Φάνης Μουρατίδης στην Parallaxi: «Είχα πολλά ανόητα σύνδρομα, τώρα πλέον απολαμβάνω τη ζωή απενοχοποιημένα»
Σκηνοθετεί, παίζει, παρουσιάζει, εκφωνεί και διδάσκει - Ο Θεσσαλονικιός καλλιτέχνης μιλά για την επιτυχία του Maestro, τις τέχνες και τη ζωή του
Εικόνες: Αστέρης Καρατζάς
Μία κουβέντα με το Φάνη Μουρατίδη μπορεί να διαρκέσει ώρες, αλλά να μη βαρεθείς ούτε λεπτό.
Ο λόγος του σε συνεπαίρνει, η κουβέντα μπορεί να εμπεριέχει τα πάντα, από το θέατρο, το σινεμά, το Maestro (που έτσι όπως το περιέγραψε μάλλον συνεχίζεται), την αγαπημένη του γενέτειρα, Θεσσαλονίκη, τα αθλητικά και τον Γκάλη, το AI και τις τέχνες, το τηλεπαιχνίδι Moneydrop που παρουσιάζει τους τελευταίους μήνες, εννοείται και την παράσταση που σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί ‘2.22 a Ghost story’, που αυτές τις μέρες παίζει στην πόλη.
Η συζήτηση έγινε σε ένα σκηνικό εμπνευσμένο από έναν… αόρατο σκηνοθέτη (για το υπερφυσικό άλλωστε μιλά και η παράσταση):
Σε ένα καφέ στην πλακόστρωτη πλατεία Άθωνος, σχετικά μακριά από τα «φώτα» της πόλης ώστε να μην σταματά συνεχώς η κουβέντα από τους ανθρώπους που τον αναγνωρίζουν και του μιλούν (χωρίς πάντως ο ίδιος να έχει κάποιο πρόβλημα με αυτό, απολαμβάνει άλλωστε την επικοινωνία), και με την ξαφνική βροχή να μην διακόπτει επ’ ουδενί τη ροή του λόγου και ίσα ίσα να δημιουργεί ένα σκηνικό ταινίας -γιατί όχι και του Χριστόφορου…-.
Ακομπλεξάριστος, απίστευτα επικοινωνιακός, ένας χαρούμενος άνθρωπος που όπως μου λέει «μόνο μέσα στη χαρά αναγνωρίζω τον εαυτό μου», έχει τον τρόπο του να σε κερδίζει. Αλλά και να σε ακούει. Έχει επικοινωνιακό χάρισμα, παίρνει από σένα, ταυτόχρονα όμως τα επιστρέφει εις διπλούν, όλα όσα λέει μοιάζουν τόσα δουλεμένα και επεξεργασμένα μέσα του, που βγαίνουν σαν τις σταγόνες της βροχής σε εκείνη τη μικρή καταιγίδα.
Το τυχαίο περιστατικό που ζήσαμε μετά το τέλος της συνέντευξης το κρατάμε μόνο εκείνος κι εγώ. Έδειξε όμως ότι είναι, εκτός απ’ όλα όσα ανέφερα για εκείνον πριν, και ωραίος άνθρωπος.
Τι είναι τελικά ο Φάνης Μουρατίδης; Ηθοποιός; Σκηνοθέτης; Παρουσιαστής; Εκφωνητής; Δάσκαλος στη σχολή;
«Αγαπώ πολύ αυτό που κάνω. Βασικά αγαπώ πολύ την επικοινωνία και όπου μου δίνεται βήμα για να επικοινωνήσω με τον κόσμο, το αρπάζω. Γιατί θέλω να είμαι όσο γίνεται πιο επιδραστικός. Συνδέονται όλα αυτά, γιατί όλα καταλήγουν στην επικοινωνία. Όλο αυτό φτιάχνει κοινότητες, φτιάχνει σχέσεις.
Θα σου πω κάτι καταπληκτικό που έζησα εδώ χθες το βράδυ. Είμαι εδώ και σκάει ένας τύπος και μου λέει εσύ δεν είσαι αυτός που κάνει το Moneydrop; Μία κυρία μου λέει: Εσύ δεν είσαι αυτός που δίνει τα λεφτά; Άρα, αυτό που κάνω επιδρά. Αυτό δίνει κάποιο έπαθλο. Εμένα η χαρά μου είναι ότι είμαι δίπλα σε μια σημαντική στιγμή της ζωής σου, όταν σου δίνονται 200.000 ευρώ στα χέρια σου και το ζούμε μαζί. Μπορεί να μην το καταλαβαίνει κανείς, αλλά για μένα είναι σημαντικό. Γιατί όταν θα έχεις κερδίσει ένα ποσό, 50, 20 ή 10, και θα διηγείσαι την ιστορία, κάπου στη αφήγηση θα είμαι κι εγώ. Ξέρεις τι είναι να φεύγεις από κάπου και να έχεις περάσει καλά, βγάζοντας και λεφτά;
Την παρουσίαση την έκανα με χαρά και λογικά θα συνεχιστεί και την επόμενη χρονιά. Το σημαντικό για μένα είναι ότι είμαι χαρούμενος γιατί έχω μια πολύ καλή ομάδα. Δεν ξέρω αν θα ακουστεί λίγο γραφικό, αλλά από τη στιγμή που ξέρω ότι σου κάνω συντροφιά σπίτι σου και σε κάνω να διασκεδάσεις και να αποσυμπιεστείς κι εγώ βοηθάω, είμαι ΟΚ».
Μήπως είναι και δική σου ανάγκη το να κάνεις συνεχώς νέα πράγματα;
«Ναι, συνεχώς, στο οτιδήποτε. Να σου πω: Έχω γράψει ένα τραγούδι στο Suno. Αυτό ξεκίνησε από το γιο μου, με τη μουσική και λέω ότι έτσι είσαι ρε μπαγάσα; Θα γράψω κι εγώ ένα τραγούδι. Έγραψα τους στίχους και η μουσική δημιουργήθηκε από το εργαλείο, με βάση αυτό που ζήτησα.
(σσ. ακούω το τραγούδι και μου αρέσει ο στίχος «Γέλια υπάρχουν στις σιωπές, λέξεις δεν βγαίνουν, χαθήκαν στις σκιές». Του απονέμω τα εύσημα)».

