Η Έλλη Χρυσίδου ανοίγει το άλμπουμ της ζωής της: «Ήμουν πάντα πολύ συνεπής με τον εαυτό μου»
Μία ανάδρομη στις σημαντικές στιγμές και τους ξεχωριστούς ανθρώπους που συνάντησε, σε μία απόλυτα ειλικρινή και ενδιαφέρουσα συνέντευξη στην Parallaxi
Ειλικρινής, οικεία, ντόμπρα και απόλυτα συναισθηματική, η Έλλη Χρυσίδου μιλάει στην Parallaxi για την καλλιτεχνική πορεία της, τους ανθρώπους που συνάντησε και αγάπησε, τον γιο της – γνωστό μουσικό Γιώργο Κλουντζό – και την Θεσσαλονίκη, που επέλεξε να μείνει και να δράσει μέσα από τα έργα της και την πολιτική.
Όταν βρεθήκαμε, ήταν οι πρώτες μέρες της μεγάλης έκθεσης στη Νέα Υόρκη με τίτλο «Femicide» στη Shiva Gallery, όπου η σημαντική εικαστικός συμμετείχε με έργα από τη συλλογή της «Missing Bodies», μιλώντας μέσα από την τέχνη για τις γυναικοκτονίες και την βία. Άλλωστε, μιλάμε για μία εικαστικό που ήταν πάντα συχνές οι παρεμβάσεις της στα κοινωνικά και πολιτικά θέματα μέσα από την τέχνη της, κι αυτό είναι από τα θέματα που συζητήσαμε πολύ.
Και σίγουρα, είναι κι ένας από τους λόγους που – όπως λέει και η ίδια και επιβεβαιώνουμε στο μερίδιο που μας αναλογεί – μάλλον την αγαπούσαν πάντα πολλοί!
Συμμετέχετε σε μία έκθεση στη Νέα Υόρκη. Πείτε μου για αυτό;
Είναι μια έκθεση, η οποία γίνεται στη γκαλερί Anya and Andrew Shiva στη Νέα Υόρκη.Την διοργανώνει η Thalia Vrachopoulos, καθηγήτρια του John Jay College of Criminal Justice όπου ανήκει η γκαλερί, ελληνίδα στην καταγωγή και επιμελήτρια εκθέσεων. Είναι μια ομαδική έκθεση με θέμα τις γυναικοκτονίες. Με αφορμή αυτό το πολύ σοβαρό και πολύ μεγάλο πρόβλημα της βίας σε σχέση με το φύλλο, αποφασίστηκε να γίνει αυτή η έκθεση, βάζοντας τα έργα να πάρουν θέση σε αυτό το ζήτημα. Οπότε είναι μια αναφορά για όλους αυτούς τους ανθρώπους που δέχτηκαν αυτή τη βία, που έζησαν αυτή την κατάσταση. Ξέρετε, πρόσφατη έρευνα αναφέρει πως μια γυναίκα ανά 10 λεπτά βιώνει βία. Είναι πολύ μεγάλο ζήτημα. Είναι ένα θέμα το οποίο πρέπει να απασχολήσει πλέον τις πολιτικές όλων των κρατών.
Και η τέχνη, έτσι και αλλιώς, είναι αυτή η οποία απαντάει πάντα σε κοινωνικά ζητήματα. Αυτό το είχατε πάντα εσείς ως σημαία σας νομίζω, το ότι η τέχνη πρέπει να εμπλέκεται και σε άλλους τομείς της ζωής μας.
Είναι η δουλειά μου αυτή, από την αρχή που ξεκίνησα μέχρι και σήμερα. Ένα πράγμα που με ενδιαφέρει, είναι ότι δεν μπορεί η τέχνη να μην αντιλαμβάνεται τι γίνεται, να μην σχολιάζει ή να μην παίρνει θέση σε σχέση με τα πράγματα τα οποία συμβαίνουν στις κοινωνίες. Θέματα δικαιοσύνης, θέματα δημοκρατίας, θέματα βίας, θέματα δικαίου. Είναι ζητήματα τα οποία με απασχολούν πάρα πολύ και ακριβώς επειδή ένα πράγμα που με ενδιαφέρει είναι να παρουσιάζω, να δουλεύω και να δίνω λόγο σε αυτά τα οποία με απασχολούν, όλη η δουλειά μου νιώθω να έχει να κάνει με αυτό. Θεωρώ ότι η τέχνη μπορεί να λειτουργήσει και να απεγκλωβίσει από διάφορες καταστάσεις οι οποίες δεν πρέπει να υπάρχουν στην πολιτική. Ο καθένας βέβαια νομίζω ότι θα πρέπει να βλέπει και να απαντάει σε οτιδήποτε συμβαίνει γύρω του μέσα στην κοινωνία που ζει. Είτε είναι θέμα βίας, είτε είναι θέμα ανισοτήτων, είτε θέμα περιβάλλοντος, είτε οτιδήποτε.
Ενθουσιάζεστε ακόμα με αυτές τις προτάσεις για τις εκθέσεις, όσο εμείς για καλλιτέχνες που αγαπάμε ή επειδή είναι πολλά χρόνια που κάνετε αυτή τη δουλειά, ο ενθουσιασμός μετριάζει;
Δεν είναι σίγουρα αγγαρεία. Ξέρεις, όσες εκθέσεις και να έχεις κάνει, όσες κριτικές και να έχεις πάρει, όταν είναι να δείξεις ένα έργο, το κάνεις με διάθεση και με χαρά. Αυτά τα έργα στη Νέα Υόρκη τα έχω από το 2002 και τώρα ήταν η στιγμή να τα δείξουμε. Από αυτό βέβαια, βλέπουμε πως όλα αυτά τα θέματα υπήρχαν από τότε, δεν είναι σημερινά. Όμως σήμερα ίσως να τα μαθαίνουμε πιο πολύ. Ίσως όμως να είναι και περισσότερα τα νούμερα, γιατί πραγματικά υπάρχει στον κόσμο μια οργή. Υπάρχει ένας θυμός, υπάρχει μια κατάσταση, περίεργη. Επιστρέφοντας όμως στην ερώτηση, θα πω πως κάθε φορά που κάνεις έκθεση, έρχεσαι αντιμέτωπη με τον κοινό. Επειδή κάποτε είχα πει και το πιστεύω, ότι ο καλλιτέχνης είναι κλέφτης. Είναι «κλέφτης» της ζωής που υπάρχει γύρω του. «Κλέβει» από αυτόν τον άνθρωπο που βλέπει απέναντί του. «Κλέβει» από το γεγονός που συμβαίνει. Οπότε όταν εσύ πας να του δώσεις πίσω αυτό που εισέπραξες από αυτόν, πραγματικά έχεις πάντα μία αγωνία για το αν θα το δεχτεί, αν θα το κατανοήσει, αν αυτό το πράγμα θα δημιουργήσει ένα ερέθισμα για να σκεφτεί λίγο κι άλλα πράγματα. Δεν με ενδιαφέρει αν θα του αρέσει ή όχι. Αλλά με ενδιαφέρει αν θα τον συγκινήσει ή όχι. Αν θα του δημιουργήσει κάποιο λόγο να σκεφτεί κάτι. Αν θα του δημιουργήσει την ανάγκη να δει τι κρύβεται από πίσω από αυτό που δίνει ο καλλιτέχνης. Κάθε φορά, έχεις αυτή την αγωνία γιατί ακριβώς απ’ αυτόν έχεις αντλήσει το λόγο σου και σε αυτόν τον επιστρέφεις. Όσα χρόνια κι έχουν περάσει, όσες εκθέσεις κι ένα έχεις κάνει. Βέβαια, είναι αλήθεια ότι έχω περιορίσει καταρχήν πάρα πολύ τις εκθέσεις που επιλέγω να κάνω. Δεν με ενδιαφέρει να κάνω πολλές γιατί δεν έχω και να αποδείξω κάτι πλέον. Μόνο πια όταν υπάρχει κάποιος σημαντικός λόγος να πάρω μέρος σε μία έκθεση ή να κάνω μία δική μου, το κάνω.
Φέτος ωστόσο, «έπεσαν» πολλά μαζί όπως μου είπατε!
Είμαι σε μια φάση τώρα, είναι αλήθεια, που έχω ανάγκη να μιλάω, να βγαίνω προς τα έξω για να λέω για τη δουλειά μου. Γιατί ήταν τα εννιά χρόνια εκείνα που ήμουν με την αρμοδιότητα της αντιδημάρχου και λοιπά, που είχα αποφασίσει ότι στη Θεσσαλονίκη δεν θα κάνω έκθεση για να μην θεωρηθεί ότι εκμεταλλεύομαι την προβολή μου. Δεν με ενδιέφερε να έχω ένα αλισβερίσι τέτοιο με το κοινό με το οποίο δούλευα, με το κόσμο, με την πόλη. Οπότε αυτό το διάστημα έκανα μόνο κάποιες συμμετοχές που με καλούσαν και πήγαινα έξω ή στην γκαλερί την οποία συνεργάζομαι στην Γαλλία. Αυτά τα χρόνια, ήταν ένα δώρο για μένα να μπορέσω να ξαναβρεθώ πολλές ώρες στο εργαστήρι, να μην έχω ωράριο, να μην έχω το πρωί να πηγαίνω κάπου και να γυρνάω μετά και κουρασμένη να πρέπει να ξαναφεύγω. Είχα την ανάγκη να σηκωθώ το πρωί και να μπω στο εργαστήρι για όσο θέλω. Και πραγματικά χαίρομαι τώρα κάθε φορά που είναι μια ενδιαφέρουσα έκθεση. Το χαίρομαι πραγματικά σαν να είναι η πρώτη μου έκθεση.
Ξέρετε μπαίνοντας στην Google προχθές να ψάξω για εσάς, γράφοντας το όνομα σας, μου έβγαλε ιδιότητα πολιτικός.
Ε, δηλαδή είδες τι έχω πάθει; Κοίταξε, πολύ συνειδητά είναι αλήθεια ότι πολιτικός, πολιτικός δεν ήμουν ποτέ. Γιατί και ο τρόπος με τον οποίο ασχολήθηκα, ο τρόπος με τον οποίο συμμετείχα και ως εκλεγμένη, νομίζω ότι δεν ήταν τόσο συμβατός με αυτό που έχει ο καθένας στο μυαλό του ως πολιτικό. Ήμουν πάντα πολύ συνεπής με τον εαυτό μου. Απέφευγα πράγματα τα οποία δεν μπορούσα να κάνω και δεν ήταν στο χαρακτήρα μου. Δηλαδή, απέφευγα να πηγαίνω σε εκδηλώσεις στις οποίες δεν θα πήγαινα αν δεν ήμουνα σε αυτή τη θέση. Και ευτυχώς υπήρχε ο Γιάννης ο Μπουτάρης, ο οποίος αυτά τα πράγματα τα καταλάβαινε, τα κατανοούσε και δεν είχε πρόβλημα στο να μην παρευρίσκομαι σε κάποιες εκδηλώσεις. Από εκεί και πέρα, ο καλλιτέχνης και ο κάθε άνθρωπος, είναι πολιτικό ον και είναι αλήθεια ότι δεν με ενοχλεί που βγαίνω στη Google ως πολιτικός, γιατί ήταν και αυτός ένας ρόλος που είχα. Δεν νιώθω ότι έκανα λάθος που ασχολήθηκα με την πολιτική και που ακόμα ασχολούμαι, με έναν άλλο τρόπο. Δεν έχασα, απεναντίας νομίζω ότι ήρθα πιο κοντά στους ανθρώπους, είδα πράγματα πάρα πολλά, ένιωσα πράγματα. Είδα ανθρώπους, είδα καταστάσεις που δεν μπορούσα αλλιώς να τις ξέρω. Οπότε νομίζω ότι με βοήθησε να έχω μια εικόνα πιο αληθινή για την πραγματικότητα. Με βοήθησε και σαν άνθρωπο, αλλά και στη δουλειά μου.

Πώς ξεκινάει η δική σας σχέση με την ζωγραφική; – Ποιες θυμάστε να είναι οι πρώτες ίσως αναφορές στο τι θα ακολουθήσει;
Εγώ ήμουν παιδί που μεγάλωσα στην επαρχία, στο Κιλκίς. Μου άρεσε η ζωγραφική πάρα πολύ από μικρή. Μάλιστα είχα ανθρώπους γύρω μου που ήταν στον χώρο της τέχνης. Ήρθα στην Θεσσαλονίκη για να δώσω εξετάσεις και να σπουδάσω. Και ο προσανατολισμός ήταν από την οικογένεια αυτός, γιατί εκείνα τα χρόνια, η οικογένεια προσπαθούσε με κάποιο τρόπο να επιβάλλει την άποψή της στο παιδί. Οπότε ήταν ένας προσανατολισμός προς την Ιατρική ή κάπου προς τα εκεί. Βέβαια έδωσα εξετάσεις και δεν πέρασα. Είχα αρχίσει ήδη και να πολιτικοποιούμαι τότε και δεν πέρασα επειδή δεν ήμουν πολύ μελετηρή το διάστημα που έπρεπε να είμαι. Την ζωγραφική όμως, την ήθελα και το γνώριζαν και οι δικοί μου, αλλά θεωρούσαν ότι θα μπορούσα να την κάνω παράλληλα σαν χόμπι. Έπρεπε όμως κάτι να γίνει με αυτό και αποφάσισα να φύγω και να πάω στην Γαλλία που οι γονείς μου ήταν πιο θετικοί. Ωστόσο υπήρχε η προϋπόθεση να πάω για Αρχιτεκτονική. Εγώ έφυγα, πήγα στη Σχολή Καλών Τεχνών και τους είπα ότι δεν με πήραν στην Αρχιτεκτονική και γι’ αυτό κατέφυγα σε άλλη σχολή. Οπότε έτσι, με ένα ψέμα ξεκίνησα.
Το διάστημα στη Γαλλία πώς ήταν;
Ήταν από τα πιο ωραία της ζωής μου. Ήταν μια σχολή καλή, που ήταν πολύ της τέχνης. Ήταν μια εποχή βέβαια που ήμασταν και πολύ έντονα ενεργοί σε όλα, στα κοινωνικά, στα πολιτικά και βρέθηκα εγώ ξαφνικά στη Γαλλία που ήταν πολύ δημοκρατική, πολύ ανοιχτή και δε γίνεται αυτό να μη επηρεάσει. Όπως και οι άνθρωποι της, που γνώρισα εκείνα τα χρόνια.

Και πώς είναι ένα παιδί από το Κιλκίς που ζει κάποια χρόνια έξω, να πρέπει να επιστρέψει τελικά και να αντιμετωπίσει την ελληνική πραγματικότητα;
Σε σχέση με την τέχνη τότε, ήταν τα πράγματα λίγο περίεργα. Βέβαια, να σου πω την αλήθεια, ήμουν και ένα παιδί που δεν κόλαγα εύκολα πουθενά. Επέμενα σε αυτά που έκανα. Είμαι και πολύ δουλευταρού. Οπότε, πολύ γρήγορα είναι αλήθεια ότι άρχισαν τα πράγματα να λειτουργούν θετικά σε μένα. Όμως εκείνη την εποχή, αρχές δεκαετίας του ’80, το κλίμα ήταν κάπως. Δεν ήταν καλό για την τέχνη. Δεν είχε και πάρα πολλούς νέους καλλιτέχνες που να έχουν έρθει από το εξωτερικό. Επειδή όμως ήμουν και πολύ δραστήρια και κοινωνική, εύκολα μπόρεσα να ενταχθώ. Βέβαια, συνάντησα και δύο πολύ ωραίους ανθρώπους και καλλιτέχνες, τον Λουκά τον Βενετούλια και την ηθοποιό Ελένη Καρπέτα που χάσαμε φέτος το καλοκαίρι, και με καθόρισαν ως καλλιτέχνη και ως άνθρωπο. Μου έμαθαν πως δεν είναι μόνο η τέχνη για την τέχνη, οτι δεν μπορεί να είναι ο καλλιτέχνης έξω από την κοινωνία, αλλά είναι ένα κομμάτι αυτού του πράγματος. Είναι ένας άνθρωπος ο οποίος βιώνει ό, τι βιώνουν όλοι. Τα ίδια πράγματα ζει. Τα ίδια πράγματα κάνει. Απλώς αυτός έχει τη δυνατότητα να μπορεί είτε να τα κάνει λόγο, είτε να τα κάνει εικόνα, είτε να τα κάνει κίνηση ή κάτι άλλο. Οπότε πολύ γρήγορα βρέθηκα να κάνω την πρώτη έκθεση στη Θεσσαλονίκη, στον Κοχλία του Κώστα του Λαχά, στη μία από τις τρεις πιο σημαντικές γκαλερί της πόλης εκείνη την εποχή. Κι όταν κατάφερνες να μπεις σε μία από αυτές τις γκαλερί, είχες αυτόματα την αποδοχή του κόσμου. Έτσι σιγά σιγά πήγα και στην Αθήνα. Ξέρεις, αυτό με τις γκαλερί ισχύει μέχρι και σήμερα, όπου όλοι οι νέοι καλλιτέχνες θέλουν να μπουν σε μία καλή γκαλερί για να αποδείξουν έτσι, ότι είναι καλοί. Εμένα σήμερα που με ρωτάνε, απαντώ πως δε με ενδιαφέρει πια καθόλου αν είναι καλή ή όχι η γκαλερί. Εμένα με ενδιαφέρει να είναι μια γκαλερί η οποία θα φέρει κόσμο.

Είπατε νωρίτερα ότι έπρεπε να πείσετε τους δικούς σας ότι δεν είναι χόμπι η ζωγραφική.
Είναι μια πονεμένη ιστορία αυτό για όλες τις τέχνες. Είναι αλήθεια όμως ότι για πάρα πολλά χρόνια μετά από την Γαλλία που επέστρεψα, με ζούσαν οι δικοί μου. Δεν είχα τη δυνατότητα ούτε εργαστήριο να νοικιάσω, ούτε να ζω με έργα μου, που τότε μάλιστα δεν πούλαγα. Όσες εκθέσεις και να κάνεις στην αρχή, θα πουλήσεις ένα, δύο, τρία, τέσσερα έργα το πολύ. Και οι εκθέσεις δεν γίνονται και κάθε μέρα. Οπότε αυτό το είχαν συνειδητοποιήσει οι γονείς μου όταν πλέον δέχτηκαν να πάω Καλών Τεχνών. Η αποδοχή που είχα από το χώρο μετά, τους ικανοποίησε. Όμως μη γελιόμαστε, δεν μπορεί ένας καλλιτέχνης να ζήσει… Ελάχιστοι είναι οι καλλιτέχνες οι οποίοι ζουν από τα έργα τους, ελάχιστοι είναι οι ζωγράφοι οι οποίοι θα πούν ότι εγώ ζω αποκλειστικά από τη ζωγραφική μου. Εγώ είναι αλήθεια ότι τα ψιλοβόλεψα. Δεν έκανα και πολλούς συμβιβασμούς για τα οικονομικά, αλλά τα ψιλοβόλεψα…
Ωστόσο υπάρχουν αυτά τα δύσκολα χρόνια του καλλιτέχνη που λέμε…
Τα πάρα πολύ δύσκολα… Αν δεν έχουν από το σπίτι τους μία βοήθεια, δε γίνεται, γιατί πραγματικά θέλει μία αφοσίωση η τέχνη. Και ο γιος μου που είναι μουσικός αυτό του λέω. Δεν μπορεί να κάνεις παράλληλα και άλλα πράγματα. Θα πεις ότι εγώ, φιλαράκι, θα στερηθώ την έξοδο μου, θα στερηθώ τα ποτά μου, θα στερηθώ τις χαρές μου, γιατί θέλω να κάνω αυτό. Δεν γίνεται. Είναι δύσκολη η τέχνη. Γι’ αυτό κι εγώ που δεν ήθελα να κάνω τίποτα τα εννέα χρόνια στην πολιτική, ξέρεις όταν βγήκα από αυτή την ιστορία και είδα ό, τι είχα ζωγραφίσει, ήταν σαν αποσπάσματα από κάτι. Δεν είχαν μία σειρά, γιατί ήταν ακριβώς αποσπασματική η σχέση μου με την τέχνη εκείνη την εποχή. Δηλαδή, δούλευα τη μία μέρα πέντε ώρες και ξαναδούλευα μετά από δέκα μέρες άλλες πέντε ώρες. Δεν είχε συνέπεια αυτό το πράγμα. Οπότε όλα αυτά τα έργα τα ξαναείδα μετά και τα δούλεψα ξανά. Θέλει η τέχνη μεγάλη αφοσίωση.

Μου είπατε λίγο νωρίτερα ότι ακόμα από τη Γαλλία είχατε αρχίσει να ασχολείστε με την πολιτική;
Ναι, ήμουν στη νεολαία τότε του ΚΚΕ Εσωτερικού. Τότε είχαμε κάνει τον πρώτο ελληνικό σύλλογο φοιτητών στο Παρίσι… Συμμετείχα σε διάφορες δράσεις που γινόντουσαν. Ακόμα και τα καλοκαίρια που ερχόμουν εδώ, ήμουν μέσα σε κινήματα…
Πώς λοιπόν εμπλέκεστε μετά και επίσημα με την πολιτική;
Κοίτα, πάντα ήμουν στον χώρο της Ανανεωτικής Αριστεράς, που ήταν πάντα και πιο κοντά στα γυναικεία κινήματα. Οπότε ήταν λογικό να είμαι εκεί. Από εκεί και ύστερα, ενεργά αλλά εντελώς τυχαία στην αρχή, αρκετά χρόνια πριν κατέβω με τον Μπουτάρη, μου πρότειναν όταν κατέβηκε για πρώτη φορά ο Σπύρος ο Βούγιας για δήμαρχος. Αυτή ήταν η πρώτη φορά για μένα. Πήγε και καλά, ίσως επειδή συνήθως ήμουν τελευταία ή επειδή ήμουν καλλιτέχνης και με αγαπούσαν, δε ξέρω. Δεν ήμουν και πολύ κοινωνικό άτομο είναι η αλήθεια. Το 2006, κατέβηκε ο Γιάννης ο Μποτάρης και την ίδια χρονιά κατέβηκε και η Χρύσα η Αράπογλου. Εκείνο τον Αύγουστο είχα εγώ ένα πολύ βαρύ γεγονός. Είχε φύγει ο Άγγελος. Ο Μπουτάρης τότε επέμενε να κατέβω. Βέβαια δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση, γιατί ο Γιώργος ήταν 15 χρονών και δεν μπορούσα μετά από ένα μήνα μιας κηδείας εγώ να πάω και να τρέχω για τα πολιτικά. Έπρεπε να στηρίξω τον Γιώργο. Τότε απέρριψα την πρόταση του Μπουτάρη αλλά και της Χρύσας που με είχε πάρει τηλέφωνο. Το 2010 όμως το χρωστούσα. Οπότε στην επόμενη εκλογική κατεβασιά του, ο Μπουτάρης μου λέει, τώρα Έλλη πέρασαν τα χρόνια, δεν έχεις πρόβλημα να κατέβεις. Και κατέβηκα χωρίς όμως και πάλι να έχω στο μυαλό μου ότι θα παλέψω για να βγω. Γενικώς εγώ δεν ήμουν από αυτούς που παλεύανε πολύ. Δεν έτρεχα. Και μάλιστα την χρονιά που κατέβηκα, το ’10, δεν υπάρχω σε καμία φωτογραφία. Γιατί δεν πήγαινα ούτε στις μαζώξεις, ούτε σε τίποτα άλλο από αυτά. Τα βαριέμαι είναι αλήθεια. Και θυμάμαι ότι όταν ήταν οι εκλογές, εγώ είχα φύγει για μία εβδομάδα στην Τιφλίδα. Κρυφά όμως, δεν τους το είχα πει. Έπρεπε να πάω γιατί τότε το MOMus είχε επιλέξει δύο καλλιτέχνες, εμένα και την Ευτυχία την Ερμείδου για να πάμε σε μία Μπιενάλε εκεί. Οπότε ήμουν απούσα σε πολλά πράγματα εδώ εκείνες τις μέρες. Με ενδιέφερε όμως η πόλη πάρα πολύ. Αυτό που είπα και του Γιάννη τότε, ήταν ότι εντάξει σ’ αγαπάω και θέλω να κατέβω μαζί σου αλλά κυρίως αυτό που με ενδιαφέρει είναι ότι πρέπει οπωσδήποτε η πόλη να αλλάξει. Και αφού ζω μέσα σε αυτήν την πόλη, δεν μπορεί να μην έχω λόγο, δεν μπορεί να μην παλέψω. Πρέπει όλοι να μη κάνουμε απλώς κριτική, πρέπει κάποια στιγμή να είμαστε πιο ενεργοί. Αυτός ήταν κυρίως ο λόγος που με ιντρίγκαρε πιο πολύ όλη αυτή η ιστορία του Δήμου τότε.

Κεφάλαιο Γιάννης Μπουτάρης. Τι έχετε να πείτε γι’ αυτό που ζήσατε κοντά του;
Για μένα ήταν μεγάλο μάθημα. Μεγάλο μάθημα! Μαζί του, τα πράγματα ήταν διαφορετικά, βγήκαμε τότε και έπρεπε να κάνουμε πράξη αυτά τα οποία λέγαμε ή ονειρευόμασταν. Με τον Γιάννη πέρασα μία από τις πιο ωραίες συνεργασίες που είχα. Ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος ουδέποτε μου είπε «κάνε αυτό Έλλη». Ποτέ δεν μου είπε «βάλε κι αυτόν τον καλλιτέχνη εκεί». Δεν έκανε καμία παρέμβαση σε αυτό που έκανα. Αυτό που έλεγε και που οι άλλοι κάποιες φορές τον κατηγορούσαν, το «αφήστε τα γίδια ελεύθερα», εγώ αυτό το πίστευα ότι έτσι πρέπει να είναι. Δηλαδή σου δίνω έναν ρόλο, παρ’ τον, αλλά πρέπει να το βγάλεις και να το κάνεις. Και είσαι ελεύθερος να το κάνεις, αλλά εγώ μετά θα πρέπει να το εκτιμήσω. Το έκανες, δεν το έκανες, έκανες αυτό που έλεγες, δεν το έκανες και λοιπά. Πραγματικά ήταν ένας άνθρωπος που είχε όραμα για την πόλη. Ήταν ένας άνθρωπος που αγαπούσε την πόλη και την ήξερε καλά. Την περπάταγε όμορφα. Την περπάταγε γιατί την αισθανόταν, την μύριζε, την έβλεπε, την άκουγε. Δεν ήταν ο άνθρωπος που θα πήγαινε μόνο εκεί που έπρεπε να πάει. Μην σου πω ότι δεν πήγαινε εκεί που έπρεπε να πάει και πήγαινε εκεί που δεν έπρεπε να πάει. Ήταν ένας άνθρωπος που το ήθος και τον σεβασμό δεν τα έβγαζε μόνο για να λένε πως ήταν ηθικός. Ήταν πραγματικά ειλικρινής. Ήταν αυθόρμητος πολύ και εμένα αυτοί οι άνθρωποι μου αρέσουν. Κάνουν και λάθη αυτό, κι αυτό είναι που μου αρέσει. Δεν έκρυβε λόγια και ας είχε έναν ρόλο πολύ σημαντικό στην πόλη. Πιστεύω ότι ο Γιάννης εμένα μου δείξε ότι ο άνθρωπος πρέπει να είναι πάνω απ’ όλα ο εαυτός του. Με τα λάθη του, με τις αδυναμίες του, με τα πισωγυρίσματα του, αλλά και με την αγάπη του, με την αλήθεια του, με ό, τι μπορεί να είναι ο καθένας, με ό, τι κουβαλάει ο καθένας. Την αγαπούσε την πόλη, πάλεψε γι’ αυτήν. Δεν τα βρήκε πολύ εύκολα. Δεν ήταν όλοι οι συνεργάτες του το ίδιο. Δεν έβλεπαν την πόλη με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο την έβλεπε εκείνος. Ξέρεις, είναι άλλο πράγμα να θες να είσαι δήμαρχος γιατί αγαπάς την πόλη και πιστεύεις ότι κάτι μπορείς να αλλάξεις σε αυτήν προς το καλύτερο, και είναι άλλο πράγμα να θες να είσαι δήμαρχος ή αντιδήμαρχος για να προβληθείς εσύ και δεν σε ένοιαζε για την πόλη. Γι’ αυτό τα χρόνια μετά, δείξανε ποια ήταν η συνέχεια του κάθε συνεργάτη του. Ο Γιάννης δεν το έκανε γιατί ήθελε να είναι δήμαρχος, δεν το έκανε για την αυτοπροβολή του. Το έκανε γιατί πραγματικά την αγαπούσε τη Θεσσαλονίκη.

Η Θεσσαλονίκη όμως, τον κατάλαβε όσο έπρεπε;
Ο πολύς ο κόσμος, όχι. Δεν ενδιαφέρθηκαν για το όραμα του Μπουτάρη, τους ενδιέφερε το βόλεμα τους. Είμαι απόλυτη σε αυτό που λέω, ότι τον νεοέλληνα, το μόνο που τον νοιάζει είναι το βόλεμά του. Στην πλεοψηφία. Δεν πάν να γίνονται δεκαπέντε Τέμπη. Δεν νοιάζονται. Βγήκαν στις πορείες αλλά μετά; Τι; Δεν πιστεύω ότι είναι έτσι το DNA του νεοέλληνα, αλλά τόσα χρόνια, ό, τι συμβαίνει, είναι τόσο διεφθαρμένο, τόσο λάθος προσανατολισμένη όλη η ιστορία της πολιτικής… Και βάζω τους πάντες μέσα. Αυτό το πράμα ο Γιάννης δεν μπόρεσε να το αλλάξει. Και δεν τον κατάλαβαν. Ακόμα και το άνοιγμα του με τους Τούρκους δεν το κατάλαβα. Ούτε το άνοιγμά του με το Μουσείο Ολοκαυτώματος κατάλαβαν. Θυμόμαστε ακόμα τι έγινε τότε με τον πεζόδρομο της Αγίας Σοφίας, ενώ τώρα μια χαρά τον χαίρονται όλοι.
Σας ενδιαφέρει εσάς να σας καταλάβουν οι άλλοι;
Όχι. Δεν με ενδιαφέρει. Αρκεί να τους καταλαβαίνω εγώ. Για να ξέρω τι συμβαίνει γύρω μου. Εμένα να με καταλάβουν, δεν έχει νόημα. Τι θα κερδίσουν ακόμα και να με καταλάβουν, και γιατί να ασχοληθούν να με καταλάβουν! Ούτε με ενδιαφέρει να με ξέρουν κιόλας. Με ενδιαφέρει ωστόσο, αν πέντε άνθρωποι, βλέποντας ή ακούγοντας αυτά που λέω ή αυτά που κάνω, μπορεί να προβληματιστούν.
Έχετε αγωνίες για τον γιο σας, τον Γιώργο, που είναι καλλιτέχνης κι αυτός;
Έχω μεγάλη αγωνία για τον Γιώργο. Βλέπω ότι πάει πολύ καλά, έβγαλε και το δικό του άλμπουμ, τώρα ετοιμάζει το επόμενο. Είναι λοιπόν ένας από τους καλούς μουσικούς. Δεν υπάρχει όμως προοπτική και αυτό το συζητάω και μαζί του. Δεν υπάρχει προοπτική ούτε στη Θεσσαλονίκη, αλλά ούτε και στην Αθήνα υπάρχει κάποια μεγάλη διαφορά. Τι προοπτική να έχεις στη Θεσσαλονίκη, πέρα από το να παίζεις μέσα στον χρόνο σε τέσσερα φεστιβάλ και να παίζεις στα μπαράκια της πόλης; Δεν υπάρχουν αυτές οι δομές, δεν υπάρχουν οι πολιτικές αυτές, οι οποίες θα πάνε την πόλη ένα βήμα παρακάτω και θα φτιάξουν μια οικονομία τέτοια ώστε να μπορέσει να στηρίξει τους νέους. Κι εμείς δεν τα κάναμε, αλλά τότε δεν είχαμε λεφτά. Διότι εμείς το 2010 όταν αναλάβαμε ήταν η κρίση. Στα τελευταία χρόνια είχε αρχίσει κάπως να γίνεται η κατάσταση καλύτερη ώστε να μπορούμε να κάνουμε κάποια πράγματα. Δηλαδή, τώρα τα Δημήτρια, έχουν προϋπολογισμό ένα εκατομμύριο, με τα 500 του υπουργείου. Λεφτά, που μπορείς να τα ρίξεις στην πόλη σου, να φέρεις ονόματα από το εξωτερικό που θα αναμειχτούν με τους καλλιτέχνες εδώ, θα γίνουν κάποιοι χώροι. Σε μία εποχή που κλείνουν η μία γκαλερί πίσω από την άλλη στη Θεσσαλονίκη. Όπως και μουσικές σκηνές, που δεν υπάρχουν πια στην πόλη. Πέρα του θεάτρου, λόγω και του Κρατικού, που κάτι γίνεται, τίποτα άλλο δεν συμβαίνει στην πόλη. Και καμαρώνουμε με τα χρήματα που δίνει ο υπουργείο. Για αυτά και άλλα τόσα, εννοείται πως έχω αγωνία για τον Γιώργο, αλλά είμαι και η τελευταία που θα του πω να μη κάνει αυτό που αγαπάει και ονειρεύεται. Όταν εγώ στα 18 μου έφυγα από το Κιλκίς και πήγα στη Γαλλία, θα έλεγα σήμερα στον Γιώργο μη το κάνεις;
Επειδή μιλήσαμε για ανθρώπους που συνδεθήκατε στενά και έφυγαν πλέον από τη ζωή, πώς διαχειρίζεστε τις απώλειες των ανθρώπων;
Αυτό είναι ένα μεγάλο θέμα. Προφανώς θα έχω κάποιες δικλίδες ασφαλείας, για να μπορώ να το αντέξω αυτό. Αλλά το μόνο που με κρατάει πιο πολύ είναι γιατί, ειδικά αυτοί οι άνθρωποι που είπαμε νωρίτερα, όπως η Ελένη (σ.σ. Καρπέτα) και ο Άγγελος (σ.σ. Κλουντζός) και ο Κυρ –Γιάννης, ήταν άνθρωποι που αγαπούσαν τη ζωή. Και την αγαπούσαν με πάθος. Το ίδιο και ο πατέρας μου. Αυτό κάνει εμένα να μπορώ να τους έχω όμορφα στη σκέψη μου, κι ας μη τους βλέπω πλέον. Ένα πράγμα που είχα πει κάποια στιγμή, μετά τον θάνατο του Άγγελου, ήταν ότι εκείνο που θα με πειράξει πιο πολύ, θα είναι όταν ο Άγγελος θα γίνει μνήμη. Και για μεγάλο διάστημα μάλιστα, είχα τα πράγματα του στο σπίτι, και ακόμα κάποια υπάρχουν. Του γράφω και κάποια αφιερώματα στις γιορτές του ή στις επετείους. Δεν το κάνω όμως γιατί όλη μέρα είμαι στο πένθος. Καθόλου. Η απώλεια για μένα είναι απώλεια δυστυχίας, όταν πραγματικά χάσεις κάτι που δεν το έζησες. Δεν το χάρηκες και σου αφήνει κάτι ανεκπλήρωτο. Κάτι μισό. Όταν όμως ζεις τους ανθρώπους και τους ζεις πραγματικά και σου έχουν δώσει και πολλά πράγματα, τότε πραγματικά η απώλεια γίνεται δύναμη, για να συνεχίσεις εσύ και να μπορείς να ζήσεις ακόμα πιο έντονα και πιο όμορφα τη ζωή που έχεις. Η απώλεια γενικώς είναι ένα μεγάλο θέμα που κατά καιρούς το έχω σκεφτεί.

Ποιες είναι σήμερα οι προτεραιότητες σας;
Για μένα πραγματικά, η προτεραιότητά μου είναι να είμαι κοντά στον Γιώργο όποτε με χρειαστεί. Επίσης, θέλω να κάνω πράξη αυτά τα σχέδια που έχω για τη δουλειά μου. Κι αυτό δεν περιλαμβάνει μόνο να κάνω εκθέσεις, αλλά μέσα από τη σχέση μου με τα πράγματα, είτε με την τέχνη μου, είτε ακόμα και με τη στάση μου στο δημοτικό συμβούλιο, να μπορούν κάποιοι να πουν πως υπάρχει κι αυτό. Δηλαδή, θα ήταν μεγάλη ευτυχία για μένα, να ήμουν 90 χρονών και να δούλευα σαν 20. Γιατί πραγματικά, σε κάποια νέα παιδιά μπορείς να εμπνεύσεις. Όπως βλέπω σήμερα εγώ άλλους που δουλεύουν ακόμα και μου δίνουν κουράγιο. Μπορούμε τα πάντα να κάνουμε αν το θέλουμε, κι αυτό είναι προτεραιότητα μου!





