Γ. Σκαραγκάς: Σε μια χώρα που όλοι έχουν να πουν κάτι κακό, είναι υπέροχη η σεμνότητα
Ο βραβευμένος σεναριογράφος της επιτυχημένης ελληνικής σειράς "Κάνε ότι κοιμάσαι" σε μία συνέντευξη εφ όλης της ύλης.
Σε ένα παραγκωνισμένο σχολείο που βρίσκεται σε κακόφημη περιοχή της Αττικής, ένας καθηγητής διδάσκει, μέχρι που το ένα έγκλημα διαδέχεται το άλλο και τελικά οι ζωντανοί είναι ελάχιστοι. Ο καθηγητής μετά από μία τραγική αρένα θανάτου, απομονώνεται και ζει σε ένα τροχόσπιτο στην μέση του πουθενά, ώσπου δέχεται μία πρόταση για διδασκαλία σε ένα ιδιωτικό και καλόφημο κολλέγιο. Ναρκωτικά, εκδικητική πορνογραφία, εκβιασμοί, τοκογλυφία, βία ανάμεσα σε ανηλίκους, σχολεία που μεταμορφώνονται σε μικρογραφίες μία κοινωνίας που αγνοούμε ενώ εκείνη φαίνεται να φουντώνει μέρα με την μέρα.
Τι κοινό έχουν αυτές οι υποθέσεις; Ένα μυαλό, τον συγγραφέα και σεναριογράφο Γιάννη Σκαραγκά που τα τελευταία δύο χρόνια ξετυλίγουμε το κουβάρι της φαντασίας του μέσα από τις τηλεοράσεις μας και την σειρά “Κάνε Ότι Κοιμάσαι” που σημειώνει τεράστια επιτυχία στην ΕΡΤ, ενώ την περασμένη σεζόν η πρώτη σεζόν απέσπασε το Βραβείο Καλύτερης Τηλεοπτικής Σειράς, στον 18ο Διεθνή Διαγωνισμό Seoul International Drama Awards 2023.
Στο Γυμνάσιο, η αγαπημένη του φιλόλογος τον δήλωσε ένα χρόνο μεγαλύτερο για να μπορεί να πάρει μέρος σε ένα πανελλήνιο διαγωνισμό δοκιμίου μαθητών λυκείου. Το βραβείο που έφερε στη βόρεια Ελλάδα, όπως λέει δεν ήταν αρκετό για να τον τραβήξει από την καταθλιπτική μου εφηβεία, αλλά αποτέλεσε την πρώτη ένδειξη ότι η μοναδική του ταχυδακτυλουργική ικανότητα, ήταν οι λέξεις – και επιβεβαίωσε τον μεγάλο σεβασμό και την επένδυσή του σε αυτές.
“Στα μέσα της δεκαετίας του ’90, όταν μετακόμισα στην Αθήνα, ζούσα στην Κυψέλη, και αργότερα στο Μαρούσι, όπου και επέστρεψα έπειτα από τα χρόνια που δούλευα στο εξωτερικό. Ξεκίνησα με stand up comedy και τη Λουκία Ρικάκη το 1996. Έπειτα από μία περιπλάνηση στις αθηναϊκές θεατρικές σκηνές, βρέθηκα με το πρώτο μου μυθιστόρημα και σενάριο, την Επιφάνεια, στα θρυλικά τότε studio ATA και στο Μέγκα, στις αρχές της χιλιετίας.
Ο πατέρας μου ήταν ο πιο ένθερμος αναγνώστης μου στο ξεκίνημά μου– ο άνθρωπος που με έπαιρνε ως πιτσιρίκι το Σάββατο μαζί του στα βιβλιοπωλεία της πόλης – και άφησα την Αθήνα, όσο άντεξε στην ασθένειά του, για να μπορώ να είμαι μαζί του στο νοσοκομείο μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Το πρώτο έντυπο που με πρόσεξε στην Αμερική το 2008, όσο παιζόταν το έργο μου Prime Numbers στη Νέα Υόρκη, ήταν το λογοτεχνικό περιοδικό του πανεπιστημίου της Οκλαχόμα, World Literature Today. Δημοσίευσε αγγλική δουλειά μου, την εποχή που άρχισε να αναδεικνύει «νέες» διεθνείς φωνές όπως τον Έτγκαρ Κέρετ, την Ελίφ Σαφάκ, κ.α.