Άρα να υποθέσω ότι είσαι υπέρ του ΑΙ;
«Θεωρώ ότι είναι ένα εξαιρετικό εργαλείο για το δημιουργό, για τον φύσει creator. Όχι που θα του μάθει το εργαλείο, αλλά για να αξιοποιήσει αυτός την μεγάλη δυνατότητά του. Φόβοι υπάρχουν για τα πάντα. Αν όμως μπουν τα σωστά όρια από τους θεσμούς, τότε δεν φοβάμαι. Αν τα κράτη επιτρέψουν την ασυδοσία, τότε έχω ανησυχίες. Από την άλλη δεν μπορείς και να εναντιωθείς στην εξέλιξη. Αυτή είναι η καινούργια επανάσταση, ευτυχώς ή δυστυχώς.
Μπορεί σε λίγο ο Φάνης Μουρατίδης να είναι ένα brand, να παίρνει ένα πάγιο 1.000 ευρώ το μήνα για να τον χρησιμοποιούν αυτοί, και να κάθεται σπίτι του. Μπορεί να βλέπω τον Ντίνο Ηλιόπουλο, με το Ρόμπερτ Ντε Νίρο και την Κατίνα Παξινού, τον Όρσον Γουέλς να παίζουν ‘Φωνάζει ο κλέφτης’». Περνάμε σε μια εποχή που θα πάμε στον αχταρμά, αλλά δεν φοβάμαι την τρομοκρατία του επαγγελματικού προσανατολισμού. Το θέμα είναι ποια είναι η αισθητική μας, η σύνδεσή μας με τα πράγματα, τι γίνεται με τις κοινωνικές μας δεξιότητες και τη φαντασία.
Παίρνω ένα παράδειγμα το GPS. Σήμερα επειδή υπάρχει η εφαρμογή αυτή, κανείς δεν μπορεί να προσανατολιστεί. Άρα όταν θα έρχονται όλα μέσα από το ΑΙ, θα αναρωτηθείς γιατί να πας να σπουδάσεις; Κάνε μου μια ερώτηση σε όλα τα επίπεδα, θα μου το πει και θα το ξέρω».
«Χρειάζεται η ντροπή και το λάθος»
Η εικόνα παίζει καθοριστικό ρόλο τη σημερινή εποχή;
Είμαστε σε εποχή λατρείας της εικόνας, η αγωνία για την εικόνα είναι προτεραιότητα. Αυτό δεν το θεωρώ τόσο κακό. Όμως η δεύτερη προτεραιότητα έχει γίνει το πόσα λεφτά βγάζεις. Ενώ παλαιότερα ήταν το ποιος ήσουν. Αν σήμερα κάποιος βγάζει πολλά χρήματα, είναι μάγκας και αξιοσέβαστος. Το ποιος είναι αυτός όμως δεν αφορά κι αυτό με βραχυκυκλώνει. Θα ήθελα η εξίσωση ανθρώπου και επαγγελματία να βγάζει θετικό πρόσημο. Αυτό που μετρά για εμένα δεν είναι πόσα λεφτά έχεις βγάλει, αλλά ποιος είσαι. Το τι συναισθήματα μου δημιούργησες, το αν σε θαύμασα το πώς η συνάντησή μου μαζί σου κάτι μου άλλαξε, μου έβαλε ένα ερωτηματικό, δεν κοιμήθηκα. Πώς λειτούργησες για μένα. Να μου δώσεις ένα κίνητρο. Αυτό βοηθά το είδος να εξελιχθεί.
Τώρα πια το είδος τα εναποθέτει όλα κάπου, στο όνομα μιας ευκολίας! Να μην πηγαίνω στην τράπεζα και να μην κάθομαι στην ουρά για να χάνω τόσο χρόνο, περιμένοντας. Λες και όταν τον είχες αυτό το χρόνο, τι τον έκανες δηλαδή δημιουργικά; Τι άλλαξε δηλαδή τώρα που τον έχεις αυτό το χρόνο; Είσαι στο ίνσταγκραμ! Αυτό δεν κάνεις;
Ενώ πριν ήσουν στην ουρίτσα, ήταν μπροστά σου ο Χάρης και άρχισες κουβεντούλα. Είχες μια προσωπική σχέση με τον άνθρωπο. Τώρα; Θα πάει η μάνα μου στην τράπεζα και θα πάρει καταναλωτικό δάνειο. Τι θα καταλάβει; Κι αν γίνει ένα λάθος, ποιος θα φταίει; Θα κάνω μήνυση στο ΑΙ ή στο ρομπότ; Τι θα του πω: Δεν με κατάλαβες που καίγομαι;
Ίσως σε λίγα χρόνια φτάσουμε στο σημείο να έχουμε ένα πιστοποιημένο avatar ο καθένας, που θα πληρώνει, θα οργανώνει ταξίδια, θα ψωνίζει, θα ανοίγει τα φώτα, θα έχει κλείσει το μίτινγκ της τηλεδιάσκεψης. Όπως είναι ο αριθμός ταυτότητας, που θα σου διευκολύνει – στο ιδανικό σενάριο – τη ζωή. Είμαστε κοντά στο εξιδανικευμένο σενάριο. Παρ΄όλα αυτά η ιστορία δείχνει πως όταν είναι όλα λυμένα και ο άνθρωπος δεν έχει κίνητρο, γυρίζει σε κάτι αυτοκαταστροφικό. Χρειάζεται ο συντελεστής δυσκολίας, χρειάζεται η ντροπή, χρειάζεται το λάθος γιατί κάτι πρέπει να γίνει. Δε θέλω να μου λύνουν τα χέρια!
Θέλω να κάτσω με τους φίλους μου, να λέω τις παπάρες μου, να βγω στο δρόμο, να μιλάω, να τους χαιρετάω, το χαίρομαι και γουστάρω. Η ζωή είναι σχέσεις! Τι άλλο είναι; Θα απομονωθώ γιατί είναι καλύτερα; Επειδή μου διευκόλυνε τη ζωή; Ωραία κάτσε στη γλάστρα να σε ποτίζουμε και να μην πας πουθενά στο όνομα μιας εκπληκτικής διευκόλυνσης».
Έχει αλλάξει η σκηνοθεσία; Τι κάνει έναν σκηνοθέτη καλό;
«Εμείς μεγαλώσαμε με τη ανάγκη ο σκηνοθέτης να είναι και δάσκαλος. Και είχαμε την τύχη η δική μου γενιά να έχει δασκάλους σκηνοθέτες. Μιλάω για τον Ανδρέα τον Βουτσινά, μέγας σκηνοθέτης δάσκαλος. Ο Μίνως ο Βολανάκης, ένα φαινόμενο που δεν έχει εμφανιστεί ξανά, αντίστοιχος του Μάνου Χατζηδάκι στη μουσική για μένα, ο Βασίλης ο Παπαβασιλείου, ο Λευτέρης ο Βογιατζής. ο Κώστας ο Τσιάνος. Αυτοί ανήκουν στην κατηγορία των δασκάλων, ήταν μαστόρια της δουλειάς, που πέρασαν αναγκαστικά ή όχι στη σκηνοθεσία. Εμείς η γενιά των ηθοποιών που συνδιαλλαγήκαμε με αυτούς τους ανθρώπους, εκπαιδευτήκαμε, ανατρέψαμε, αμφισβητήσαμε πράγματα, βεβαιότητες. Αυτό το μοντέλο δασκάλου – σκηνοθέτη τείνει να εξαφανιστεί.
Εγώ είμαι στην κατηγορία του σκηνοθέτη που προσπαθεί να βγάλει το καλύτερο από τον ηθοποιό. Είχα ξεκινήσει να σκηνοθετώ εδώ από τη Θεσσαλονίκη. Είχαμε κάνει τη θεατρική ομάδα ‘Μπάρκο’ και είχαμε κάνει την παράσταση ‘Παίζοντας με το Μότσαρτ’. Ήμουν στο Κρατικό Θέατρο τότε και επειδή δεν μπορούσα να παίζω, είχα κάνει αυτή την ομάδα και δουλεύαμε με τα παιδιά σε πιο προσωπικό επίπεδο ως σκηνοθέτης. Μετά κατεβήκαμε και στην Αθήνα.
Όλες οι αναφορές μου με καθόρισαν αλλά θα καταλήξω σε ένα πράγμα: Τα νεότερα παιδιά φέρουν μια νέα προβληματική που δεν την έχουμε εμείς. Επίσης εγώ διαφωνώ με τον μηδενισμό του παλιού. Εγώ θεωρώ ότι το παλιό έχει αφήσει μια παρακαταθήκη. Ο πατέρας σου σου έχει αφήσει ένα κομπόδεμα. Αυτό μην το πετάς. Κράτα το. Φτιάχτηκε με κόπο και στερήσεις, με αγωνίες. Σε μια εποχή που δεν ξέραμε τι είναι θέατρο, αυτοί οι άνθρωποι έφτιαξαν θέατρο, ξεκινώντας από το μηδέν. Κράτα αυτή την τεχνογνωσία, κάντο με το δικό σου τρόπο, αλλά μάθε από αυτή την τεχνογνωσία γιατί θα ξαναπεράσεις από αυτή. Φτιάξε μια νέα δυναμική, με βασική προϋπόθεση την αγάπη σου για το αντικείμενο.
Εμένα το πρόβλημά μου είναι ότι προσπαθούμε να γίνουμε εμείς σημαντικοί μέσα από το έργο. Όχι. Το έργο πρέπει να είναι το σημαντικό. Η αγάπη μου για το αντικείμενο και η ευθύνη για το αντικείμενο. Η νέα γενιά πρέπει να καταλάβει πως πρέπει να αναλάβει την ευθύνη με το καλημέρα σας και όχι να λέει ότι είμαστε νέοι και παλεύουμε. Η ευθύνη έχει να κάνει με την προσφορά και την αγάπη με το αντικείμενο.
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνει ένας σκηνοθέτης είναι να επιλέξει ένα πολύ καλό έργο, να το κατανοήσει, να ξέρει ότι αυτό αφορά, να θέλει να το επικοινωνήσει, να κάνει το σωστό κάστινγκ και μεταξύ τους να είναι άνθρωποι που θα κάνουν χημεία και θα κάνουν αλληλεπιδράσεις. Αυτό το δυναμικό που πήρε στα χέρια του να το εκσφενδονίσει στο καλύτερο που θα μπορούσε να παράγει. Οι ατομικότητες να γίνουν συλλογικότητες και ταυτόχρονα να το φτάσουν εκεί που θα μπορούσε να πάει. Μπορεί βέβαια η ιστορία που διάλεξα να μην αφορά το κοινό. Αλλά η προσπάθεια μετράει. Φλερτάρουμε με κάτι που δεν ξέρουμε αν θα έχει ανταπόκριση, θα θυσιαστούμε στη δουλειά και στο τέλος μπορεί να μην αφορά. Αυτό είναι το θέατρο».
«Υπάρχει κάποιος να μου πει τεκμηριωμένα ότι δεν υπάρχει το υπερφυσικό;»
Το 2.22 – A Ghost story που παίζεται τώρα στη Θεσσαλονίκη σε τι αφορά;
«Σε μια ματαιότητα του σκηνοθέτη και ανθρώπου που έχει αναλάβει τη διεύθυνση του θεάτρου να βάλουμε ένα στοίχημα στο τι είναι πραγματικότητα. Η παράσταση θέτει ερωτήματα. Τι είναι αυτό που θεωρείς εσύ πραγματικότητα; Πραγματικότητα είναι αυτό που εσύ θεωρείς ή είναι κάτι που υπερβαίνει τα πιστεύω σου; Μπορεί τα πράγματα να είναι δίπλα σου και να μην τα βλέπεις. Ή αυτό που βλέπεις να το έχεις ορίσει κάπως και να είναι έτσι όπως το έχεις ορίσει και όχι όπως το βλέπεις. Άρα για μένα, να διευρύνεις τον τρόπο της αντίληψής σου για την πραγματικότητα είναι τρομακτική δυναμική για τον άνθρωπο, γιατί ξαφνικά δεν σκέφτεται εμμονικά, σκέφτεται πιο σφαιρικά και ανοιχτά.
Και μόνο που του δίνεις εναλλακτικές, του δημιουργείς απορίες και αμφιβολίες».
Πιστεύεις και στο υπερφυσικό;
«Το υπερφυσικό με την έννοια ότι δεν ξέρω αν γνωρίζω όλη την πραγματικότητα. Υπάρχει κάποιος που να μπορεί τεκμηριωμένα να μου αποδείξει ότι δεν υπάρχει το υπερφυσικό; Όταν σου λέει κάποιος ότι υπάρχουν 13 διαστάσεις κι εγώ γνωρίζω συγκεκριμένες. Άρα υπάρχει εύρος διαστάσεων που εγώ δεν ξέρω ή μπορεί να μην βλέπω. Αν ο φακός του ματιού μου έβλεπε διαφορετικά δεν ξέρω τι θα έβλεπα τώρα. Άρα τι είναι πραγματικότητα; Είναι Matrix. Είναι τελείως υποκειμενικό, άρα πρέπει να είσαι ανοιχτός να συμπεριλάβεις όλα τα πιθανά ενδεχόμενα. Μέχρι χθες πιστεύαμε στη νευτώνεια φυσική, αλλά σήμερα δεν είναι λειτουργική, είναι παλιομοδίτικη. Αυτό μας δείχνει και την πραγματική μας διάσταση: Είσαι ασημαντότητα. Απλά είναι έτσι η φύση του ανθρώπου. Περνάμε τη φάση της αποθέωσης. Βλέπω χιλιάδες Life Coachers για το τι πρέπει να κάνουμε στη ζωή μας. Αρπαξέ το, κάντο, ράντο. Ακούω κάποιους να λένε: Καλά δεν με ξέρεις; Γιατί πρέπει να σε ξέρει κάποιος ρε φίλε; Πες μου ένα λόγο. Ποιος είσαι; Εγώ ποιος είμαι; Απλά ο καθένας πρέπει να κάνει καλά τη δουλειά του. Δε χρειάζεται κάτι άλλο».
Αισθάνεσαι αυτή την στιγμή στα καλύτερά σου ως Φάνης Μουρατίδης;
«Αυτή την περίοδο απολαμβάνω. Είμαι στα καλύτερά μου από τη μέρα που γεννήθηκα. Απλά δεν απολάμβανα, τώρα απολαμβάνω. Από παιδί είμαι ίδιος, δεν έχω αλλάξει. Τώρα απολαμβάνω απενοχοποιημένα. Παλιά δεν απολάμβανα από ντροπή. Από προκαταλήψεις. Απελευθερώθηκα. Έχω δικαίωμα στη χαρά και πρέπει να χαρώ. Γιατί όταν είμαι χαρούμενος, είμαι εγώ. Τότε με αναγνωρίζω. Δεν με αναγνωρίζω πουθενά αλλού. Στη χαρά σου φαίνεται ποιος είσαι. Πουθενά αλλού. Αυτό άλλαξε σταδιακά με τα παιδιά. Σε πολλές συναισθηματικές μου ρωγμές, η ύπαρξη των παιδιών μου μου κάλυψε πολλά κενά μέσα μου».
Αισθάνθηκες ποτέ επαγγελματικά ανασφαλής;
«Πάντα. Αυτό το έχω παντρευτεί, το ξέρω. Το πιο δύσκολο κομμάτι για τους δημιουργούς είναι οι κενοί χρόνοι. Μπορεί να σου αλλάξουν το mindset. Να σε αρρωστήσουν, να φτιάξεις σύνδρομα καταδίωξης, αυτοαμφισβήτηση, γι΄αυτό θεωρώ ότι πρέπει να έχουμε 5 ανθρώπους πάντα δίπλα μας που να τους εμπιστευόμαστε, να τους αγαπάμε και να μας αγαπούν τεκμηριωμένα και να είναι πάντα δίπλα μας, ως σημεία αναφοράς. Ένα πράγμα που λέω και στους μαθητές μου στη σχολή είναι ότι είναι πολύ σημαντική η διαχείριση των κενών χρόνων. Όποιος απομονώνεται αρρωσταίνει σιγά σιγά, θα πάει σε αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές. Εκτός αν μπορείς να το διαχειριστείς, είσαι γκουρού, ή έχεις κάτι κοχόνες διαστημικές που λέει και ο ποιητής… Πρέπει να είσαι άτομο που έχει κάνει επιεικώς συγκλονιστική διαδρομή. Πόσοι μπορεί να είναι αυτοί;».
Η τηλεόραση;
«Είχα πολλά σύνδρομα, δεν ήθελα να κάνω τηλεόραση. Ανόητα. Θεωρίες άλλων ήταν αυτά, δεν ήταν δικά μου. Σταθμοί πιστεύω ήταν το ‘Έτσι ξαφνικά’ της Μιρέλλας Παπαοικονόμου, σίγουρα και το ‘Μπαμπά μην τρέχεις’. Το ‘Πεθαίνω για σένα’, στο σινεμά. όλες οι ταινίες που έχω κάνει. Από σειρές και guest που έχω κάνει, όπως στις Πεθερές με τη Βίκυ τη Σταυροπούλου. Η Φριτέζα ήταν άλλη φάση και το M&M, αφού κάποιοι πιτσιρικάδες με φωνάζουν Μάικ Μάικ ακόμη. Την τηλεόραση την αγαπώ πολύ. Και το σινεμά. Ένιωθα ενοχές για τον κινηματογράφο την πρώτη φορά γιατί είχαμε κάνει πιο πριν τη ‘Γαμήλια νάρκη’ με το Δημήτρη τον Ινδαρέ κι εκεί ερωτεύτηκα το σινεμά και ένιωσα σαν αυτόν που απατά τη γυναίκα του και το κρύβει. Ήμουν τόσο ερωτευμένος με αυτό που ήταν σαν να ήθελα να πω… χωρίζουμε και δεν είχα το κουράγιο. Ένιωθα ενοχικά που είχα ερωτευτεί το κινηματογράφο. Η τηλεόραση είναι μέσα σε αυτό, γιατί μου έμαθε πολλά πράγματα. Δεν έχω κάνει κάτι που δεν αγαπώ. Εγώ δεν αγαπώ μόνο συνεργασίες».
Αρα για να πεις ναι σε όλα αυτά έπρεπε να τα δεις όλα και να δεις ποιες είναι οι συνεργασίες;
«Ναι, πρέπει να το δω πρώτα. Όχι από σταριλίκι, αλλά για να καταλάβω πώς θα λειτουργήσω εγώ. Για μένα δεν είναι κίνητρο τα λεφτά. Το πρώτο πράγμα που σκέφτομαι είναι το έργο, μετά οι συνεργάτες και μετά τα χρήματα».
Σε φοβίζει να έχουμε κι άλλο κύκλο στο Maestro, με την έννοια ότι δε θα είναι τόσο καλό όσοι οι προηγούμενοι;
«Αυτό απασχολεί περισσότερο το δημιουργό, όχι εμένα. Εγώ θέλω να ξαναζήσω την εμπειρία. Εγώ δεν πήγα απλά γιατί πίστευα ότι θα έκανε επιτυχία. Είχα ξαναδουλέψει με το Χριστόφορο και ήξερα τι κλίμα φτιάχνει. Μόλις με πήρε, δεν χρειάστηκε καν να διαβάσω το σενάριο Του λέω: Ναι. Μα, λέει δε θα διαβάσεις; Όχι. Δεν ήθελα να διαβάσω τίποτα. Και είπα όχι σε σειρά που με περίμεναν για να κάνω ρόλο που θα πήγαινε… τρένο. Με πολύ περισσότερα χρήματα και μεγαλύτερο ρόλο. Είπα όχι και μου λέγανε καλά είπες όχι, θα έπαιρνες τόσα λεφτά; Ναι αλλά αυτό που πήρα από εκεί δεν θα μου το έδινε με τίποτα το άλλο.
Για να καταλάβεις:
Είμαι χθες στο αεροδρόμιο και πάω για το check in. Δίπλα μου είναι μια Καναδέζα. Μου λέει: Fanis! Amazing job! Ενθουσιασμός. Πίσω από την ουρά φωνάζουν. Μόλις γύρισα μου λένε: Εσείς είστε; Ή είμαι στο Λονδίνο. Περπατάω. Με σταματάνε. Ο ηθοποιός που έπαιζε στο 2.22 επίσης. Στους Παξούς έρχονταν καράβια ολόκληρα. Έρχονταν ηθοποιοί από το εξωτερικό να έρθουν να βρουν το Χριστόφορο. Καταλαβαίνεις; Αν μου έλεγες σου δίνω 200 χιλιάρικα για να μου το πουλήσεις όλο αυτό που έζησες δεν θα το πουλούσα.
Δεν ξέρω πώς ακούγεται, αλλά αυτό το feeling δεν υπάρχει. Το θέμα για μένα να το ξαναζήσω όλο αυτό με την παρέα».
Είναι και πώς θα ξαναμπείς όμως στη σειρά…
«Εγώ και να είμαι στη σειρά δε θα μπορώ να είμαι σε πολλά επεισόδια άντε σε 1-2. Αλλά και μόνο ότι θα είμαι στους Παξούς αρκεί. Θα πάω είτε έχω γύρισμα, είτε δεν έχω! Με αυτό τον άνθρωπο που εκτιμώ τόσο πολύ και τα υπόλοιπα παιδιά, είναι αρκετό. Θέλω να το χαρώ. Παλαιότερα δεν το έκανα αυτό. Το μυαλό μου παλιά ήταν στο επόμενο πρότζεκτ. Στην αποτυχία, φαρμακωνόμουν. Όχι. Πρέπει να σταθείς και στην επιτυχία. Ξέρεις πότε θα σου ξανάρθει; Απόλαυσέ την!».
Όταν τελείωσε υπήρξε… πένθος στο τιμ;
«Όλα ξεκινούν από το leader. Ήταν πάρα πολύ καλός. Για μένα ο καλύτερος. Όταν βλέπεις τι κάνει αυτό το παιδί… Δεν λέει, αλλά τα κάνει και σκέφτεται πριν από σένα, για σένα. Να πω ένα παράδειγμα: Όταν έπρεπε να πέσω στη θάλασσα, είχα παραστάσεις. Λέω από μέσα μου, ωχ θα αρρωστήσω… Το σκεφτόμουν. Δε θα του έλεγα τίποτα, γι΄ αυτόν έπεφτα. Για άλλον, θα το συζητούσα. Ήταν Δεκέμβρης. Πάω στο γύρισμα, βλέπω έναν τύπο που φορά το κοστούμι μου, ίδια ρούχα με μένα. Μου λέει επειδή είναι μεγάλο το γύρισμα, κάνε τα κοντινά σου, πέσε και όλα τα γενικά θα τα κάνει αυτός. Δεν το έχει ξανακάνει αυτό ποτέ κανείς για κανέναν. Να σκεφτεί τον ηθοποιό του, για να μην αρρωστήσει. Και πρόσεχε: Βγαίνω από το νερό και πέφτουν πάνω μου άνθρωποι για να μην αρρωστήσω, με πάνε έξω, αυτοκίνητο ζεστό με περιμένει, με πηγαίνουν στα ντους, κάνω μπάνιο. Αυτό για μένα λέει κάτι. Τον Χριστόφορο δεν μπορώ να τον βάλω δίπλα σε κανέναν».
Στο φέρετρο πώς ήταν;
«Μου άρεσε πάρα πολύ. Δε θα τη ζήσω αυτή την εμπειρία, οπότε είχα την πολυτέλεια να δω πώς θα είναι όταν πεθάνω. Ήμουν στο φέρετρο και για πρώτη φορά παρατήρησα κοιτώντας πάνω ότι εκεί που σε βάζουν στον τρούλο πάνω έχει τους αγγέλους, γιατί αυτοί θα σε πάνε πάνω. Είναι σχεδιασμένο. Λέω ας φανταστώ λίγο. Έβαζαν λουλούδια στο φέρετρο, είχε γεμίσει παντού λουλούδια και εκεί λέω την ατάκα: Ρε, πέθανα και άνθισαν τα @ρχιδι@ μου! (γέλια). Μετά με πήρε ο ύπνος στο φέρετρο. Κοιμήθηκα».
Μήπως η επιτυχία του ρόλου σου ως δημάρχου είναι ότι δεν ήσουν τόσο… κακός και πολύ τελικά σε συμπάθησαν; Κι αυτό είναι επιτυχία δική σου, όχι του Χριστόφορου.
«Είναι επιτυχία του Χριστόφορου γιατί όταν το έγραφε το έγραφε για μένα. Θέλω να είμαι δίκαιος. Αυτό που έχω κάνει το οφείλω στη Μαρίσα την Τριανταφυλλίδου που είναι τεράστια ηθοποιός, γιατί οι σκηνές μας ήταν μαζί, στο Χριστόφορο που δουλέψαμε πολύ και με βοήθησε γιατί υπάρχουν κάποια κλειδιά στα οποία εγώ σαν πατέρας είχα μια πιο πολεμική διάθεση και η συνειδητοποίησή μου ότι δεν απολογείται αυτός είναι αυτό που τον κάνει τόσο σκληρό και φυσικά σε όλα τα παιδιά, την Κλέλια, τον Ορέστη, τον Γιώργο. Όλο αυτό ήταν αποτέλεσμα συνεργασίας. Η διάθεση η δική μου είναι να μπω στο χαρακτήρα και ο δημιουργός να μου δώσει κάποια στοιχεία που εγώ δεν μπορώ να ανιχνεύσω. Η τύχη να έχω τόσο καλούς ηθοποιούς δίπλα μου όπως ο Τσορτέκης, όλο αυτό το πακέτο έφεραν το αποτέλεσμα. Υπήρξε απόλυτος συντονισμός. Έχει σημασία να ξέρει και ο άλλος να αναδείξει αυτό που ο ηθοποιός μπορεί να δώσει. Ο Χριστόφορος ξέρει να το κάνει».
Διάβασες και άσχημες κριτικές;
«Διάβασα κάτι σαχλαμαρίτσες… Να αμφισβητώ κάποιον που το αποτέλεσμα είναι μετρήσιμο, είναι ανόητο. Προσπαθώ να γίνω σημαντικός βάζοντας κάτι διαφορετικό σε κάτι καθολικό. Ίσως κάποιος το κάνει για το προσωπικό του μάρκετινγκ, για να ακουστεί. Αν κάποιος τρέχει τα 100 μέτρα σε 9 δευτερόλεπτα, τι να πω εγώ; Ότι δεν είναι καλός; Ο Χριστόφορος έκανε κάτι μετρήσιμο σε παγκόσμιο επίπεδο, τι να λέμε τώρα. Ό,τι και να πούμε εμείς, είναι ανόητο πια. Αφορά πια άλλη αγορά».
Τα νέα παιδιά του Maestro;
«Είναι χαρισματικά παιδιά, έχουν μεγάλη καριέρα μπροστά τους και μπορούν να ονειρεύονται για τον εαυτό τους. Το θέμα τώρα είναι να πάρουν το ρίσκο, να τολμήσουν και να βγουν στην αγορά. Ταλαντούχα παιδιά είναι, χορεύουν ωραία είναι, γιατί να μην τα καταφέρουν;».
Η γοητεία μπορεί να μπερδεύει κάποιες φορές τα πράγματα στην τέχνη;
«Όχι. Είναι προσόν. Είναι ορισμένες φορές ο λόγος που κάποιος σε επιλέγει, χωρίς να ξέρει γιατί σε επιλέγει. Μπορεί να είναι παγίδα καμιά φορά, αλλά το στοίχημα πάντα είναι ο χρόνος».
Με την Άννα Μαρία θα ξαναπαίξετε μαζί;
«Θα δείξει. Μπορεί και ναι, μπορεί και όχι. Το έχουμε συζητήσει και τώρα είμαστε και σε μια πιο ώριμη φάση για κάτι τέτοιο. Δεν είναι στα άμεσα σχέδια, διόλου απίθανο. Στην τηλεόραση είχαμε παίξει μαζί, στο Δίχτυ του Μανούσου Μανουσάκη. Είχα χαρεί πάρα πολύ που το γνώρισα. Ήταν καλλιτέχνης».
«Ο Άρης είναι το βαγόνι μου στην εφηβεία»
Κεφάλαιο Θεσσαλονίκη. Πώς την έζησες; Αλήτευες πιο μικρός;
«Έκανα ό,τι έκαναν και τα περισσότερα παιδιά. Ήμουν πειραχτήρι. Μου άρεσε να κάνω πλάκες. Η ανακάλυψη ότι είμαι για το θέατρο έγινε τυχαία. Ποτέ δεν ονειρεύτηκα αυτό που ζω σήμερα. Δεν είχε περάσει καθόλου αυτό από το μυαλό μου. Ονειρευόμουν να γίνω άλλα πράγματα… Εργοστασιάρχης, να γίνω ναυτικός, να γίνω παπάς, κάποια στιγμή, να γίνω μπασκετμπολίστας.
Το μοναδικό πράγμα που έχω περάσει στους γιους μου είναι η αγάπη για το μπάσκετ. Όχι ομάδα. Στην Ελλάδα δεν υποστηρίζουν κάτι. Στο ΝΒΑ ο ένας είναι Λέικερς, ο άλλος Γκόλντεν Στέιτ Γουόριορς. Εγώ είμαι Άρης, οκ, αλλά δεν είμαι εμμονικός. Αγαπώ τον Άρη, γιατί ο Άρης είναι η εφηβεία μου. Πήγαινα στο γήπεδο συνέχεια. Κάθε Πέμπτη ήμουν εκεί. Αυτά που ζήσαμε τότε ήταν πρωτόγνωρα. Έχω ζήσει όλα τα καλύτερα. Έκλαιγα. Αν δω τον Νικ να περνάει από δω τώρα, μπορεί να λιποθυμήσω.
Μια μέρα τρώγαμε με το Χαραλαμπόπουλο και βλέπω το Νικ. Αρχίζω να φωνάζω: Νικ! Νικ! Τρόμαξε ο άνθρωπος, μας είδε να πηδάμε κατά πάνω του και θα είπε από μέσα του ‘τρελοί είναι αυτοί, τι είναι αυτοί οι ούγκανοι’. Ήμασταν πολύ βάρβαροι! 40 χρονών άνθρωποι και να κάνουμε έτσι. Ό,τι στυλάκι είχα, το πήρε και το γκρέμισε. Ο Νικ ήταν για μένα το πρότυπό μου.
Έγινα 14 ετών ξανά. Ο Άρης είναι το βαγόνι μου στην εφηβεία. Και αυτό είναι που γουστάρω όταν βρίσκομαι με τους συμμαθητές μου εδώ. Οι κουβέντες είναι σαν να είμαστε ξανά στο Λύκειο. Όλο αυτό με συγκινεί πολύ. Μπαίνω σε περιβάλλον ανεμελιάς».
Και το θέατρο;
«Ζούσα σε ένα αρκετά δύσκολο περιβάλλον. Οι γονείς μου δεν μπορούσαν να με βοηθήσουν ιδιαίτερα με τα μαθήματα. Ήταν όλο ένας αγώνας επιβίωσης. Η επικοινωνία ήταν ανάγκη. Εγώ σταματούσα στο δρόμο τον κόσμο και έλεγα: Θέλεις να γίνουμε φίλοι; Ήμουν το πρώτο facebook! Στο μυαλό μου είχα να επιβιώσω. Δεν είχα βοήθεια στα μαθήματα. Μόλις είχε έρθει το τηλέφωνο το 78, πρώτη φορά στο σπίτι. Μέχρι τότε όλη η πολυκατοικία είχε ένα. Και τι σκέφτηκα για να επιβιώσω; Άρχισα να κάνω φάρσες και να ζητάω βοήθεια από το τηλέφωνο για τα μαθήματα. Για 4 χρόνια, 3 άνθρωποι με βοηθούσαν στα μαθήματα. Μαθηματικά, Φυσική, Χημεία και Αρχαία. Το έκανα κρυφά. Β΄Λυκείου πήγα φροντιστήριο γιατί οι γονείς μου μπόρεσαν να με στείλουν και τα καλοκαίρια δούλευα σε συνεργείο αυτοκινήτων. Τότε το καλύτερο σενάριο που είχα ήταν να πάρω τη δουλειά του αφεντικού μου. Δεν φαινόταν κάπου ότι θα ασχοληθώ με την τέχνη.
Μόνο στην Έκτη Δημοτικού ένας δάσκαλος είπε στον πατέρα μου: Αυτός μάλλον είναι καλλιτέχνης. Αλλά αυτό έμεινε εκεί. Ο πατέρας μου συγκινήθηκε αλλά μάλλον δεν κατάλαβε. Τι εννοεί ο ποιητής; Είχα ένα θείο που ήταν ηθοποιός αλλά ερχόταν κάθε φορά σε άθλια κατάσταση και έλεγε ο πατέρας μου: Ο άνθρωπος της έβδομης τέχνης! Έγραφε θεατρικά, μας τα διάβαζε, αλλά ήταν ταλαιπωρημένος.
Πώς έγινε λοιπόν όλο αυτό;
«Δεν έχω πει ούτε ποίημα ούτε τραγούδι, ποτέ. Στη Γ΄Λυκείου κάναμε έναν χορό. Κι εγώ επειδή πείραζα τους καθηγητές, έρχεται ο φιλόλογος και μου λέει θα κάνουμε κάποια δρώμενα, έλα κι εσύ. Λέω εγώ δεν έρχομαι. Με ψήνει να κάνουμε κάτι σκετσάκια. Μια μέρα έρχεται και μου λέει: Πώς θα σου φαινόταν η ιδέα να μας κράξεις; Του λέω οκ. Αλλά θα τα γράψω τα κείμενα να τα δεις. Η ιδέα ότι θα τους κράξω μου άρεσε πάρα πολύ. Τα γράφω σε 2 μέρες και το παρουσιάζω, το κράξιμο σε 4 καθηγητές. Μου λέει μέσα. Κάνω 4 stand up και το κάθε νούμερο είναι ένας καθηγητής. Και γίνεται χαμός! Στο τρίτο σκετς έχουν σηκωθεί όλοι και με χειροκροτούν όρθιοι. Τελειώνει και πάω την άλλη μέρα στο Φροντιστήριο. Είμαι ο εθνικός ήρωας! Δεν έχω καταλάβει τι γίνεται. Ο μαθηματικός μου λέει: Ασε το Οικονομικό αγόρι μου, Να πας να γίνεις ηθοποιός. Το λέω και ανατριχιάζω. Λέω τι ηθοποιός; Μου λέει: Γι΄αυτό είσαι γεννημένος.
Θέατρο δεν είχα πάει. Ήμουν άσχετος. Κάθε μέρα μέχρι να δώσω Πανελλαδικές μου το επαναλάμβανε. Και λέγε λέγε, μου το πέρασε και άρχισα να σκέφτομαι τη Δραματική Σχολή. Έγραψα 17,5 στα Μαθηματικά όταν το 60% έπεσε κάτω από τη βάση. Οπότε του λέω περνάω. Μου λέει δεν είσαι γι΄αυτό. Τελικά πέρασα στο Πανεπιστήμιο. Μου το είχε περάσει πολύ στο μυαλό να πάω σε Δραματική σχολή, οπότε πάω σε ένα παιδικό θέατρο για να παίξω. Με το που με πήραν και άρχισα να παίζω λέω: Αυτό θέλω να κάνω. Πήρα την απόφαση να δώσω στη Δραματική Σχολή, μπήκα πρώτος. Στο Νίκο Καββαδά, ηθοποιό του Κρατικού θεάτρου, οφείλω πάρα πολλά, γιατί με βοήθησε αφιλοκερδώς. Με στήριξε πολύ.
Αν δεν περνούσα, θα πήγαινα Πανεπιστήμιο. Οι γονείς μου δεν είχαν καταλάβει τι κάνω. Πέρασα με την πρώτη, τελειώνω, μπήκα μετά στο Κρατικό Θέατρο με αορίστου και έχω την τύχη να έχω το Νίκο τον Μπακόλα διευθυντή τότε, που με ανέλαβε σε προσωπικό επίπεδο, ήταν απίστευτος άνθρωπος και το Δημήτρη το Βάγια, έναν εκπληκτικό άνθρωπο και δάσκαλο. Μετά ήρθε ο Βασίλης Παπαβασιλείου και έφυγα επί Τσιάνου που έτυχε μετά να είναι ο ευεργέτης μου».
Ήσουν ηθοποιός και δεν το ήξερες μάλλον;
«Ναι, ίσως είμαι πολλά πράγματα που δεν τα ξέρω. Ίσως έχω ένα πρόβλημα σε αυτό. Καθυστερώ να κάνω κάποιες επιλογές που θα έπρεπε να τις έχω κάνει πολύ καιρό πριν. Από κάποιες προκαταλήψεις, κάποια περασμένα bias, που με εμπόδιζαν σε πολλά πράγματα. Θεωρίες άλλων που έγιναν και δικές μου, αλλά δεν ήταν δικές μου. Κι αυτές οι θεωρίες με παγίδεψαν και ήταν λάθος».
Η απόφαση να φύγεις από τη Θεσσαλονίκη; Είχες φτάσει σε ένα ταβάνι;
«Όλα έπαιξαν ρόλο. Εκείνη την περίοδο έφυγε ο Βασίλης Παπαβασιλείου, που μου είχε δημιουργήσει ένα ευρωπαϊκό όραμα. Επειδή ήμουν πολύ συνδεδεμένος συναισθηματικά μαζί του, μου ήταν δύσκολο να συνεχίσω χωρίς αυτόν. Ήταν ένα απότομο gap. Ταυτόχρονα όμως εμφανίστηκε ένας άνθρωπος που χωρίς να το ξέρω θα γίνει ο ευεργέτης μου και είναι ο Κώστας ο Τσιάνος, στον οποίο οφείλω τη σταδιοδρομία μου. Θα σου πω γιατί. Δεν το πιστεύει κανείς.
Θεωρούμουν τότε ευνοούμενος του Βασίλη, αλλά αυτό δεν είχε από πίσω σκοπιμότητες, ήταν μια επιλογή που κάνει ένας φτιάχνοντας την ομάδα του. Οι συνάδελφοι δεν μπορούσαν να το δουν όλοι έτσι τότε, κάποιοι το είδαν περίεργα. Ταυτόχρονα συμβαίνει και μια ερωτική ιστορία στην Αθήνα και το σκέφτομαι πολύ σοβαρά να παραιτηθώ. Ήταν και ένα έργο που θα με ζόριζε. Πήγα στον Τσιάνο και του είπα θέλω να παραιτηθώ. Αυτός όχι μόνο δεν ήταν εκδικητής, αλλά μου είπε παιδί μου σε ψάχνω, να κάνουμε πράγματα, να παίξεις. Θα σου κάνω και αύξηση.
Έφυγα ζαλισμένος, όμως στο έργο εκείνο δεν ήθελα να παίξω, οπότε επέμεινα ότι φεύγω. Μου λέει οκ. Πάω να πάρω την αποζημίωσή μου και μου λένε ο διευθυντής σου έκανε ανανέωση συμβολαίου. Μου λέει οκ πήγαινε, είσαι κουρασμένος, έπαιξες πολύ, ψάξε, αν δεν βρεις δουλειά γύρνα και θα σε περιμένει η θέση σου. Ποιος το κάνει αυτό; Ποια ήταν η διαφορά; Αγαπάει τη δουλειά, σε είδε ότι είσαι εργαλείο της και σε θέλει να είσαι εκεί γιατί σε θέλει η δουλειά. Γιατί ξέρει να βλέπει. Γι΄αυτό και λέω στους πιτσιρικάδες: Υπάρχουν άνθρωποι που θα σας δώσουν χωρίς να σας ζητάνε. Αυτοί αγαπούν το επάγγελμα.
Μετά από τρεις μήνες παραιτείται από το Κρατικό κι αυτός και με συναντά στην Αθήνα. Μου λέει: Βρήκες δουλειά; Λέω όχι. Απαντά: Κάνω Μακρυκωσταίους και Κοντογιώργηδες και Αυλή των Θαυμάτων στο Λεμπέση. Θέλεις; Κι έτσι ξεκίνησε. Από δύο μικρούς ρόλους. Είμαι όμως παράλληλα και βοηθός του. Για να στήσει το έργο παίζω όλους τους ρόλους στις πρόβες. Σε όλες τις σκηνές με παρακολουθεί ο Λεμπέσης. Κάποια στιγμή συζητάμε για τα οικονομικά. Μου δίνει 320.000 και έτσι όπως είμαι στη καρέκλα πάω και τον φιλάω! (γέλια). Του λέω τόσα λεφτά σε μένα; Μου λέει του χρόνου θα είσαι εδώ πρωταγωνιστής. Και την επόμενη χρονιά έτσι έγινε. Και πάντα ήξερα ότι από τον κυρ Γιώργο το Λεμπέση θα υπάρχει μια παράσταση για μένα. Όπως και ο Τάγαρης τώρα, είναι άνθρωπος της δουλειάς. Του είπα: Έκανα 25 χρόνια για να περάσω απέναντι στον δρόμο, από το Βεάκη που ξεκίνησα ως το Αλάμπρα που είμαι τώρα, είναι και τα δύο στην Στουρνάρη».
Είναι εύκολο να κρατήσεις μια πραγματική φιλία σε αυτό το χώρο με τόσο ανταγωνισμό;
«Το δύσκολο κομμάτι δεν είναι ο ανταγωνισμός. Αλλά ο τρόπος που βλέπεις τα πράγματα. Όταν αλλάζει ο τρόπος που βλέπεις τα πράγματα, αλλάζει ο τρόπος που βλέπεις τους φίλους σου. Κι αυτό έχει να κάνει με τη συνειδητότητά σου, στο καλό σενάριο. Στο κακό μπορεί να έχει να κάνει με παράνοια. Όσο πιο συνειδητός γίνεσαι με τον εαυτό σου, τόσο πιο πολύ τον αποδέχεσαι. Όσο οι επιτυχίες ή και τα εμπόδια έχουν ανοίξει κάποια παράθυρα στο μυαλό σου, βλέπεις τα πράγματα με νέο μάτι. Και οι σχέσεις κρίνονται στο νέο μάτι.
Φυσικά πολλά εξαρτώνται και με ποιον δουλεύεις ανά περίοδο. Σήμερα είσαι με τον έναν, ,αύριο με τον άλλον, δουλεύουμε και λίγο σαν Nomads. Αλλά πραγματικές σχέσεις υπάρχουν. Αυτό που τις αξιολογεί και τις κρίνει είναι ο τρόπος που εσύ πια στο μεγάλωμά σου βλέπεις, τι δέχεσαι και τι δεν αποδέχεσαι πια από τον άλλον. Υπάρχει το αυτόν τον αγαπώ έτσι όπως είναι και υπάρχει και το αυτό πια με ενοχλεί και δεν μπορώ. Σε αυτό η ζωή σε πάει. Και δεν έχει να κάνει τόσο με τις παιδικές σχέσεις. Αυτές είναι ιστορικές. Και είναι ένα άλλο σημείο αναφοράς, γιατί εκείνες φτιάχτηκαν με το πρώτο υλικό. Με τους παιδικούς μας φίλους μπορεί να μην μπορούμε να μιλήσουμε για τα προβλήματά μας στο επάγγελμα, αλλά η δομή που έφτιαξε αυτή τη φιλία μας συνδέει.
Είναι σχέσεις λόγου-έργου. Τα λόγια δεν φορολογούνται, οι άνθρωποι όμως από αυτά που κάνουν κρίνονται. Όχι από αυτά που λένε. Χριστιανός είναι αυτός που με τα έργα του το αποδεικνύει όχι με τα λόγια».
Υπάρχει κάτι που σε οργίζει;
«Η αχαριστία. Με ενοχλεί πολύ. Την έχω αισθανθεί και δίπλα μου. Και δεν μπορώ αυτό που κάνει ο αχάριστος, το πρόβλημά του να το κάνει δικό σου. Το πετάει σε σένα. Δεν μπορείς να μου ακυρώνεις ή να μου μηδενίζεις πράγματα, ειδικά όταν είναι μετρήσιμο αυτό που έχω κάνει, όταν έχω κάνει έργο».
Θέματα όπως τα Τέμπη σε οργίζουν;
«Δεν μπορώ ούτε να το διανοηθώ, να με πάρουν τηλέφωνο και να μου πουν ότι έγινε αυτό στο παιδί μου και να το αντιμετωπίσω πολιτισμένα και να το αποδεχθώ όλα. Αν δεν με δικαιώσεις ως Πολιτεία, για μένα απλά δεν υπάρχεις. Θα περιμένω να αποδώσεις δικαιοσύνη. Σε έναν πατέρα που έχει χάσει τα παιδιά του, μπορώ να δικαιολογήσω τα πάντα, αν δεν έχει αποδοθεί δικαιοσύνη. Δε θέλω καν να διανοηθώ ότι μπορεί να ζούσα αυτό το πράγμα και να είναι τα παιδιά μου εκεί. Η αντιμετώπιση είναι θολή και περιμένω την Πολιτεία. Να βγει ένα πόρισμα πραγματικό. Αποκομίζω μια συνεχόμενη θολούρα και περιμένω να καθαρίσει το σύννεφο».