Δύο ηθοποιοί υποδύονται από 7 ρόλους και φτιάχνουν την πιο ξεχωριστή παράσταση της Θεσσαλονίκης
Ο Εμμανουήλ Δραμηλαράκης και ο Στέλιος Ράμμος μιλούν στην Parallaxi για μία από τις πιο ωραίες παραστάσεις που μπορείτε να δείτε αυτό το Σαββατοκύριακο
Ο ψεύτικος κόσμος του Χόλυγουντ σε σύγκρουση με τη σκληρή πραγματικότητα μιας επαρχιακής πόλης, μέσα από τα μάτια δυο ανθρώπων, μέσα από τις ζωές διαφορετικών χαρακτήρων, μέσα από τις ψευδαισθήσεις που καλλιεργεί τελικά μία ολόκληρη εποχή.
Το Metropolitan: The Urban Theater φιλοξενεί τη βραβευμένη κωμωδία «Πέτρες στις τσέπες του» της Ιρλανδής συγγραφέως Marie Jones σε σκηνοθετική επιμέλεια της Ιωάννας Μήτσικα, σε μία από τις παραστάσεις που ξεχώρισαν στην «Ανοιχτή Θεατρική Σκηνή της Πόλης 2024».
Για δύο ακόμα παραστάσεις το ερχόμενο Σαββατοκύριακο (30/11 και 01/12), με τους Εμμανουήλ Δραμηλαράκη, Στέλιο Ράμμο και τον μουσικό Θανάση Παναγιωτόπουλο, το «Πέτρες στις τσέπες του» περιμένει τους θεατές για να περάσουν καλά, να γελάσουν, να προβληματιστούν και να σουν τελικά, έναν αλλιώτικο κόσμο!
Με αφορμή την παράσταση, οι δύο πρωταγωνιστές της, μιλούν στην Parallaxi για τα νοήματα της ιστορίας της Marie Jones, αναλύουν την θεατρική Θεσσαλονίκη ως ηθοποιοί αλλά και ως θεατές και εύχονται οι θεατές τους να φεύγουν από την παράσταση… με μετρό!
Πώς είναι για δύο νέους ηθοποιούς να μιλούν σε μία παράσταση για το Χόλυγουντ, τις δυσκολίες και τις ψευδαισθήσεις που καλλιεργεί; – Είναι πράγματα που θα μπορούσαμε να πούμε πως συμβαίνουν κι εδώ και γενικότερα στη δουλειά σας;
Στέλιος Ράμμος: Είναι πράγματα που συμβαίνουν εδώ, δίπλα μας και σε κάθε δουλειά. Οι ψευδαισθήσεις που καλλιεργεί το Χόλυγουντ με τα τέλεια πρότυπα και τους αψεγάδιαστους ανθρώπους μπορεί να ανιχνευθεί όχι μόνο σε ηθοποιούς ή σε ανθρώπους του καλλιτεχνικού χώρου, αλλά σε κάθε άνθρωπο που τολμά να ονειρευτεί κάτι για το οποίο τον έχουν πείσει πως είναι μεγαλύτερο από αυτόν. Η καπήλευση του ονείρου και η εκμετάλλευση του μεγάλου προς τον μικρό είναι κάτι που δυστυχώς υπάρχει γύρω μας και σε πολλές μορφές. Συνεπώς δύο νέοι ηθοποιοί, δύο φερέλπιδες κομπάρσοι –όπως ο Τζέικ κι ο Τσάρλι- σίγουρα θέλουν να μιλήσουν για μία παράσταση, για μία ταινία που καταφέρνει να γυριστεί κόντρα σε όλους και σε όλα. Μία ταινία που «οι κομπάρσοι γίνονται πρωταγωνιστές και οι πρωταγωνιστές κομπάρσοι».
Εμμανουήλ Δραμηλαράκης: Το Χόλυγουντ σαν Χόλυγουντ αποτελεί μονάχα ένα παράδειγμα που εξυπηρετεί τη συνθήκη του έργου. Στην πραγματικότητα, όμως, το Χόλυγουντ ως έννοια και αυτό που πραγματικά σημαίνει υπάρχει παντού γύρω μας. Μερικές φορές μάλιστα βρίσκεται ακόμα πιο κοντά απ’ ότι νομίζουμε, ίσως και μέσα στο σπίτι μας. Γιατί το «Χόλυγουντ» σαν «Χόλυγουντ», στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα άλλο από τον μεγάλο, τον δυνατό, την εξουσία, τον πλούσιο, τη μεγάλη βιομηχανία, τον Γολιάθ. Και φυσικά, όλο αυτό δεν σχετίζεται μόνο με εργασιακές συνθήκες. Επομένως ναι, είναι εύκολο και αποτελεί και στόχο μας να μπορεί ο οποιοσδήποτε παρακολουθήσει την παράσταση να αντιπαραβάλει το Χόλυγουντ με αντίστοιχες έννοιες ή και καταστάσεις στη δική του ζωή. Για όσους, δε, ασχολούνται με το θέατρο, είναι ακόμα πιο εύκολο δεδομένου ότι δεν θα χρειαστεί καν να κάνουν αυτήν την πίσω σκέψη ή αναζήτηση. Είναι όλα δοσμένα στο πιάτο και νομίζω μπορούν εύκολα να ανασύρουν από τη μνήμη τους αναμνήσεις (πρόσφατες ή και παλαιότερες) αντίστοιχων συμπεριφορών με αυτές του «Χόλυγουντ» προς τους ίδιους. Κάποιοι ίσως μείνουν μόνο στην ιστορία, δηλαδή σε δύο κομπάρσους οι οποίοι ονειρεύονται να γίνουν ηθοποιοί/σκηνοθέτες στο Χόλυγουντ και τελικά καταφέρνουν να κάνουν κάτι πέρα από αυτό. Κάποιοι άλλοι, όμως, ίσως κάνουν ένα βήμα παρακάτω και καταφέρουν να βρουν οι ίδιοι τα πατήματά τους και να αποβάλουν από πάνω τους το δικό τους «Χόλυγουντ» που τους βαραίνει. Άλλωστε όπως ορθώς λέει και η Κάρολιν (χαρακτήρας του έργου που ενσαρκώνει ο Στέλιος) «Το Χόλυγουντ δεν λέει μία, δεν μου λέει τίποτα.. κοίτα γύρω σου… είναι ο παράδεισος».
Ποιες ήταν οι δυσκολίες που αντιμετωπίσατε εσείς φτιάχνοντας τους ρόλους σας;
Ε. Δ. : Στο έργο «Πέτρες στις τσέπες του», δύο ηθοποιοί καλούνται (ήδη από τη γραφή του έργου) να υποδυθούν από 7 ρόλους ο καθένας, ακολουθώντας έναν καταιγιστικό ρυθμό αλλαγών, σωματικών και ψυχολογικών. Κάθε ρόλος είχε τη δική του προσωπικότητα, τη δική του φωνή και το δικό του σωματικό ύφος, κάτι που απαιτεί συγκέντρωση και προετοιμασία. Μία λοιπόν από τις βασικές δυσκολίες που αντιμετωπίσαμε στην αρχή ήταν να ανακαλύψουμε, πώς περπατάνε, πώς μιλάνε, πώς κινούνται γενικότερα αυτοί οι χαρακτήρες και όλο αυτό υπό τον φόβο να μην «κοροϊδέψουμε» κάποιον από αυτούς. Στόχος μας ήταν να μην κάνουμε απλώς μία σχηματική αποτύπωση αυτών των χαρακτήρων, αλλά να ανακαλύψουμε την αλήθεια τους. Κάθε ένας από αυτούς τους χαρακτήρες, παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στο έργο και έχει λόγο που βρίσκεται εκεί που βρίσκεται. Οφείλαμε λοιπόν πέραν της σωματικής προετοιμασίας και «σχεδιασμό» τους, να σκάψουμε λίγο πιο βαθιά στον καθένα από αυτούς και να αναζητήσουμε «τί θέλει», «γιατί βρίσκεται εκεί;», «γιατί μας απασχολεί;», «που πάει τώρα που φεύγει από το προσκήνιο;». Η αλήθεια είναι το έργο σαν έργο, από την πρώτη ανάγνωση είναι πολύ εύκολο να σε οδηγήσει σε ένα πιο φορμαλιστικό παίξιμο, εμείς επιλέξαμε να κάνουμε κάτι πέρα από αυτό, και αυτό είναι που μας δυσκόλεψε, δηλαδή να βρούμε τη σωστή ισορροπία για να μη φαίνονται υπερβολικές οι αντιδράσεις, αλλά και να διατηρηθεί η αυθεντικότητα των χαρακτήρων.
Σ. Ρ. : Το δυσκολότερο ήταν να ανακαλύψουμε την αλήθεια τους. Να εντοπίσουμε και να προσεγγίσουμε τους χαρακτήρες στην ειλικρίνειά τους και να αποφύγουμε -ει δυνατόν- ευκολίες δικές μας που οδηγούν αναπόφευκτα σε καρικατούρες. Γιατί στην πραγματικότητα κάθε ένας από τους 15 χαρακτήρες φέρει τη δική του αλήθεια που είτε είναι κοντά στη δική μας πραγματικότητα είτε όχι έχει δικαίωμα κι αυτός στο δικό του όνειρο. Ακόμη και η Κάρολιν -που φαίνεται να είναι από την απέναντι πλευρά που φαντάζουν όλα ιδανικά- δεν κοροϊδεύει, δεν σχολιάζει τους άλλους, αλλά θέλει να κερδίσει το δικό της Όσκαρ.
Είναι ένα έργο που μιλάει στους ηθοποιούς λόγω του θέματος του, αλλά από εκεί και πέρα τι νοήματα θα βρει το υπόλοιπο κοινό που θα το αφορούν;
Ε. Δ. : Η αλήθεια είναι ότι ναι, το έργο, σε μία πρώτη ανάγνωση, όντως φαίνεται να μιλάει μόνο για ηθοποιούς. Αλλά αυτό είναι μόνο η πρώτη εικόνα και νομίζω ότι γενικώς το θέατρο δεν προσφέρει εικόνες, αλλά δυνατότητες. Έτσι λοιπόν και οι «Πέτρες στις Τσέπες του», προσφέρουν τη δυνατότητα σε όποιον το δει να διαβάσει κάτι πέρα από την αρχική εικόνα. Το έργο θίγει τις κοινωνικές ανισότητες, τις αντιφάσεις της κοινωνίας και την εκμετάλλευση των ανθρώπων από τη βιομηχανία του θεάματος ή από οποιαδήποτε άλλη «βιομηχανία» θέλει και μπορεί να αντιπαραβάλει ο καθένας. Οι χαρακτήρες είναι άνθρωποι της καθημερινότητας που συνειδητοποιούν τη διαφορά μεταξύ της εικόνας που προβάλλει το θέαμα και της πραγματικότητας της ζωής τους. Αυτό είναι κάτι που το κοινό μπορεί να καταλάβει, καθώς όλοι μας έχουμε βιώσει την αίσθηση της εκμετάλλευσης ή της αδικίας, είτε στην επαγγελματική μας ζωή είτε στην κοινωνία γενικότερα.
Ποια είναι η άποψη σας για το θέατρο στη Θεσσαλονίκη σήμερα, και θα ήθελα την άποψη σας είτε ως ηθοποιοί, είτε ως θεατές
Σ. Ρ. : Το θέατρο στη Θεσσαλονίκη έχει το σχήμα ενός καρδιογραφήματος. Κοινώς, έχει τα πάνω και τα κάτω του. Θεωρώ πως βρισκόμαστε σε μία καμπή που πολλές ομάδες κάνουν την εμφάνισή τους στο κοινό της πόλης και παλεύουν με νύχια και με δόντια να αντέξουν και να κρατηθούν με όχημα -στα αλήθεια- πολλές φορές μόνο τη λαχτάρα και τον πόθο τους για το θέατρο. Ως θεατής, μπορεί να βαρεθώ, να ενθουσιαστώ, να παρακινηθώ, να μετατοπιστώ, να φύγω από μία παράσταση άδειος ή πλουσιότερος από όταν μπήκα. Μπορεί να νιώσω ότι κάτι είναι παλαιικό, ότι λείπει το ρίσκο ή εκείνο το συστατικό της αιώρησης που σε κρατά στην άκρη της καρέκλας σου. Ως ηθοποιός όμως, δεν μπορώ -στη Θεσσαλονίκη ιδίως- παρά να θαυμάσω όσους παλεύουν να δημιουργήσουν κόντρα σε όλους και σε όλα. Δεν μπορώ παρά να χειροκροτήσω νέους ή παλαιότερους ηθοποιούς για την προσπάθεια που καταβάλλουν, την αγωνία, το τρέξιμο, την πίστη, την απογοήτευση, την πτώση και ξανά από την αρχή. Είναι δύσκολο οι συντελεστές μιας παράστασης να προσπαθούν με όλο τους το είναι και να πέφτουν σε αδιέξοδο. Κι αν πρέπει οπωσδήποτε να δώσω μία πιο κάθετη απάντηση για το θέατρο της πόλης μας, τότε ναι, συναντά πολλά αδιέξοδα, αλλά εκεί ακριβώς είναι που εμφανίζονται κάποιες ομάδες και φωτίζουν ένα νέο μονοπάτι.
Ε. Δ. : Η «θεατρική» Θεσσαλονίκη του σήμερα (και μιλάω και σαν ηθοποιός και σαν θεατής), νομίζω ότι προσπαθεί να βρει ακόμα τα πατήματά της. Ευτυχώς το θέατρο γενικότερα είναι και αποτελούσε πάντα τρόπο διασκέδασης των ανθρώπων της πόλης (παρά την πλούσια νυχτερινή ζωή που διαθέτει). Ποτέ δεν το εγκατέλειψαν και αυτό είναι σημαντικό. Άλλωστε είναι εξαιρετικά ελπιδοφόρο ότι τόσες νέες ομάδες και ηθοποιοί επιδιώκουν να δημιουργήσουν στην πόλη και να μην «τρέξουν» προς την πρωτεύουσα. Παρακολουθώντας τις παραστάσεις που ανεβαίνουν τα τελευταία χρόνια στην πόλη, έχω την εντύπωση (και φυσικά εξαιρώ τις κρατικές δομές που ακολουθούν κατά βάση συγκεκριμένο ρεπερτόριο) ότι οι νέες ομάδες είτε αποφεύγουν έργα του κλασσικού ρεπερτορίου, είτε εφόσον τα επιλέξουν, κινούνται σε ένα τελείως διαφορετικό μονοπάτι από αυτό που προτείνουν τα έργα.
Τι κρατάει έναν ηθοποιό σήμερα στη Θεσσαλονίκη;
Σ. Ρ. : Τον κρατάει ό, τι στην πραγματικότητα τον ωθεί και προς την πρωτεύουσα. Η πίστη, το όνειρο κι ο στόχος. Πιστεύω πολύ σε αυτό το τρίπτυχο. Το «Π.Ο.Σ.» κρύβεται πίσω από κάθε μας κίνηση ή κράτημα. Αν ο ηθοποιός «πιστεύει» με όλη του την ψυχή πως το «όνειρό» του είναι να δημιουργήσει θέατρο στην πόλη του, τότε θα το θέσει ως «στόχο» του με κάθε κόστος. Αν πιστέψει σ’ αυτό το «μαζί», στο παρεϊστικο, στην ανάγκη του για δημιουργία σε μια πόλη που ενίοτε διψά ή ξεχνιέται για θέατρο τότε θα το καταφέρει. Ουτοπικό, ιδεατό, τετριμμένο; Ίσως. Αλλά ένας τρόπος υπάρχει για να μάθουμε, να κάνουμε το πρώτο βήμα. Και το σίγουρο είναι πως τότε θα είμαστε με βεβαιότητα πιο κοντά στο στόχο μας από πριν, ακόμη και κατά ένα βήμα. Όπως κάνουν κι ο Τζέικ με τον Τσάρλι με την ταινία τους.
Πώς ήταν η σχέση μεταξύ σας από τις πρόβες μέχρι τώρα;
Ε. Δ. : Με τον Στέλιο γνωριζόμαστε από τη σχολή και είμαστε ήδη από το πρώτο έτος κολλητοί, «αδέρφια» ας μου επιτραπεί ο όρος. Μας δένουν πάρα πολλά και κυρίως το γεγονός ότι βρισκόμασταν και βρισκόμαστε πάντα στην ίδια φάση ζωής. Κάπως συντονιζόμαστε. Το ότι θα κάνουμε μαζί αυτήν την παράσταση, είχε αποφασιστεί από πολύ νωρίς και μείναμε σταθεροί σε αυτήν μας την απόφαση όχι γιατί μας πίεσε κάποιος αλλά γιατί το θέλαμε εμείς. Εγώ θεωρώ ότι έχουμε πλέον έναν μοναδικό τρόπο να επικοινωνούμε επί σκηνής και αυτό ήταν και παραμένει και το μεγαλύτερο όπλο μας στην παράσταση. Ναι υπήρξαν στιγμές στις πρόβες που τσακωθήκαμε, ναι υπήρξαν στιγμές που θέλαμε πολύ να χτυπήσουμε ο ένας τον άλλο σοβαρά (φίλε με συγχώρεσέ με που γελάω τόσο συχνά στις πρόβες και σου διαλύω την ψυχή, δεν το κάνω επίτηδες), αλλά γενικά αυτές ήταν στιγμές και περνούσαν γρήγορα. Το βασικό είναι ότι ποτέ δεν ξεχνάμε για ποιο λόγο κάνουμε παρέα και για ποιο λόγο κάνουμε θέατρο παρέα. Εγώ προσωπικά νιώθω πάρα πολύ τυχερός που είμαστε μαζί σε όλο αυτό και που παρά τις ΑΠΕΙΡΕΣ αντιξοότητες που αντιμετωπίσαμε μέχρι να φτάσουμε στο τελικό αποτέλεσμα, παραμείναμε ενωμένοι και μαζί. Άλλωστε όπως λέει και ο «Τζέικ» σε μία στιγμή του έργου προς τον «Τσάρλι», «Εμείς οι δύο μπορούμε αλήθεια να κάνουμε κάτι καλό μαζί». Νομίζω ότι αυτήν την φράση δεν την απηύθυνε ποτέ στην πραγματικότητα το Τζέικ στον Τσάρλι, αλλά ανέκαθεν ο Εμμανουήλ στον Στέλιο.
Σ. Ρ. : Η σχέση μας είναι ακριβώς η σχέση που έχουν δύο κολλητοί που μπαίνουν σε ένα escape room και προσπαθούν να αποδράσουν. Στην αρχή χαίρεσαι που πας να αντιμετωπίσεις το άγνωστο και είσαι σίγουρος πως θα τα καταφέρεις. Στην πορεία κι όσο κυλάει ο χρόνος και οι γρίφοι γίνονται δυσκολότεροι αρχίζεις και αγχώνεσαι, φωνάζεις, δεν ακούς όπως υπό ψύχραιμες συνθήκες και πιστεύεις πως εσύ ξέρεις καλύτερα. Όσο τελειώνει όμως ο χρόνος αναπόδραστα σχηματίζεται μέσα σου μία αίσθηση, είτε χαρά που μπήκες στο δωμάτιο με αυτό τον τύπο ή η λαχτάρα να μην ξαναπαίξετε μαζί ούτε επιτραπέζιο. Κι ευτυχώς με τον Μανώλη ακόμη χαιρόμαστε, γελάμε, απογοητευόμαστε και πέφτουμε ή σηκωνόμαστε παρέα απολαμβάνοντας τη διαδρομή. Από την πρώτη στιγμή που ήμασταν στην Υποκριτική της κυρίας Κομνηνού, μέχρι λίγο πριν βγούμε στη σκηνή για την πρεμιέρα της πρώτης μας παράστασης. Θα αποδράσουμε, τελικά; Ίσως να μας απαντήσουν ο Τζέικ και ο Τσάρλι.
Είναι μία εποχή που τα θέατρα πηγαίνουν καλά και αυτό σημαίνει πως ο κόσμος θέλει να πηγαίνει τελευταία πιο συχνά θέατρο. Αυτό ανεβάζει τις απαιτήσεις των δημιουργών και των θεατών και κάνει καλύτερες δουλειές ενδεχομένως;
Ε. Δ. : Δεν νομίζω ότι οι δημιουργοί αυτής της πόλης επαναπαύτηκαν ποτέ. Ειδικά όταν μιλάμε για το ελεύθερο θέατρο της πόλης όπου ξέρουμε ότι δυστυχώς οι συντελεστές, πέραν της προσωπικής τους εργασίας, επενδύουν και χρήματα πάνω σε αυτό. Επίσης κανείς δεν νομίζω ότι έκανε κάποια δουλειά του τύπου «έλα μωρέ, καλό είναι». Με όσες ομάδες έχω συνεργαστεί και σε όσες παραστάσεις έχω συμμετάσχει, βασικός στόχος ήταν το «τέλειο». Τώρα το εάν το δικό μου «τέλειο», θα αρέσει είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Το βασικό είναι ότι ο κάθε δημιουργούς προσπαθεί να φέρει την αλήθεια του επί σκηνής και αυτό νομίζω είναι που κερδίζει στο τέλος. Επίσης θεωρώ ότι εάν μία δουλειά δεν είναι «καλή» με την έννοια της καλοδουλεμένης, δεν κρατάει πολύ σε αυτήν την πόλη. Το κοινό της Θεσσαλονίκης είναι πολύ εκπαιδευμένο και ήταν ανέκαθεν σε θέση να ξέρει τι αξίζει και τί όχι. Επομένως ανεξαρτήτως εποχής θεωρώ ότι οι απαιτήσεις των δημιουργών ήταν, όφειλαν να είναι και παραμένουν, υψηλές γιατί δεν χωρούσαν και δεν χωράνε να κατέβουν.
Είναι αυτό το «μαζί» που περνάει η παράσταση, η λύση για όλα τα δύσκολα που μπορεί να ζούμε;
Σ. Ρ. : Όσο κι αν ελλοχεύει ο κίνδυνος να διαβαστεί κλισέ, το «μαζί» είναι η ίσως η μοναδική λύση που έχουμε για να επιβιώσουμε και τελικά τελικά, να ζήσουμε. Γιατί ίσως επιβιώνεις μόνος, αλλά ζεις στο «μαζί». Είναι αυτή η εγγύτητα, η συνύπαρξη, η ειλικρινής σύμπραξη και σύμπλευση που σε οδηγεί να ξεπεράσεις όλα τα εμπόδια και τις δυσκολίες. Θεωρώ όμως πως το «μαζί» είναι και για τα όμορφα, τα αστεία και τα ευχάριστα. Γιατί έχουμε την τάση οι άνθρωποι να μοιραζόμαστε ευκολότερα τα δυσάρεστα και τα δύσκολα. Αλλά τι συμβαίνει όταν μας χτυπάει την πόρτα η χαρά; Γιατί είναι απειράκις πιο δύσκολο να την μοιραστούμε; Μία θεωρία λέει πως ο συνομιλητής σου εισπράττει ευκολότερα τη δυσκολία σου γιατί αυτομάτως νιώθει εκείνος καλύτερα. Αλλά πως θα ήταν αν είχαμε την δύναμη να μοιραστούμε την ευτυχία μας με τον διπλανό; Πως θα ήταν αυτό το δόσιμο; Ίσως το «μαζί» να υπάρχει κι εκεί, και ίσως αυτό το «μαζί» να μας δώσει δύναμη να ονειρευτούμε παρέα, να παλέψουμε, να γελάσουμε, να πέσουμε και να σηκωθούμε «μαζί» στην ελπίδα της απειροελάχιστης μετατόπισης του κόσμου.
Πώς θα θέλατε να φεύγουν οι θεατές από το «Πέτρες στις τσέπες του»;
Σ. Ρ. : Με το μετρό! (γέλια) θα έσκαγα αν δεν έκανα ένα αστειάκι για αυτό. Θα ήθελα να φεύγουν με την αίσθηση πως μπορούν να τα καταφέρουν. Όχι με την ψευδαίσθηση που καλλιεργεί το Χόλιγουντ, αλλά με την πίστη και τη δύναμη που κρύβουν κάπου όλοι οι άνθρωποι μέσα τους για το όνειρό τους. Το όνειρο που είχαν από μικροί ή το όνειρο που ντράπηκαν να μοιραστούν ως μεγάλοι. Θα ήθελα να φύγουν με την πεποίθηση πως «ακόμη κι αν νιώθουν μικροί μπορούν να τα καταφέρουν». Κόντρα σε όλους και σε όλα, κόντρα στα προγνωστικά, κόντρα στην εκλογίκευση όλων. Και τέλος, θα ήθελα πολύ, οι «πέτρες» που φέρει ο καθένας πάντα και παντού μαζί και λειτουργούν ως τροχοπέδη στη ζωή του, να γίνουν λίγο ελαφρύτερες ή ακόμη καλύτερα, να γίνουν «βατραχάκια» σε κάποια παραλία.
Ε. Δ. : Θα χρησιμοποιήσω τα λόγια της Ιωάννας Μήτσικα που μας κάνει την επιμέλεια στη σκηνοθεσία «Να μην περιμένετε απολύτως τίποτα, ούτε να γελάσουν, ούτε να κλάψουν, τίποτα. Όσοι και οι θεατές, τόσες και οι ιστορίες και δεν μπορείτε εσείς ούτε να επιβάλετε, ούτε να γνωρίζετε τί θα νιώσει ο καθένας». Νομίζω αυτές της οι φράσεις είναι και η ουσία της απάντησης. Ειλικρινά δεν περιμένουμε τίποτα. Εμείς κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε για να υπηρετήσουμε το έργο και από εκεί και πέρα ο κάθε θεατής διαλέγει ποια πέτρα από τις τσέπες μας θα διαλέξει να πάρει μαζί του.
Φωτογραφίες: Bobina Films
*Πληροφορίες: “Πέτρες στις τσέπες του” | Σάββατο 30 Νοεμβρίου στις 21:00, Κυριακή 1 Δεκεμβρίου στις 20:00 | Metropolitan: The Urban Theater, Βασ. Όλγας 65 & Φλέμινγκ 2, Θεσσαλονίκη (τηλ. 2311 284 773) | Διάρκεια παράστασης: 100 λεπτά | Τιμές εισιτηρίων: 15€ Κανονικό | 12€ Μειωμένο (φοιτητών, ανέργων, ΑμεΑ) | 10€ Ατέλεια (μόνο από το ταμείο του θεάτρου) | Προπώληση εισιτηρίων: https://www.more.com/theater/petres-stis-tsepes-tou-metropolitan/ και στο ταμείο του θεάτρου