάνετε και μία τηλεοπτική δουλειά με την Λυδία Φωτοπούλου;

Κι αυτό είναι πολύ ευχάριστο γιατί τη Λυδία Φωτοπούλου την εκτιμώ χρόνια, ο Νεμέας είναι ένας πολύ καλός τηλεοπτικός συγγραφέας και κάνουμε κάτι δεκαπεντάλεπτα που είμαστε εγώ και η Λυδία, κάνοντας ένα ζευγάρι αιωνίως αγαπημένο και με αιώνια φαγωμάρα μεταξύ τους ενώ μένουν σε ένα διαμέρισμα στον τρίτο όροφο. Μία από τις χαρές εδώ είναι η συνάντηση με την Λυδία. Πρόκειται για μία κωμωδία με πραγματικά ανθρώπινες στιγμές, οπότε σε όλο αυτό μπορεί να γελάει κάποιος αλλά μπορεί λίγο να του παγώνει και το αίμα βλέποντας τον εαυτό του. Ελπίζουμε να το πετύχουμε κι αυτό και να βγει μία καλή σειρά.

Επιστρέφοντας τέλος στην παράσταση του Κρατικού και μιλώντας για νικητές, πόσο σημαντικό είναι να μη σε παρασύρει μία νίκη σου και να παραμείνεις ανθρώπινος και με ενσυναίσθηση;

Συνήθως κάτι τέτοιο, φαίνεται σαν να αφορά κάποιους άλλους, κάποιους που ανακατεύονται σε παιχνίδια νίκης και ήττας. Όμως δεν είναι έτσι. Όλοι μας, ερχόμαστε αντιμέτωποι κάθε μέρα με τις επιτυχίες και τις αποτυχίες μας. Μαγκιά είναι να μη σε παρασύρει ποτέ η επιτυχία από κάτι που έκανες κάποια στιγμή και ήταν καλό. Να έχεις δηλαδή πάντα στο μυαλό σου ότι θα έρθουν και στιγμές που δε θα τα πας και τόσο καλά ή δε θα είσαι εσύ ικανοποιημένος με τον εαυτό σου. Αυτό πρέπει πάντα να υπάρχει στο κεφάλι ενός νικητή.

*Ο Αντώνης Καφετζόπουλος συμμετέχει στην παράσταση “Τρωάδες” του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος σε μετάφραση Θόδωρου Στεφανόπουλου και σκηνοθεσία του Χρήστου Σουγάρη. Το «ταξίδι» των Τρωάδων θα ξεκινήσει από τη Θεσσαλονίκη, καθώς η πρεμιέρα της παράστασης θα δοθεί στο Θέατρο Δάσους (6 & 7 Ιουλίου) και θα ακολουθήσει περιοδεία στην Κύπρο και σε όλη την Ελλάδα, ενώ στις 18 & 19 Αυγούστου οι «Τρωάδες» θα παρουσιαστούν στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου και σε θέατρα της Αττικής τον Σεπτέμβριο. Με ελληνικούς και αγγλικούς υπέρτιτλους

Στον ρόλο της Εκάβης η Ρούλα Πατεράκη.

Πρωταγωνιστούν: Δημήτρης Πιατάς, Αλέξανδρος Μπουρδούμης, Μαρία Διακοπαναγιώτου, Μαρίζα Τσάρη, Κλειώ Δανάη Οθωναίου, Λουκία Βασιλείου και ο Αντώνης Καφετζόπουλος στο ρόλο του Ποσειδώνα, με έναν εξαιρετικό 20μελή θίασο ηθοποιών.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα