Συνέντευξη

Χριστίνα Φλαμπούρη: Τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο για την πρώτη Ελληνίδα που ανέβηκε το Έβερεστ

«Ένιωσα σαν ένας μικρός Θεός, ενώ την ίδια στιγμή ένιωθα αδύναμη μπροστά στη δύναμη της φύσης» - Η αλπινίστρια μιλά στην Parallaxi για το ταξίδι στην κορυφή του Έβερεστ και την ολοκλήρωση του «7 Summits»

Χρυσάνθη Αρχοντίδου
χριστίνα-φλαμπούρη-τίποτα-δεν-είναι-α-1337224
Χρυσάνθη Αρχοντίδου

Για την Χριστίνα Φλαμπούρη, τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο.

Η επαφή της με το βουνό ξεκίνησε ως μία πρόκληση και πολύ γρήγορα μεταμορφώθηκε σε ατέρμονη αγάπη, σεβασμό για τη φύση, κινητήρια δύναμη και πηγή αυτοπεποίθησης.

Η αλπινίστρια με καταγωγή από την Αθήνα έγινε η πρώτη Ελληνίδα γυναίκα που ανέβηκε στην κορυφή του Έβερεστ το 2019, 20 χρόνια μετά τον Κωνσταντίνο Νιάρχο, το 1999, καταφέρνοντας να ολοκληρώσει τον στόχο της και να κατακτήσει τις 7 υψηλότερες κορυφές του κόσμου, σε 7 ηπείρους.

Η Χριστίνα αποτελεί από τους λίγους ανθρώπους που κατάφερε να κατακτήσει την ψηλότερη κορυφή της Ευρώπης, το Ελμπρούς (5.642 μ.) στη Ρωσία, στην συνέχεια την ψηλότερη κορυφή της Αφρικής, το Κιλιμάντζαρο (5.895 μ.) στην Τανζανία, της βόρειας Αμερικής στο Ντενάλι (6.194 μ.) της Αλάσκας, την «Πυραμίδα Κάρστενς» (4.884 μ.) στην Παπούα, την ψηλότερη κορυφή της νοτίου Αμερικής, η Ακονκάγκουα (6.962 μ.) στην Αργεντινή και την κορυφή Βίνσον (4,892 μ.), την υψηλότερη στην Ανταρκτική. Μαζί με την Βανέσα Αρχοντίδου, έγιναν οι πρώτες Ελληνίδες που κατάφεραν να πατήσουν στην κορυφή του Έβερεστ (8,849 μ.). 

Η ίδια μιλά στην Parallaxi για την αγάπη της για την ορειβασία, εξηγεί πώς είναι να βλέπεις τον κόσμο από ψηλά, αφηγείται το ταξίδι για την κορυφή του Έβερεστ, τα εύκολα και τα δύσκολα της καθημερινότητας στο βουνό και μοιράζεται τις σκέψεις της για τον τίτλο της «πρώτης Ελληνίδας που κατέκτησε το Έβερεστ». 

Η Χριστίνα δεν είχε ιδιαίτερη επαφή με τη φύση, ούτε με τον αθλητισμό υψηλού επιπέδου σε μικρή ηλικία. Η πρώτη επαφή με το βουνό, έγινε στα 24 της: 

«Τότε, ο μεγάλος μου ξάδερφος, ο Δημήτρης, με κάλεσε σε μία εκδρομή αναρρίχησης, στην οποία δεν τα πήγα καθόλου καλά, δεν μπορούσα να ολοκληρώσω καμία από τις διαδρομές. Τα παράτησα, δεν το ευχαριστήθηκα καθόλου και μάλιστα του είπα με ύφος: “Τι σας αρέσει σε αυτό;”. Τις επόμενες ημέρες όμως, με “έτρωγε” μέσα μου, με έπιασε το πείσμα μου, αναρωτιόμουν τι μου έλειπε και δεν μπορούσα να το κάνω. Αποφάσισα να γυρίσω στο βουνό και να καταπολεμήσω αυτόν τον φόβο που ένιωθα. Τον φόβο που ένιωθα όταν ήμουν στην άκρη του μπαλκονιού – ή όταν δεν μπορούσα να ολοκληρώσω τις διαδρομές αναρρίχησης. Ήταν μία πρόκληση για μένα. 

Αρχικά, αποτέλεσε ένα χόμπι που μου έδωσε αυτοπεποίθηση. Έκανα κάτι δύσκολο στο βουνό για πρώτη φορά. Την επόμενη φορά που θα καλούμουν να κάνω κάτι αντίστοιχο, ήμουν πιο δυνατή. Αυτήν την αίσθηση της δύναμης αγάπησα στο βουνό. Ένιωθα ότι μπορώ να γίνω καλύτερη μέρα με τη μέρα και αυτό είναι κάτι που σε βοηθά ως άνθρωπο σε κάθε τομέα της ζωής σου».

Τα συναισθήματα της Χριστίνας κατά την ανάβαση στο βουνό κάθε φορά παραμένουν το ίδιο έντονα, όπως εξηγεί η ίδια: 

«Το έντονο αυτό συναίσθημα είναι ο θαυμασμός της δύναμης της ψυχής και του σώματος. Όχι απαραίτητα της δικής μου, αλλά του ανθρώπου γενικότερα. Βλέπω κάθε φορά, πώς εγώ η ίδια ξεπερνάω τον εαυτό μου, πόσο δυνατή και συγκεντρωμένη μπορώ να είμαι. Η ανάβαση είναι σαν ένα ταξίδι αυτογνωσίας, ένα ταξίδι για να μάθω καλύτερα εγώ η ίδια τον εαυτό μου».

Οι 7 κορυφές ήρθαν στη ζωή της Χριστίνας πολύ αργότερα από το ξεκίνημά της. Καθοριστική στιγμή ήταν όταν κατάφερε να πατήσει για πρώτη φορά στην κορυφή της Ελλάδας, τον Όλυμπο.

«Εκείνη τη στιγμή ήταν όλα τόσο όμορφα, είχε καθαρό καιρό και μπόρεσα να δω από ψηλά την θάλασσα. Τότε, είπα από μέσα μου: “Πώς θα ήταν να πατήσω την υψηλότερη κορφή του κόσμου;”. Αυτή ήταν μία σκέψη που δεν μοιράστηκα με κανέναν, ήταν τρελή στο μυαλό μου εκείνη τη στιγμή. Αλλά προσπάθησα να κάνω ένα πλάνο και να αρχίσω να δουλεύω γι αυτό. Όταν ανέβηκα την πρώτη από τις εφτά κορυφές, το Ελμπρούς, στον Καύκασο, εκεί γεννήθηκε η ελπίδα ότι ίσως μπορώ να καταφέρω κάτι ακόμα πιο δύσκολο και μεγάλο. Κάπως έτσι ξεκίνησα τα 7 Summits, με κύριο στόχο να ανέβω το Έβερεστ». 

Στο ορειβατικό ταξίδι της να σκαρφαλώσει και τις 7 ψηλότερες κορυφές του κόσμου, η Χριστίνα δεν σταμάτησε στιγμή να εργάζεται, ενώ ταυτόχρονα έκανε τις προπονήσεις της, για να έρθει κάθε φορά ένα βήμα πιο κοντά στην ολοκλήρωση του στόχου της: 

«Καλώς ή κακώς δεν μπορούσα να σταματήσω να εργάζομαι, καθώς ήταν ο τρόπος που βιοποριζόμουν. Η μόνη στιγμή που ήμουν αποφασισμένη να παραιτηθώ, ήταν εάν δεν μου έδιναν την άδεια που χρειαζόμουν για να ανέβω στο Έβερεστ. Ωστόσο δεν είχε περάσει ποτέ από το μυαλό μου να σταματήσω να εργάζομαι γιατί πολύ απλά, δεν είχα άλλους πόρους. Το βουνό, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, δεν είναι κάτι που μπορείς να το κάνεις επάγγελμα και να ζήσεις άνετα από αυτό. Επομένως, συνέχισα την κανονική μου δουλειά, στην οποία εργάζομαι μέχρι και σήμερα, με τα βουνά να αποτελούν για μένα έναν τρόπο διαφυγής, αυτό που με κάνει ακόμα πιο ευτυχισμένη στην καθημερινότητά μου».

«Η οικογένεια και οι κοντινοί μου άνθρωποι, μέχρι ένα σημείο δεν πίστευαν ότι θα το κάνω, νόμιζαν ότι είναι κάτι που θα μου περάσει», εξιστορεί η Χριστίνα: 

«Θυμάμαι τον μπαμπά μου να μου λέει: “Κοπέλα μου κοντεύεις τα 30, βρες ένα καλό παιδί να μου κάνεις εγγονάκια, μην παίρνεις τα βουνά…”. Λόγια αγάπης τα οποία από πίσω τους κρύβουν στερεότυπα γενεών για το πώς πρέπει να είναι μία κοπέλα στα 30. Άκουγα και από τους φίλους μου “Τι πας να κάνεις;”, οπότε έκρυβα και εγώ μέσα μου στιγμές φόβου, όπως είναι λογικό. Ένας άνθρωπος με πίστεψε πολύ, ο οποίος εκείνη την περίοδο δεν ήταν δίπλα μου για να με δει, ο ξάδερφος μου ο Δημήτρης, ο οποίος με πήγε στην πρώτη εκδρομή αναρρίχησης και δυστυχώς τον έχασα σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Η σκέψη του ήταν η κινητήρια δύναμή μου».

Από την πρώτη μέχρι την έβδομη κορυφή, η Χριστίνα χρειάστηκε τρεισήμισι χρόνια, στα οποία δεν σταμάτησε στιγμή την προετοιμασία της, με καθημερινές διπλές προπονήσεις: 

«Δεν σταμάτησα στιγμή τη δουλειά και εννοείται η μεγαλύτερη δυσκολία μου ήταν να συνδυάσω προπονήσεις και εργασία. Έκανα διπλές προπονήσεις, που σήμαινε ότι ξύπναγα το πρωί, πήγαινα για προπόνηση, στη συνέχεια πήγαινα στη δουλειά μου και μετά ξαναπήγαινα για δεύτερη προπόνηση. Το πρωί έκανα cross training και το απόγευμα πήγαινα στο βουνό, συγκεκριμένα στην Πάρνηθα. Η καλύτερη προετοιμασία για το βουνό είναι… το ίδιο το βουνό.

Πολλοί ορειβάτες, ενώ είναι μυϊκά δυνατοί, όταν ανεβαίνουν στο βουνό, λυγίζουν. Αυτό συμβαίνει γιατί η ορειβασία δεν είναι μόνο ο αγώνας για την ανάβαση, αλλά και η διαβίωση σε συνθήκες που δεν έχουμε συνηθίσει στην καθημερινότητά μας. Στο Έβερεστ ήμουν δύο μήνες μακριά από το κρεβάτι μου, κοιμόμουν σε μία σκηνή στο πάτωμα, δεν είχα σπιτικό φαγητό, ο μόνος τρόπος θέρμανσης ήταν τα ρούχα μου. Επομένως για να μπορέσει να ετοιμαστεί το σώμα για μία τέτοια δοκιμασία, η καλύτερη λύση είναι να είσαι όσο το δυνατόν περισσότερο στο βουνό. Άρα, κάθε Σαββατοκύριακο ήμουν και σε ένα διαφορετικό βουνό της Ελλάδας», εξηγεί η ίδια.

Κατά την ανάβαση στο βουνό, οι ημέρες κυλούσαν διαφορετικά, αναλόγως το στάδιο της αποστολής, σύμφωνα με τη Χριστίνα: 

«Κάθε βουνό και κάθε μέρα ήταν διαφορετική. Όταν ήμασταν χαμηλά, λίγο πριν το base camp, ήταν μία όμορφη εκδρομή, ένα απλό hiking όπου βλέπαμε τους ντόπιους, τα όμορφα τοπία, μία ενδιαφέρουσα… τουριστική εμπειρία. Όσο ανεβαίναμε υψόμετρο, άρχιζαν τα δύσκολα. Δεν είχαμε τη δυνατότητα να κουβαλήσουμε φαγητό, οπότε δεν τρώγαμε σωστά. Μέναμε σε μικρές σκηνές που δεν μπορούσαμε να σηκωθούμε, σε αντίθεση με τις άνετες και μεγάλες σκηνές που είχαμε όταν ήμασταν σε χαμηλότερο υψόμετρο.

Επίσης, οι μέρες ανάβασης διέφεραν πολύ με τις ημέρες αναμονής. Υπάρχουν πολλές ημέρες στο βουνό, όπου πρέπει να περιμένεις να καλυτερέψει ο καιρός. Για μένα αυτές ήταν οι χειρότερες μέρες, γιατί ουσιαστικά απλά κάθεσαι στη σκηνή και περιμένεις. Αυτή η αναμονή με κούραζε και με αποδυνάμωνε πολύ».

Η γνωστή «Ζώνη Θανάτου» στο Έβερεστ είναι ο φόβος και ο τρόμος των ορειβατών. Αποτελεί το τμήμα του βουνού πάνω από τα 8.000 μέτρα, στο οποίο πιστεύεται ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει, χωρίς συμπληρωτικό οξυγόνο. 

«Αυτή η θεωρία έχει πλέον καταρριφθεί. Απλά όσο είσαι στη ζώνη θανάτου, το σώμα νοσεί, είναι επικίνδυνο ακόμα και να βρίσκεσαι μέσα στη σκηνή», εξηγεί η Χριστίνα, η οποία κατάφερε να περάσει μάλιστα δύο φορές από το σημείο.

Η ίδια βρέθηκε για πρώτη φορά στη Ζώνη Θανάτου, πριν ανέβει ακόμα στο Έβερεστ:

«Κατά τη διάρκεια των ημερών αναμονής λόγω του κακού καιρού, είδα μία ομάδα να ανεβαίνει στην κορυφή Λότσε, η οποία δεν ήταν στα 7 Summits. Όμως αποφάσισα να την ανέβω, γιατί αν περίμενα ακόμα λίγο στην αναμονή, ένιωθα ότι θα αρρωστήσει το μυαλό μου. Περίμενα ότι θα περάσω από τη Ζώνη Θανάτου, αλλά βρισκόμουν σε τέτοια ένταση, που δεν το είχα συνειδητοποιήσει πλήρως. Αισθάνθηκα περισσότερο δέος, παρά φόβο. Έτσι, πριν το Έβερεστ, είχα κάνει μία “πρόβα τζενεράλε” για τη Ζώνη Θανάτου. Όταν τελικά ήμουν στο Έβερεστ πήγαν όλα καλά, γιατί ήξερα τι θα αντιμετωπίσω και πώς να συμπεριφερθώ.

Εκεί είδα συνορειβάτες μου να είναι σε πολύ δύσκολη φάση και φυσικά, είδα κάποια από τα “διάσημα” πτώματα. Στην πραγματικότητα, δεν είναι τόσο τρομακτικά, γιατί είναι θαμμένα κάτω από το χιόνι, οπότε βλέπεις διάσκορπα πράγματα, όπως για παράδειγμα μία πράσινη μπότα, κάτω από την οποία ξέρεις ότι υπάρχει σορός».

«Όλο αυτό σε κάνει να βλέπεις πόσο κοντά είναι η ζωή και ο θάνατος».

Τη στιγμή που η Χριστίνα πάτησε στην κορυφή το Έβερεστ, ένιωσε ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα έντονης δύναμης από τη μία και αδυναμίας από την άλλη: 

«Μόνο που φτάνεις στην κορυφή, το συναίσθημα είναι πάρα πολύ έντονο. Θυμάμαι ότι ένιωθα δυνατή. Για κάποια δευτερόλεπτα ήμουν μόνη μου τόσο ψηλά και σκεφτόμουν ότι κανένας στον πλανήτη δεν στέκεται τόσο ψηλά, ένιωθα ότι έβλεπα την καμπυλότητα της Γης. Ένιωσα σαν ένας μικρός Θεός, ενώ την ίδια στιγμή ένιωθα και τόσο αδύναμη μπροστά στη δύναμη της φύσης. Σκεφτόμουν ότι ανά πάσα στιγμή ένα λάθος μπορεί να μου στοιχίσει την ίδια μου τη ζωή. Ένα πρωτόγνωρο διφορούμενο συναίσθημα έντονης δύναμης και αδυναμίας. Αυτό όμως είναι που σε κάνει να σέβεσαι τη φύση, τον πλανήτη, τους συνανθρώπους σου και είναι ο λόγος που κατάφερα να παραμείνω ταπεινή». 

«Θα ήθελα να μην ήμουν η πρώτη Ελληνίδα γυναίκα που ανέβηκε στο Έβερεστ», λέει η ίδια αναφορικά με τον τίτλο που την ακολουθεί μέχρι και σήμερα:

«Νιώθω περήφανη και είναι μεγάλη μου τιμή. Δάκρυσα όταν άνοιξα την ελληνική σημαία στην κορυφή. Θα ήθελα όμως να έχουν ανέβει δεκάδες Ελληνίδες μετά τον Κωνσταντίνο Νιάρχο, που ανέβηκε στο Έβερεστ το 1999. Να μην μιλάμε για την πρώτη, 20 χρόνια αργότερα. Η ευχή μου πάντα είναι για τις επόμενες.

Καμία φορά είναι πολύ σημαντικό να ανοίγεις τον δρόμο και να δείχνεις ότι με σκληρή δουλειά, τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο. Τόσα χρόνια, δεν έλειπαν οι δυνατότητες από τις Ελληνίδες αλπινίστριες. Μας έλειπε η στήριξη, όχι μόνο από την κοινωνία, αλλά και από τα brands, τις οικογένειές μας, από παντού. Η αυτοπεποίθηση και τα στερεότυπα του πώς πρέπει να είναι μία γυναίκα στα 30. Όλα αυτά κράταγαν τις Ελληνίδες πίσω. Θέλω να πιστεύω ότι σιγά – σιγά προοδεύουμε σε αυτά τα κομμάτια».

Αμέσως μετά την κατάκτηση της κορυφής του Έβερεστ, πριν η Χριστίνα προλάβει να κατέβει από το βουνό, ήρθε η στιγμή που κατάφερε να την κρατήσει ταπεινή: 

«Όταν ανέβηκα στο Έβερεστ είχα πάρα πολύ αυτοπεποίθηση. Ένιωθα πολύ δυνατή γιατί κατάφερα να ολοκληρώσω δύο κορυφές άνω των  8.000 μέτρων μέσα σε μία μόλις εβδομάδα, πράγμα το οποίο δεν είχε κάνει κανένας Έλληνας. Η ορειβατική κοινότητα, οι φίλοι μου, όσοι έρχονταν σε επαφή μαζί μου, ήταν όλοι κατενθουσιασμένοι.

Στο κατέβασμα όμως, βρέθηκα μπροστά σε ένα κρεβάζ (χαράδρα του παγετώνα) λίγο πριν το base camp, το οποίο είχα περάσει όταν πήγαινα στην κορφή. Όμως όταν κατέβαινα, επειδή είχα πάρει τα μάτια μου από τον στόχο, φοβήθηκα τόσο πολύ και με έπιασε μία κρίση πανικού.

Αυτό ήταν το μεγάλο μου μάθημα ότι το βουνό δεν το κατακτάς ποτέ και ότι ποτέ δεν είσαι αρκετά δυνατός για να τα βάλεις με τη φύση. Με έκανε να κατεβάσω γρήγορα το κεφάλι και να συνεχίσω να δουλεύω σκληρά για να ανέβω στην ψηλότερη κορυφή της Ανταρκτικής, την Βίνσον. Το μάθημα ήρθε μόνο του στο βουνό, για να με κάνει ταπεινή, να κοιτάξω χαμηλά και να συνεχίσω να δουλεύω. Η δύναμη του μυαλού είναι πολύ σημαντική, αν κοιτάς έναν στόχο, τα εμπόδια εξαφανίζονται, παρά το γεγονός ότι στην πραγματικότητα είναι εκεί».

Πέντε χρόνια αργότερα, η Χριστίνα είναι μαμά, συνεχίζει να εργάζεται αλλά και να αγαπάει το βουνό, το οποίο αποτελεί ακόμη κάτι σταθερό στην καθημερινότητά της: 

«Μετά από μία καραντίνα, έγραψα μαζί με τη φίλη μου και συγγραφέα, Μαρία Ρουσάκη, το βιβλίο “Στις 7 Κορυφές”, ένα αλληγορικό παραμύθι βασισμένο στην ιστορία μου. Το βιβλίο ήταν ένας λόγος να αγαπήσω τα παιδιά, πριν προλάβω να κάνω τα δικά μου, γιατί μπήκα σε αίθουσες σχολείων, νηπιαγωγείων και μίλησα μαζί τους για όνειρα και ελπίδες. 

Λίγα χρόνια μετά κατάφερα να κάνω τα δικά μου παιδιά και σύντομα κατάλαβα ότι μου λείπει η κοινωνικοποίηση και τα βουνά. Κυρίως κατάλαβα ότι υπάρχουν ακόμα στερεότυπα για το τι πρέπει να κάνει μία μαμά αφού έχει γεννήσει. Κάπως έτσι, δημιουργήθηκε η ομάδα «Outdoor moms», που έχει στόχο να δώσει κίνητρο σε νέες μαμάδες να βγούνε έξω και να συνεχίσουν να κυνηγάνε τα όνειρά τους. Να δείξουμε ότι με τα παιδιά δεν “τελειώνει” η ζωή τους, όπως πολλοί γονείς πιστεύουν. Είναι μία κοινότητα όπου η μία μαμά βοηθάει και εμψυχώνει την άλλη. Περισσότερο από όλα, χαίρομαι κυρίως που τα βουνά είναι μέχρι και σήμερα στην καθημερινότητά μου, με έναν πολύ διαφορετικό τρόπο». 

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα