Ελένη Μακίσογλου: «Εγώ το μόνο που δεν έχω κάνει στο θέατρο είναι τα ηλεκτρολογικά»
"Δεν ήταν ανάγκη μου να φαίνομαι, αλλά να υπάρχω μέσα από την τέχνη" - Η σπουδαία ηθοποιός της Θεσσαλονίκης αφηγείται τη ζωή της στην Parallaxi
Δεν έφυγε από την Θεσσαλονίκη ποτέ. Σε μία περίοδο που όλοι οι ηθοποιοί αναζητούσαν την τύχη τους στην Αθήνα, η Ελένη Μακίσογλου παρέμεινε στην πόλη που γεννήθηκε και μεγάλωσε για να κάνει θέατρο, έτσι όπως εκείνη ήθελε. Αρχικά με ομάδες που έγραψαν ιστορία στην θεατρική Θεσσαλονίκη, όπως το Θεατρικό Εργαστήρι της Τέχνης που χάραξε την ιστορία του Θεάτρου Αμαλία, μέχρι σήμερα που – πάλι με μία ομάδα – έφτιαξε μία παράσταση που συζητάει όλη η πόλη και έκανε απανωτά sold out μέχρι το τέλος της, την «Λούνα» πάνω σε ένα λεωφορείο που κινείται μέσα στην πόλη.
«Ο ηθοποιός αν θέλει να δουλεύει για πολλά χρόνια θα πρέπει να κάνει πρωταθλητισμό. Έτσι είναι η δουλειά μας» λέει κάποια στιγμή όσο συζητάμε για την σπουδαία ζωή της και νιώθω πως μιλάω με μία γυναίκα που έκανε για χρόνια αυτό αυτό που αγαπάει, όχι ως καθήκον αλλά ως ανάγκη να κάνει την τέχνη της.
Με αφορμή την «Λούνα» αλλά και την ανακοίνωση της συμμετοχής της στη νέα παραγωγή της Angelus Novus σε σκηνοθεσία του Δαμιανού Κωνσταντινίδη «Προς Μενοικέα» από αρχές Νοεμβρίου, η Ελένη Μακίσογλου δέχτηκε να αφηγηθεί τη ζωή της στην Parallaxi κι αυτό, είναι σπουδαίο!
Αν κάναμε μία διαδρομή με λεωφορείο μιλώντας για τη ζωή σας, όπως συμβαίνει στην «Λούνα», μέχρι που νομίζετε πως θα φτάναμε;
Είμαι από τους λίγους ηθοποιούς της γενιάς μου που δεν έχουν φύγει από τη Θεσσαλονίκη, ενώ θα μπορούσαν να έχω κάνει καριέρα. Ήταν η επιλογή μου αυτή και ίσως, η οικογένεια να μέτρησε περισσότερο τις στιγμές εκείνες που έπρεπε να πάρω την απόφαση να φύγω, τώρα που το σκέφτομαι. Είχα μία μητέρα τότε, που είχε σοβαρά προβλήματα υγείας και δεν μπορούσα να την αφήσω, καθώς ήταν κατά κάποιο τρόπο εξαρτημένη από μένα. Στη συνέχεια, είχα ένα παιδί που δεν γινόταν να το κουβαλάω όπου πάω και να του αλλάζω σχολεία. Αυτό το παιδί ξέρετε, είναι ό, τι πιο σημαντικό έκανα και το ίδιο και η εγγονή που μου έχει κάνει τώρα. Είναι αυτά τα ανθρώπινα που έχουμε όλοι και είναι τα πιο σημαντικά τελικά στη ζωή. Από εκεί και πέρα, την ανάγκη μου για το θέατρο, την κατάλαβα από πολύ νωρίς, από μαθήτρια στο γυμνάσιο. Στην εφηβεία μου κατάλαβα πως το θέατρο με ενδιαφέρει γιατί είχα κι έναν πατέρα θεατρόφιλο. Εγώ είμαι γέννημα θρέμμα Θεσσαλονικιά με πρόσφυγες γονείς. Γεννήθηκα στην Οδό Κασσάνδρου και ήρθα στην ανατολική πλευρά της πόλης στα 5 μου. Κι εκεί μένω ακόμα. Από το 1950 ήρθα στη Χαριλάου, σε έναν συνοικισμό με μονοκατοικίες και για μένα ήταν υπέροχα, γιατί επιτέλους είχαμε άπλα. Γιατί γεννήθηκα μόλις τέλειωσε ο πόλεμος και στον εμφύλιο ήμασταν στην Κασσάνδρου σε μία κλασσική οικοδομή, όπου όμως επειδή υπήρχε πρόβλημα στέγης σε κάθε δωμάτιο ήταν και μία οικογένεια με κοινόχρηστο χώρο τη σάλα, την κουζίνα και την τουαλέτα. Επίσης το περίεργο ήταν ότι η Κασσάνδρου δεν είχε ηλεκτρικό και πήγαμε στη Χαριλάου και είχαμε ηλεκτρικό ρεύμα! Εγώ πέρασα από την γκαζόλαμπα σε όλη αυτή την τεχνολογία μέσα σε αυτά τα χρόνια…
Υπήρχε το θέατρο από εκείνα τα χρόνια στη ζωή σας;
Ναι, έβλεπα μικρή παραστάσεις – είχα έναν τέτοιο πατέρα… – και θυμάμαι πως η παράσταση που είδα και είπα «αχ να ήμουν εκεί πάνω» ήταν το «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» με μουσική του Χατζιδάκι και καταπληκτικούς ηθοποιούς. Εκεί, με μάγεψε αυτό το πράγμα. Είναι δύο τρεις παραστάσεις που τις κουβαλάω κι αυτό που λέω μέσα μου είναι ότι οι ηθοποιοί υπάρχουμε μέσα στη ψυχή των θεατών που μας θυμούνται ακόμα. Ο Αργύρης δε ζει, ο Μυράτ δε ζει, η Ζουμπουλάκη δε ζει από εκείνη την παράσταση, όμως ζουν μέσα μου γιατί τους είδα στα 15 μου. Θα πεθάνουν κι αυτοί μαζί με εμένα… Είναι στιγμές που καθόρισαν και το μετά. Είδα ξαφνικά και κατάλαβα πως αυτό μου αρέσει αλλά παράλληλα είχα μια οικογένεα που υπήρχε η πληροφόρηση και διάβαζα εφημερίδες που έμπαιναν στο σπίτι. Και διάβαζα τι υπάρχει και τι παίζεται. Μία καθηγήτρια που ήρθε στην πέμπτη γυμνασίου τότε, θυμάμαι πως μπήκε στην αίθουσα με το πρώτο τεύχος του περιοδικού «Θέατρο»! Είχαμε δασκάλους καλούς εκείνη την εποχή παρόλο που ήταν δύσκολα τα χρόνια. Μας λέει λοιπόν, δεν θα κάνουμε «Αντιγόνη» – με τις άθλιες μεταφράσεις που υπήρχαν τότε – αλλά θα διαβάσουμε «Βάκχες» του Ευριπίδη σε μετάφραση Παναγή Λεκατσά από το περιοδικό «Θέατρο». Κι εκεί είδα για πρώτη φορά περιοδικό να γράφει αυτή τη λέξη και να έχει πάνω μία μάσκα θεατρική. Θυμάμαι κατέβηκα από Χαριλάου στην Τσιμισκή για να το αγοράσω και από εκεί και πέρα δεν σταμάτησα να το παίρνω, που σημαίνει πως πολύ νωρίς έμαθα ονόματα όπως Στανισλάφσκι ή Μπρέχτ. Στα 17 μου διάβασα το «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ και λίγα χρόνια αργότερα έτυχε να παίξω το «Τέλος του παιχνιδιού» για πρώτη φορά στην Ελλάδα, με τον δάσκαλο μου τον Χαρατσάρη που είχε το Ελεύθερο Θέατρο στη Θεσσαλονίκη – ήταν ό, τι ο Κουν στην Αθήνα. Η διαδρομή μου λοιπόν, αν ήταν σε ένα λεωφορείο, δεν θα λέγαμε πως έχει μεγάλες στάσεις, αλλά έχει τη Θεσσαλονίκη.
Και πολύ θέατρο;
Δεν έπαψα να δουλεύω από το 1964, από το πρώτο έτος της σχολής. Αρχικά θυμάμαι παίξαμε Μολιέρο στο θέατρο του Γαλλικού Λυκείου με κριτικές που γράφτηκαν καλές και για να μη πάρουν τα μυαλά μου αέρα μου έλεγε ο Χαρατσάρης «Τι έκανες κοκόνα μου και σου έγραψαν καλή κριτική». Ξέρετε, αυτό το να μη πάρουν τα μυαλά μας αέρα, ήταν μία διαπαιδαγώγηση σωστή τελικά. Είναι σημαντικό στη δουλειά μας να μη νομίζουμε πως είμαστε κάποιοι. Για την ακρίβεια, δεν είμαστε τίποτα, κάθε φορά ξεκινάμε από την αρχή. Κάθε έργο και κάθε ρόλος είναι μία πρόκληση. Κυρίως αν αυτός ο ρόλος δεν είναι πρωταγωνιστικός, είναι μεγαλύτερη η πρόκληση γιατί θα πρέπει να κερδίσεις το μάτι του θεατή, αλλά όχι σε βάρος της παράστασης και συναδέλφων, αλλά γιατί το κάνεις πολύ καλά. Να μπορεί ο θεατής φεύγοντας να σε θυμάται, να σε πάρει μαζί του. Ξέρετε εγώ, έτσι τα έφερε η ζωή και έπαιζα συνέχεια – μέχρι και στην εγκυμοσύνη μου έπαιζα. Δεν ήταν ανάγκη μου να φαίνομαι, αλλά ήταν ανάγκη μου να υπάρχω μέσα από την τέχνη. Κι αυτό μπορεί να έγινε διδασκαλία τα τελευταία 25 χρόνια, αλλά κι αυτό μόνη μου το διέκοψα όταν κατάλαβα πως το σώμα μου δεν με ακούει όπως παλιά. Εγώ μέσα στην τάξη λειτουργούσα όπως τα παιδιά, με σωματική δουλειά. Εκεί είπα σταματάω. Είπα πως το μάθημα μου δεν θα έχει πλέον την ίδια ποιότητα αν συνέχιζα. Αλλά δεν κάθισα πολύ, λίγο αργότερα ήρθε ο Δαμιανός ο Κωνσταντινίδης και μου έφερε την «Λούνα». Το διάβασα, άρχισα να σημειώνω πληροφορίες για τη ζωή της για να την καταλάβω και όταν μπήκαμε στην διαδικασία των προβών, είπα πως επιτέλους ξαναγύρισα στις ομάδες.
Ήσασταν πάντα άνθρωπος της ομάδας, από τον καιρό του ΦΟΘΚ μέχρι και το Θεατρικό Εργαστήρι της Τέχνης
Ξέρετε, τα πρώτα 14 χρόνια μου, ήταν τα πιο δημιουργικά, πέρα από τις δύο παραστάσεις που με σφράγισαν – και ο «Μολιέρος» και ο Μπέκετ με τον δάσκαλο μου – δημιουργήσαμε το 1965 τον ΦΟΘΚ (Φοιτητικός Όμιλος Θεάτρου και Κινηματογράφου) όπου ενωθήκαμε όλοι οι δημοκράτες φοιτητές τότε (κεντρώοι, λαμπράκηδες, όλες οι νεολαίες αυτές) και κάθε Δευτέρα στην αίθουσα της φυσικομαθηματικής σχολής είχαμε κινηματογράφο. Με συζητήσεις μάλιστα και με τους σκηνοθέτες. Το θέατρο ήταν παράλληλα. Την πρώτη χρονιά είχαμε δύο παραστάσεις και τη δεύτερη χρονιά κάναμε το «Όνειρο καλοκαιριάτικης νύχτας» αλλά δεν είχαμε την επιχορήγηση από το Πανεπιστήμιο, όπως είχαμε την προηγούμενη χρονιά. Ίσα ίσα που τα χρήματα μας έφταναν για τα κοστούμια της παράστασης τη δεύτερη χρονιά και γι’ αυτό το παίξαμε και μέσα στο αμφιθέατρο της Φυσικομαθηματικής. Ήταν μία παράσταση που κάποια χρόνια μετά συνάντησα τον Λίνο τον Πολίτη και μου λέει «νοστάλγησα την παράσταση σας». Ήταν από εκείνους που μας πήραν και κάναμε μέσα στη Χούντα το Θεατρικό Εργαστήρι της Τέχνης και μετά γίναμε πια επαγγελματική σκηνή. Έτσι νοικιάσαμε τότε το «Αμαλία» και το κάναμε για πρώτη φορά εμείς θέατρο και εκεί ξεκινήσαμε με το «Ο άντρας είναι άντρας» του Μπρεχτ, εκεί παίχτηκε η «Φαύστα» και παίχτηκε πολλές φορές γιατί ήταν η εμπορική μας επιτυχία και με αυτήν βγάζαμε κανένα φράγκο. Ήμασταν ομάδα όμως ξέρετε… Χωρίς επιχορηγήσεις, χωρίς τίποτα, κάναμε όλες τις δουλειές! Εγώ το μόνο που δεν έχω κάνει στο θέατρο είναι τα ηλεκτρολογικά. Και σκηνικά έβαψα και αυλαία ολόκληρη έραψα όταν δε θέλαμε την κόκκινη και θέλαμε μία γκρίζα. Ναι, είμαι άνθρωπος της ομάδας, εκεί λειτουργώ σωστά. Έτσι κι αλλιώς η δουλειά μας είναι ομαδική, εκεί σέβεσαι το κάθε τι που είναι στη σκηνή, είτε το κάνει ηθοποιός, είτε τεχνικός. Πρέπει το αποτέλεσμα που θα φτάσει στον θεατή που πληρώνει για να το δει, να αξίζει τον κόπο. Εγώ με αυτή την λογική μπήκα στη δουλειά. Που δεν είναι δουλειά, είναι τέχνη… Αυτό της ομάδας έπαψα να το τηρώ όταν μπήκα στο Κρατικό Θέατρο. Τον πρώτο χρόνο ξαφνιάστηκα όταν άκουσα συναδέλφους να φωνάζουν την ενδύτρια να έρθει για να σηκώσει ένα φερμουάρ… «σιγά καλέ θα στο σηκώσω εγώ το φερμουάρ, τι έγινε;» τους έλεγα. Τώρα δεν υπάρχουν βέβαια αυτά τα «μεγαλεία», υπήρχαν παλιά.
Πώς ήταν εκείνη η περίοδος στο Κρατικό;
Στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος ήμουν 25 χρόνια συνεχώς μέχρι το 2003 που αποφάσισα να φύγω γιατί χρειαζόμουν την αποζημίωση. Ήμουν όμως ένα ξένο σώμα εκεί μέσα. Δεν φταίει το Κρατικό, εγώ ήμουν το ξένο σώμα. Μπήκα μεγάλη, ήμουν 33 χρονών τότε. Είχα άποψη, είχα εμπειρία δουλειάς, είχα παίξει πρωταγωνιστικούς ρόλους και με ήξερε η Θεσσαλονίκη ήδη. Παρόλο που αυτό το τελευταίο εγώ το κατάλαβα πολλά χρόνια μετά και ότι οι παραστάσεις που κάναμε μέσα στη Χούντα επηρέασαν πολύ κόσμο που μέχρι και σήμερα με σταματούν να μου πουν τι έκανα το ’72. Αν είναι δυνατόν… Όμως ναι, το ’72 και το ’73, οι παραστάσεις στο Αμαλία ήταν το θέατρο που αγάπησα κι ας μην καταλάβαινα τότε πόσο σπουδαία ήταν όλα αυτά. Ζούσαμε εκεί μέσα από το πρωί μέχρι το βράδυ. Γι’ αυτό και μου ήταν δύσκολο μετά να πάω να δω ξανά παραστάσεις στο Αμαλία, με το που έμπαινα με έπιανε κάτι. Εκεί έμαθα να δουλεύω ομαδικά και να μην ξέρω το εγώ, όταν όμως μπήκα στο Κρατικό, σε έναν χώρο που το εγώ υπερλειτουργεί το μόνο που μπορούσα ήταν, να νιώθω ξένο σώμα. Υπήρχαν εκεί ηθοποιοί που ίσως να μην έμεναν στη δουλειά καν αν δεν υπήρχε το Κρατικό. Κι έμεναν εκεί μέχρι να βγουν στη σύνταξη κάνοντας μικρά ρολάκια. Εγώ στα χρόνια που ήμουν στο Κρατικό εγκλωβίστηκα. Κάπου κάπου που μεγάλοι σκηνοθέτες με ήξεραν από πριν και μου έδιναν ρόλους καλούς ανάσανα κάπως. Δεν ήξερα το πολιτικό παιχνίδι, γιατί στα Κρατικά Θέατρα, αλλάζει η κυβέρνηση και αλλάζουν οι διευθυντές. Αυτό υπάρχει μέχρι και σήμερα. Και οι ηθοποιοί της Θεσσαλονίκης που δεν έχουν οι καημένοι κάτι άλλο να κάνουν γιατί δεν υπάρχει κάτι άλλο εδώ, αναγκάζονται να προσαρμόζονται κάθε φορά σε αυτές τα αλλαγές. Κι εγώ αυτά δεν ήξερα πώς γίνονται καν. Κι όχι απλά δεν προσαρμόστηκα, αλλά έκανα το αντίθετο συνδικαλίστηκα.
Γιατί μείνατε τόσα χρόνια όμως;
Γιατί έπρεπε να μεγαλώσω ένα παιδί. Δεν είχα τη δυνατότητα τότε να έχω χρήματα από κάπου αλλού. Κι όταν ζήτησα να βγω σε σύνταξη επειδή είχα το δικαίωμα, απόρησαν. Και μετά με φώναξε ο Τσακίρογλου για δυο παραστάσεις και πήγα. Όμως πάντα μετρούσα το παιδί και τις ανάγκες του. Όμως όταν έφυγα, αισθάνθηκα πραγματικά ελεύθερη.
Κάπως έτσι πάντως πρέπει να είναι για τους καλλιτέχνες τα πράγματα μέχρι και σήμερα στη Θεσσαλονίκη όσον αφορά τις διεξόδους που έχουν και τις επιλογές
Υπάρχουν κάποιες ομάδες στην πόλη, αλλά κανείς δεν μπορεί να ζήσει από αυτό. Και ειδικά οι γυναίκες. Γιατί το ρεπερτόριο είναι ανδροκρατούμενο. Κι αυτό το κάνει ακόμα πιο δύσκολο. Ο δραματικές σχολές είναι πολλές, βγαίνουν πολλά παιδιά στο επάγγελμα κι όταν τα ρωτάω γιατί θέλουν να γίνουν ηθοποιοί, καταλαβαίνω πως το καθένα έχει άλλη ανάγκη. Στα περισσότερα όμως η ανάγκη τους είναι να φανούν επειδή το θεωρούν εύκολο, να δείξουν δηλαδή την μαγκιά. Το θέατρο όμως δεν είναι αυτό, το θέατρο έχει κόπο. Κα γι’ αυτό πολλά παιδιά στις σχολές τα Χριστούγεννα σταματούν όταν καταλάβουν την δυσκολία.
Έχει ευθύνη σε αυτό και η τηλεόραση νομίζω
Μεγάλη ευθύνη. Στην εποχή τη δική μου είχαμε τον κινηματογράφο και το θέατρο μονάχα. Η ανάγκη μας να κάνουμε θέατρο ήταν μία πραγματική ανάγκη ζωής. Οξυγόνου. Δεν κάναμε τυχαία μία θεατρική ομάδα μέσα στο Πανεπιστήμιο τότε. Όταν μας έκλεισε η Χούντα το ΦΟΘΚ, δεν μείναμε φοβισμένοι παρόλο που πολλοί φίλοι μας είχαν φυλακιστεί και εξοριστεί. Κάναμε το Θεατρικό Εργαστήρι. Δεν έμεινε ούτε μία χρονιά να μην υπάρχουμε και να μην έχουμε λόγο μέσα στη Χούντα.
Είχε πολλές δυσκολίες αυτό;
Βέβαια πολλές δυσκολίες. Μας πήγαιναν στα δικαστήρια, κάθε φορά που βρίσκανε μια δικιά μας αφίσα κάπου σε ένα δέντρο, για παράνομη αφισοκόλληση. Αυτό είναι το πιο λίγο που μπορώ να πω… Όταν παίζαμε την «Φαύστα» που ουσιαστικά είναι ένα παραμύθι που ο Μποστ έγραψε πριν την Χούντα, βγήκε μία εφημερίδα θυμάμαι που έλεγε «25% άλμα το κρέας». Εμείς αυτό το εμφανίζαμε στη σκηνή και το αφήναμε να το διαβάσει λίγο το κοινό σε ανύποπτη στιγμή μέσα στο έργο, χειροκροτούσε το κοινό και συνεχίζαμε μετά στην επόμενη σκηνή. Και μετά κάτι άλλο… Το θέατρο στον Μποστ ήταν πάντα γεμάτο. Κι έρχεται η ασφάλεια και λέει βγάλτε την εφημερίδα. Οι εφημερίδες όμως που χρησιμοποιούσαμε ήταν δικές τους εφημερίδες με τίτλους που υπήρχαν και κυκλοφορούσαν. Αλλά δεν τους άρεσε να υπάρχουν στις σκηνές. Εγώ ακουμπάω λοιπόν σε αυτά τα δύσκολα χρόνια που το ομαδικό κυριαρχούσε και είχαμε μία δημοκρατία μεταξύ μας.
Πώς είναι σήμερα το θέατρο στη Θεσσαλονίκη;
Το Κρατικό έχει δώσει κατά καιρούς πολλές ωραίες παραστάσεις. Όμως η πόλη χρειάζεται ένα ακόμα θέατρο. Είναι αναγκαίο αυτό. Η Θεσσαλονίκη έχει αίθουσες κλειστές. Έχει ένα Άνετον κλειστό, υπάρχει ένα θέατρο στην Σταυρούπολη κλειστό, υπάρχει ένα καταπληκτικό θέατρο στην Καλαμαριά κλειστό. Αυτά τα θέατρα δε θα μπορούσαν να λειτουργούν με κάποια επιχορήγηση – έστω μικρή – σήμερα; Αλλά δε θέλει κάνεις να ασχοληθεί. Εγώ κάποια στιγμή τη δεκαετία του ’80 που είδα τι πάει να γίνει, είχα προτείνει στις Γιορτές Ανοιχτού Θεάτρου να βάζουμε το κοινό που έμπαινε με εισιτήρια να ψηφίζει, όπως ψηφίζουν οι θεατές στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου, τις θεατρικές ομάδες της πόλης. Να λέει το κοινό τη γνώμη του για τις παραστάσεις. Να βγαίνουν από αυτές οι τρεις καλύτερες και να τις δίνουν ένα θέατρο να παίζουν. Έτσι δημιουργείται ένα κίνητρο και ένας λόγος για τα παιδιά αυτά να διατηρηθούν. Γιατί η ανάγκη τους είναι που δουλεύουν χωρίς καμία αμοιβή μέχρι και σήμερα, κάνοντας παράλληλα κι άλλες δουλειές. Ή να δουλεύουν σε τρία διαφορετικά έργα για να μπορέσουν να έχουν κάποια χρήματα. Πουθενά δε γίνεται λοιπόν σωστή δουλειά, γιατί δε γίνεται να τρέχεις από τη μία παράσταση στην άλλη.
Μπορεί όμως να δημιουργηθεί ένας πυρήνας ανθρώπων που θα κρατήσει ένα καλό κομμάτι θεάτρου στη Θεσσαλονίκη;
Θα πρέπει η Θεσσαλονίκη να θελήσει να κρατήσει τους καλλιτέχνες. Οι καλλιτέχνες που έχουν τα κότσια και ξέρουν ότι θα τα καταφέρουν φεύγουν στην Αθήνα, δεν μένουν Θεσσαλονίκη. Ή θα μείνουν, όπως έμεινα εγώ, για άλλους λόγους. Ίσως γιατί έχουν παιδιά, έχουν οικογένειες κα δεν γίνεται να πάνε αλλού. Και η λύση βέβαια για αυτούς είναι το Κρατικό Θέατρο. Δε γίνεται κάτι άλλο.
Η ανάγκη δηλαδή σας πήγε στο Κρατικό εκείνα τα χρόνια
Ε ναι. Εγώ μπήκα στο Κρατικό επί Ευαγγελάτου. Ο Σπύρος ήταν σπουδαίος και ήταν από τους λίγους διευθυντές που άκουγε. Γιατί αργότερα τα πράγματα κι εκεί άλλαξαν. Όταν μπήκα εγώ το 1978 στο Κρατικό, είχα ένα προηγούμενο και έχει ενδιαφέρον. Είναι μία ιστορία που θα σας την πω, γιατί μέχρι τώρα την λέω ιδιωτικά. Το θεατρικό Εργαστήρι ανέβαζε το 1970 το «Fando & Lis» του Αραμπάλ κι εγώ δεν έπαιζα, έπαιζε η Ρούλα Πατεράκη. Ο Κιτσόπουλος που ήταν διευθυντής του Κρατικού μέσα στη Χούντα και παλιότερα έγραφε κριτική θεάτρου στον Ελληνικό Βορρά και με ήξερε από τα πρώτα μου βήματα, ειδοποιεί τον Χαρατσάρη να μου πει να πάω να τον βρω για το «Φάουστ». Κι έτσι πήγα. Η σκηνοθεσία ήταν του Ευαγγελάτου. Το συμβόλαιο τότε ήταν δυόμισι μηνών αλλά έπρεπε να πάω στην Ασφάλεια της γειτονιάς μου να κάνω ένα βιογραφικό σημείωμα. Το κατέθεσα κι αυτό… Τελειώνει το συμβόλαιο μου τον Μάρτιο και βγαίνει η διανομή για το καλοκαιρινό έργο «Προμηθέας Δεσμώτης» και βλέπω πως είμαι μέσα στη διανομή. Έτσι ξεκινάμε πρόβες από τον Μάρτη. Πάω στο τέλος του μήνα να πληρωθώ κα μου λένε πως δεν υπάρχει ενεργό συμβόλαιο, αλλά θα έρθει η έγκριση από την Ασφάλεια για να συνεχίσετε να είστε εδώ και θα πληρωθείτε μετά, μου λένε. Πέρασαν δύο μήνες και ίσως και παραπάνω και στο ενδιάμεσο χρειάστηκε να πάω με τον νομικό σύμβουλο στην Ασφάλεια για να δουν τον φάκελο μου. Ξέρετε, εγώ γεννήθηκα φακελωμένη. Από αριστερή οικογένεια είμαι. Επομένως με το που γεννήθηκα, είχα φάκελο. Μετά, μου ζητούν να πάω πάλι στο τμήμα της γειτονιάς μου και με ρωτάνε την γνώμη μου για τον κομμουνισμό. Τους λέω, «δε πρόλαβα να διαβάσω, δώστε μου κανένα βιβλίο να μάθω και θα σας την πω» – Δεν ήταν δυνατόν για μένα να έχω φίλους φυλακισμένους και να παζαρεύω υπογραφές και τέτοια – «Αν θέλετε όμως μπορώ να σας πω» τους λέω «διαφωνώ με τα τανκς που μπήκαν στην Τσεχοσλοβακία» – ήταν μάλιστα κι ένας καυγάς που είχα κάνει τότε με τον πατέρα μου – «Αυτό αν θέλετε μπορώ να σας το γράψω». Σε μία περίοδο που κι εδώ υπήρχαν τανκς… Συνεχίζω λοιπόν να κάνω τις πρόβες μου και μάλιστα στους Φιλίππους πηγαίναμε τότε να τις κάνουμε κι εκεί γινόταν και οι πρεμιέρες τότε. Το σκηνικό για τις πρόβες στην πόλη είχε στηθεί στο Παλαί Ντε Σπορ κα ήταν ίδιο με αυτό στους Φιλίππους. Ξεκινάει η πρόβα και καμία ώρα μετά έρχεται τρεχάτος κάποιος από το γραφείο και μου λέει πως με θέλουν. Εκεί μου λένε πως δεν μπορούν να με κρατήσουν αλλά ούτε και μπορούν να με πληρώσουν γιατί δεν υπήρχε συμβόλαιο. Ένα παιδί 25 χρονών που είχα κάνει σχέδια για το καλοκαίρι και δύο μήνες πρόβες και τελικά μένω εκτός… Εγώ λοιπόν, με τη βοήθεια ενός νέου δικηγόρου τότε, μέσα στη Χούντα, πάω το Κρατιικό Θέατρο στα δικαστήρια για να πάρω τα λεφτά μου! Αλλά τι να φοβηθώ, είχα την ελευθερία μου εγώ, ενώ άλλοι ήταν φυλακισμένοι εκείνη την περίοδο… Κι έτσι τελικά τους τα πήρα! Το ’78 με ενδιέφερε να μπω γιατί δεν είχα άλλη διέξοδο αν ήθελα να παραμείνω στη Θεσσαλονίκη. Είχα πλέον τελειώσει με τις ομάδες κα κατάλαβα ότι είχε λήξει αυτός ο κύκλος. Τελευταία ομαδική δουλειά ήταν με τον Θόδωρο τον Τερζόπουλο, το «Μικρό Μαχαγκόνυ» που παίζανε κι ο Κοντογιαννίδης, η Γερασιμίδου και πολλά άλλα παιδιά. Στο θέατρο Αχίλλειον στην Αγίου Δημητρίου που δεν υπάρχει τώρα ανέβηκε. Όταν πήγα στο Κρατικό τους έδωσα το βιογραφικό μου και ανέφερα βέβαια κι εκείνη την παλιά περιπέτεια. Ο Ευαγγελάτος το πέρασε από το συμβούλιο και μάλιστα είπε «Υπάρχει άνθρωπος στο συμβούλιο που θυμάται την περίπτωση σου και είπε αυτή που μας πήγε στα δικαστήρια θα πάρουμε;». Δεν έχει αλλάξει δηλαδή τίποτα από την Χούντα, ίδιο άνθρωποι ήταν ξανά μέσα στα διοικητικά συμβούλια… Η πρόσληψη μου όμως βόλευε για πολλούς λόγους σε μία περίοδο που κατηγορούσαν τον Σπύρο ότι παίρνει μόνο δεξιούς. Έτσι μπήκα, με συμβόλαια που κάθε τόσο ανανεωνόταν. Κι απλά κάποια στιγμή, είχα μπροστά μου ένα συμβόλαιο που δεν το υπέγραψα.
Πολλοί πάντως λένε πως η Μακίσογλου είναι σύμβολο για το θέατρο της Θεσσαλονίκης
Αυτό είναι πολύ μεγάλη κουβέντα. Εγώ δεν το αντιλαμβάνομαι αυτό. Εγώ δεν είχα καταλάβει καν ότι ήμουν καλή. Το καταλαβαίνω μόνο όταν έρχονται και μου θυμίζουν παραστάσεις πενήντα χρόνια πριν. Αυτό πάει να πει πως κάτι καλό έκανα. Από εκεί και πέρα, έμεινα πιστή σε αυτό που πιστεύω γα το θέατρο κι ότι ο ηθοποιός είναι αθλητής. Ο ηθοποιός αν θέλει να δουλεύει για πολλά χρόνια θα πρέπει να κάνει πρωταθλητισμό. Έτσι είναι η δουλειά μας. Θέλει πειθαρχία, θέλει να σεβόμαστε το σώμα μας και να το εκτιμάμε. Να μπορεί να μας ακούει και το λέω εγώ που τώρα πια, δεν με ακούν όλες οι αρθρώσεις μου. Έχω μεγαλώσει αρκετά. Να μπορεί να διατηρεί τη φωνή του και να αισθάνεται πως δε ξέρει τίποτα. Αυτό το τέλειο δεν υπάρχει, δεν πρέπει να υπάρχει γιατί όταν λέμε σε κάποιον πως είναι τέλειος, σημαίνει πως δεν έχει πια περιθώρια να εξελιχτεί. Το τέλειο έχει μέσα του τη λέξη τέλος. Για μένα, η «Λούνα» που κάνουμε τώρα ήταν μία πρόκληση για να δοκιμαστώ μέσα σε συνθήκες όχι προστατευτικές όπως προσφέρει μία σκηνή. Την κουβάλησα μάλιστα δύο χρόνια και τώρα που την ξαναβρήκα, ανακάλυψα καινούρια πράγματα που δεν είχα βρει νωρίτερα. Αυτό είναι εξέλιξη και μαγεία που κρατάει κάποιον ζωντανό.
Πόσο σημαντικό είναι σήμερα για εσάς να παίζετε την «Λούνα»;
Είναι καταρχήν αναζωογονητικό ότι παίζω. Επίσης, ήταν πολύ σημαντικό ότι γνώρισα την ιστορία αυτής της γυναίκας κα των εβραίων της πόλης μου, που παρόλο που είχα γείτονα εβραίο, δεν ήξερα πολλά. Είναι σπαρακτικό πως μία γυναίκα επιστρέφει και είναι μόνη, σε μία πόλη εχθρική. Επιστρέφει κα περνάει τα ίδια με πριν. Κι εδώ κρυώνει και πεινάει… Τι πέρασαν αυτοί που γύρισαν και δεν βρήκαν στέγη, δεν τα ήξερα… Άνθρωποι που γύρισαν κα δεν είχαν να διεκδικήσουν τίποτα. Η Λούνα γεννήθηκε στον Συνοικισμό 151, μία περιοχή πίσω από το Ιπποκράτειο, εκεί που παλιά υπήρχε και στάση που λεγόταν «151». Σε εκείνη την περιοχή ήταν ένας εβραϊκός συνοικισμός με ξύλινα σπίτια με τέσσερα δωμάτια το καθένα και σε κάθε ένα δωμάτιο με μία οικογένεια. Στην παράσταση, η πόλη είναι παρούσα σαν σκηνικό και ενώ μιλάνε για μέρη και δείχνουν φωτογραφίες, από όπου περνάμε είναι το τώρα. Και το τώρα, είναι επίσης άγριο. Και το τώρα έχει επίσης βία. Έχει άστεγους.
Αυτή είναι η εικόνα σας από τη Θεσσαλονίκη σήμερα;
Η Θεσσαλονίκη ήταν πάντοτε μία εργατούπολη που προσπάθησε και μέχρι ένα σημείο το κατάφερε να κρατήσει τον χαρακτήρα της. Πέρασαν από εδώ όλοι οι λαοί αλλά όπως τα έζησα εγώ, είδα να θέλουν να κάνουν τη Θεσσαλονίκη μία επαρχία. Και την κάνανε. Η Θεσσαλονίκη, ειδικά για τους καλλιτέχνες, είναι τάφος. Ό, τι και να κάνεις εδώ, δεν το μαθαίνει κανείς. Δεν έχει χαμπάρι τίποτα, κανένα… Αν δεν πας στην Αθήνα, να παίξεις σε ένα τηλεοπτικό, να σε δει το ευρύ κοινό, να έρθουν και να σου κάνουν τα μεγάλα συμβόλαια, τι τα θέλεις… Τον καιρό που ζητούσα εγώ να μπω στο Κρατικό το ’78, ζητούσε και η Ελένη η Γερασιμίδου. Δεν την πήρανε και δεν ήρθε ποτέ. Κι έφυγε στην Αθήνα αναγκαστικά. Γύρισε μετά όταν έκανε την κόρη της – τα παιδιά μας έχουν ίδια ηλικία – και μετά πάλι κατέβηκε για να βρει τον δρόμο της. Έτσι αναγνωρίστηκε και είναι η Ελένη που είναι τώρα. Είμαστε φίλες με την Ελένη γι’ αυτό τα λέω. Η τηλεόραση δίνει την ώθηση και εκείνη την εποχή έδινε και αρκετά καλά λεφτά. Είναι και σήμερα δύσκολα τα πράγματα για έναν ηθοποιό. Δε θα ζήσει από το θέατρο.
Αλήθεια, τι μπορεί να εύχεστε για εσάς σήμερα;
Εγώ για μένα θέλω να έχω σώας τας φρένας και να είμαι γερή. Όταν μεγαλώνεις και βλέπεις τι συμβαίνει θέλεις να μπορεί να λειτουργεί το μυαλό. Θέλω να έχω επίγνωση του πότε πρέπει να σταματήσω. Όπως είπα ότι δε μπορώ πια να διδάξω γιατί το σώμα μου δεν έχει τις ίδιες ικανότητες που είχε κάποτε, έτσι να ξέρω πότε να πω όχι. Ότι μου κάνουν όμως την τιμή και με ζητάνε ακόμα, αυτό για μένα είναι μεγάλο δώρο…
*Η παράσταση «Προς Μενοικέα» σε σκηνοθεσία του Δαμιανού Κωνσταντινίδη, ξεκινάει από 1 Νοεμβρίου στο Transcendance – αγωγός τέχνης (Πολυξένης Αντωνίου 4). Πρωταγωνιστούν: Θάνος Διμηνάς, Ελένη Μακίσογλου, Γιάννης Μονοκρούσος, Αντιγόνη Μπάρμπα, Δανάη Τσιοπλή