Θέατρο

Γλυκερία Καλαϊτζή: «Οι άνθρωποι διψούν για αληθινή επαφή. Και το θέατρο το προσφέρει αυτό»

Η σημαντική σκηνοθέτρια της Θεσσαλονίκης, μιλά στην Parallaxi για τις παραστάσεις που παρουσιάζει αυτόν τον χειμώνα στην πόλη

Γιώργος Σταυρακίδης
γλυκερία-καλαϊτζή-οι-άνθρωποι-διψού-1392625
Γιώργος Σταυρακίδης

Η νέα θεατρική σεζόν στη Θεσσαλονίκη βρίσκει τη Γλυκερία Καλαϊτζή σε μια από τις πιο δημιουργικές της περιόδους. Από το Σάββατο 24 Οκτωβρίου, το «Incognito» του Βρετανού θεατρικού συγγραφέα Nick Payne επέστρεψε στο Θέατρο Τ για δεύτερη χρονιά, μετά τις τριάντα sold out παραστάσεις της περσινής επιτυχίας. Το έργο, που ανέβηκε πέρσι σε πανελλήνια πρώτη, συνδυάζει αληθινά γεγονότα και μυθοπλασία σε μια πολυεπίπεδη αφήγηση γύρω από τη μνήμη, την ταυτότητα και τα μυστήρια του ανθρώπινου νου, όλα αυτά μέσα από την ευαίσθητη ματιά και τη στοχαστική σκηνοθετική γραφή της Καλαϊτζή.

Με τέσσερις ηθοποιούς επί σκηνής να υποδύονται είκοσι χαρακτήρες, η παράσταση κινείται με καταιγιστικό ρυθμό, διατηρώντας μια ισορροπία ανάμεσα στο χιούμορ και τη συγκίνηση. Το «Incognito» λειτουργεί τόσο δυνατά, γιατί δεν είναι απλώς μια αφήγηση για το μυαλό, αλλά μια παράσταση που σε ωθεί να σκεφτείς με την καρδιά, κάτι που όσοι το είδαμε πέρυσι το νιώσαμε πραγματικά.

Η Γλυκερία Καλαϊτζή, εκτός από το «Incognito» που ήδη ξεκίνησε, ετοιμάζει και τα «Λαμπερά παράσιτα» του Philip Ridley, που θα παρουσιαστεί στο ίδιο θέατρο από τα Χριστούγεννα. Ανάμεσα στη φιλοσοφική αναζήτηση του πρώτου και την τολμηρή σκοτεινότητα του δεύτερου, η Καλαϊτζή δείχνει να παραμένει σταθερά προσηλωμένη σε ένα θέατρο που κοιτά κατάματα την ανθρώπινη ύπαρξη και τα αδιέξοδά της.

«Συνήθως κρατάω μια στάση αναμονής μέχρι το τέλος του Οκτώβρη για να σχηματίσω μια καθαρή εικόνα», λέει χαμογελώντας στη συζήτηση μας. «Ευτυχώς, τα τελευταία χρόνια οι φόβοι μου διαψεύδονται. Ίσως γιατί μέσα σε όλη αυτή την εικονική πραγματικότητα που μας περιβάλλει, οι άνθρωποι διψούν για αληθινή, ζωντανή επαφή. Και το θέατρο είναι ένας χώρος που το προσφέρει αυτό». Από αυτή τη φράση και μόνο καταλαβαίνει κανείς πως η Καλαϊτζή αντιλαμβάνεται τη σκηνή όχι ως καταφύγιο, αλλά ως αναγκαίο χώρο συνάντησης, εκεί όπου η ψευδαίσθηση συναντά την αλήθεια του βλέμματος.

INCOGNITO του Nick Payne στο Θέατρο Τ
[ INCOGNITO του Nick Payne στο Θέατρο Τ ]

Η διαδρομή της, με σπουδές στη Φιλολογία και διδακτορικό στη Θεατρολογία από το ΑΠΘ, διδασκαλία στο Τμήμα Θεάτρου και πολυετή παρουσία στην Πειραματική Σκηνή της Τέχνης, το ΚΘΒΕ και τα ΔΗΠΕΘΕ Σερρών και Καβάλας, έχει διαμορφώσει μια σκηνοθέτρια που επιλέγει τα έργα της «με βάση τα ερεθίσματα που δέχομαι ως άτομο μέσα σε ένα κοινωνικό περιβάλλον που συνεχώς αλλάζει». Για εκείνη, «το θέατρο, σύγχρονο ή κλασικό, οφείλει να μας φέρνει αντιμέτωπους με όσα δεν τολμούμε να πούμε, ή ακόμα και να ομολογήσουμε, στον ίδιο μας τον εαυτό» όπως λέει στη συζήτηση που κάναμε.

Και ίσως εκεί να κρύβεται η ουσία της τέχνης της, στο θάρρος δηλαδή να μην κολακεύει τον θεατή, αλλά να τον ταρακουνά. «Δεν με ενδιαφέρει ο θεατής να “ταυτιστεί”. Με ενδιαφέρει να “ταραχτεί”, να νιώσει έστω για μια στιγμή ότι κάτι μέσα του ράγισε» λέει. Για τη Γλυκερία Καλαϊτζή, ο ρόλος του θεάτρου είναι να «στήσει έναν καθρέφτη απέναντί μας, για να δούμε ποιοι είμαστε και πώς ζούμε». Κι όπως λέει, αυτό από μόνο του «είναι μια πολιτική θέση».

Όλα αυτά και ακόμα περισσότερα για τις παραστάσεις της, το Θέατρο Τ, την θεατρική πραγματικότητα της Θεσσαλονίκης αυτόν τον χειμώνα, συζητήσαμε για την Parallaxi!

Ξεκινώντας μία νέα σεζόν και γνωρίζοντας πως θα έχεις έντονη σκηνοθετική παρουσία τους επόμενους μήνες, ποια είναι η αίσθηση σου για τη σεζόν που ξεκίνησε στη Θεσσαλονίκη;

Τα τελευταία χρόνια το θέατρο στη Θεσσαλονίκη πηγαίνει καλά, ωστόσο κάθε νέα σεζόν με βρίσκει με την ίδια ανησυχία. Το διαρκώς αυξανόμενο κόστος ζωής —ενέργεια, τρόφιμα, ενοίκια— δημιουργεί μια αστάθεια που μας κάνει όλους πιο συγκρατημένους.  Συνήθως κρατάω μια στάση αναμονής μέχρι το τέλος του Οκτώβρη για να σχηματίσω μια καθαρή εικόνα. Ευτυχώς, τα τελευταία χρόνια οι φόβοι μου διαψεύδονται. Ίσως γιατί μέσα σε όλη αυτή την εικονική πραγματικότητα που μας περιβάλλει, οι άνθρωποι διψούν για αληθινή, ζωντανή, επαφή. Και το θέατρο είναι ένας χώρος που το προσφέρει αυτό. Η φετινή χρονιά μάλιστα ξεκίνησε για τη Θεσσαλονίκη με πολλές υποσχέσεις: δύο νέοι θεατρικοί χώροι, το θέατρο Αμαλία και το Θέατρο των Τεχνών, άνοιξαν με πρόθεση να στηρίξουν και την τοπική δημιουργία, όχι απλώς να λειτουργήσουν ως αίθουσες φιλοξενίας. Η Θεσσαλονίκη διαθέτει πλέον αξιόλογο καλλιτεχνικό δυναμικό, και συνεχώς δημιουργούνται νέες ομάδες, με σοβαρή δουλειά. Αυτές οι πρωτοβουλίες δίνουν ελπίδα ότι η πόλη ίσως καταφέρει σιγά σιγά να συγκρατήσει το καλλιτεχνικό της δυναμικό, που εξακολουθεί να φυλλοροεί προς την Αθήνα. Δεν θα είναι εύκολο, αλλά αξίζει να το προσπαθήσουμε όλοι, καλλιτέχνες και κοινό.

Βλέποντας πέρυσι το Incognito, σκεφτόμουν πως αυτό είναι το θέατρο που θα ήθελα να δουν όλοι, τόσο αισθητικά όσο και καλλιτεχνικά. Ποια είναι τα δικά σου κριτήρια για να ασχοληθείς με ένα έργο;

Θα έλεγα ότι το βασικό κριτήριο είναι να μου αρέσει ένα έργο, αλλά αυτό είναι πάρα πολύ γενικό. Οι επιλογές των έργων συνήθως έχουν να κάνουν με τα ερεθίσματα που δέχομαι ως άτομο μέσα σε ένα κοινωνικό περιβάλλον που συνεχώς αλλάζει. Το πρώτο φίλτρο επομένως είναι το περιεχόμενο. Ένα έργο πρέπει να συνομιλεί με το σήμερα, όχι απαραίτητα με την επικαιρότητα, αλλά με το πώς αλλάζει η ζωή μας, η ηθική μας, ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα. Για μένα αυτό είναι το πιο σημαντικό. Το θέατρο, σύγχρονο ή κλασικό, οφείλει να μας φέρνει αντιμέτωπους με όσα δεν τολμούμε να πούμε, ή ακόμα και να ομολογήσουμε, στον ίδιο μας τον εαυτό. Αν, επιπλέον, η φόρμα του έργου έχει και μια σκηνική πρόκληση, τότε η έλξη γίνεται διπλή. Αυτό συνέβη με την περίπτωση του Incognito, όπου η πρόκληση της σκηνικής του πραγμάτωσης ήταν μεγάλη. Και για τους ηθοποιούς, οι οποίοι έπρεπε να ενσαρκώσουν 4-5 ρόλους ο καθένας χωρίς καμιά άλλη βοήθεια πέρα από το σώμα και τη φωνή τους, αλλά και για μένα που χρειάστηκε να βρω έναν τρόπο, ώστε όλη αυτή η πολυπλοκότητα του έργου (τρεις ιστορίες που εκτυλίσσονται παράλληλα) να αποδοθεί με καθαρότητα, χωρίς περιττά σκηνοθετικά στολίδια που θα φόρτωναν με ακόμα περισσότερες πληροφορίες το μυαλό του θεατή. Σε κάθε περίπτωση ήταν ένα ρίσκο. Αλλά χωρίς ρίσκο η δουλειά μας δεν έχει λόγο ύπαρξης. Γιατί κάθε έργο, είτε είναι κλασικό είτε σύγχρονο, σε ωθεί να εξερευνήσεις άγνωστες πτυχές του εαυτού σου. Κι όταν αυτό που κουβαλάς μέσα σου παίρνει μορφή, ανοίγει και για τον θεατή νέους δρόμους κατανόησης.

[ INCOGNITO του Nick Payne στο Θέατρο Τ ]

Το Incognito είναι ένα έργο που μιλάει για τη μνήμη. Τι βρίσκεις εσύ πιο ισχυρό σε αυτά που θέλει να πει Nick Payne;

«Αν δεν θυμάσαι ποιος είσαι, στην πραγματικότητα δεν είσαι κανένας», λέει σε κάποια στιγμή του έργου, η νευροψυχολόγος της τρίτης ιστορίας, η οποία εκτυλίσσεται στο σήμερα. Κάτι που είναι μεγάλη αλήθεια, αφού οι αναμνήσεις μας καθορίζουν την ταυτότητά μας. Καθορίζουν όμως και την  ύπαρξή μας; Όχι φυσικά. Γιατί ακόμα και χωρίς μνήμη εξακολουθούμε να  υπάρχουμε, να ζούμε. «Ένας κατεστραμμένος  εγκέφαλος», λέει σε κάποια στιγμή η ίδια πάλι, «είναι σε θέση να συνεχίζει να κατανοεί τον κόσμο, ακόμη και αν ο ασθενής δεν μπορεί». Και πέρα από αυτό, όπως δείχνει η πρώτη ιστορία, με ήρωα κάποιον που ζει με μνήμη 30 δευτερολέπτων, η απώλεια της μνήμης δεν συνεπάγεται απαραίτητα και απώλεια των συναισθημάτων. Κι αυτό κατά τη γνώμη μου είναι το πιο κρίσιμο που καταθέτει στο έργο του ο Nick Payne, καθώς το συναίσθημα, και όχι το μυαλό, είναι εκείνο που μας συνδέει με τους άλλους ανθρώπους.

Σκεφτόμουν πως τελικά ζούμε μέχρι να πεθάνουμε ή στην πραγματικότητα, ζούμε μέχρι να σβήσουμε από την μνήμη των άλλων ανθρώπων;

Σίγουρα το δεύτερο, όσο κι αν ο σύγχρονος πολιτισμός μας προσπαθεί να μας πείσει για το πρώτο, ζητώντας μας να γευτούμε όσο το δυνατόν περισσότερα, να καταναλώσουμε όσο το δυνατόν περισσότερα, ώστε να προλάβουμε σε αυτή τη μικρή ζωή να ζήσουμε, αν είναι δυνατόν, τα πάντα! Όσο όμως κι αν ριχνόμαστε με τα μούτρα στη ζωή, ή σε αυτό που νομίζουμε για ζωή, προκειμένου να ξεχάσουμε τη θνητότητά μας, τόσο περισσότερο εγκλωβιζόμαστε σε έναν φαύλο κύκλο κατανάλωσης και λήθης, σαν να προσπαθούμε να αγοράσουμε την αθανασία με δόσεις. Έτσι αρχίζουμε να πιστεύουμε ότι η ουσία της ζωής είναι να «προλάβουμε» —κάτι εντέλει ανέφικτο— κι όχι να «μείνουμε» ή καλύτερα να αφήσουμε κάτι πίσω μας —απογόνους, επιστημονικά επιτεύγματα, καλλιτεχνικά δημιουργήματα. Κάτι που θα μείνει στη μνήμη των ανθρώπων, γιατί μόνο έτσι υπάρχει πιθανότητα να νικήσουμε τελικά τον χρόνο και τη λήθη.

Είσαι από τις σκηνοθέτιδες που αποζητάς την ταύτιση του θεατή με αυτά που του δίνεις;

Στο σύγχρονο θέατρο, η έννοια της ταύτισης είναι αρκετά παρεξηγημένη, καθώς μοιάζει πολλοί να πιστεύουν ότι όταν την επιδιώκεις, κατά κάποιο τρόπο, κάνεις παλιό θέατρο. Έτσι, όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια επενδύουμε στη φόρμα, προκειμένου να ήμαστε σύγχρονοι αλλά και να εκπλήξουμε τον θεατή. Και πράγματι σε ό,τι αφορά την όψη, βλέπουμε σίγουρα όλο και πιο ανήσυχες, ας τις πούμε,  παραστάσεις. Προσωπικά εκτιμώ πολύ την έρευνα και τον πειραματισμό, επειδή ανοίγουν νέους, και συχνά πολύ ενδιαφέροντες, σκηνικούς δρόμους. Αυτό όμως με τη σειρά του θα πρέπει να μας οδηγεί και σε μια αναθεώρηση του περιεχομένου. Γιατί όταν το περιεχόμενο μένει ίδιο, όταν δηλαδή στη σκηνή αναπαράγονται κοινόχρηστες αντιλήψεις ή στερεοτυπικές συμπεριφορές, τότε πια μιλάμε για θέαμα κι όχι για θέατρο. Και το θέαμα όσο εντυπωσιακό κι αν είναι, παραμένει θέαμα, κάτι δηλαδή έξω από μένα. Κάτι που βρίσκεται απέναντί μου, το αναγνωρίζω, αλλά δεν με αφορά άμεσα. Το θέατρο απαιτεί κάτι παραπάνω. Απαιτεί την εμπλοκή του θεατή. Όχι απαραίτητα με την έννοια της ταύτισης, αλλά με εκείνη του αυτόπτη μάρτυρα, που βρίσκεται αντιμέτωπος με κάποια γεγονότα την εξέλιξη των οποίων δεν μπορεί να προβλέψει. Ακόμα κι όταν γνωρίζει την υπόθεση ή ξέρει το τέλος, όπως συμβαίνει με πολλά κλασικά έργα, η ιστορία που παρακολουθεί πρέπει να είναι κάθε φορά άλλη, διαφορετική, ως προς τις λεπτομέρειές της. Γιατί οι άνθρωποι, όπως και οι ήρωες των θεατρικών έργων, δεν είμαστε ένα πράγμα. Δεν είμαστε άσπρο μαύρο. Έτσι, κάθε παράσταση προσπαθεί να ρίξει λίγο φως σ’ αυτή την ενδιάμεση και μεγάλη γκρίζα περιοχή, όπου κατοικούν οι αντιφάσεις μας, προκειμένου να αντιληφθούμε κάποια από εκείνα τα εμπόδια που μας στερούν την ευτυχία και κάνουν τη ζωή μας, τις σχέσεις μας  και την επικοινωνία μας με τους άλλους τόσο δύσκολη. Δεν με ενδιαφέρει, επομένως, ο θεατής να «ταυτιστεί». Με ενδιαφέρει να «ταραχτεί», να νιώσει έστω για μια στιγμή ότι κάτι μέσα του ράγισε, ότι δεν μπορεί να ξαναδεί τον κόσμο όπως ήταν πριν. Κι αν φεύγοντας από μια παράσταση έστω και ένας θεατής αρχίσει να αμφισβητεί κάποιες από τις βεβαιότητές του ή έστω αρχίσει να κάνει δεύτερες σκέψεις, τότε ο στόχος έχει επιτευχθεί.

Επειδή επανέρχεται συχνά το αν πρέπει το θέατρο να μιλάει για κοινωνική και πολιτική ζωή, ποια είναι η δική σου άποψη σε αυτό;

Το θέατρο είναι εξ ορισμού κοινωνική και δημόσια τέχνη. Δεν μπορεί να είναι αποκομμένο από ό,τι συμβαίνει γύρω του. Το θέμα δεν είναι επομένως αν παίρνει θέση, είναι πώς παίρνει. Το να καταγγέλλεις τα κακώς κείμενα ή να σχολιάζεις την επικαιρότητα είναι ένας εύκολος τρόπος να κερδίσεις το κοινό, που έχει πράγματι την ανάγκη να ακούσει κάποιον να μιλάει δυνατά και δημόσια για αυτά που και το ίδιο σκέφτεται. Αρκεί όμως αυτό; Τα όσα τρομερά συμβαίνουν γύρω μας, σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο —και στον τόπο μας συνέβησαν πάρα πολλά την τελευταία δεκαπενταετία και συμβαίνουν— έχουν επηρεάσει βαθιά τις ζωές μας. ‘Έχουν αλλάξει τη σχέση μας με τον εαυτό μας και με τους άλλους. Ο ρόλος της τέχνης, και του θεάτρου, είναι να διερευνήσει ακριβώς αυτό. Να στήσει, όπως έλεγε κι ο Σαίξπηρ, έναν καθρέφτη απέναντί μας, για να δούμε ποιοι είμαστε και πώς ζούμε. Κι αυτό από μόνο του είναι μια πολιτική θέση.

Για τα Χριστούγεννα ετοιμάζεις και την επόμενη πρεμιέρα σου, με ένα έργο που θίγει τη ζωή σήμερα, την ιδιοκτησία και τι κάνουμε για να αποκτήσουμε όλο και περισσότερα. Τι θα είναι ακριβώς αυτό;

Τα Λαμπερά παράσιτα του Philip Ridley, που θα ανεβάσουμε τα Χριστούγεννα, είναι μια μαύρη κωμωδία, που εκκινεί από το οξύ στεγαστικό πρόβλημα, που, δυστυχώς, μπήκε ορμητικά και στη δική μας ζωή. Ως βασικός εκπρόσωπος του in year face theatre, o Ridley οδηγεί φυσικά το θέμα του στα άκρα και στο ερώτημα τού τι θα κάναμε για να αποκτήσουμε το σπίτι των ονείρων μας, η απάντησή του είναι: τα πάντα. Έτσι, μέσα από την αφήγηση ενός νεαρού ζευγαριού, που είχε τη μεγάλη τύχη να του χαριστεί ένα σπίτι, με τον όρο να φροντίσουν οι ίδιοι για την ανακαίνισή του, βλέπουμε στη σκηνή το πόσο ο άκρατος καταναλωτισμός μπορεί να αλλοιώσει τα ηθικά μας κριτήρια και να μας οδηγήσει σε ακραίες πράξεις και συμπεριφορές.

Τα τελευταία χρόνια το κοινό πηγαίνει συστηματικά σε θεατρικές παραστάσεις γεμίζοντας τις αίθουσες μέρες – πολλές φορές και μήνες – πριν. Πώς βλέπεις εσύ αυτή τη στροφή του κόσμου στις θεατρικές παραστάσεις;

Το βρίσκω πολύ θετικό. Μπορεί η αφετηρία να έχει να κάνει με την άνθηση της μυθοπλασίας στην τηλεόραση τα τελευταία χρόνια και την ανάγκη του κοινού να δει και ζωντανούς επί σκηνής τους ηθοποιούς που θαυμάζει, αλλά αυτό εντέλει έχει μικρή σημασία. Εκείνο που έχει σημασία, ειδικά για τη Θεσσαλονίκη, είναι το κοινό να βάλει και το θέατρο —όχι μόνο τις ταβέρνες, τα μπαράκια και τα μπουζούκια— στις επιλογές της ψυχαγωγίας του. Και αυτό τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να συμβαίνει. Μπορεί ακόμα να τροφοδοτείται από τις αθηναϊκές παραστάσεις με τα γνωστά ονόματα, αλλά πιστεύω ότι με επιμονή και συνέπεια θα στραφεί σταδιακά και προς την τοπική δημιουργία.  Και τότε το κέρδος θα είναι διπλό: για τους καλλιτέχνες και για την πόλη.

[ INCOGNITO του Nick Payne στο Θέατρο Τ ]

Επιστρέφοντας στο Incognito, πώς θέλεις να φεύγουν οι θεατές μετά την παράσταση – Ποιο από τα νοήματα που θα ευχόσουν να πάρουν στο μυαλό τους για να το συζητήσουν έστω, την επόμενη μέρα;

To Incognito είναι μια παράσταση που, από την περσινή εμπειρία, έδειξε να απασχολεί αρκετά τους θεατές. Καταρχήν, οι περισσότεροι εντυπωσιάζονται από το γεγονός ότι μπορούν να παρακολουθούν χωρίς πρόβλημα ταυτόχρονα και τις τρεις ιστορίες. Η παράσταση, μ’ άλλα λόγια, είναι ένα τεστ και για το δικό τους μυαλό. Κι αυτό από μόνο του είναι μια εμπλοκή. Από την άλλη, ο τρόπος με τον οποίο ο Nick Payne χειρίζεται το θέμα της μνήμης, κυρίως μέσα από την ιστορία του αμνησιακού ήρωα αλλά και της νευροψυχολόγου, αγγίζει μεγάλη μερίδα του κοινού, μια και η απώλεια της μνήμης τείνει να γίνει η υπ’ αριθμό ένα μάστιγα της εποχής μας και όλοι μας, λίγο πολύ, έχουμε εμπειρίες δικών μας ανθρώπων που η μνήμη τούς εγκατέλειψε. Το να δούμε αυτούς τους ανθρώπους με άλλο μάτι, το να κατανοήσουμε ότι η ζωή τους δεν τέλειωσε κι ότι μπορεί να μη μας θυμούνται, αλλά εξακολουθούν να μας βλέπουν και να μας νιώθουν, είναι νομίζω ό,τι πιο σημαντικό μπορεί να πάρει κανείς από αυτήν την παράσταση.

Τελειώνοντας, θα ήθελα να μου πεις πώς είναι να είσαι σκηνοθέτις γυναίκα στη Θεσσαλονίκη του 2025;

Ίσως σ’ αυτή τη ερώτηση απαντούσαν καλύτερα οι νεότερες. Εγώ έχω χρόνια στη δουλειά κι έναν δικό μου χώρο, που μου δίνει τη δυνατότητα να διαμορφώνω το δημιουργικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο δουλεύω. Αυτό είναι ένα προνόμιο που διευκολύνει, αλλά δεν εξαλείφει τα δυσκολίες. Η εμπιστοσύνη δεν είναι ποτέ δεδομένη. Πρέπει κάθε φορά να την κερδίζεις, είτε είσαι άντρας είτε γυναίκα. Ίσως οι γυναίκες αντιμετωπίζουμε κάπως εντονότερα την αμφισβήτηση, αλλά όλα εξαρτώνται από το πώς διαχειρίζεσαι την εξουσία σου.  Αν στόχος σου δεν είναι να επιβάλλεις την «αξία» σου ή την εξουσία σου, αλλά να κάνεις με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη δουλειά σου —και σ’ αυτό περιλαμβάνονται πρωτίστως η εκτίμηση και ο σεβασμός των συνεργατών σου— τα πράγματα γίνονται πολύ πιο εύκολα. Γιατί αυτό που εντέλει έχει σημασία, δεν είναι το αν είσαι άντρας ή γυναίκα, αλλά το αν μπορείς να σταθείς απέναντι στο έργο σου, με αλήθεια. Οι υπόλοιπες ετικέτες είναι απλώς θόρυβος.

*Η παράσταση INCOGNITO θα είναι στο Θέατρο Τ μέχρι τις 16 Νοεμβρίου | Κείμενο: Nick Payne – Μετάφραση – Σκηνοθεσία: Γλυκερία Καλαϊτζή – Σκηνικά: Ευαγγελία Κιρκινέ – Κοστούμια: Μαρία Καραδελόγλου – Κίνηση: Ιωάννα Μήτσικα – Πρωτότυπη μουσική: Κωστής Παλαιογιάννης | Εισιτήρια: MORE

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα