Γιώργος Κωστογιώργης: Στη Θεσσαλονίκη δεν έχουμε μαγαζιά. Στην Αθήνα παίζεται πλέον το παιχνίδι
Ο νέος τραγουδοποιός της Θεσσαλονίκης μιλάει για το νέο του άλμπουμ, τη σχέση του με τον Φοίβο Δεληβοριά και τις δυσκολίες ενός μουσικού
Τον δεύτερο του δίσκο μόλις κυκλοφόρησε ο Γιώργος Κωστογιώργης με τίτλο “Τα άνανθα χρόνια μου”, με τη συμμετοχή του Φοίβου Δεληβοριά, της Κατερίνας Σισσίνι και του Αργύρη Μπακιρτζή στα τραγούδια, ενώ ο ίδιος ο δημιουργός κρατάει το μεγαλύτερο μέρος του άλμπουμ ερμηνευτικά, σε αντίθεση με το πρώτου άλμπουμ “Το καλοκαίρι πέρασε σα ρίγος”.
Με 14 καινούρια τραγούδια, σε μουσική δική του και ποίηση του Μήτσου Παπανικολάου, του Ρήγα Γκόλφη, του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου, της Έμιλι Ντίκινσον και του Ρώμου Φιλύρα, τα “Άνανθα χρόνια” είναι μία ανεξάρτητη παραγωγή που θα ζήλευε ο καθένας δημιουργός, καθώς τόσο το single ως προπομπός, όσο και το ολοκληρωμένο άλμπουμ κυκλοφορούν σε συλλεκτικά βινύλια και ο ίδιος ο δημιουργός εξηγεί τους λόγους στη συζήτηση που κάναμε πριν από λίγες μέρες.
Ο νέος δημιουργός, μιλάει για τη μουσική που ακούει και γράφει, για τις δυσκολίες ενός νέου μουσικού στη Θεσσαλονίκη, για τις σκέψεις του να φύγει στην Αθήνα, όσα σχεδιάζει και όσα τον ενοχλούν ή θέλει να αλλάξει, όπως για παράδειγμα, η λέξη… “καλλιτέχνης” που ξεκινώντας τη συζήτηση μου εξηγεί τι είναι γι’ αυτόν τέχνη…
“Η λέξη καλλιτέχνης δεν μου αρέσει καθόλου. Αισθάνομαι ότι περιέχει μια κάποιου είδους διαφοροποίηση. Εμένα από εσένα, εσένα από εμένα, εκείνη από τον άλλον. Όλοι είμαστε καλλιτέχνες και όλοι δεν είμαστε. Γράφω γιατί θέλω να αντιμετωπίσω μία κατάσταση, να τη διαχειριστώ. Ξέρεις, τέχνη θα μπορούσε να είναι και ένα χαμόγελο, μία βόλτα στην Άνω Πόλη, ένας περίπατος στην Νέα Παραλία ή τη συνοικία Ουζιέλ. Η δημιουργία μπορεί να είναι ένα χάδι, ένα φιλί ή ένα δάκρυ. Όλα αυτά είναι η δική μας απάντηση σε όσα συναντάμε σε αυτό το μεγάλο ταξίδι. Δεν μου αρέσει όταν οι άνθρωποι διαφοροποιούνται και διαχωρίζονται. Ένας άνθρωπος δεν αισθάνεται καλά και παίρνει τον σκύλο του για να πάνε βόλτα. Ένας άλλος άνθρωπος δεν νιώθει καλά και γράφει ένα τραγούδι. Τα θεωρώ το ίδιο σημαντικά. Γιατί έτσι, με τον δικό τους τρόπο ο καθένας, καταφέρνουν να αντιμετωπίσουν όλα όσα φέρνει το ποτάμι της ζωής. Τι πιο σπουδαίο από αυτό; Κάνουν κάτι για αυτούς. Γιατί όταν κάνεις κάτι μόνο για τους άλλους, είναι ίσως κάπως ανειλικρινές.”
Ποια είναι Γιώργο για σένα τα «Άνανθα χρόνια» σου;
Αρχικά είναι στίχος από ένα ποίημα του Ρήγα Γκόλφη και ουσιαστικά συνδέεται άμεσα με έναν του Φαμπρίτσιο ντε Αντρέ που αναφέρει το εξής: «Απ’ τα διαμάντια δε βγαίνει τίποτα, απ’ την κοπριά τα λουλούδια». Τα τελευταία δύο χρόνια ήταν μία περίοδος περίεργη στη ζωή μου, κάπως μελαγχολική, με αποχωρισμούς και στεναχώριες αλλά συγχρόνως μία περίοδος πολύ ανθισμένη, οπότε ο τίτλος περιέχει μία αντίθεση. Δηλαδή παρόλο που ήταν άνανθα τα χρόνια ήταν πολύ ανθισμένα. Γεμάτα έμπνευση και δημιουργία.
Και είναι και χρόνια που συνδέονται με τη Θεσσαλονίκη;
Εννοείται έχουν σχέση με τη Θεσσαλονίκη μου που την αγάπησα βαθιά. Θέλησα να πω ένα ευχαριστώ σε όλα όσα μου πρόσφερε αυτά τα χρόνια που ήμουν στην πόλη και που τώρα πλέον δεν τα συναντάω στην καθημερινότητά μου.
Αυτό σημαίνει ότι σκέφτεσαι να φύγεις από την πόλη;
Είμαι εδώ αλλά η Αθήνα, όσον αφορά τη μουσική, καλεί συνεχώς. Τα πράγματα στη Θεσσαλονίκη δεν είναι όπως ήταν. Θα δούμε.
Αυτό βέβαια ανοίγει μία μεγάλη συζήτηση για όλους εσάς που ασχολείστε με τις τέχνες και κάποια στιγμή πρέπει να αφήσετε τη βάση σας για να κατεβείτε στην Αθήνα.
Αρχικά να αναφέρω πως ο δίσκος δεν θα είχε πάρει σάρκα και οστά χωρίς την τεράστια συμβολή του Πάνου Βουλγαράκη σε όλα τα στάδια της παραγωγής του δίσκου. Σκέψου ότι ξεκινήσαμε αυτόν τον δίσκο τρία άτομα σαν βασικός πυρήνας (οι δυο μας και ο αγαπημένος μου Γρηγόρης Οικονόμου) και μέσα σε έναν χρόνο οι δύο έφυγαν μόνιμα για Αθήνα. Εκεί παίζεται πλέον το παιχνίδι. Δεν έχουμε μαγαζιά εδώ, η πάλαι ποτέ Θεσσαλονίκη που ήταν η βασική τροφοδοσία της Ελληνικής σκηνής δεν υπάρχει πια. Σκέψου τι γινόταν τη δεκαετία του ‘90. Η ρεμπέτικη σκηνή αντέχει, η χιπ χοπ επίσης, υπάρχουν ακόμα σπουδαίοι μουσικοί και δημιουργοί που συνεχίζουν την πορεία τους έχοντας ως βάση τη Θεσσαλονίκη μα τα πράγματα, το ξέρεις, δεν έχουν καμία σχέση με πριν κάποια χρόνια.
Από το καλοκαίρι μέχρι τα «Άνανθα χρόνια» τι έχει μεσολαβήσει για σένα;
Δεν έχει καμία σχέση το ένα άλμπουμ με το άλλο. Ουσιαστικά ένα μόλις κομμάτι κλείνει το μάτι στον προηγούμενο δίσκο στο οποίο συμμετέχει και ο Δημήτρης Πολυζωίδης που καθόρισε τον ήχο στην πρώτη δισκογραφική μου δουλειά. Από μικρός είχα διάφορα ακούσματα. Από τη μία ο πατέρας μου μας έβαζε Μάρκο συνέχεια, από την άλλη με τον αδερφό μου ακούγαμε Stones, Amy, Oasis οπότε υπήρχε πάντα μία υπέροχη μουσική σύγκρουση. Το δεύτερο άλμπουμ είναι ας πούμε ένα ευχαριστώ στη μουσική που με μεγάλωσε, που με συντρόφευε πάντα μέχρι σήμερα. Ίσως κάποιους τους παραξενέψει βέβαια το πόσο διαφορετικό είναι το δεύτερο άλμπουμ από το πρώτο αλλά είμαστε πολλά πράγματα, όχι μόνο ένα. Τρέχει η ζωή, τρέχουμε κι εμείς.
Στο άλμπουμ συμμετέχει και ο Φοίβος Δεληβοριάς με τον οποίο σας συνδέουν περισσότερα πράγματα από αυτή τη συνεργασία
Ο Φοίβος, με τον οποίο συνδεόμαστε από πολύ παλιά, συμμετέχει σε δύο κομμάτια. Είχαμε περάσει κάποτε υπέροχες στιγμές στη Θάσο. Ήταν Καθαρά Δευτέρα, οικογενειακά, εγώ ήμουν τότε πολύ μικρός, νομίζω 8 ετών. Τον θυμάμαι μετά στο πατρικό μου στην Καβάλα να κάθεται δίπλα μου στο πιάνο και να μου μαθαίνει ένα κομμάτι που αγαπώ πάρα πολύ, τον «Καθρέφτη» του. Με συγκίνησε πάρα πολύ που τόσα χρόνια μετά, καθίσαμε στο πιάνο και μάθαμε αυτή τη φορά κάποια δικά μου κομμάτια. Ήταν μεγάλη τιμή και συγκίνηση που μπήκαμε στο στούντιο. Τον αγαπώ πάρα πολύ και η χαρά μου είναι απερίγραπτη για αυτή τη συνάντησή μας και στη μουσική.
Πες μου για τα χειροποίητα δισκάκια πού τα βρίσκω πάρα πολύ ωραία ιδέα.
Θα ξέρεις πως είμαι λίγο παρελθοντολάγνος. Οι περισσότεροι δημιουργοί τις δεκαετίες ’70 και ’80 έβγαζαν συχνά ένα 45άρι σαν προάγγελο του επερχόμενου άλμπουμ που θα κυκλοφορούσαν. Ήθελα πολύ να κάνω κάτι το οποίο γινόταν και παλαιότερα όσον αφορά τη δισκογραφία. Κι επειδή πάντα με γοήτευε το να διαβάζω σε πόσα αντίτυπα μπορεί να τυπώθηκε ένας δίσκος ή ένα βιβλίο, αποφασίσαμε να το βγάλουμε σε μόλις 50 αριθμημένες κόπιες. Σε κάθε ένα δισκάκι απ’ τα 50, υπάρχει μέσα ένα χαρτί με μια οδό (ή οδούς) της Θεσσαλονίκης ή της Αθήνας. Κάθε αριθμημένη κόπια έχει το δικό της κτίριο, το οποίο για διάφορους λόγους με συγκινεί βαθιά. Άξιο αναφοράς είναι το γεγονός πως όλα τα χαρτιά είναι γραμμένα σε γραφομηχανή.
Μίλησέ μου για αυτή την αγάπη σου με την αρχιτεκτονική. Τι σου προσφέρει όλο αυτό;
Με μαγεύει η ομορφιά στα κτίρια, με ηρεμεί, με γοητεύει. Βρίσκει κάνεις σε αυτά μία ζεστασιά και μία ειλικρίνεια. Στις άχαρες πολυκατοικίες που ζούμε σήμερα απουσιάζει το οικείο, η αισθητική και αυτό με στεναχωρεί πολύ. Φυσικά αυτό έχει άμεση σχέση και με άλλους τομείς της ζωής και της καθημερινότητας. Η Θεσσαλονίκη ήταν το πειραματόζωο της αντιπαροχής κατά το 2ο μισό του 20ου αιώνα με αποτέλεσμα να κατεδαφιστούν αμέτρητα αριστουργήματα. Στην Αθήνα έχουν διασωθεί ολόκληρες γειτονιές όπως η Ρεμούνδου και η Παμίσου με αποτέλεσμα κάθε επίσκεψη σε αυτές να είναι ένα ταξίδι στον χρόνο. Έχουμε κι εδώ ομορφιές μα πολλές από αυτές έχουν αφεθεί στη μοίρα τους όπως το ορφανοτροφείο Αλαττίνη για παράδειγμα ή η βίλα Σαλέμ.
Στο καινούργιο άλμπουμ νιώθω να βγαίνεις πιο μπροστά σε σχέση με το προηγούμενο;
Δεν έχεις άδικο. Από εκεί που στο πρώτο δίσκο είπα μόνο ένα κομμάτι στο φινάλε, στον δεύτερο δίσκο ερμηνεύω δέκα. Να σου πω την αλήθεια όποτε γράφω ένα τραγούδι για γυναικεία φωνή, σκέφτομαι την Κατερίνα (Σισίννι). Η Κατερίνα καταλαβαίνει αμέσως τι έχω στο μυαλό μου και τι θέλω να κάνω. Έχουμε μία πολύ ιδιαίτερη σχέση. Τα κάνει όλα πολύ καλύτερα από ό, τι τα σκέφτομαι ή τα γράφω. Θα ήθελα πολύ λοιπόν να βρω και την αντίστοιχη ανδρική φωνή που θα έχουμε αναπτύξει παρόμοια σχέση μεταξύ μας. Αλλά τα κομμάτια αυτού του δεύτερου δίσκου τα νιώθω πολύ και τα αγαπώ. Οπότε αποφάσισα να μπω και να τα πω εγώ.
Τι μουσική ακούς;
Τα τελευταία χρόνια πάρα πολύ Bill Evans. Κάθε βράδυ παίζει στο σαλόνι μου η δισκογραφία του με την οποία είμαι ερωτευμένος εμμονικά θα έλεγα. Ξεχωρίζω το «Portrait In Jazz» και το «Moon Beams». Γενικότερα ακούω πολύ κλασική jazz, λατρεύω τις Big Bands της δεκαετίας του ’20 και ‘30, το Stride από τον Fats Waller ή την Mary Lou Williams. Μου αρέσει ο Coltrane, o Bix Beiderbecke, o Art Tatum, o Oscar Oeterson, ο Gerry Mulligan, διάφοροι. Ο δίσκος του πρώτου με τον τίτλο «Ballads» είναι το αγχολυτικό μου. Το «Night Lights» του τελευταίου, επίσης. Kαι τα δύο κυκλοφόρησαν το 1963, χρονιά ιδιαίτερα σημαντική για την τζαζ αφού βγήκαν τότε στα δισκοπωλεία εμβληματικά άλμπουμ (Duke Ellington & John Coltrane, The Oscar Peterson Trio – Night Train, Thelonious Monk – Monk’s Dream κ.α.)
Υπάρχουν μουσικές που έγραψες και ήταν έκπληξη για σένα;
Όσο περίεργο και αν ακούγεται, εδώ και αρκετά χρόνια, από το 2016 που ήρθα στη Θεσσαλονίκη, έχω γράψει πάρα πολλά κομμάτια ηλεκτρονικής μουσικής τα οποία είναι επηρεασμένα από τη σκηνή του Βερολίνου. Ακόμα και εγώ, όταν καταπιάνομαι με κάποιο από αυτά, εκπλήσσομαι. Αλλά όπως είπα και παραπάνω, οι αλλαγές και η συνέχεια στη ζωή είναι πάνω από εμάς.
Θα τα κυκλοφορούσες κάποια στιγμή όλα αυτά;
Θέλω. Είναι όμως πραγματικά πάρα πολλά, εκατοντάδες. Οπότε δεν είναι πολύ εύκολο το να τα οργανώσω.
Ποιο τραγούδι από το νέο άλμπουμ θέλεις να αγαπήσουμε πιο πολύ;
Στο πρώτο άλμπουμ ένιωσα από την αρχή ποια θα μπορούσαν να έχουν μεγαλύτερη απήχηση αλλά σε αυτό δεν μπορώ να σου πω με σιγουριά. Ένα κομμάτι όμως που αγαπώ πολύ και είναι ιδιαίτερα σημαντικό για μένα είναι το τελευταίο με τίτλο «Σ’ αγαπώ», σε στίχους Ρήγα Γκόλφη το οποίο ερμηνεύω με τον Αργύρη Μπακιρτζή. Νομίζω πάντως πω επειδή κινείται σε πολλά είδη το άλμπουμ, είναι υποκειμενικό το ποιο κομμάτι θα αγαπήσει ο καθένας και η καθεμία περισσότερο.
Σε προβληματίζει όλος αυτός ο τρόπος που πρέπει να προωθήσεις τη δουλειά σου πλέον, αυτά τα πολύ συγκεκριμένα βήματα που κάνουν άλλοι αν θέλουν να κάνουν γνωστή τη δουλειά τους;
Αυτό είναι όντως κάτι που με προβληματίζει. Πρέπει να είσαι συνεχώς σε μία εγρήγορση, σε μία συνεχή αλληλεπίδραση με τους ακόλουθους σου στα social media και το ίντερνετ γενικότερα. Κάποιες φορές νιώθω πως ναι, ήρθε η ώρα να το κάνω ενώ κάποιες άλλες δεν αισθάνομαι καθόλου έτοιμος. Είναι αρκετά έξω από εμένα όλο αυτό αλλά είναι κάτι που πρέπει να γίνει. Παλιά ήταν αλλιώς, κυκλοφορούσες ένα άλμπουμ και ήταν στα δισκάδικα και ο κόσμος διψούσε για κυκλοφορίες. Σήμερα;
Ποια είναι η άποψη σου για τις τέχνες στη Θεσσαλονίκη;
Η Θεσσαλονίκη έχει ιδιαίτερα ταλαντούχους ανθρώπους. Οι περισσότεροι από αυτούς που συνομιλώ μου αναφέρουν πως σκέφτονται να κατέβουν στην Αθήνα. Οπότε αυτό από μόνο του είναι μία συνθήκη στενάχωρη. Ο ηθοποιός φεύγει, τα θέατρα λιγοστεύουν, ο μουσικός φεύγει, οι σκηνές κλείνουν. Εξαιρείται η ρεμπέτικη σκηνή η οποία συνεχίζει να ανθίζει κάθε μέρα και περισσότερο. Σκέφτομαι συχνά πως το κέντρο της πόλης έχει μείνει χωρίς μεσαία σκηνή, χωρητικότητας 150-200 ατόμων. Είναι πράγματι συγκλονιστικό αυτό.
Ποια είναι η επόμενη μέρα από την κυκλοφορία του άλμπουμ;
Ο δίσκος κυκλοφορεί ήδη σε περιορισμένο αριθμό CD (200) και βινυλίων (100) αλλά και στις ψηφιακές πλατφόρμες φυσικά. Θεωρώ πολύ σημαντικό το φυσικό προϊόν. Θέλουμε να ταξιδέψουμε με αυτό το άλμπουμ. Ετοιμάζουμε παρουσιάσεις σε πόλεις της Ελλάδας.
*Το 2ο προσωπικό άλμπουμ του Γιώργου Κωστογιώργη με τίτλο «Τα άνανθα χρόνια μου» μόλις κυκλοφόρησε. Θα το βρείτε σε όλες τις ψηφιακές πλατφόρμες και στα δισκάδικα της χώρας σε περιορισμένο αριθμό CD (200) και βινυλίων (100).