Το 2018 ζούσα σε μια γκαρσονιέρα σε ένα γερμανόφωνο καντόνι της Ελβετίας, κολλητά ανάμεσα σε μια γυναικεία μονή κι ένα σχολείο παιδιών με ειδικές ικανότητες και ανάγκες, και οι πρωινοί ήχοι από τους δύο αυτούς κόσμους συντρόφεψαν μία από τις πιο ευτυχισμένες περιόδους της ζωής μου. Διαβάζω, και όταν δεν διαβάζω, πάλι διαβάζω, από λογοτεχνικά περιοδικά και προδημοσιεύσεις βιβλίων, μέχρι τα χειρόγραφα των μαθητών μου στη δημιουργική γραφή. Αν δεν ήμουν συγγραφέας, θα έφτιαχνα ρολόγια στην Ελβετία ή αρώματα στη Γαλλία – είμαι φανατικός της ακρίβειας στο πάθος..”
Ο Γιάννης έχει σπουδάσει Νομική ενώ μετέπειτα πέρασε και στην Δραματική Σχολή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, όπως εξηγεί ήταν και τα δύο αναπόσπαστα κομμάτια της διαδρομής που ήθελε να ακολουθήσει.
“Ήξερα ότι θα γινόμουν συγγραφέας γιατί ο κόσμος του βιβλίου και της μυθοπλασίας προϋπήρχε από την εποχή που η ικανότητά μου να λέω ιστορίες, ήταν ο τρόπος να με κατανοεί ο κόσμος και να τον κατανοώ κι εγώ. Παρόλο που δεν πίστευα πιτσιρικάς ότι θα γινόταν η αποκλειστική μου επαγγελματική δραστηριότητα, μετρώ κοντά 25 χρόνια ως μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας και σεναριογράφος. Η Νομική και το Θέατρο με εκπαίδευσαν για να δώσω μορφή και διάσταση σε ένα ταλέντο που, όπως όλα τα ταλέντα, χρειαζόταν πειθαρχία, εμβάθυνση και προσωπική μεταμόρφωση.
Έφυγα από τη Θεσσαλονίκη όταν τελείωσα τις σπουδές μου. Έχω ζήσει σε διαφορετικές πόλεις στον κόσμο. Είμαι το παράδειγμα του πιτσιρικά που βιαζόταν να ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του και όταν μεταμορφώθηκε και άρχισε να πραγματοποιεί τα όνειρά του, συνειδητοποίησε ότι δεν έριχνε μαύρες πέτρες αλλά σημαδάκια, για να μπορεί πάντα να επιστρέφει. Μέσα στις δυσκολίες, αυτό ήταν το πιο γοητευτικό κομμάτι της «περιπατητικής» μου ζωής. Οι πόλεις που αφήνουμε δεν βρίσκονται στους χάρτες, αλλά στο απόθεμα της ανθρωπιάς και των συναισθημάτων που χορτάσαμε. Όσο αποκαλύπτεσαι στον κόσμο, τόσο σου αποκαλύπτεται κι αυτός. Φοβάμαι ότι για να σας πω άσχημα πράγματα για τη Θεσσαλονίκη, πρέπει να τη συγκρίνω με άλλες δύσκολες πόλεις, αλλά και πάλι δεν θα βρω πολλά, γιατί στα δικά μου μάτια αυτή την πόλη θα την περπατάει πάντα ο έφηβος Σκαραγκάς.”
Γράφει μυθιστορήματα από το 2002, όλα όσα έχουν δημοσιευθεί ποικίλουν στην θεματολογία τους κι αυτό συμβαίνει διότι επικεντρώνεται στους χαρακτήρες και όχι στα θέματα. Μέχρι σήμερα μετρά επιτυχίες σε θέατρο και στο σενάριο και στην πεζογραφία, ενώ μέχρι σήμερα αρκετά έργα του έχουν διακριθεί.
“Έχουν, επειδή δεν είναι τα θέματα που με ενδιαφέρουν, αλλά το βάθος των χαρακτήρων και το βάρος των γεγονότων και των ιστοριών που κουβαλούν στους ώμους τους. Αυτό το βάθος υποδεικνύει και τη φόρμα, τον ιστό αλλά και την αφήγηση ενός κόσμου. Οι ιστορίες μου θα μιλούν πάντα για τις δαχτυλιές που αφήνει η ψυχή, με τα λάθη, τη συντριβή και το αστείρευτο θράσος μας να εμπιστευτούμε την ευτυχία. Αγαπώ όλα τα βραβεία και τις διακρίσεις μου, αλλά πάντα θα με συγκινούν λίγο περισσότερο όσα ήρθαν στο εξωτερικό για την αγγλόφωνη δουλειά μου, γιατί η αρένα είναι πολύ πιο σκληρή και πολυάριθμη—κι επειδή εκείνα ήρθαν νωρίτερα από τις διακρίσεις στην Ελλάδα. Φυσικά δεν μπορώ να μην αναφέρω το πιο πρόσφατο για το «Κάνε ότι κοιμάσαι» από τα Seoul Drama Awards, ένα διεθνές βραβείο που κέρδισε η ελληνική τηλεοπτική μυθοπλασία για πρώτη φορά.”
Στην σειρά «Κάνε ότι κοιμάσαι» θίγονται κοινωνικά θέματα, στοιχεία τα οποία έκαναν την σειρά να ξεχωρίσει από την γκάμα της Ελληνικής μυθοπλασίας. Βλέπουμε την έξαρση βίας ανάμεσα στους νέους να διαδραματίζεται σε σχολικό περιβάλλον, ενώ υπάρχουν σκηνές και επεισόδια για την εκδικητική πορνογραφία, τα ναρκωτικά, τους εκβιασμούς ακόμη και την τοκογλυφία.
“Αυτό το σενάριο ήταν η δουλειά που ήθελα να κάνω επιστρέφοντας στην Ελλάδα και στην τηλεόραση πριν τον κορονοϊό. Ήταν πολύ δύσκολο γιατί μιλάμε για μια δουλειά, που επαναπροσδιορίζει τη σχέση της τηλεοπτικής μυθοπλασίας με το κοινωνικό τραύμα και την πραγματικότητα. Εκτός από την αναπάντεχη επιτυχία, προκάλεσε πολλές αντιδράσεις και συζητήσεις, και θεωρώ ότι αυτά ήταν κομμάτι του διαλόγου που ήθελα να ανοίξω. Το ζητούμενο στις δουλειές μου δεν είναι η βία, αλλά το αίσθημα της συντριβής. Δεν είναι το σοκ, αλλά η ενσυναίσθηση, η ανακούφιση ότι αυτός ο παράλογος και απάνθρωπος κόσμος υπάρχει ακόμα και δεν καίγεται στην κόλαση, επειδή κάποιοι έχουν τη διαστροφή να κάνουν το καλό και να νοιάζονται για όσους δεν θα τους νοιάζονταν.
Στις δύο σεζόν θίγονται τα ναρκωτικά, η εκδικητική πορνογραφία, οι παράνομες αρένες μεταξύ ανηλίκων, η σεξουαλική και ψυχική κακοποίηση και βεβαίως όλες οι εκδοχές του εκφοβισμού. Στην δεύτερη σεζόν μεταφερθήκαμε από ένα γκέτο σε ένα περιβάλλον προνομίων, εστιάζοντας με την ίδια έμφαση στην τραυματική εμπειρία από το πρίσμα της εξουσίας. Το σχολείο ως αφορμή και περιβάλλον κουβαλάει δραματουργικά την έννοια και το βάθος μιας μετάβασης ανάμεσα σε δύο κόσμους. Μπορεί να γίνει ένας εξαιρετικά επικίνδυνος και αινιγματικός κόσμος.”
Προσπαθεί να μην ταυτίζεται με κανέναν. Ένα τόσο πολύπλοκο ψηφιδωτό το οποίο προϋποθέτει απόσταση και διαύγεια. Όπως εξηγεί αφήνεται μόνο στον μονόλογο του τέλους των επεισοδίων. Το αξιόποινο ως θέμα στη σειρά αυτή δεν έχει να κάνει μόνο με τη νομική και αστυνομική διαδικασία. Έχει μια τραγική διάσταση με το βάρος του αρχαίου δράματος και της σύγκρουσης με τον κύκλο του κακού.
“Λέει ο ήρωας σε έναν μονόλογο από αυτούς που κλείνουν κάθε επεισόδιο: «Κανένα τέρας δεν μένει ατιμώρητο. Η τιμωρία αργεί, αλλά έρχεται απρόβλεπτα. Και σαρωτικά. Όπως έρχεται το πρώτο πρωινό φως, να διώξει τους εφιάλτες. Γιατί καταλαβαίνεις το δίκαιο, την πρώτη φορά που βλέπεις τον κόσμο φωτισμένο. Γιατί αυτό που τον φωτίζει δεν είναι ο ήλιος, αλλά η έγνοια σου να μην τον αφήσεις να χαθεί».
Το “Κάνε ότι κοιμάσαι” ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα σενάρια που έχω υπογράψει λόγω, της πολυπλοκότητας στο παζλ της πλοκής και του συνδυασμού πάνω στο σενάριο, στην θεατρική γραφή και στην λογοτεχνία, στο στήσιμο των χαρακτήρων, αλλά και στον τρόπο που μιλάνε. Στην ουσία, μία σεζόν μας είναι περισσότεροι κύκλοι στην πυκνότητα των ιστοριών. Είναι μία από τις πιο αγαπημένες μου δουλειές. Η τεράστια διαφορά με την Επιφάνεια σχεδόν 25 χρόνια πριν, είναι ότι δεν υπήρχαν κοινωνικά δίκτυα και εργαλεία για να καταμετρήσουν το «άλλο» κοινό που αυτή τη φορά υπερίσχυσε. Τα γυρίσματα είναι πολύ δύσκολα και απαιτητικά και υπάρχουν πολλές τέτοιες στιγμές. Θα ξεχωρίσω όμως τα υποβρύχια γυρίσματα για την έναρξη της φετινής σεζόν, στα οποία κόντεψαν να λιποθυμήσουν οι μισοί ηθοποιοί.”
H ελληνική μυθοπλασία πέρασε μία πολύ μεγάλη κρίση τα προηγούμενα χρόνια, όμως στην μετά-covid εποχή σημειώνει σημαντικές τηλεοπτικές δουλειές η οποίες διεκδικούν διακρίσεις ακόμη και προβολή σε μεγάλες πλατφόρμες του εξωτερικού.
“Έχασα τη δεκαετία της κρίσης στην ελληνική τηλεόραση και όταν επέστρεψα πριν κάποια χρόνια, βρήκα έναν άλλο χάρτη. Θυμάμαι τις εποχές που με θεωρούσαν δύσκολο και ακαταλαβίστικο. Η ελληνική τηλεόραση ήταν για χρόνια ένας καθρέφτης όχι της πραγματικής Ελλάδας, αλλά της έπαρσης κάποιων ανθρώπων που έκαναν επίδειξη προνομίων και την ίδια στιγμή την αντιμετώπιζαν ως πάρεργο. Δεν ήταν η πλειοψηφία, αλλά ήταν μια καθοριστική παρουσία. Στην οικονομική κρίση έχασαν την εξουσία τους, όπως έγινε και με πολλούς ανθρώπους στα έντυπα και στα Μέσα, που θεωρούσαν ότι ορίζουν τις μοίρες του κόσμου.
Όπως και στο εξωτερικό, η τηλεόραση απορρόφησε τα τελευταία χρόνια μια κάστα επαγγελματιών από άλλους καλλιτεχνικούς χώρους και αυτό την ανανέωσε. Μια σημαντική επίσης παράμετρος είναι ότι μπήκε ανταγωνιστικά στη μυθοπλασία η δημόσια τηλεόραση. Το «Κάνε ότι κοιμάσαι» για παράδειγμα, ως ψυχολογικό περιεχόμενο, δεν θα γινόταν σε κανένα ιδιωτικό κανάλι. Η τηλεόραση, ο χώρος του βιβλίου, το θέατρο και τόσοι άλλοι χώροι αλλάζουν και συμπεριλαμβάνουν περισσότερες φωνές και οπτικές. Καλώς ή κακώς, πάντα θα υπάρχει χώρος για όλα τα κίνητρα και όλα τα αποτελέσματα.”
Οι άνθρωποι της τέχνης από την εποχή του κορονοϊού μέχρι και σήμερα απαξιώνονται διαρκώς από το αρμόδιο Υπουργείο, ενώ ανά διαστήματα βγαίνουν στο φως της δημοσιότητας οι παθογένειες του χώρου.
“Θυμάμαι όταν ξεκινούσα, πόσο σημαντικό προβάδισμα είχαν οι ευνοούμενοι διαφόρων οργανισμών, για παράδειγμα του ΕΚΕΒΙ, του Φεστιβάλ Αθηνών και άλλων ιδρυμάτων, μέχρι και σήμερα. Εμένα προσωπικά όχι μόνο δεν με σταμάτησε η έλλειψη αυτής της εύνοιας, αλλά μου έδωσε τη φόρα για να φύγω από τη χώρα και να κάνω μια πορεία που ποτέ δεν θα κατάφερνα με αυτά τα προνόμια. Με λίγα λόγια, δεν πιστεύω ότι χρειάζεσαι τέτοιους οργανισμούς για να έχεις διάσταση ως δημιουργός ή πνευματικός άνθρωπος και καλλιτέχνης. Αυτό προσπαθώ να μεταφέρω στους μαθητές μου στη δημιουργική γραφή. Καμία κλίκα και καμία συγκυρία δεν μπορούν να σβήσουν μια φωνή, ακόμα κι αν καθυστερήσουν το άκουσμά της. Από την άλλη σε μια χώρα που όλοι έχουν να πουν κάτι κακό για όλους, είναι υπέροχη η σεμνότητα. Τα επιτεύγματα σε κάνουν γενναιόδωρο και ευγενή.”
Στο τελευταίο του βιβλίο, κεντρικό πρόσωπο είναι η Μελίνα Μερκούρη, γράφοντας μάλιστα σε πρώτο πρόσωπο όλο το βιβλίο.
“Η δυσκολία δεν ήταν τόσο στην έρευνα όσο στα λόγια που επινοείς στο στόμα μιας τέτοιας γυναίκας για να συνδέσεις εποχές και μνήμες. Όπως στο βιβλίο μου «Η κυρά της Ρω» έτσι και σε αυτό διάλεξα μια ποιητική αφήγηση για να δώσω έμφαση στις γυναίκες που υπήρξε η Μελίνα. Και το έκανα επειδή είναι ένας μύθος που μας δημιουργεί πάντα ένα αίσθημα συναισθηματικής και παθιασμένης οικειότητας, χωρίς να αρκεί όμως αυτή η οικειότητα για να ερμηνεύσει τη διαδρομή της στη ζωή. Καμιά φορά η επινόηση των πτυχών μιας ιστορικής φυσιογνωμίας μπορεί να κρύβει μεγαλύτερη έγνοια από την ερμηνεία των γεγονότων.”
Στο μέλλον περιμένουμε από τον Γιάννη το επόμενο μυθιστόρημά του αλλά και μια νέα τηλεοπτική σειρά που θα προβληθεί στην χώρα μας.
” Στις ΗΠΑ κάποια διηγήματα και μία ανθολογία Ελληνικής λογοτεχνίας, για την ολοκλήρωση της οποίας συνεργαστήκαμε με την ποιήτρια και καθηγήτρια Έλεν Μίτσιος στη Νέα Υόρκη, όταν αρχίσαμε να της δίνουμε σχήμα με την έναρξη του κορονοϊού, σε ένα σκηνικό αποκάλυψης κι ένα διαλυμένο εκδοτικό τοπίο. Και για συναισθηματικούς λόγους, θα αναφέρω τη συμμετοχή μου σε μια συλλεκτική έκδοση που ετοιμάζει ο Μπάμπης Νανακούδης για το Ολοκαύτωμα του Χορτιάτη (στο οποίο χάθηκε μέρος της οικογένειάς μου).”