Gus G για metal σκηνή: «Μπροστά στους trappers, είμαστε παπαδοπαίδια»
Ο διεθνούς φήμης Έλληνας κιθαρίστας μιλάει στην parallaxi, λίγο πριν τη μεγάλη του συναυλία στη Θεσσαλονίκη
Ο Κώστας Καραμητρούδης, ή κατά κόσμον Gus G, δεν θα ήταν υπερβολή αν έλεγε κανείς, πως είναι ο πιο ταλαντούχος metal κιθαρίστας της γενιάς του. Κατάφερε από μικρή ηλικία να αναδειχθεί σε σπουδαίο ταλέντο, να κάνει περιοδείες σε όλο τον κόσμο, να συνυπάρξει on stage με τα μεγαλύτερα ονόματα της rock και metal σκηνής και να “σκαρφαλώσει” στο Hall of Fame των καλύτερων μουσικών παγκοσμίως.
Λίγο πριν τη μεγάλη συναυλία με το συγκρότημά του Firewind στη Θεσσαλονίκη, ο σπουδαίος κιθαρίστας μίλησε στην Parallaxi για την πρώτη του επαφή με τη μουσική, τις στιγμές στην καριέρα του που έχει ξεχωρίσει, αλλά και για την σημαντική ισορροπία μεταξύ μουσικής και επαγγελματισμού.
-Σε ηλικία 10 ετών, πιάνεις στα χέρια σου την πρώτη σου κιθάρα. Θυμάσαι τις πρώτες μουσικές που έπαιξες;
Ήθελα πολύ να παίξω κάποια ροκ κομμάτια, αλλά δεν είχα τις γνώσεις. Θυμάμαι ότι η δασκάλα, στο ωδείο που πήγαινα τότε στην Τούμπα, η κυρία Μαρία, μου είχε μάθει να παίζω το «Όλα καλά κι όλα ωραία». Ήταν τα πρώτα ακόρντα και το πρώτο τραγούδι που έμαθα να παίζω. Εγώ, βέβαια ήθελα άλλα πράγματα να παίζω. Όταν μου έφερε ο μπαμπάς μου την πρώτη μου κιθάρα, που ήταν κλασική, εγώ λίγο απογοητεύτηκα γιατί ήθελα ηλεκτρική. Ήθελα κατευθείαν να μπω στη ροκ φάση, αλλά τότε επικρατούσε και η άποψη πως αν θέλεις να παίξεις ηλεκτρική, πρέπει πρώτα να μάθεις να παίζεις κλασική. Κάτι το οποίο δεν ισχύει, βέβαια, αλλά πολλοί γονείς είχαν αυτή την γνώμη.
-Στην εφηβεία σου, καταφέρνεις και παίρνεις υποτροφία για σπουδές στο Berkeley, από όπου όμως φεύγεις λίγες εβδομάδες αργότερα, γιατί δεν βρίσκεις εκεί αυτό που έψαχνες. Μένεις, ωστόσο, στη Βοστώνη και ηχογραφείς το πρώτο σου demo με τίτλο “Firewind”. Πόσο δύσκολο ήταν για εσένα, ως παιδί στη εφηβεία, να αφήσεις την πόλη σου, την οικογένειά σου και να κάνεις τα πρώτα βήματα της καριέρας σου στο εξωτερικό;
Το να σηκωθείς και να φύγεις σε ηλικία 17 χρονών και να πας εντελώς μόνος στην Αμερική, σε μια ξένη χώρα στην άλλη άκρη, ήταν λίγο τρελό. Υπήρχαν πολλές δυσκολίες για το που θα μείνω και τι θα κάνω. Εξίσου τρελή ήταν η απόφαση, που με το που έφτασα εκεί να φύγω από το κολλέγιο και να ψάξω να βρω μόνος μου την άκρη. Θυμάμαι χαρακτηριστικά, να παίρνω τηλέφωνο τον πατέρα μου από payphone στο δρόμο και να του λέω πως θα επιστρέψω την υποτροφία και πως μπορούμε να πάρουμε πίσω τα υπόλοιπα λεφτά που δώσαμε και σκέφτομαι να τα επενδύσω και να κάνω μια ηχογράφηση. Δεν ξέρω πως μου ήρθε αυτή η σκέψη τότε, αλλά μου ήρθε και θυμάμαι ότι ο πατέρας μου ακόμη και τότε, με εμπιστέφτηκε τυφλά. Είχα αυτές τις ιδέες τότε, που ήταν αρκετά τρελές, αλλά μου βγήκε σε καλό. Εκείνα τα χρόνια, επίσης, τέλη δεκαετίας του ’90, στην Αμερική δεν ήταν καλό το έδαφος για το στυλ του heavy metal που παίζω εγώ, ήταν λίγο πεθαμένα τα πράγματα. Μέχρι που συνειδητοποίησα ότι η Ευρώπη βγάζει μια νέα γενιά από groups και κυρίως η Σκανδιναβία, που ήταν πιο κοντά στο δικό μου ήχο και στυλ.
-Το ψευδώνυμο Gus G πώς προέκυψε;
Αυτό προέκυψε λόγω της αμερικανιάς που με δέρνει μάλλον. Έχουμε οικογένεια στην Αμερική και πολλά καλοκαίρια πήγαινα εκεί και επισκεπτόμουν τον θείο μου, ο οποίος μου έλεγε ότι το όνομά μου στα αγγλικά είναι Gus. Αυτό βέβαια, δεν ισχύει. Ήταν τότε την εποχή του ’60 και του ’70, που οι Έλληνες μετανάστες που έφυγαν με τα καράβια άλλαξαν τα ονόματά τους και όλοι όσοι τους έλεγαν Κώστα, γίνανε Gus. Οπότε μου έμεινε κι εμένα αυτό το όνομα και το έχω από 10 χρονών.
-Αν σου ζητούσα να συγκρίνεις τα συναισθήματα και τις σκέψεις που είχες στο πρώτο σου live, με αυτά που είχες στο πιο πρόσφατο, ποιες διαφορές και ποιες ομοιότητες παρατηρείς;
Ε τώρα τι να συγκρίνουμε; Στο πρώτο μου live ήμουν 14 και παίξαμε στο Remezzo στην Καλαμαριά, σε μια σχολική γιορτή, όταν ακόμη ήταν Κέντρο Νεότητας, πριν γίνει καφετέρια. Με είχε περιβάλλει η ντροπή, δεν ήξερα τι να φορέσω, θυμάμαι έβαλα μια κίτρινη μπλούζα του μπαμπά μου, που μου ήταν σαν φούστα. Έπαιξα με συμμαθητές μου κάτι κομμάτια κουτσά στραβά και δεν τολμούσα καν να σηκώσω το κεφάλι μου να κοιτάξω τα παιδιά που παίζαμε μαζί. Αυτό το άγχος που έχεις πριν βγεις να παίξεις πάντα υπάρχει , αυτή η αδρεναλίνη που σε “κλωτσάει” λίγο για να βγεις να το κάνεις αυτό, ευτυχώς υπάρχει ακόμα, αλλά πέρα από αυτό δεν υπάρχει κάποια ομοιότητα.
-Έχεις αναδειχθεί, εδώ και πολλά χρόνια, σε έναν από τους καλύτερους κιθαρίστες της εποχής μας. Υπήρξε κάποια στιγμή, στην μέχρι τώρα πορεία σου, που να είπες στον εαυτό σου “τα κατάφερες”;
Δεν ξέρω, δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα. Με όσους μουσικούς γνωρίζω, δεν υπάρχει ποτέ αυτή η στιγμή που να λένε ότι “Οκ, τα κατάφερα”. Καλό είναι να κοιτάς πίσω, μόνο και μόνο για να δεις τι έχει συμβεί, γιατί όταν είσαι πολύ απασχολημένος, τα χρόνια κυλάνε γρήγορα, οι δεκαετίες κυλούν γρήγορα. Εν μέσω πανδημίας, τότε είχα χρόνο, όπως και πολύς κόσμος, λίγο να σκεφτώ τι έχει συμβεί, που έχουμε φτάσει, τι έχω καταφέρει, σε ποιο σημείο της ζωής μου βρίσκομαι και να σκεφτώ και το μέλλον. Γενικά, δεν εστιάζω πάρα πολύ στο παρελθόν, κοιτάω το τώρα, κάνοντας παράλληλα σχέδια για λίγο παρακάτω.
-Ποια θεωρείς πως είναι η μεγαλύτερη παρανόηση, που έχει ο κόσμος που δεν ακούει metal, για τη metal σκηνή;
Είναι λίγο περιθωριακή μουσική, ακόμη και σήμερα. Δεν μιλάω μόνο για την Ελλάδα, που εδώ είμαστε και λίγο μπουζοκοχώρα, ως επί το πλείστον. Εδώ μιλάμε και για ολόκληρη Αμερική, που ένας θεσμός όπως τα Grammys, σνομπάρουν τον σκληρό ήχο. Αν δεν κάνω λάθος, τα Grammys δίνουν το βραβείο Best Metal Album της χρονιάς πρώτο πρώτο, για να ξεμπερδεύουν. Πολλές φορές κάνουν και λάθη. Είχαν πάρει οι Megadeth βραβείο Grammy και έπαιζε από πίσω τραγούδι των Metallica. Υπάρχουν γενικά πολλές παρανοήσεις σε σχέση με τη metal. Τι να πρωτοπούμε, περί σατανισμού; Ότι είναι μια επικίνδυνη μουσική. Αν και τώρα σε σχέση με αυτά που γίνονται με τους ραπερς και τραπερς, είμαστε παπαδοπαίδια. Η αλήθεια είναι όμως πως οι μεταλάδες είναι καλά παιδιά και αγαπάνε και τα ζώα.
(O Leon, μια από τις τέσσερις γάτες που έχει ο Gus G)
-Μέσα σε αυτά τα χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από τότε που πρωτοξεκίνησες, έχει αλλάξει η έννοια του rock star;
Όταν ήσουν έξω από τη μουσική βιομηχανία και έβλεπες τότε τα περιοδικά ή τα video clip, υπήρχε αυτό το mystique, με τους ροκ μουσικούς, ότι είναι κάτι απλησίαστο, είναι τύποι πιο dark, ότι δεν είναι εύκολα προσβάσιμοι και ήταν είδωλα, icons, που τους έβλεπες μόνο πάνω στη σκηνή. Και αυτό πιστεύω ότι τράβηξε και τους πιο πολλούς πιτσιρικάδες. Μπαίνοντας στη μουσική βιομηχανία, υπήρξε μια μεγάλη απομυθοποίηση. Βλέπεις τα πράγματα από μέσα, ότι είναι πολύ διαφορετικά. Γενικά η ροκ και η metal κοινότητα είναι πολύ πιο μικρή, από ότι νομίζει και φαντάζεται ο κόσμος. Στις μέρες μας κι’ όλας, έχει χαθεί αυτό το μυστήριο. Τώρα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Όλοι θέλουν να ξέρουν που βρίσκεσαι ανά πάσα ώρα και στιγμή, τι τρως, με ποιον είσαι, τι ώρα πήγες βόλτα τον σκύλο σου κτλ. Μιλάμε για έναν εντελώς άλλο κόσμο. Λίγοι είναι αυτοί που έχουν καταφέρει να κρατήσουν αυτό το μυστήριο, αν υπάρχει πλέον αυτό και δεν ξέρω κι αν ενδιαφέρει πλέον. Θέλουν όλοι να είναι το παιδί της διπλανής πόρτας, που είναι πιο προσεγγίσιμο. Εμένα προσωπικά δεν με απασχολεί ούτε το ένα ούτε το άλλο. Ξέρω μουσικούς που τους πειράζει πάρα πολύ το γεγονός ότι έχει χαθεί όλο αυτό. Εμένα δεν με χαλάει ιδιαίτερα. Ως μουσικός πρέπει να θέτεις όρια, μέχρι πόσο χώρο από την προσωπική σου ζωή είσαι διατεθειμένος να δώσεις στη δημοσιότητα.
-Από το 2009 μέχρι το 2017, παίζεις στο συγκρότημα του Ozzy Osbourne. Αν χρειαστεί να ξεχωρίσεις μια στιγμή από τη συνύπαρξή σας ποια θα ήταν αυτή και ποιο το σημαντικότερο μάθημα που έμαθες ως μικρότερος στο πλάι του;
Είναι κατά κάποιο τρόπο, ο “πατέρας” του είδους. Σίγουρα θα ξεχωρίσω το album που κάναμε μαζί, το “Scream”, γιατί ένας δίσκος μένει στην ιστορία. Καλώς ή κακώς έχει αφήσει το αποτύπωμά του. Σίγουρα έμαθα πάρα πολλά δίπλα του. Ήταν μια πολύ καλή εμπειρία να είσαι μέρος και να βλέπεις εκ των έσω, πώς λειτουργεί μια τέτοια οργάνωση. Πώς είναι να παίζεις για έναν από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες του πλανήτη και να βλέπεις πώς λειτουργεί όλο αυτό το γρανάζι. Σίγουρα αυτό σε κάνει καλύτερο επαγγελματία, καλύτερο performer και σε όλα τα επίπεδα ήταν μια ανύψωση.
-Παλιότερα είχες δηλώσει πως είσαι ενάντια στο να παίρνουν πολιτική θέση οι καλλιτέχνες. Θέλω να μου εξηγήσεις τους λόγους που το δήλωσες αυτό και αν συνεχίζεις να το πιστεύεις αυτό μέχρι σήμερα.
Ναι, συνεχίζω να το πιστεύω αυτό. Στο σπίτι μας μέσα έχουμε όλοι τις απόψεις μας και τις μοιραζόμαστε με τον κοντινό μας κύκλο. Θεωρώ ότι το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται ο άλλος είναι να βγει ο τάδε κιθαρίστας και να πει τη μαλακία του στο Facebook, για το αν χάρηκε που βγήκε ο Τραμπ ή όχι, για παράδειγμα. Δεν αλλάζει η δημόσια θέση μου για αυτό, πραγματικά και δεν θα έπρεπε να ενδιαφέρει και κανέναν. Τις απόψεις μου τις κρατάω για τον εαυτό μου και για την οικογένειά μου. Η δουλειά μου είναι άλλη θεωρώ. Όταν είμαστε πάνω στο stage, να κάνουμε τον κόσμο να περνάει καλά. Να έρχεται να ξοδεύει δύο ώρες μαζί μας στο live, να ξεχνάει ό,τι άλλο τον απασχολεί, να κάνουμε καλή μουσική και να ελπίζουμε ότι θα έχει όση πιο πολύ απήχηση γίνεται και θα αρέσει σε κάποιους. Όλα έχουν τη θέση τους. Υπάρχουν βέβαια και καλλιτέχνες που είναι πολιτικοποιημένοι και τοποθετούνται, πράγμα το οποίο δεν με απασχολεί, ούτε με πειράζει. Ο καθένας κάνει ό,τι θέλει.
-Έχει πάει ποτέ κάτι στραβά στα πλαίσια των περιοδειών με τους Firewind;
Πολλά πράγματα μπορεί να συμβούν σε ένα tour. Γενικά είναι απρόβλεπτη η ζωή όταν είσαι στο δρόμο, σε ένα λεωφορείο, είναι σαν ένα καραβάνι που ταξιδεύει. Εμείς μέχρι και ατυχήματα είχαμε με το λεωφορείο, ευτυχώς χωρίς τραυματισμούς. Θυμάμαι πριν 13-14 χρόνια, ήταν η τελευταία συναυλία της αμερικάνικης περιοδείας και παίζαμε στο Λος Άντζελες και ο οδηγός κοιμήθηκε στο τιμόνι, όπως κατεβαίναμε τη Hollywood Boulevard και το λεωφορείο πήγε και στούκαρε σε ένα δέντρο. Η μπροστινή πόρτα είχε φρακάρει, το λεωφορείο δεν είχε πίσω πόρτα όπως τα ευρωπαϊκά και πηδήξαμε από το παράθυρο. Είχε έρθει και η πυροσβεστική. Εγώ είχα να δώσω ένα σεμινάριο στο Musicians Institute, οπότε άνοιξα το τρέιλερ, πήρα την κιθάρα μου, μπήκα σε ένα ταξί και είπα στα παιδιά ότι θα τα πούμε αργότερα στο venue που θα παίζαμε. Έχουν γίνει τέτοιες καταστάσεις και πολλά αστεία εννοείται και απρόβλεπτα. Ως επί το πλείστον είναι ωραία όλη αυτή η φάση, αλλά δεν είναι για όλους το θέμα touring. Δεν είναι ένα lifestyle που ταιριάζει σε όλους. Όλα αυτά τα χρόνια έχουμε δει κόσμο να πηγαίνει και να έρχεται και από το γκρουπ, αλλά και άλλους που δουλεύουνε μαζί μας. Κάποιοι ζορίζονται, κάποιοι βαριούνται, κάποιοι δυσκολεύονται, αλλά γενικά έχω να θυμάμαι καλές στιγμές. Στο 99% είναι πάντα καλά τα shows και πετυχημένα. Πάντα υπάρχει και ένα περίεργο venue στο οποίο θα παίζεις και κάποιοι στο βάθος θα παίζουν μπιλιάρδο ή θα βλέπουν μπέιζμπολ την ώρα που παίζεις, αλλά τις περισσότερες φορές είναι καλές οι στιγμές και τα live.
-Όταν από τόσο νεαρή ηλικία μπαίνεις στη διαδικασία των live, των περιοδειών, βγάζεις album, χρειάζεται να επιδείξεις επαγγελματισμό και πειθαρχία. Αισθάνθηκες ποτέ ότι μέσα στο επαγγελματικό κλίμα αυτό, ίσως να περιορίστηκε η τρέλα της καλλιτεχνικής παρόρμησης;
Ναι, είναι εύκολο να διαταραχτούν αυτές οι ισορροπίες. Θα πάω και λίγο πίσω σε αυτό που ανέφερα πριν, ότι κάποιοι φεύγουν και από το γκρουπ και χαλάει λίγο το θέμα. Κάπου εκεί έρχεται η απομυθοποίηση που έλεγα. Πρέπει, όμως, πάντα να υπενθυμίζεις στον εαυτό σου για ποιο λόγο είσαι εκεί και το κάνεις αυτό. Κάποιος είχε πει ότι το Music Bussiness είναι δύο πράγματα: Η μουσική και το bussiness. Η μουσική ξεκινάει κάπου, δημιουργείται και τελειώνει κάπου και μετά υπάρχει το bussiness κομμάτι. Πολλοί μουσικοί ξενερώνουν όταν το bussiness μπαίνει πολύ μέσα στο θέμα της μουσικής και τους χαλάει όλο το αρτιστικό κομμάτι. Όπως και σε όλα τα πράγματα στη ζωή, θεωρώ ότι πρέπει να υπάρχει μια ισορροπία. Εγώ μάλλον ήμουν τυχερός, ήμουν κωλόφαρδος και μου άρεσε πάντα και το κομμάτι του bussiness. Μου άρεσαν τα νούμερα, μου άρεσε να βλέπω τις στατιστικές, να μαθαίνω τι είναι αυτά τα συμβόλαια που υπογράφουμε, πώς χωρίζεται η πίτα, ποια είναι τα δικαιώματα που έχουμε, ποια είναι τα δικαιώματα που έχουν οι άλλοι, ποια είναι η δουλειά του ατζέντη κτλ. Με ενδιέφεραν αυτά από πολύ μικρή ηλικία και μπήκα και σε αυτό το κομμάτι μέσα. Ξέρω πάρα πολύ κόσμο που τα σιχαίνεται όλα αυτά, δεν θέλουν να ξέρουν τίποτα, θέλουν απλά να παίζουν και πολλοί από αυτούς καταλήγουν και λίγο πικραμένοι.
– Υπάρχει και μια μερίδα του κόσμου, όμως, που δεν συνειδητοποιεί πως η μουσική είναι σοβαρό επάγγελμα.
Ναι αυτό υπάρχει. Λες ότι είσαι μουσικός και σου απαντάει ο άλλος “Οκ, αλλά η πρωινή δουλειά σου ποια είναι; “, “Το πρωί πού σηκώνεσαι να πας;” Αλλά το να μάθεις ένα μουσικό όργανο απαιτεί μεγάλη θυσία, πολλά χρόνια μελέτης, για να φτάσεις σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο δεξιοτεχνίας και τεχνικής. Το να μάθεις μουσική, πέρα από τα βασικά, είναι κάτι το οποίο θέλει πάρα πολύ κόπο και μελέτη, πειθαρχία. Πολλές φορές με ρωτάνε “Ποια είναι η συνταγή;”. Το να παίζεις καλά είναι ένα 20% μόνο της όλης εικόνας. Δηλαδή, οκ so what? Εσύ και άλλα πόσα εκατομμύρια μπορεί να παίζουν ένα μουσικό όργανο καλά. Έχεις να πεις κάτι καλλιτεχνικά, πέρα από αυτό το σημείο; Μπορείς να γράψεις μουσική; Έχεις να πεις κάτι ως μουσικός, έχεις μια προσωπική ταυτότητα; Και πάλι εδώ θα αναφερθώ στο κομμάτι του bussiness, γιατί όλο αυτό μετά θα εμπορευματοποιηθεί. Είτε σε undergound επίπεδο, είτε σε mainstream.
-Μετά από τόσες συναυλίες, περιοδείες, εξώφυλλα σε περιοδικά, τη δημιουργία δικών σου μοντέλων κιθάρας, υπάρχει κάτι το οποίο έχεις ως απωθημένο ή και ως επόμενο στόχο;
Πάντα έχουμε κι άλλους στόχους. Η μουσική δεν τελειώνει, πάντα υπάρχει κάτι να κάνεις παρακάτω, τόσο σε προσωπικό θέμα, όσο και σε θέμα καριέρας. Ακόμα σκέφτομαι και οραματίζομαι πράγματα που θα ήθελα να είμαι, πού θα μπορούσε να βρεθεί το γκρουπ στα επόμενα χρόνια, αλλά κι εγώ προσωπικά. Δεν μπορείς να πάρεις τίποτα ως δεδομένο. Απλά σκεφτόμαστε και δουλεύουμε για τους στόχους που θέτουμε. Αλλά πρέπει ταυτόχρονα να προστατέψουμε και αυτή την καριέρα και αυτή την πορεία που είχαμε μέχρι στιγμής. Πρέπει οι κινήσεις να είναι, κατά κάποιο τρόπο στοχευμένες, ώστε να αντικατοπτρίζουν και το παρελθόν που έχει υπάρξει.
-Με τους Firewind είχατε κάνει ένα συναρπαστικό και ιστορικό live στο Principal, το 2008. Θα έλεγες πως εκείνη η συναυλία εδραίωσε το όνομά σας στο ελληνικό κοινό και στο κοινό της Θεσσαλονίκης;
Σαφέστατα. Κατ’ αρχήν ήταν το πρώτο μας μεγάλο live. Το Principal τότε ήταν ακόμη στο Ρύσιο. Ήταν η δεύτερη φορά που παίζαμε στη Θεσσαλονίκη. Η πρώτη μας φορά ήταν στο Ξυλουργείο, σε ένα μικρό κλαμπάκι και είχαμε παίξει για εκατό άτομα. Ήταν μεγαλεπήβολο σχέδιο να πάμε να παίξουμε στο Principal, είναι η αλήθεια. Ξέραμε ότι η μπάντα πλέον είχε άλλη δυναμική, είχε μια επιτυχία ήδη στο εξωτερικό και γινόταν κάποιος ντόρος εκείνα τα χρόνια. Κάναμε ένα μεγάλο βήμα απότομα, δεν ξέραμε τι να περιμένουμε και το κλαμπ έγινε sold out. Παραέγινε, βασικά, sold out. Πρέπει να βάλαμε 1.500 άτομα εκεί μέσα εκείνη την ημέρα. Φιλμάραμε κι όλας το live, παίξαμε το νέο μας άλμπουμ τότε, το Premonition, από τα πιο κλασικά άλμπουμ της μπάντας, το παρουσιάσαμε για πρώτη φορά, είχαμε φέρει παραγωγή, κάμερες και είχαμε καλέσει και όλο τον ευρωπαϊκό Τύπο, από όλα τα μεγάλα metal έντυπα. Αυτό αργότερα κυκλοφόρησε και σε dvd, όταν ακόμη υπήρχαν dvd και υπό αυτή την έννοια ήταν ένας σημαντικός σταθμός και ένα ιστορικό live για τη μπάντα και ενδεχομένως, μπορεί και για τη metal σκηνή της Ελλάδας, γιατί ίσως εκείνα τα χρόνια έδειξε το δρόμο και σε μια νέα γενιά, ότι αυτοί οι τύποι παίζουν μπάλα σε διεθνές επίπεδο. Δεν είναι μόνο μια τοπική μπάντα και μπορεί αυτό να βγει από τα σύνορα. Το ξέρω γιατί πολλά παιδιά μου έχουν πει, ότι τους έδωσα έμπνευση για να κάνουν ένα δικό τους γκρουπ, ή να πιάσουν αργότερα την κιθάρα στα χέρια τους. Οπότε θεωρώ, πως όντως αυτό το live ήταν ένα show σταθμός για εμάς εδώ στη Θεσσαλονίκη.
(Ολόκληρη η συναυλία των Firewind στο Principal Club το 2008)
-Πέρα από το γεγονός ότι κατάγεσαι από τη Θεσσαλονίκη, ποιο είναι το συναίσθημα που σε δένει με αυτή την πόλη και έχοντας γυρίσει όλο τον κόσμο παίζοντας μουσική, υπάρχει κάτι που να ξεχωρίζεις εδώ;
Πάντα υπάρχει περισσότερος συναισθηματισμός για εμένα εδώ, γιατί είμαι από εδώ. Έχω μια ιδιαίτερη σχέση με την πόλη, από παιδί. Είναι δύσκολο να το περιγράψω. Υπάρχει μια ενέργεια που δε τη βρίσκεις αλλού.
Οι Firewind επιστρέφουν στη Θεσσαλονίκη στα πλαίσια των τελευταίων συναυλιών της φετινής τους περιοδείας, στις 6 Δεκεμβρίου στο Principal Club Theater.