χάρης-θώμος-άν-κάτι-με-κρατάει-αισιόδ-1405656

Θέατρο

Χάρης Θώμος: «Άν κάτι με κρατάει αισιόδοξο, είναι ότι η Θεσσαλονίκη έχει ανθρώπους που δουλεύουν με ήθος»

Ο σκηνοθέτης που τον τελευταίο χρόνο έχει ενθουσιάσει με την «Πετριχώρα», μιλά στην Parallaxi για την παράσταση που επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη, το παιδικό θέατρο που ετοίμασε και αποκαλύπτει το επόμενο έργο του!

Γιώργος Σταυρακίδης
Γιώργος Σταυρακίδης

Τα τελευταία χρόνια, το όνομα και η δουλειά του σκηνοθέτη Χάρη Θώμου ακούγεται όλο και πιο δυνατά στα θεατρικά πράγματα της χώρας, με μια διαδρομή που απλώνεται πλέον, καθώς τον τελευταίο χρόνο έχει γεμίσει θέατρα στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα, σε άλλες πόλεις αλλά και στο εξωτερικό που βρέθηκε να συμμετέχει και να βραβεύεται σε μεγάλα διεθνή φεστιβάλ θεάτρου με την «Πετριχώρα» του, ένα θεατρικό φαινόμενο που μπορούμε να είμαστε περήφανοι πως ξεκίνησε από τη Θεσσαλονίκη.

Η παράσταση, βασισμένη στον μύθο από «Το Γεφύρι της Άρτας», σημείωσε μια σπάνια επιτυχία για ανεξάρτητη παραγωγή, γεμίζοντας θέατρα και κατακτώντας κοινό και κριτικούς όπου κι αν παρουσιάστηκε. Μετά τις sold out παραστάσεις, επιστρέφει πλέον στη Θεσσαλονίκη από τις 6 Δεκεμβρίου, στη σκηνή του Θεάτρου Αυλαία, για λίγες ακόμα παραστάσεις.

Με παραστάσεις σε παραγωγή της Εταιρείας Θεάτρου & Πολιτισμού DOT Ensemble ΑΜΚΕ και με ένα εξαιρετικά ικανό θεατρικό ανθρώπινο υλικό που κάθε φορά ξεχωρίζει, ο δημιουργικός σκηνοθέτης της Θεσσαλονίκης τα τελευταία χρόνια καταφέρνει να κάνει δουλειές που ξεχωρίζουν, που αφορούν ένα μεγάλο κοινό και που σχολιάζουν πάντα τις ανησυχίες των ανθρώπων και τις σχέσεις μεταξύ τους.

Ακόμα από το μεταφυσικό «100» το 2024 μέχρι το ολοκαίνουριο παιδικό «Απαγορεύεται η μουσική» που “παίζει” τα Σαββατοκύριακα στο Αυλαία, ο Θώμος καταπιάνεται με τον άνθρωπο και απογειώνει ιστορίες, συναισθήματα και εικόνες που ξεκινούν από την σκηνή και φτάνουν γρήγορα μέχρι τους θεατές του. Οι κόσμοι που χτίζει στη σκηνή έχουν μια σπάνια ικανότητα να διαπερνούν το βλέμμα και να μένουν στο μυαλό του θεατή, ενώ το αφηγηματικό του ένστικτο απογειώνει ιστορίες που μιλούν, κι αυτό είναι από τα σπουδαία χαρακτηριστικά του.

«Πετριχώρα»

Για την επιστροφή της «Πετριχώρας» τις πρώτες μέρες του Δεκέμβρη στο Θέατρο Αυλαία αλλά και για το επόμενο έργο που ετοιμάζει – και μοιάζει εξαιρετικά ενδιαφέρον ειδικά αν κάτσεις απέναντι του και αρχίσει να σου μιλάει γι’ αυτό – ο σημαντικός σκηνοθέτης της νέας γενιάς και της Θεσσαλονίκης μιλά στην Parallaxi. Για το ταξίδι μιας παράστασης που ξεκίνησε σχεδόν αθόρυβα, για το κοινό που τον αγκάλιασε, για την ευθύνη, αλλά και για το πώς φτιάχνει θέατρο που πάντα ξεκινά από τις αγωνίες των ανθρώπων.

Θα ήθελα να ξεκινήσουμε με την επιτυχία της «Πετριχώρας» και το ταξίδι της που συνεχίζεται. Ήταν κάτι που το ένιωθες πως θα γίνει όταν ξεκίνησες να τη φτιάχνεις και πώς νιώθεις για αυτή την πορεία της;

Για να είμαι ειλικρινής, από τη στιγμή που αρχίσαμε να δουλεύουμε την Πετριχώρα, υπήρχε αυτή η περίεργη – σχεδόν υπόγεια – αίσθηση πως κάτι ιδιαίτερο συμβαίνει εδώ. Όχι ότι «θα γίνει επιτυχία» με την κλασική έννοια, αλλά περισσότερο από το γεγονός ότι μέσα στη διαδικασία όλοι μας δώσαμε ένα κομμάτι από τον εαυτό μας χωρίς καμία οικονομία. Οι πρόβες είχαν μια σπάνια ενέργεια και μια συλλογικότητα που σε κάνει να σκέφτεσαι: «Ε, μάλλον κάτι πολύ καλό συμβαίνει εδώ…» Από εκεί και πέρα, όμως, τίποτα δεν σε προετοιμάζει για το πόσο πολύ αγκάλιασε ο κόσμος την παράσταση. Ούτε για τη διαδρομή της, ούτε για τις συζητήσεις μετά, ούτε για το πώς ταξίδεψε έξω από τα ελληνικά σύνορα και βρήκε ανταπόκριση σε ανθρώπους που δεν μιλούν τη γλώσσα μας, αλλά ένιωσαν το ίδιο συναίσθημα. Αυτό είναι κάτι που, κάθε φορά, με συγκινεί πραγματικά.

Στην πρώτη συζήτησή μας όταν κάνατε ακόμα τις πρώτες πρόβες, μου είχες εκφράσει την ανησυχία σου για ένα μέρος του κοινού που θέλει την παράδοση «καθαρή» χωρίς να την πειράζουν. Ήταν ένα στοίχημα που τελικά κερδήθηκε θεωρείς ή απλά είναι περισσότεροι τελικά οι «άλλοι»;

Θυμάμαι πολύ καλά εκείνη την κουβέντα μας. Ναι, είχα πραγματική ανησυχία γι’ αυτό το κομμάτι του κοινού που θέλει την παράδοση απολύτως «ατόφια», χωρίς καμία μετατόπιση ή επανανοηματοδότηση. Και είναι μια ανησυχία που τη θεωρώ υγιή, γιατί όταν αγγίζεις κάτι τόσο βαθιά ριζωμένο, οφείλεις να είσαι προσεκτικός. Τελικά, όμως, το στοίχημα νομίζω κερδήθηκε. Όχι επειδή κάναμε κάποια «έξυπνη» κίνηση, αλλά γιατί ο κόσμος αντιλήφθηκε κάτι πολύ απλό: Ότι προσεγγίσαμε την παράδοση με αγάπη και απόλυτο σεβασμό. Δεν την χρησιμοποιήσαμε ως υλικό για εντυπωσιασμό, ούτε την κλείσαμε σε μια γυάλα. Αντίθετα, την ακούσαμε, τη διαβάσαμε, τη φέραμε στο σώμα και την αφήσαμε να μας μεταμορφώσει. Και αυτό, νομίζω, το ένιωσε το κοινό, ακόμα και όσοι αρχικά μπορεί να ήταν επιφυλακτικοί. Οπότε, ίσως να μην είναι θέμα ότι «οι άλλοι» είναι περισσότεροι. Ίσως απλώς όταν η πρόθεση είναι καθαρή, ο σεβασμός φαίνεται. Και τότε η παράδοση μπορεί να ανοίξει, όχι να κλείσει.

Ποιες ανησυχίες ή προβληματισμοί που πηγάζουν από την κοινωνία μας, ήταν που σε έκαναν να καταπιαστείς με αυτό το θέμα;

Νομίζω πως η πρώτη σπίθα για να καταπιαστώ με αυτό το θέμα δεν ήταν μόνο η παράδοση καθαυτή, αλλά όσα κουβαλά μέσα της: Φόβους, σιωπές, θυσίες που επαναλαμβάνονται από γενιά σε γενιά σχεδόν μηχανικά. Ζώντας στη σημερινή κοινωνία, βλέπω ότι παρόλο που έχουν αλλάξει οι συνθήκες, πολλά από αυτά τα μοτίβα παραμένουν ως ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε το χρέος, την τιμή, τη θέση του ανθρώπου μέσα στο σύνολο. Με απασχολεί πολύ το πώς λειτουργεί η πίεση της κοινότητας πάνω στο άτομο. Πώς ένας άνθρωπος μπορεί να εγκλωβιστεί σε έναν ρόλο που δεν διάλεξε πραγματικά, απλώς επειδή «έτσι πρέπει». Και παράλληλα με συγκινεί βαθιά αυτή η λεπτή γραμμή ανάμεσα στο συλλογικό και το προσωπικό, ανάμεσα στο καθήκον και την επιθυμία. Η Πετριχώρα γεννήθηκε ακριβώς μέσα σ’ αυτό το κενό: Στην προσπάθεια να κατανοήσω πώς ένα παλιό λαϊκό αφήγημα μπορεί να συνομιλήσει με τις σημερινές μας αγωνίες. Και τελικά, νομίζω ότι η κοινωνία μας συνεχίζει να παράγει τις ίδιες ερωτήσεις, απλώς με άλλα ρούχα.

Φωτογραφία: @Krys_Karras

Υπάρχουν κοινά σκηνοθετικά στοιχεία στις δουλειές σου – αναγνωρίζεις θα μπορούσα να πω στοιχεία ή τακτικές ίδιες του Χάρη στις παραστάσεις που κάνεις – Είναι στις σκέψεις σου να συμβαίνει κάτι τέτοιο ίσως;

Ξέρεις, δεν είμαι σίγουρος αν έχω μια «υπογραφή» με την κλασική έννοια. Αυτό που ξέρω είναι ότι με ενδιαφέρει να μελετώ πολύ τι πρόκειται να συμβεί πριν βρεθεί στη σκηνή. Να κατανοώ τις δυνάμεις, τους ρυθμούς, τις εντάσεις και τις εικόνες που θα γεννήσουν τον κόσμο της κάθε παράστασης. Αν από αυτή τη διαδικασία προκύπτει μια αναγνωρίσιμη γλώσσα, αυτό δεν είναι κάτι που το κυνηγάω συνειδητά, περισσότερο πιστεύω ότι γεννιέται από εσωτερικές αισθητικές αρχές που έχω μέσα μου και από τη συνεργασία με τους κατάλληλους ανθρώπους κάθε φορά. Ταυτόχρονα, υπάρχει πάντα μια λεπτή ισορροπία που προσπαθώ να κρατήσω: Δεν θέλω να επαναλαμβάνομαι, αλλά θέλω και οι δουλειές μου να έχουν συνοχή, σαν να μιλούν – έστω και διακριτικά – την ίδια οικογένεια γλωσσών. Ίσως γι’ αυτό, κάποιοι αναγνωρίζουν στοιχεία όπως τις παράλληλες δράσεις, την προσοχή στην σκηνική εικόνα και τη σωματικότητα. Οπότε, αν υπάρχει τελικά κάτι «δικό μου», ίσως βρίσκεται λιγότερο σε ένα συγκεκριμένο μοτίβο και περισσότερο στον τρόπο που προσεγγίζω τη διαδικασία: Με περιέργεια, με μελέτη, με ακρίβεια και με μια διάθεση να αφήνω το έργο να μου αποκαλύπτει τη μορφή του. Κι αυτό, νομίζω, είναι που επιστρέφει κάθε φορά στη σκηνή.  Όχι μια συνταγή, αλλά μια στάση και μια κοσμοθεωρία.

Από τη μία η «Πετριχώρα» που επιστρέφει στο Θέατρο Αυλαία και από την άλλη, στην ίδια σκηνή καταπιάνεσαι με ένα παιδικό έργο, το «Απαγορεύεται η μουσική». Πώς είναι να ετοιμάζεις μία παράσταση για παιδιά – Τι σκεφτόσουν ότι έπρεπε να κάνεις ή να μην κάνεις σε αυτή τη δουλειά;

Για ’μένα ήταν μια πολύ ιδιαίτερη θέση, να βρεθώ ξανά στο Θέατρο Αυλαία, αυτή τη φορά με ένα παιδικό έργο. Και θέλω πραγματικά να ευχαριστήσω τόσο το θέατρο όσο και την Ομάδα Κοπέρνικος που μου εμπιστεύτηκαν αυτό το εγχείρημα. Το θεωρώ μεγάλη χαρά και τιμή. Το να ετοιμάζεις μια παράσταση για παιδιά δεν είναι ούτε «ευκολότερο» ούτε «ελαφρύτερο» από μια παράσταση ενηλίκων και απαιτεί τον ίδιο (ίσως και περισσότερο σεβασμό και προσοχή). Πριν ακόμα ξεκινήσω τις πρόβες ένιωσα ότι έπρεπε να αντιμετωπίσω το “Απαγορεύεται η μουσική” με απόλυτη σοβαρότητα, ίσως και με μια έξτρα προσοχή, γιατί τα παιδιά είναι το πιο αληθινό και απαιτητικό κοινό. Δεν μπαίνουν στο θέατρο με καμία σύμβαση. Αν κάτι δεν τους ενδιαφέρει, θα το δείξουν αμέσως, αν όμως, τους μαγέψει, θα το ζήσουν ολόκληρο. Και ο δικός μου σκοπός ήταν οι μικροί μας θεατές να ζήσουν την ιστορία του “Απαγορεύεται η μουσική” στην ολότητά της, χωρίς το οτιδήποτε θολό . Γι’ αυτό σκεφτόμουν συνεχώς τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνω: Να μην τους μιλήσουμε ποτέ αφ’ υψηλού, να μη γεμίσουμε τη σκηνή με «θόρυβο», να αποφύγουμε οτιδήποτε τεχνητό. Να υπάρχει καθαρότητα, ρυθμός, χιούμορ, τρυφερότητα και ευθύτητα που θα αναδείξει το βάθος και τα νοήματα που αγγίζει το έργο. Ήταν τελικά, πραγματικά, μια δουλειά που σε επιστρέφει στον πυρήνα του θεάτρου, την αλήθεια και την καθαρότητα της στιγμής.

«Απαγορεύεται η μουσική»

Εγώ βλέπω πάντως και στις δύο αυτές παραστάσεις το δικαίωμα στην ευτυχία, την επιθυμία, την αγάπη αλλά και την διαφορετικότητα, ανεξάρτητα των ηλικιών που απευθύνονται, και σκέφτομαι πόση αγωνία έχει πια η κοινωνία μας για όλα αυτά. Θεωρείς πως μπορούμε στην πραγματικότητα να τα αλλάξουμε αυτά και πώς θα μπορούσε να γίνει;

Αν και η “Πετριχώρα” και το “Απαγορεύεται η Μουσική” ανήκουν σε δύο τελείως διαφορετικούς κόσμους – αισθητικά, υφολογικά, ακόμα και ηλικιακά – νιώθω ότι τελικά συναντιούνται σε κάτι πολύ ανθρώπινο. Στην Πετριχώρα με απασχόλησε βαθιά η σχέση του ατομικού με το συλλογικό: Πώς μια κοινότητα μπορεί να καθορίσει τις επιθυμίες, τις σιωπές και τις θυσίες ενός ανθρώπου, πώς ένα τραύμα επαναλαμβάνεται σχεδόν αυτόματα. Στο Απαγορεύεται η Μουσική, η διαδρομή είναι πιο φωτεινή, πιο παιχνιδιάρικη, αλλά στη ρίζα της υπάρχει κάτι αντίστοιχο: Η μοναξιά ενός ατόμου και το πώς η φιλία και η αποδοχή του άλλου μπορούν να τον μετακινήσουν, να του ανοίξουν χώρο, να του αλλάξουν τον κόσμο. Αν το δω έτσι, και στα δύο έργα υπάρχει μια κοινή αγωνία που συνοψίζεται στο πώς ο άνθρωπος βρίσκει τον δρόμο του μέσα σε κάτι που τον ξεπερνά. Είτε αυτό είναι μια κοινότητα που πιέζει, είτε ένας κόσμος που τον κάνει να νιώθει μόνος. Και υπάρχει και μια κοινή ελπίδα, ότι η σχέση – η συνάντηση με τον άλλον – μπορεί να φέρει πραγματική μετατόπιση. Στην Πετριχώρα αυτή η μετατόπιση είναι δύσκολη, τραχιά, γεμάτη παλιές σιωπές. Στο Απαγορεύεται η Μουσική είναι πιο καθαρή, γεμάτη φαντασία, φιλία και άνοιγμα. Οπότε, αν μπορώ να απαντήσω στην ερώτησή σου… ναι, πιστεύω ότι μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα – όταν θυμόμαστε ότι οι σχέσεις, η κοινότητα και η αποδοχή δεν είναι θεωρία, αλλά πράξη. Κι όταν το θέατρο, με τον τρόπο του, μας δείχνει ξανά και ξανά πώς μπορεί να μοιάζει αυτό.

Τι είναι θέατρο για ’σένα και πώς θα έλεγες πως μπορεί το θέατρο να αλλάξει τους ανθρώπους;

Για ’μένα το θέατρο είναι πριν από όλα μια ζωντανή συνάντηση γύρω από μια ιστορία, που πολλές φορές δεν τη βλέπουμε όλοι με τον ίδιο τρόπο, αλλά τη μοιραζόμαστε μέσα στον ίδιο χρόνο και χώρο. Είναι μια ανθρώπινη σχέση. Μια κοινότητα που δημιουργείται για λίγο και μετά διαλύεται, αλλά στο μεσοδιάστημα έχει υπάρξει πραγματικά. Η πρώτη φορά που ένιωσα τη δύναμή του ήταν παιδί, όταν είδα τον “Κύκλο με την Κιμωλία” του Μπρεχτ σε μια παράσταση του ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων. Δεν είχα ξαναδεί θέατρο μέχρι τότε. Κι όμως, για μέρες σκεφτόμουν την ιστορία, τις εικόνες, τη μαγεία του ότι κάποιοι άνθρωποι ανεβαίνουν στη σκηνή και δημιουργούν έναν κόσμο από το τίποτα. Νομίζω πως εκεί, χωρίς να το καταλάβω, άνοιξε μέσα μου μια πόρτα. Όσο για το πώς το θέατρο μπορεί να αλλάξει τους ανθρώπους. Πιστεύω ότι μπορεί να κάνει και τα δύο: Και να κλονίσει κάτι μέσα μας, και να μας μαλακώσει. Μπορεί να μας κάνει να δούμε αλλιώς, να αναπνεύσουμε λίγο καλύτερα, να ακούσουμε τον άλλον με πιο καθαρό τρόπο. Αυτό που θέλω εγώ να μένει στον θεατή είναι ένας απόηχος της σκηνικής μαγείας, εκείνο το αίσθημα και τη σκέψη που γεννιέται όταν έχουμε ζήσει μαζί κάτι που, με το που τελειώνει, παύει να υπάρχει. Κι όμως εμείς που ήμασταν εκεί ξέρουμε ότι υπήρξε, ότι μας μετακίνησε. Είναι σαν ένα μικρό κοινό μυστικό. Κι ίσως μέσα από αυτό το μυστικό αλλάζει κάτι. Ίσως όχι θεαματικά, αλλά ουσιαστικά.

Επειδή η βάση σου είναι η Θεσσαλονίκη και ένα ικανό ανθρώπινο δυναμικό της πόλης που προσπαθεί να βιοποριστεί και να κάνει τέχνη, νιώθεις να γίνονται τα πράγματα πια καλύτερα μιλώντας τα τελευταία χρόνια όλοι μας γι’ αυτό ή παραμένουν λίγα και ίσως και απογοητευτικά αυτά που μπορούν να κάνουν αυτοί οι άνθρωποι;

Είναι μια μεγάλη κουβέντα αυτή. Και επειδή ζω και δουλεύω στη Θεσσαλονίκη, και επειδή συνεργάζομαι με πολλούς ανθρώπους που πραγματικά παλεύουν καθημερινά να ζήσουν από την τέχνη, προσπαθώ να είμαι όσο πιο ειλικρινής γίνεται… Από τη μία, ναι, νομίζω ότι τα τελευταία χρόνια έχει αλλάξει λίγο το κλίμα. Μιλάμε περισσότερο, συνεργαζόμαστε περισσότερο, δημιουργούνται μικρές ομάδες με συνέπεια, υπάρχει μια αίσθηση ότι κάτι κινείται, έστω και αργά. Βλέπω ανθρώπους με φοβερό ταλέντο και επαγγελματισμό που δεν το βάζουν κάτω και χτίζουν σιγά σιγά ένα περιβάλλον πιο ζωντανό. Από την άλλη, όμως, δυστυχώς, τις περισσότερες φορές αυτοί οι άνθρωποι καταλήγουν να μετακομίσουν στην Αθήνα είτε να αφήσουν την ενασχόληση με το θέατρο για λόγους βιοποριστικούς ή και σχετικούς με την ψυχική τους ηρεμία. Οι ευκαιρίες εδώ παραμένουν λίγες, οι παραγωγές συχνά γίνονται με προσωπικό κόστος, το επάγγελμα δεν είναι σταθερό και πολλοί αξιόλογοι καλλιτέχνες βρίσκονται συνέχεια σε μια κατάσταση επιβίωσης. Αυτό είναι εξαντλητικό και απογοητευτικό. Αν κάτι με κρατάει αισιόδοξο, είναι ότι παρά τις δυσκολίες, η Θεσσαλονίκη έχει ανθρώπους που δουλεύουν με ήθος, με συνέπεια και με όρεξη — και αυτό τελικά δημιουργεί μια άλλη πραγματικότητα. Όχι γιατί βελτιώθηκε ξαφνικά το σύστημα, αλλά γιατί οι ίδιοι οι άνθρωποι το σπρώχνουν προς τα εμπρός. Και νομίζω – ή μάλλον ελπίζω ότι, αργά αλλά σταθερά, αυτό έχει αρχίσει να φαίνεται.

Ποια θα έλεγες πως είναι τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα στη Θεσσαλονίκη ένας ηθοποιός, ένας σκηνοθέτης ή ακόμα και μία ολόκληρη ομάδα όπως η δική σου;

Νομίζω ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ένας καλλιτέχνης στη Θεσσαλονίκη είτε είναι ηθοποιός, είτε σκηνοθέτης, είτε μια ολόκληρη ομάδα είναι λίγο-πολύ κοινά και αρκετά επίμονα. Πρώτα απ’ όλα, υπάρχει μια τεράστια έλλειψη χώρων. Χώρων προσιτών, λειτουργικών, με υποδομές. Είναι δύσκολο να βρεις σταθερή στέγη για πρόβες, για έρευνα, για δημιουργία. Και όταν βρίσκεις, συχνά χρειάζεται να κάνεις συμβιβασμούς που δεν θα έπρεπε να αφορούν την καλλιτεχνική διαδικασία. Ευτυχώς υπάρχει κάποια ιδιωτική πρωτοβουλία στο θέμα αυτό και έτσι δεν είμαστε άστεγοι. Το δεύτερο — και μάλλον πιο κρίσιμο — είναι η έλλειψη χρηματοδότησης και θεσμικής στήριξης. Οι περισσότερες παραγωγές βασίζονται στην προσωπική οικονομική αντοχή των δημιουργών. Δεν υπάρχει σταθερότητα, δεν υπάρχει συνέχεια, δεν υπάρχει ένα σύστημα που να επιτρέπει σε μια ομάδα να μεγαλώσει με υγεία και διάρκεια. Αυτό σημαίνει ότι πολλές καλές ιδέες μένουν απλώς στα χαρτιά ή γίνονται με ηρωισμό και τεράστια πίεση. Και το τρίτο, που προκύπτει από τα δύο προηγούμενα, είναι ότι πολύ δύσκολα μπορείς να σχεδιάσεις μακροπρόθεσμα. Μια ομάδα χρειάζεται χρόνο, χώρο και στήριξη για να αποκτήσει ταυτότητα και φωνή. Όταν όμως κάθε χρόνο ξεκινάς από το μηδέν, η εξέλιξη γίνεται πιο αργή απ’ όσο θα έπρεπε. Παρ’ όλα αυτά, και αυτό το λέω με πλήρη επίγνωση, υπάρχουν στη Θεσσαλονίκη άνθρωποι και ομάδες που παλεύουν καθημερινά κόντρα σε όλα αυτά και δημιουργούν πραγματικά σημαντική δουλειά. Αλλά θα ήταν πολύτιμο να μην το κάνουν μόνοι τους.

Μία τόσο μεγάλη επιτυχία όπως η «Πετριχώρα», πόσο μπορεί να σε επηρεάσει ή και να σε δεσμεύσει για το επόμενο βήμα;

Η αλήθεια είναι ότι μια μεγάλη επιτυχία, όσο όμορφη κι αν είναι, σε επηρεάζει. Δεν θα έλεγα ότι με “δεσμεύει”, με την έννοια ότι φοβάμαι να κάνω το επόμενο βήμα, αλλά σίγουρα σε κάνει να σταθείς λίγο παραπάνω, να ακούσεις τον εαυτό σου και να δεις τι πραγματικά θες να πεις μετά. Η Πετριχώρα ήταν και είναι ένα πολύ ιδιαίτερο ταξίδι τόσο για ’μένα όσο και για όλη την ομάδα. Κουβαλάει μια αγάπη από τον κόσμο που δεν την περιμέναμε σε αυτόν τον βαθμό, κι αυτό είναι συγκινητικό. Αλλά δεν θέλω ποτέ να κυνηγάω την «επόμενη Πετριχώρα». Θέλω το κάθε έργο να γεννιέται από μια εσωτερική ανάγκη, όχι από μια εξωτερική σύγκριση. Οπότε ναι, υπάρχει μια πίεση, αλλά είναι δημιουργική. Σε αναγκάζει να είσαι πιο ακριβής, πιο ειλικρινής με τον εαυτό σου, πιο καθαρός στη σκέψη σου. Σε βάζει να αναρωτηθείς: «Τι με καίει τώρα; Τι θέλω να εξερευνήσω;» Κι αν κάτι με ηρεμεί σε όλο αυτό, είναι ότι κάθε έργο ανοίγει τον δικό του δρόμο. Δεν χρειάζεται να μοιάζει με το προηγούμενο, ούτε να το ξεπεράσει. Χρειάζεται απλώς να είναι αληθινό. Και αυτό προσπαθώ να κάνω τόσο εγώ όσο και όλοι οι συνεργάτες και συνεργάτιδες που έχω την τύχη να έχω δίπλα μου.

Φωτογραφία: @Krys_Karras

Αν έπρεπε εσύ να πεις μερικά «Απαγορεύεται», ποια θα ήταν αυτά;

Αν έπρεπε να πω μερικά «Απαγορεύεται», νομίζω θα ήταν πολύ συγκεκριμένα και πολύ απλά. Στη δουλειά, «απαγορεύεται» η προχειρότητα και η έλλειψη σεβασμού. Το θέατρο είναι συνεργασία και κόπος –  δεν σηκώνει τσιγκουνιές, ούτε στις πρόβες ούτε στη διάθεση. Στις συνεργασίες μου, «απαγορεύεται» η έλλειψη εμπιστοσύνης. Αν δεν εμπιστεύεσαι τον άνθρωπο απέναντι, ό,τι κι αν χτίσεις θα τρίζει. Στη ζωή μου, προσπαθώ να μη δίνω χώρο στη μιζέρια, στη γκρίνια και στο να υποτιμώ τα δικά μου θέλω. «Απαγορεύεται» να αφήνω τον εαυτό μου να μικραίνει ή να καταπιέζεται και «απαγορεύεται» να μικραίνω ή να καταπιέζω άλλους. Ως θεατής, «απαγορεύεται» το ψέμα στη σκηνή. Η επίδειξη χωρίς λόγο. Καταλαβαίνεις πότε κάτι είναι αληθινό και πότε όχι — κι αυτό δεν το διαπραγματεύομαι. Και στον κόσμο γενικά… θα ήθελα να ήταν «απαγορεύεται» η κακία, ο ρατσισμός, το bullying, η μισανθρωπία, η αδικία, η πείνα, ο δόλος. Ξέρω ότι δεν λύνονται με ένα σύνθημα, αλλά αν δεν τα ονομάζουμε, μένουν να χαλάνε τον αέρα γύρω μας.

Πώς θέλεις να σε βρει η επόμενη χρονιά καλλιτεχνικά;

Θα ήθελα η επόμενη χρονιά να με βρει σε συνέχεια – να μαθαίνω, να εξελίσσομαι, να ανοίγω νέους χώρους μέσα μου και στη δουλειά. Να έχω την περιέργεια ζωντανή και να παραμένω ανοιχτός σε συναντήσεις και διαδρομές που δεν τις έχω προβλέψει. Υπάρχουν ήδη δουλειές και συνεργασίες σε Ελλάδα και εξωτερικό που ελπίζω να φέρουν καρπούς και να βοηθήσουν να εξελιχθώ τόσο ο ίδιος όσο και στο πλαίσιο της ομάδας. Επιπλέον, θα ήθελα η επόμενη χρονιά να είναι και η συνέχεια της συλλογική δημιουργικής μας πορείας μέσα από τη νέα μας παράσταση που θα κάνει πρεμιέρα στο Θέατρο Αυλαία. Μια παράσταση εμπνευσμένη από το ποίημα “Κεμάλ” του Γκάτσου, που για ’μένα λειτουργεί σαν ένα καινούργιο συναρπαστικό ταξίδι με πολλούς γνώριμους συνταξιδιώτες: Μια ευκαιρία να βρεθούμε, να συνδημιουργήσουμε, να καταθέσουμε ψυχή και να ξαναδουλέψουμε πάνω σε θέματα που μας απασχολούν ουσιαστικά, ανοίγοντάς μας νέους διαύλους με το κοινό. Εύχομαι η χρονιά να με βρει δημιουργικά παρών και διαθέσιμο – αυτό κυρίως…

*Η «Πετριχώρα» ξεκινάει νέο κύκλο παραστάσεων στη Θεσσαλονίκη, από 3 Δεκεμβρίου στο Θέατρο Αυλαία | Πληροφορίες – Κρατήσεις: 694 769 3405 / Διάρκεια: 60 λεπτά / Εισιτήρια-Τιμές εισιτηρίων: προπώληση από 12€ – 15€ / Προπώληση: Ταμείο θεάτρου και  More.com

*Το παιδικό «Απαγορεύεται η μουσική» συνεχίζει τα Σαββατοκύριακα στο Θέατρο Αυλαία |  Διάρκεια: 70 λεπτά χωρίς διάλειμμα / Εισιτήρια-Τιμές εισιτηρίων: προπώληση από 10€ (παιδικό από 3 ετών) – 12€ (Κανονικό) / Προπώληση: Ταμείο θεάτρου και www.more.com

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα