Εύα Νάθενα: «Ο Παπαδιαμάντης ήταν φιλάνθρωπα προφητικός»
Η σκηνοθέτιδα της "Φόνισσας" μιλά μεταξύ άλλων, για τη δικιά της οπτική στην ταινία, τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και τις δυσκολίες των γυρισμάτων.
Συνέντευξη της Εύα Νάθενα στην Αναστασία Χατζηκυριακίδου, πρωτοετή φοιτήτρια στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ.
Η συνέντευξη έγινε με αφορμή την προβολή της ταινίας “Φόνισσα” στη Θεσσαλονίκη, την Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου, στο Ολύμπιον, την οποία ακολούθησε συζήτηση με την ίδια τη σκηνοθέτιδα.
Πώς νιώσατε που είχε το κοινό φοιτητές; Πιστεύετε πως θα αναλογιστούν διαφορετικά το περιεχόμενο της ταινίας και τα μηνύματα που περνάει;
«Ήδη από την πρεμιέρα που έγινε εδώ στη Θεσσαλονίκη, η προσέλευση νέων ανθρώπων ήταν η μεγάλη ευχάριστη που μας περίμενε. Η ταινία αγγίζει και μιλά στα νέα παιδιά, καθώς, χωρίς καν να το αναγνωρίζουν, φέρουν μέσα τους κόμπους και τραύματα κληρονομημένα από τα χέρια των γονιών τους. Με συγκινεί πολύ αυτό, γιατί αν μετά από τόσα χρόνια ανάγνωσης δικιάς μου, κατάφερα – σε σχέση με αυτά που εγώ επιθυμούσα – να συνδέσω αυτό το αφήγημα με τα νέα παιδιά, τότε κάτι μάλλον κάναμε καλά, κάτι καταφέραμε. Υποθέτω, πως αυτό συμβαίνει, επειδή υπάρχει προσωπικό βίωμα που κατατίθεται με μια βαθειά αλήθεια».
Υπάρχει η σκέψη να προβληθεί η ταινία και σε σχολεία;
«Υπάρχουν ήδη σχολεία που κάνουν ειδικές προβολές. Και πάω σε όποιο με καλούν με μεγάλη χαρά και θέρμη, γιατί ακριβώς αυτό ήθελα να κάνω: να πω αυτά που δεν άκουσα εγώ στο δικό μου σχολείο, στα σχολικά μου χρόνια».
Τι έχετε αποκομίσει από τις προβολές που έχουν πραγματοποιηθεί;
«Όταν κατέβηκα στη γενέτειρά μου, στο Ηράκλειο Κρήτης, το πρώτο σχολείο που πήγα ήταν το Παγκρήτιο. Μετά από πολύ καιρό έλαβα γραπτές εντυπώσεις παιδιών, και είναι από τα πιο συγκινητικά πράγματα που έχω πάρει ποτέ στη ζωή μου. Και επίσης, σε κινηματογράφους που πήγα μετά από πρόσκληση Λυκείων – στη Β’ Λυκείου διδάσκεται ο Παπαδιαμάντης – ήταν πολύ συγκινητικά, γιατί τα παιδιά προετοιμάστηκαν ιδιαίτερα για αυτές τις συζητήσεις μας. Θυμάμαι ακόμη, ένα βράδυ στην Αθήνα, έξω από τον κινηματογράφο «Όπερα» να με περιμένουν με τη φιλόλογό τους τα παιδιά μιας τάξης Γ’ Γυμνασίου. Εκεί, στο πεζοδρόμιο της οδού Ακαδημίας, και όσο παιζόταν η επόμενη προβολή, που θα συζητούσα με το κοινό, με «στρίμωξαν» τόσο ωραία τα παιδιά, κάναμε τόσο ωραία κουβέντα, αυθόρμητη, με μεταδοτική ενέργεια, με καταιγιστικές, «διψασμένες» ερωτήσεις δικές τους. Κάτι τέτοιες στιγμές με κάνουν να αγαπώ αυτό το εγχείρημα εκ νέου».
Έχετε μιλήσει πολλές φορές για το διαγενεακό τραύμα και σε άλλες συνεντεύξεις, λέγοντας μεταξύ άλλων ότι δεν είναι κάτι αόρατο. Στην ταινία παρουσιάζεται μέσω της σχέσης της Χαδούλας με τη μητέρα της. Είναι κάτι που ζούμε και σήμερα σε διάφορες καταστάσεις;
«Δυστυχώς, ναι, χωρίς να το υποπτευόμαστε. Γιατί δεν διαβάσαμε σωστά. Ο Παπαδιαμάντης ήταν φιλάνθρωπα προφητικός. Δηλαδή, αγάπησε τόσο πολύ τον άνθρωπο και θέλησε τόσο πολύ να ερμηνεύσει τα πάθη του και τα δεινά του, προλέγοντας τι είναι αυτό το τραύμα το οποίο θα εξακολουθεί να μας παιδεύει. Θα έπρεπε ο πολιτισμός μας, συγκριτικά με τις εποχές εκείνες, να είχε προχωρήσει. Δυστυχώς, κάνουμε σημειωτόν χρόνια τώρα, συλλογικά και κατά μόνας. Αν μόνον ένας μετακινήσει τους βράχους μπροστά από το σπίτι του, χωρίς και όλοι οι υπόλοιποι να κάνουν το ίδιο, δεν θα ανοίξει ο δρόμος, ο ορίζοντας. Πιστεύω στη δύναμη της ανθρώπινης βούλησης να το αλλάξει αυτό. Όπως πιστεύω και στη γνώση και τη σοφία των ειδικών. Όπως πιστεύω και στην πίστη των ανθρώπων που κοιτώντας τον ουρανό περιμένουν από τον Θεό και από τους Αγίους. Ακόμα και αυτή, την ίδια την πίστη, δεν την έχουμε διαβάσει σωστά. Αν έτσι δεν πίστευα, θα τα είχα παρατήσει προ πολλού. Το να δουλεύουμε πραγματικά με τους εαυτούς μας, για να συγχωρήσουμε, για να συγχωρεθούμε, το να δουλεύουμε διαρκώς και πολύ, είναι μια πράξη αγάπης – και προς τον ίδιο μας τον εαυτό και προς τους ανθρώπους που έχουμε την ευθύνη τους στην οικογένειά μας και προς όλους. Θέλει πολύ αγώνα πνευματικό αυτό το πράγμα. Καθώς κατακτάς ένα ένα σκαλί, καθώς επιτελείς το χρέος σου στη ζωή, νιώθεις πολύ όμορφα, λυτρώνεσαι. Είτε ως γονιός για να δώσεις το απόθεμά σου, είτε ως κόρη ή γιός για να επιστρέψεις τις οφειλές προς τους γονείς σου. Δίνοντας και επιστρέφοντας ο καθένας από εμάς «το ολόκληρο» στους ανθρώπους που μας αναλογούν στη ζωή αυτή. Είναι όμορφα να δουλεύουμε μέχρι τέλους σε αυτόν τον αγώνα, χωρίς να εγκαταλείπουμε με την επίφαση του πόνου και του κόπου».
Και ακριβώς επειδή έχουμε ακόμα πολλά να κάνουμε, ίσως γι’ αυτό παραμένει ακόμα επίκαιρο το ζήτημα.
«Είχα μεγάλη αγωνία να μιλήσω για αυτά τα τραύματα που έβλεπα φανερά, χρόνια τώρα, σε αυτό το αφήγημα. Αν δεν τα δούμε καθαρά και δεν τα αναλάβουμε, δεν πρόκειται να ξεκινήσουμε τη θεραπεία τους ποτέ. Δηλαδή, η φράση «Με λένε Εύα και είχα το διαγενεακό τραύμα της μητέρας μου, χωρίς να καταλαβαίνω πώς το εισέπραξα και σε τι με έβλαπτε», είναι μια ομολογία, όχι για να με κοιτάξουν οι άνθρωποι, αλλά προκειμένου να οδηγηθώ κάποτε στο φως και στη λύτρωση».
Ένα από τα πράγματα που μου άρεσε στην ταινία ήταν η προσέγγιση, η οποία δεν θυματοποιούσε τις γυναίκες και απενοχοποιούσε τους άνδρες. Δεν είναι η συνήθης καταγγελία.
«Πολλές φορές λέω στους βοηθούς μου «Πείτε μου και τη λύση, όχι μόνο το πρόβλημα». Δεν είναι εύκολο πάντα, αλλά εμένα μου αρέσει να βλέπω τη ζωή σε σχέση με το πώς λύνεται το πρόβλημα, πώς επιλύεται το δύσκολο, πώς οδηγείται ένα τραύμα σε κάθαρση, σε εξαγνισμό. Έτσι μ’ αρέσει να εστιάζω, για μένα έτσι έχει αξία η τέχνη, όχι το σκοτάδι για το σκοτάδι. Αν καταθέσεις στο σκοτάδι, να το κάνεις για να βρεθείς στο φως. Το να εντοπίσω τι πραγματικά έγινε, τη βία και τι διάσταση είχε εκείνη την εποχή, ήταν κυρίως για να εντοπίσω και μια αντίστοιχη διαδικασία ιαματική. Για αιώνες εμείς οι άνθρωποι, άντρες και γυναίκες, δεχόμαστε και εμπλεκόμαστε σε κακοποιητικές συμπεριφορές. Πώς να φύγουν αυτά από το DNA μας, να εξαγνιστούμε, να κάνουμε ειρήνη με τον εαυτό μας και το άλλο φύλο, όταν μας παραδίδεται ότι είμαστε μεταξύ μας αντίπαλοι; Ή όταν από μικρά παιδιά ακούμε τους γονείς μας να λένε με αρνητικό πρόσημο, «Σαν την μαμά σου το κάνεις αυτό», «Ίδια ο πατέρας σου»… έχει μέσα απαξίωση. Απαξίωση. Είναι τρομερό ότι το κάνουμε αυτό στα παιδιά μας και μετά, καθώς μεγαλώνουν, περιμένουμε να τους δούμε σε ευτυχισμένα ζευγάρια. Πώς θα συμβεί αυτό;»
Τέτοιες απόψεις φαίνεται ότι περνούν στα παιδιά από πολύ μικρή ηλικία.
«Ακριβώς! Οι γυναίκες μεγαλώνουν διαφορετικά τα αγόρια τους από τα κορίτσια τους, ακόμα και σήμερα. Ελπίζω να μας θυμίζει κάπου κάπου η τέχνη να προσπαθούμε να δουλέψουμε, καθένας μας όσο μπορεί, εντός του εαυτού μας, της εστίας μας, της κοινωνίας μας με διάθεση να γιατροπορευτούμε μαζί ανάμεσα σε όσα μας βασανίζουν και μας χωρίζουν. Φαντάζει ουτοπικό, αλλά αξίζει».
Η Φραγκογιαννού νιώθει πως δεν διαπράττει τους φόνους από κακία και μίσος προς τα κορίτσια, αλλά από μία υποσυνείδητη καλοσύνη για να τα σώσει από τη δυστυχία μιας δύσμοιρη ζωής. Το κάνει για να διορθώσει τη ζωή, όπως αυτή ορίζεται από τους άγραφους νόμους μίας κλειστής και αναχρονιστικής κοινωνίας. Πρόκειται, άρα, για μία ιδιότυπη «αυτοδικία»; Η αυτοδικία όμως δεν είναι αποδεκτή, όσο «δίκαιη» και να θεωρείται ηθικά.
«Πολλοί σύγχρονοι μελετητές, έχοντας υπέροχα και βαθιά διαβάσει το διήγημα αυτό, λένε, «Όλοι αυτοί οι φόνοι δεν είναι παρά συμβολικές αυτοκτονίες της ίδιας της Χαδούλας», που «σε όλη της τη ζωή, ως κόρη, ως σύζυγος, ως μάνα, ως γιαγιά υπηρετούσε ως υπηρέτρια τους πάντες». Στο τέλος, η Φραγκογιαννού παλινδρομεί και γίνεται βρέφος, κοιμάται σε εμβρυική στάση σε σπηλιές και σε εσοχές, επιστρέφει στη μήτρα. Ο Παπαδιαμάντης περιγράφει συμβολικά, και το έργο του, όπως όλα τα κλασικά έργα, είναι πάντα ανοιχτό και επιδέχεται πολλές, διαχρονικές, διαφορετικές ακόμα και αντιφατικές αναγνώσεις και ερμηνείες».
Πρόκειται για ψυχική παρέκκλιση;
«Είναι μία γυναίκα, που όπως λένε οι ειδικοί σήμερα, πάσχει από σχιζοτυπική διαταραχή. Δηλαδή, είχε καταλογισμό, διέκρινε, ήξερε ότι κάνει κάτι κακό, αλλά έλεγε στον εαυτό της ότι το κάνει για καλό».
Μήπως ο φόνος είναι ένα σύμπτωμα της αντινομίας που η κοινωνική συνθήκη ορίζει;
«Αυτό που κατέγραψε η ιστορία και ο Παπαδιαμάντης, περιγράφοντας τους ακραία ειδεχθείς αυτούς φόνους (ας μην μας “ξεγελάσει” η λόγια, υπέροχα λυρική γλώσσα του), είναι μία πληγή που πρέπει επιτέλους να την ονοματίσουμε. Δεν πρόκειται για μια φυσική νομοτέλεια, όπως τα ξερά φύλλα του δέντρου που πέφτουν προκειμένου να βγουν τα νέα. Καμία ανάγκη και καμία συνθήκη δεν μπορεί να αφανίσει το αυτεξούσιο του ανθρώπου».
Στην ταινία, ο ιερέας ως σύμβολο, είναι τυφλός, χωρίς στην πραγματικότητα να πάσχει από τυφλότητα. Είναι ίσως η βαθιά και επώδυνη ματαίωση που δεν τον ακούν και δεν τον δέχονται οι άνθρωποι; Εσείς αισθάνεστε αντίστοιχα, αναλογικά μπαίνοντας στη θέση του ιερέα, ότι κάποτε, παρ’ όλες τις καλές προθέσεις και τη σκληρή δουλειά η Τέχνη αδυνατεί να επηρεάσει αληθινά, βαθειά, θεραπευτικά την κοινωνία συνολικά;
«Θελήσαμε ο ιερέας να είναι τυφλός. Ένας λόγος, επειδή οι άνθρωποι όντως τον προτίμησαν έτσι, τους βόλευε. Άλλος λόγος, επειδή ο ίδιος δεν μπορούσε να συναινέσει, να συμβιβαστεί με αυτά τα τερατώδη που διέπρατταν οι άνθρωποι. Τι τυφλότητα είναι τελικά αυτή; ένας καταρράκτης, σαν μια άμυνα και αντίσταση στο αποσιωπημένο Κακό».
Πώς ήταν η εμπειρία των γυρισμάτων;
«Το πρώτο γύρισμα που κάναμε με την Καρυοφυλλιά, που σαν δεκτικό «μηχάνημα» τα έβγαλε όλα εις πέρας με μεγάλη θέρμη και μεγάλη γενναιότητα, ήταν στην πιο ψηλή κορυφή του Ψηλορείτη. Ανεβήκαμε σε υψόμετρο δυόμισι χιλιάδες μέτρα, η κατάβαση ακόμη δυσκολότερη. Είπα, «ήταν μια μικρογραφία της ταινίας αυτό», ένας μικρός Γολγοθάς, και για εμένα επιπλέον ένα χρέος. Το χωριό του πατέρα μου είναι στους πρόποδες του Ψηλορείτη, και λες και έπρεπε να καταφέρω να αναμετρηθώ με αυτό το τοπίο. Μόνον ως ενήλικας πια κατάλαβα το γιατί. Όταν οι προσλαμβάνουσές σου είναι πέτρα, μετά από λίγο έτσι και σκέφτεσαι, έτσι και φέρεσαι, έτσι και υπάρχεις.
Δύσκολες συνθήκες καιρικές, πολύ περιορισμένος ο χρόνος των γυρισμάτων, 30-31 ημέρες. Μετά, βέβαια, οι τελικές επεξεργασίες πήραν πολλούς μήνες. Επίσης, η μουσική… Έκρινα ότι με αυτήν την ταινία μόνο συμβατό μουσικό όργανο είναι η ανθρώπινη φωνή. Το εγχείρημα δύσκολο, απαιτητικό και κοπιώδες, αλλά νιώθω πως το αποτέλεσμα δικαίωσε και τον προσωπικό μόχθο και τα μηνύματα της ταινίας».