η-ισμήνη-καρυωτάκη-παραδίνεται-άνευ-ό-1138720

Βιβλίο

Η Ισμήνη Καρυωτάκη παραδίνεται άνευ όρων στα τζιτζίκια της ακακίας ενός ακάλυπτου

Η σπουδαία συγγραφέας μιλάει στην Parallaxi μετά τον θρίαμβο της στα Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία, κατακτώντας το βραβείο καλύτερου μυθιστορήματος

Γιώργος Σταυρακίδης
Γιώργος Σταυρακίδης

Μετά τον θρίαμβο της στα Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία, κατακτώντας το βραβείο καλύτερου μυθιστορήματος για το έργο της “Φυγόδικος δεν ήμουν” (Εκδόσεις Ποταμός), η συγγραφέας Ισμήνη Καρυωτάκη μιλάει στην Parallaxi για τη διάκριση της, το πρόσφατο βιβλίο της, την Αρχιτεκτονική και την Σκηνογραφία και για ένα… κοντσέρτο allegro ma non troppo.

Η σημαντική συγγραφέας γεννήθηκε στα Γιάννενα. Σπούδασε Αρχιτεκτονική στο ΕΜΠ στην Αθήνα και Σκηνογραφία στην Beaux Arts στο Παρίσι. Εργάστηκε ως αρχιτέκτονας στο Παρίσι (στο γραφείο του Γ. Κανδύλη) και στην Αθήνα (σε θέματα προστασίας και διαχείρισης παρόχθιων και παράκτιων περιοχών). Εργάστηκε ως σκηνογράφος στην Αθήνα (στο Θέατρο και στον Κινηματογράφο), συμμετείχε επίσης ως ηθοποιός στην ταινία “Καρκαλού” του Σταύρου Τορνέ. Από το 1997 ασχολείται ενεργά με τη ζωγραφική και την γραφή, ενώ έχει πραγματοποιήσει και πολλές εκθέσεις ζωγραφικής, ενώ έχει εκδώσει και αρκετά βιβλία.

Τι σημαίνει για εσάς η πρόσφατη μεγάλη διάκριση με το βραβείο καλύτερου μυθιστορήματος στα Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία;

Μεγάλη τιμή για το ‘’φυγόδικος δεν ήμουν’’ το βραβείο καλύτερου μυθιστορήματος 2023! Πρέπει να σας πω πως βάλθηκα να το ξαναδιαβάσω μετά τη βράβευση του – είχαμε καιρό να τα πούμε οι δύο μας–, και κλείνοντας το, καλά τα κατάφερες φίλε μου, του είπα, εύγε σου και μπράβο σου! Όσο για την αφεντιά μου το μόνο σίγουρο είναι ότι και βέβαια είμαι κατασυγκινημένη, ωστόσο η καθημερινότητα μου και τα καθ’ αυτήν δεν φαίνεται να επηρεάστηκαν θεαματικά. Μόνο που να, είναι κάποιες στιγμές –οι πρώτες τουλάχιστον στιγμές της είδησης –αλλά και όσες ακoλούθησαν τις επόμενες ήμερες–, που με συντροφεύουν ακόμα –χαμογελάω με τρυφερότητα για αυτές–, και το τι σημαίνει το βραβείο για μένα ίσως να συνοψίζετε σε αυτές: Βρισκόμουν στο καφέ όπου συνηθίζω να γράφω τα απογεύματα, ένα καφέ της γειτονιάς μου, όταν με βρήκε τηλεφωνικά η είδηση με τη φωνή της αγαπημένης Αναστασίας Λαμπρία –της οικοδέσποινας των εκδόσεων ‘’Ποταμός’’. Δεν μπορώ να σας περιγράψω το συναίσθημα, μπορώ όμως να σας διαβεβαιώσω πως για κάποια λεπτά το σκηνικό που με περιέβαλε είχε αλλάξει: τα πρόσωπα, οι άνθρωποι, τα δέντρα έξω, οι δρόμοι, …βρισκόμουν κάπου αλλού. Έπειτα ήρθαν και άλλες φωνές, οι φωνές των φίλων μου, των αγαπημένων προσώπων, και οπωσδήποτε οι φωνές των αναγνωστών. Η συμμέτοχη τους στη χαρά της είδησης συνεχίζει να με συντροφεύει, μεγάλη η παρηγοριά της. Οι ώρες της συγγραφής,  είναι εξαιρετικά μοναχικές για κάθε συγγραφέα.

Τι είναι αυτό που θέλατε να πετύχετε με το «Φυγόδικος δεν ήμουν» ως ανάγνωσμα;

Οι τρεις βασικοί ήρωες του βιβλίου –ο Σπήλιος, η Εριφύλη, και η Φλώρα– μέσα στη χρονική και χωρική  ανάπτυξη της ιστορίας δοκιμάζονται  και οι μεταξύ τους σχέσεις βρίσκονται στην κόψη του ξυραφιού.

Η μυθιστορία μας υπαινίσσεται την μεταξύ των ηρώων της συμφιλίωση ή την μεταξύ τους απομάκρυνση, αφήνοντας ωστόσο τα ζωτικά ερωτήματα που τους δυναστεύουν να παραμένουν ανοιχτά.

Το  ‘’φυγόδικος δεν είμαι’’ επιχειρεί  να διατυπώσει το παρακάτω διαχρονικό ερώτημα – ρηξικέλευθο  ίσως – και κατά κάποιον τρόπο αναπάντητο: Σε ποιο βαθμό είναι αναγκαία η δοκιμασία της σύγκρουσης με το ‘’ξένο’’; Σε ποιο βαθμό είναι απαραίτητη η εμπειρία  της αναμέτρησης με την αντίπερα όχθη διακινδυνεύοντας μάλιστα την όποια άγνωστη κατάληξη της; Είτε σαν επισφράγισμα της συμφιλίωσης με το ‘’ξένο’’, είτε σαν δυνατότητα ενός περάσματος από το οικείο στο ανοίκειο, αλλά είτε και σαν διαρκής εμμονή στην αντιπαλότητα με το ‘’διαφορετικό’’.  Εντέλει το ‘’Φυγόδικος δεν ήμουν’’ καθρεφτίζει αυτή ακριβώς την οδυνηρή αναζήτηση ενός τρόπου για να λυθούν ή να μην λυθούν ποτέ οι αντιφάσεις και όλων των ειδών οι εμφύλιοι που μας ταλανίζουν ή οι εμφίλιοι –το φι με γιώτα– όπως ο Σπήλιος επιλέγει να διατυπώσει την αντιπαράθεση του με την Εριφύλη κατά τη ροή της μυθιστορίας μας.

Πώς είναι η μέρα σας το διάστημα που γράφετε ένα βιβλίο;

Δεν είναι πάντα ίδιες οι ήμερες μου κατά τη διάρκεια της συγγραφής. Εξαρτάται από το σε ποιο στάδιο βρίσκεται η προς συγγραφή μυθιστορία Αν πρόκειται για το αρχικό στάδιο –επιλογή θέματος ανάμεσα σε δυο-τρία ή και τέσσερα καμία φορά θέματα–, οι περίπατοι,  οι διαδρομές μέσα στην πόλη με βοηθούν, αδύνατον να στρωθώ μπρος σε ένα τραπέζι για να συλλάβω το θέμα, με δυναστεύει η καθιστική στάση,  με το που θα βρεθούν τα πόδια σε κίνηση ξελαμπικάρει το μυαλό –συμβαίνει να κρατώ  σημειώσεις ακόμη και βαδίζοντας–, το ίδιο αλλά σε μικρότερο βαθμό συμβαίνει όταν στρώνει το θέμα, βέβαια οι ήμερες μου στρώνουν κι αυτές –σε ρυθμό τουλάχιστον. Γράφω συνήθως τα απογεύματα έξω από το σπίτι –με στενεύουν οι τοίχοι— γράφω σε καφέ, σε πλατείες, ακόμη και σε παραλίες, και βέβαια συμβαίνει να μην βρίσκομαι πάντα στις ίδιες πόλεις: το ‘’Μετατροπή Αντλιοστάσιο Γιάλοβα’’ για παράδειγμα ολοκληρώθηκε στην παραλία των Βατερών στη Λέσβο, το ‘’Χωρίς Ταξίμετρο’’ στο Κοντοπούλι στη Λήμνο, το ‘’Στους δρόμους’’ στα καφέ του Κρόιτζμπεργκ στο Βερολίνο, το ‘’φυγόδικος δεν ήμουν’’ στην Αθήνα στο καφέ της γειτονιάς μου… –ωραία ερώτηση, μου δώσατε την ευκαιρία να ανατρέξω τους χώρους συγγραφής των βιβλίων μου.

Σπουδάσατε Αρχιτεκτονική και σκηνογραφία και νιώθω πως και τα δύο βοηθούν στο να στήσετε ιστορίες στο χαρτί. Ισχύει αυτό;

Ναι, πολύ σωστά, και βέβαια ισχύει. Σπουδάζοντας Αρχιτεκτονική και σκηνογραφία σπουδάζεις τον χώρο αλλά σε σχέση πάντα με την κίνηση, το βίωμα και τη ζωή των ανθρώπων μέσα σ’ αυτόν. Ο χώρος –όσο και τα πρόσωπα– εμφανίζεται συστηματικά και κυριαρχεί ως ήρωας στη ροή των μυθιστοριών μου. Θα αναφέρω εδώ την Κλάρα – την ηρωίδα μου στο “Απόπειρα συνάντησης” –, ‘’ικανή να ανακαλύπτει τον χώρο ακόμη και σε μια κονσέρβα τοματάκια –δεν αστειεύομαι–, όπως και σε δυο μαύρα μάτια με μελιτζανιές ανταύγειες ενώ την κοιτάζουν κατά πρόσωπον’’. Φτάνεις, λοιπόν, στα πρόσωπα με πρόσχημα την αναζήτηση του χώρου και ανακαλύπτεις το χώρο με πρόσχημα την αναζήτηση των προσώπων. Θα τολμούσα να αναφερθώ στο ευάλωτο της αλληλεπίδρασης χώρου και προσώπων περνώντας από το ποιητικό παραλήρημα του Μπωντλαίρ στους δρόμους του Παρισιού για μια όμορφη περαστική και φτάνοντας –με οδηγό το πάθος του Φίοντορ Ντοστογιέφσκι– σ’ ένα κανάλι της Πετρούπολης για την συνάντηση της Ναστιένκα και του νυχτερινού περιπατητή.

Τι σας προσφέρει η συγγραφή αλλά και η ζωγραφική με τη σειρά της;

Για πολλά χρόνια εργάστηκα ως χωροτάκτης-αρχιτέκτονας εκπονώντας Ειδικές Περιβαλλοντικές Μελέτες. Κατά τη διάρκεια της εκπόνησης τους αντιλήφθηκα  ότι η προστασία των ευαίσθητων περιοχών Natura δεν ήταν –και δεν είναι– απλά θέμα μελετών. Η προστασία των Natura είναι οπωσδήποτε θέμα κοινωνικοπολιτικό. Ωστόσο η πολιτεία κάθε άλλο παρά ενδιαφέρεται για την έμπρακτη εφαρμογή των μελετών προστασίας τους, αντίθετα συχνά ευνοεί όσους καπηλεύονται τις Natura και κατά κάποιον τρόπο συνεργεί μεθοδικά στην καταστροφική οικοπεδοποίηση τους. Η ανάγκη μου να εκφράσω δημόσια το ανεκπλήρωτο και την αδυναμία της εφαρμογής των μελετών προστασίας τους, με έκανε κατ’ αρχήν να καταφύγω στη ζωγραφική και στη συνέχεια να στραφώ στη συγγραφή. Καταφύγια ναι, και τα δυο –ζωτικά καταφύγια για μένα–, τόσο η ζωγραφική όσο και η συγγραφή. Γράφω –ζω-γραφίζω– για να μην τρελαθώ.

Αν έπρεπε να ζωγραφίσετε τον κόσμο σήμερα, τι χρώματα θα του βάζατε άραγε;

Ανοιχτό πορτοκαλί –το μόλις μετά τη δύση του ήλιου–  και ανοιχτό γκρι –το πριν ετοιμασθεί η νύχτα να καταπιεί το φως της μέρας–, ο συνδυασμός τους με σκοτώνει, πάει να πει με κάνει να ελπίζω:  ανεπαισθήτως και παροδικά ωστόσο –όσο διαρκεί η ανεπανόρθωτα ελκυστική για μένα θέαση τους–,  πριν προλάβει και παρεμβληθεί  απειλητικά κάνα σκιώδες σύννεφο και μου αμαυρώσει την εικόνα –…ξεστραβώσου κυρία μου, δίπλα σου μαίνονται πόλεμοι.

Αν έπρεπε να γίνει βιβλίο σας ο κόσμος μας, θα είχε καλό, κακό ή αόριστο τέλος;

Έχει γίνει βιβλίο μου ο κόσμος μας, το ‘’φυγόδικος δεν ήμουν’’ τι άλλο είναι παρά η ιστορία μιας εμφίλιας –το φι με γιώτα— αντιπαράθεσης ανάμεσα στους ήρωες του, μια συχνά επαναεμφανιζόμενη και επαναλαμβανόμενη ιστορία του ‘’κόσμου μας’’. Άλλωστε όλα όσα βιβλία έχουν γραφτεί και γράφονται –κατά ένα μεγάλο μέρος— αυτόν καθρεφτίζουν, τον κόσμο μας.  Εδώ να πω πως ο κόσμος μας μας έχει χαριστεί, ένα δώρο είναι ο κόσμος μας: Προσωπικά αγωνίζομαι να τον καταλάβω. Τον ζω στιγμή τη στιγμή — με τις κολάσεις και τους παραδείσους του —ανήμπορη να τον αποδεχτώ –αυτόν και τις αντίρροπες εκδοχές του– αφού εμείς οι ίδιοι είμαστε ο κόσμος μας, όσο κι αν αυτό σαν άποψη φέρνει μούδιασμα στο κεφάλι και σφίξιμο στο στομάχι. Κι όσο για το τέλος του: δεν ωφελεί να καρτεράς…  ιδέ …αν είναι να ’ρθει, θε να ’ρθεί – αλλιώς θα προσπεράσει!…

Πώς θα σας βρει το καλοκαίρι;

Με τα παράθυρα ορθάνοικτα, παραδομένη άνευ όρων στα τζιτζίκια της ακακίας του ακάλυπτου σε ένα κοντσέρτο allegro ma non troppo.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα