Αργύρης Ξάφης: Είμαστε αρκετά αναρχικοί με ελάχιστη εξάρτηση από το σύστημα για να μπορούμε να μην σταματάμε
Μία συνέντευξη εφ' όλης της ύλης από την Parallaxi, με έναν σπουδαίο ηθοποιό
Σε μία πόλη που έχει χρεωθεί με βαριά ομοφοβικά περιστατικά, ξεκινά σήμερα (21/6) η γιορτή της αγάπης και μέσα σε αυτήν έρχεται ένας άνθρωπος με πάθος, ορμή και όρεξη για να συμμετέχει και να μας ταρακουνήσει με την παράσταση του και να μας θυμίσει πως πρέπει να είμαστε περήφανοι γι’ αυτό που πραγματικά είμαστε και αγαπάμε.
Ένα θεατρικό βήμα παραπάνω, για όλους εκείνους που πρέπει να μην φοβούνται και να συνεχίσουν να μιλούν με θάρρος προς τα έξω για τη βία που όντως τους ασκείται με ποικίλους τρόπους από την κοινωνία και το κράτος.
Ο Αργύρης Ξάφης, είναι ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της γενιάς του και αυτή την περίοδο βρίσκεται στην Θεσσαλονίκη για το θεατρικό έργο “To πιο όμορφο σώμα που έχει βρεθεί ποτέ”, το οποίο ανεβαίνει στο Θέατρο Κήπου, το Σάββατο 22/6 στο πλαίσιο του Europride.
“Γεννήθηκα στο Περιστέρι αλλά σχολείο πήγα στο Μαρούσι. Η μαμά μου, βλέπεις, ήταν από την Νάουσα και το Περιστέρι παραήταν τσιμεντένιο για τα γούστα της και στο πράσινο που είχε μεγαλώσει. Έτσι, και εμείς, βρεθήκαμε στο Μαρούσι, σε μια εξοχή με αλάνες τότε, σαν να ήμασταν μόνιμα σε διακοπές σε σχέση με το Περιστέρι πριν. Μέχρι να φύγουμε από το Περιστέρι, είχα μεν την αίσθηση του γκρίζου και της ασφάλτου και των πολυκατοικιών, όμως δεν θυμάμαι ποτέ αυτή την αίσθηση τη βρώμας που έχει επικαθίσει και έχει πολυκαιρίσει που νιώθω κάθε φορά που πηγαίνω τώρα. Και την αίσθηση -μπορεί να είναι στο μυαλό μου- της έλλειψης οξυγόνου και ζωτικού χώρου. Νομίζω αυτό είναι το χειρότερο, ότι λειτουργεί αυτό το επιβαρυμένο αστικό τοπίο, σαν μια συνεχή εξοικείωση με την ανέχεια, με την αίσθηση ότι μας ανήκει όλο και λιγότερος χώρος και ότι μέχρι εκεί δικαιούμαστε. Δεν είναι και παράλογο, εξαιτίας αυτού, ότι πάμε μια μέρα σε μια εξοχή και λέμε «αυτή είναι ζωή»; Τι μας εμποδίζει να έχουμε καλύτερη ποιότητα ζωής και στην πόλη; Να, αυτά σκέφτομαι όταν μου λέει κάποιος για το Περιστέρι που έχω στην καρδιά μου.”
Ο μονόλογος «Το πιο όμορφο σώμα που έχει βρεθεί ποτέ» που θα δούμε στην Θεσσαλονίκη, μιλά για την συγκάλυψη μίας μικρής πόλης απέναντι στην δολοφονία ενός παιδιού, ενώ είναι ο πρώτος μονόλογος στην καριέρα του. Όπως εξηγεί, στην σκηνή μπορεί να είναι μόνος του, αλλά το θέατρο από την σύμβαση του την ίδια δεν είναι μοναχικό.
“Για το θέατρο η ύπαρξη του κοινού, είναι βασική προϋπόθεση, ειδικά σε μία παράσταση σαν αυτή, στην οποία η σχέση με το κοινό είναι τρομερά σημαντική. Ο τρόπος που θα πάρεις τον άλλον από το χέρι και θα τον οδηγήσεις στην ιστορία θέλει πολύ προσοχή. Είναι σαν να κουβαλάς εκείνη την στιγμή πυρηνική βόμβα στα χέρια σου, γιατί θα μπορούσες σε οποιαδήποτε στραβοτιμονιά να χάσεις την σωστή σχέση με το κοινό και έτσι να μην οδηγηθείς σε αυτό που θέλεις εσύ ο ίδιος να πετύχεις στο τέλος της παράστασης, θα μπορούσες να στρέψεις το κοινό απέναντί σου και να βρίσκεται διαρκώς σε μία άμυνα και έτσι να μην μπορεί να σε ακολουθήσει. Ο τρόπος που είναι γραμμένος ο συγκεκριμένος μονόλογος θέλει να βοηθήσει τους θεατές να καταλάβουν για τους ίδιους πράγματα, να μην τους επιτεθεί, να μην τους διδάξει, αλλά να τους προβληματίσει.
Ο συγκεκριμένος μονόλογος, χρησιμοποιεί την συνθήκη μιας μικρής κοινωνίας, ενός χωριού και την ακόμα πιο έντονη συγκάλυψη που επιτελείται εκεί. Οι πόλεις μας βέβαια, καθόλου δεν διαφέρουν, γιατί εντέλει και αυτές αποτελούνται από πολλά μικρά χωριά, μικρές κοινότητες που φτιάχνουμε, για να ανταπεξέλθουμε στο χάος. Γι’ αυτό και τα φαινόμενα είναι ίδια. Το θέατρο, για μένα, δεν είναι για να κρατάει απόσταση ασφαλείας από τα πράγματα, καθόλου, ίσα ίσα πρέπει να είναι απολύτως μέσα στα πράγματα.
Η ψυχή κάθε παράστασης πρέπει να είναι στον πυρήνα των πραγμάτων. Οι τρόποι που παρουσιάζεται όμως ένα θέμα-μια παράσταση- και προκειμένου να εμπλέξει τον θεατή με τρόπο που να τον ενεργοποιεί και σαν άνθρωπο, σαν πολίτη, είναι πολλές. Γι’ αυτό και ένα θέμα μπορεί να αναδειχθεί μέσα από μια πιο δραματική ή μια εξωφρενικά κωμική ή παράδοξη διαδρομή. Οι θεατές είναι εξοικειωμένοι με την σύμβαση του θεάτρου και αυτό που ξέρουν ως μόνη βεβαιότητα είναι ότι δεν θα πάθουν άμεσα οι ίδιοι κάτι, δεν θα τραυματιστούν σωματικά, έρχονται όμως με την ανάγκη να μετακινηθούν ψυχικά και νοητικά. Άρα, για να καταλήξω κάπου, πρέπει εμείς να είμαστε απολύτως μέσα, χωρίς απόσταση ασφαλείας, ώστε οι θεατές να πάρουν την εμπειρία χωρίς το τραύμα.”
Θεωρεί ότι η διαπλοκή και η άλληλοεξάρτηση των εξουσιών έχει φέρει το απόλυτο χάος. Και ενώ από μόνη της, η δικαιοσύνη, θα μπορούσε να λειτουργήσει σωστά -έτσι πιστεύω- θεωρώ ότι εντέλει δεν της επιτρέπεται να το κάνει από την πολιτική εξουσία. “Γι’ αυτό και κάθε φορά που ακούω μέλη της κυβέρνησης να απαντούν -σε ερωτήματα περί συγκάλυψης- «αφήστε την δικαιοσύνη να κάνει την δουλειά της», λες και η ερώτηση που κάνουμε προσπαθεί να παρεμποδίσει την δικαιοσύνη, γίνομαι τρομακτικά καχύποπτος. Χάνω την αίσθηση ότι είμαι πολίτης ενός ευνομούμενου κράτους, αισθάνομαι μόνος απέναντι σε θηρία και φόβο. Και μόνο η συμπόρευση με άλλους που σκέφτονται σαν εμένα με μαλακώνει. Μακάρι να ξεμπλέξει αυτό το κουβάρι πολιτικής-δικαιοσύνης και μίντια, μπας και ξεκολλήσουμε σαν κοινωνία. Τέτοια κουβάρια δημιουργεί αυτή η ακραία ιδιώτευση, παιδί του καπιταλισμού και του ακραίου φιλελευθερισμού που ζούμε.
Ακόμη και τα social media, έχουν το πρόβλημα τους, δημιουργούν μικρές κοινότητες που σε κάνουν να νομίζεις πως ο κόσμος συμφωνεί με αυτά που λες εσύ, ενώ στην πραγματικότητα, ο αλγόριθμος έχει διαλέξει να σου φέρει γύρω σου ανθρώπους που συμφωνείτε και κάπως έτσι η αίσθηση που έχεις, δεν είναι αντικειμενική, είναι ψευδής. Νομίζουμε πως θα γίνει χαμός με κάτι ενώ δεν γίνεται τίποτα, γιατί ο χαμός συμβαίνει μόνο στην δική μας κοινότητα. Τα social media, θα μπορούσαν να έχουν μία τέτοια δύναμη, της διαμόρφωσης της κοινής γνώμης, όμως δεν λειτουργούν ως μία αντικειμενική μηχανή λογικής. Ίσα-ίσα, σου φτιάχνουν μικροκοινότητες για ανθρώπους που έχουν τα ίδια πιστεύω με εσένα. Η έκφραση του μίσους έχει γεννηθεί, επειδή οι περισσότεροι άνθρωποι στην πραγματική ζωή είναι κότες. Γι’ αυτό έχουν βρει αυτό το άβαταρ του εαυτού τους, το οποίο του δίνει το δικαίωμα να είναι καθίκι και να προπαγανδίζει το μίσος, έξω από αυτό είναι κότες.”
Την χρονιά που πέρασε, είδαμε τη συσπείρωση των καλλιτεχνών απέναντι στην απαξίωση των πτυχίων. Ωστόσο, πιστεύει πως η κυβέρνηση δεν άλλαξε ρότα απέναντι στους καλλιτέχνες.
“Απλά έκανε αυτό που κάνει με όλες τις κοινωνικές ομάδες. Τις εξαπατά με υποσχέσεις για να διασκεδάσει τις εντυπώσεις και δεν κάνει τίποτα. Πχ. Στην περίπτωσή μας, οι περίφημες ομάδες για την δημιουργία Πανεπιστημιακής Σχολής Παραστατικών Τεχνών έχουν να συνελεύσουν από πέρσι πριν τις εκλογές. Και υποτίθεται ότι του χρόνου θα ανοίξει, το 2025. Ε, πόσο να γελάσω με όλο αυτό; Ή θα γίνει μια προχειροδουλειά, που θα προσπαθούν να περισώσουν οι άνθρωποι, για να απαξιωθεί εντέλει από το πασάλειμμα που έγινε; Έτσι εξοντώνονται τα αιτήματα και οι αντοχές των ανθρώπων. Ελπίζουμε σε μια δικαίωση στο ΣΤΕ, η πρώτη δίκη αυτό δείχνει, αλλά θα μου πεις «συμμορφώνεται η κυβέρνηση με το ΣΤΕ ή το γράφει στα παλιά της τα παπούτσια;» και δίκιο θα έχεις.”
Αυτή την στιγμή τόσο στην Ευρώπη όσο και στην χώρα μας η Ακροδεξιά καλπάζει, αυτή η άνοδος όμως, δεν τον τρομάζει γιατί όπως εξηγεί, οι άνθρωποι δεν έχουν ιδεολογία και κάπως έτσι καταλήγουν μονάδες ακροδεξιών πολιτών.
“Ιδιώτες, βαθιά αδιάφοροι, πολίτες, που στις περισσότερες των περιπτώσεων ζουν σε καθεστώς παραπληροφόρησης, με μια μίξη φόβου και οργής-χωρίς στόχο-, θεωριών συνωμοσίας κατώτατου επιπέδου και συνήθως… κρύβονται. Πίσω από πληκτρολόγια, πίσω από άβαταρ και ψευδώνυμα. Ντρέπονται βασικά γι αυτό που έχουν καταντήσει γιατί ξέρουν ότι είναι στον πάτο. Τώρα για τις ευθύνες είναι μια πολύ μεγάλη κουβέντα, που και εγώ δεν ξέρω καν όλες τις παραμέτρους, αλλά στο πλαίσιο που πάντα οι αριστερά κάνει αυτοκριτική, Θα πω, ότι ένας λόγος σίγουρα είναι ότι η αριστερά, μπερδεμένη και υποδυόμενη την καλούλα, δεν παίρνει θέση σε πολύ σοβαρά ζητήματα και ηθικολογεί. Μαλώνει. Και μετράει ποιος είναι πιο αριστερός από τον άλλον. Από το θέατρο ξέρω ότι ο καλός ηθοποιός σε μια καλή παράσταση, αποτελεσματική προς τον σκοπό της, δεν παίζει τα χαρακτηριστικά του χαρακτήρα που υποδύεται. Δεν παίζει τον καλό ή τον κακό κτλ. Αλλά το αποτέλεσμα των πράξεών του, αυτών που κάνει στην σκηνή, φωτίζει τον χαρακτήρα. Ας κάνει λοιπόν περισσότερα, ας πάρει θέση στα ζητήματα χωρίς να ηθικολογεί, ας γίνει ξανά πιο ακτιβίστρια και εμείς εκεί είμαστε.
Η έξαρση βίας, είναι από τα σημαντικότερα θέματα που μπορεί κάποιος να καταπιαστεί αυτή την στιγμή. Η γέννηση της βίας, η καλλιέργεια της κουλτούρας της βίας, η ανοχή και η σιωπή απέναντί της. Όλα αυτά, πέρα από την βία την ίδια με απασχολούν και μου τρώνε το μυαλό. Όπως σε όλα, είναι τόσο πολλές και πολύπλοκες οι αιτίες, που χάνεσαι. Και να ξανά η ανάγκη να παραιτηθείς απ΄ όλα. Αν έπρεπε να καταλήξει η σκέψη μου σε μια βασική ρίζα, ή αν είχα μία κίνηση μόνο να κάνω για αυτό το ζήτημα, θα ήταν η απόλυτη βελτίωση -σαν μοναδικό κυβερνητικό θέμα- της παιδείας. Θεωρώ δηλαδή ότι η έξαρση οφείλεται στο ότι οι περισσότεροι είναι άξεστοι άνθρωποι, βαθιά απαίδευτοι, χωρίς καμία κουλτούρα. Δεν λέω αν έχουν σπουδάσει ή όχι. Αλλά το ότι είναι χωρίς πολιτισμό μέσα τους. Στρατιές δικηγόρων και γιατρών πιο άξεστων και από ανθρώπους που δεν έχουν τελειώσει το δημοτικό, μην απορείτε. Αυτό εννοώ βελτίωση την παιδείας.”
Οι γυναικοκτονίες, τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας και σεξουαλικών παρενοχλήσεων, αντιμετωπίζονται πια από τον κόσμο πολύ πιο ανοιχτά και θαρραλέα απ’ ότι παλιότερα. Ωστόσο, θεωρεί πως επικρατεί μία γενική αδιαφορία απέναντι στα καθημερινά περιστατικά βίας κι όπως εξηγεί αυτή η αδιαφορία προκύπτει από πολλές αιτίες.
“Υπάρχουν περιστατικά παρενοχλήσεων που έχουν μείνει κάτω από το χαλί, από την περίοδο του metoo ακόμη. Και δεν το λέω εγώ. Το λένε και οι ίδιες οι στατιστικές έρευνες. Ότι το ποσοστό των περιστατικών έμφυλης βίας που ΔΕΝ καταγγέλλονται είναι πολλαπλάσιο από αυτό που καταγγέλλεται. Πως να καταγγελθούν; Που πάνε στο τμήμα και τις διώχνουν; Που οι ίδιες τρώνε περισσότερη βία αν μιλήσουν; Τις δένει το σύστημα χειροπόδαρα και λέει τρέξτε τώρα, είστε ελεύθερες, γιατί δεν τρέχετε; Με πιάνει ντροπή -και είναι μικρή λέξη, αλλά δεν έχω κάτι πιο καθαρό σαν αίσθηση- για αυτό το τελειωμένο πατριαρχικό σύστημα που έχει στηθεί και δεν σαλεύει. Και δεν μπαίνει καν σε πραγματική αυτοκριτική. Μπας και βελτιωθεί κάτι ουσιαστικά. Όχι να φτιάξουμε κανα δυο υπηρεσίες ακόμα που πρακτικά δεν θα μπορούν αν χρησιμοποιηθούν γιατί πάλι αυτό το σύστημα αποφάσισε χωρίς τις βασικές ενδιαφερόμενες. Και πάλι, εγώ, μιλάω, από την δική μου σκοπιά- που είναι πατριαρχική και αυτή- και δεν μπορώ να συλλάβω τον όλον. Όπως και να ‘χει, η υπόθεση δεν κοπάζει, ούτε θα κοπάσει, όσο δεν βάζει το σύστημα μυαλό. Να ακούσει τις οργανώσεις που πρέπει να ακούσει, -βασικά αυτό για αρχή-να κάνει πίσω με το νταήδικο ύφος του και να ακούσει.
Θα μιλήσω τώρα για τις νεότερες γενιές, έχουν μάθει σε πολύ γρήγορη ανταπόκριση απέναντι στα γεγονότα. Όσο πιο παλιός είσαι ξέρεις πως ένας αγώνας μπορεί να κρατήσει χρόνια, για να ανθίσει και να πετύχει. Θέλει υπομονή και κόπο για να κερδηθούν οι αγώνες. Είναι σαν να λέμε πως τότε που μπήκε η χούντα στην Ελλάδα έγιναν δύο-τρεις πορείες και μετά τα παρατήσαμε. Όμως, χρειάστηκε μία εφταετία γαμώτο για να ελευθερωθούμε, αυτοί που επέμειναν, καθάρισαν για όλους. Χρειαζόμαστε μία επιμονή και μία διαρκή ενασχόληση με τα γεγονότα που μας βαλτώνουν, αλλιώς όντως, αυτοί που πληρώνονται έχουν περισσότερο υπομονή και κουράγιο, από εμάς που πρέπει να ζήσουμε και να τους αντιμετωπίσουμε.”
Είναι πιο εύκολη η κουβέντα γύρω από τα ψυχικά νοσήματα, τα οποία έχουν αυξηθεί κατά κόρον αυτή την στιγμή. Ο Αργύρης θυμάται, πως παλιότερα, ήταν ταμπού και μόνο να ζητήσεις από έναν φίλο να σου δώσει το τηλέφωνο ενός ψυχολόγου.
“Υπάρχει μία μικρή πρόοδος σε αυτό το κομμάτι, μπορούμε οι περισσότεροι να ακούσουμε και να καταλάβουμε έναν άνθρωπο που αντιμετωπίζει την κατάθλιψη. Είμαστε μία κοινωνία βαθιά συντηρητική και σε αυτό το θέμα, γι αυτό τον λόγο, δεν υπάρχει αυτή η άνεση να λέγονται τα πράγματα με τ’ όνομα τους και όπως είναι. Μας είναι πολύ εύκολο να βάλουμε ταμπέλα για να ξεμπερδεύουμε με την κατηγοριοποίηση των γύρω μας. Αυτό είναι ό,τι χειρότερο μπορούμε να κάνουμε. Πρέπει να μιλάμε, όσοι έχουμε την δύναμη να το κάνουμε και να απενοχοποιούμε εμείς οι ίδιοι τα θέματα αυτά, να καλλιεργούμε την ενσυναίσθηση στους γύρω μας. Η αίσθηση απενοχοποίσης τέτοιων ζητημάτων, μόνο πολλαπλασιαστικά μπορεί να λειτουργήσει και να πιάσει τον χώρο που της αξίζει.”
Τον περασμένο Μάρτη στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης βιώσαμε πρωτόγνωρες καταστάσεις της εκκλησίας και ορισμένων ακραίων συντηρητικών οργανώσεων απέναντι στην ταινία της Ελίνας Ψύκου «Αδέσποτα Κορμιά», οι περισσότεροι τότε μπήκαμε σε σκέψης περί λογοκρίσιας της τέχνης.
“Πάντα προσπαθούν. Πάντα προσπαθούν και όλοι. Να καλουπώσουν την τέχνη στην νόρμα της κάθε εποχής. Απλά είμαστε αρκετά αναρχικοί και με ελάχιστη εξάρτηση από το σύστημα ώστε να μπορούμε να μην σταματάμε. Μας φοβίζει πολλές φορές, αλλά είμαστε κοινότητα. Περίεργη μεν, κοινότητα δε.
Το θέατρο από την εμφάνισή του είναι η τέχνη που περιλαμβάνει τις υπόλοιπες. Μουσική, γραφή, αρχιτεκτονική, ζωγραφική κτλ. Θα ήμουν φοβικός αν έλεγα ότι η συμπερίληψη το χαλάει. Άλλο το ότι δεν μπορούν όλοι να διαχειριστούν τα πάντα, έτσι κι αλλιώς όλοι υποσύνολα είμαστε της τέχνης, και άλλο ότι δεν πρέπει να περιλαμβάνονται νέες ιδές, φόρμες, τεχνολογίες. Και ακόμα περισσότερο, υπάρχει κοινό για όλους. Η επιτομή της δημοκρατίας θα έλεγε κανείς. Αν φοβάσαι την δημοκρατία, τότε φοβάσαι και τις άλλες απόψεις.”
Ο Αργύρης, θα πει το “ναι” σε έναν ρόλο μόνο όταν θα θέλει να δουλέψω με τους υπόλοιπους της ομάδας.Έχει απορρίψει συνεργασίες, είτε γιατί δεν προλάβαινε -αυτό συμβαίνει συνήθως σε τηλεόραση και σινεμά, μιας και ετοιμάζονται τελευταία στιγμή- είτε γιατί δεν ήταν σίγουρος για την συνεργασία. Την επιστροφή της μυθοπλασίας στην τηλεόραση την βρίσκει σε μεγάλο βαθμό αρκετά συντηρητική.
“Στην χώρα μας οι πιο τολμηρές σειρές που γίνονται αφορούν διακόσια χρόνια πίσω. Βλέπεις σε μία ξένη σειρά, τους πολιτικούς τους αναφέρουν κανονικά με το όνομα τους, εδώ αυτό δεν συμβαίνει, αναφέρονται σε υποθετικά πρόσωπα και εννοούν κάποιον συγκεκριμένο. Ο COVID, έφερε περισσότερο κοινό στην τηλεόραση, τα έσοδα των σειρών όμως, δεν ανεβαίνουν εξαιτίας αυτού, αλλά ανεβαίνουν εξαιτίας του γεγονότος, ό,τι υπήρξε μία τεράστια θεσμική αλλαγή με τον ΕΚΟΜΕ που έγινε πριν από πολλά χρόνια και τώρα ήταν η εποχή των σειρών να ανθίσει σιγά-σιγά. Δηλαδή, οι παραγωγοί, εκμεταλλεύονται αυτή την καλή συνθήκη, για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση η οποία ξαναβάζει λεφτά μέσα στην αγορά και έτσι συμφέρει όλους να γίνονται δουλειές. Θα μπορούσαμε να είμαστε πιο τολμηροί, όσον αφορά τις δραματουργίες και τις ιστορίες που λέμε. Δυστυχώς, αυτή την στιγμή όλες οι ελληνικές σειρές, είναι πανομοιότυπες. Θεωρώ ότι αποφεύγουμε τα επίκαιρα ζητήματα για να μην προκαλέσουμε. Από την άλλη όμως όταν δεν αγγίζεις καθόλου τα ζητήματα που αφορούν το σήμερα, μήπως αποκοιμίζεις και παραπλανείς το κοινό;”
Οι θεατές πάσχουν σήμερα από έλλειψη συγκέντρωσης, λόγω της τεράστιας έκθεσης στα κινητά και τα ερεθίσματα τους.
“Θα έλεγα περισσότερο ότι έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια άλλου είδους συγκέντρωση. Αλλά είναι έντιμος ο αγώνας γιατί όλοι ξέρουμε τι έχουμε να αντιμετωπίσουμε, οπότε πρέπει να προσαρμόσουμε τους τρόπους εμπλοκής μας με το κοινό σε αυτό. Και εφόσον συμβεί, οι θεατές είναι διαθέσιμοι να αλλάξουν, αρκεί να τους πάρεις από το χέρι και να τους οδηγήσεις στον κόσμο που θες.
Θεωρώ πως υπάρχουν ρόλοι που κυνηγάνε έναν ηθοποιό για πάντα και θα ήθελε να αναμετρηθεί μαζί τους σε διαφορετικές ηλικιακές εποχές. Έστω κι αν δεν γίνεται πρακτικά, νομίζω υπάρχουν. Και είναι στιγμές, τουλάχιστον για μένα, μεγάλης νίκης ή μεγάλης ήττας απέναντι στο όνειρο που είχα για αυτόν τον ρόλο. Δεν έχει υπάρξει παράσταση που να μου άλλαξε τον τρόπο σκέψης μέχρι σήμερα. Σαν διαδικασία με ιντρίγκαρε πάντα η επιμονή στην λεπτομέρεια που είχαν παραστάσεις του Βογιατζή. Και αυτή την αφοσίωση ψάχνω και εγώ. Και γίνεται όλο και πιο δύσκολο όσο το βασικό ζητούμενο είναι η οικονομική ανταποδοτικότητα.”
Η τελευταία σκέψη που κάνει κάθε βράδυ είναι συνήθως αισιόδοξη.
“Και έχει να κάνει με το ότι είμαι εδώ και έχω όρεξη να συνεχίσω ή πρέπει και θέλω να συνεχίσω. Το πρόσωπο, δυστυχώς, είμαι συνήθως εγώ. Θα ήθελα να είμαι λιγότερο εγωιστής. Σε είκοσι χρόνια από τώρα, θα ήθελα το σώμα μου και το μυαλό μου να είναι καλά και δυνατό, υγιές. Δεν είπα κάτι φοβερό ή καινούριο, αλλά αυτό θα ήθελα ειλικρινά. Το λέω κάθε χρόνο, τα τελευταία 15 χρόνια που διδάσκω συστηματικά στα παιδιά των δραματικών σχολών: “δεν γεννηθήκατε για το σήμερα, αλλά για κάτι ερχόμενο και σημαντικότερο.” Κάθε φορά καλούνται να αποδείξουν τα πάντα σε 3 λεπτά και η απάνθρωπη αυτή διαδικασία τα απογοητεύει. Η παραπάνω σκέψη, εμένα με έκανε να νιώσω καλύτερα στο παρελθόν, όταν ήμουν εγώ σε μια αντίστοιχη θέση και γι’ αυτό την αναμεταδίδω.”
*To πιο όμορφο σώμα που έχει βρεθεί ποτέ, Θέατρο Κήπου, 22/6, 21:30