Η Κατερίνα Ευαγγελάτου στην Parallaxi: «Ας μην κρυβόμαστε. Tρώμε ρατσισμό και από γυναίκες»
Η Kαλλιτεχνική Διευθύντρια του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου σε μία εκ βαθέων συνέντευξη με αφορμή την παράσταση "The Doctor" που είναι για λίγες μέρες ακόμα στη Θεσσαλονίκη
Όταν μία έφηβη μεταφέρεται σε κρίσιμη κατάσταση σε Ινστιτούτο μετά από μια αυτοσχέδια έκτρωση, η Καθηγήτρια Ρουθ Γουλφ αρνείται την είσοδο ενός ιερέα στο θάλαμο του κοριτσιού, διότι δεν διαθέτει επαρκείς πληροφορίες για τις θρησκευτικές πεποιθήσεις της ασθενούς. Γρήγορα, ξεσπά ένα σκάνδαλο με ανεξέλεγκτες διαστάσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Οι διαστρεβλώσεις κάθε είδους διαδέχονται η μία την άλλη. Όλοι έχουν γνώμη. Η πορεία προς την αποκαθήλωση φαντάζει μη αναστρέψιμη.
Πιο επίκαιρο από ποτέ το “The doctor” του Robert Icke σε σκηνοθεσία της Κατερίνας Ευαγγελάτου, είναι αυτές τις μέρες στην Θεσσαλονίκη, συμπληρώνοντας την επιτυχημένη του πορεία μετά τα αλλεπάλληλα sold out στην Αθήνα, θίγοντας σπουδαία ζητήματα που «καίνε» τις σύγχρονες κοινωνίες και τους ανθρώπους ξεχωριστά έναν έναν, όπως αυτό των στερεοτύπων, της «ηθικής» και της αποδοχής. O Guardian μάλιστα, το χαρακτήρισε «ιδιοφυή διάγνωση των σύγχρονων (κοινωνικών) ασθενειών».
Η σκηνοθέτρια και Kαλλιτεχνική Διευθύντρια του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου λίγο πριν την έναρξη του πολυαναμενόμενου Φεστιβάλ μιλάει στην Parallaxi για τα στερεότυπα που χρειάστηκε η ίδια να «σπάσει», για την εφηβεία και την περίοδο που αμφισβήτησε το θέατρο, τους πιο δικούς της φίλους και τον σύντροφο της, την αναγκαία φυγή των καλλιτεχνών από τη Θεσσαλονίκη και ασφαλώς, για το «The doctor» που, όπως αναφέρει η ίδια, θα επιστρέψει τον χειμώνα στην Αθηνα.
Η Κατερίνα Ευαγγελάτου, φοίτησε στη Δραματική του Εθνικού και έκανε μεταπτυχιακά στο Λονδίνο και τη Μόσχα. Κόρη του Σπύρου Ευαγγελάτου και της Λήδας Τασοπούλου, μπήκε από νωρίς σε ένα καλλιτεχνικό σύμπαν που, όπως φαίνεται, του επιβλήθηκε με τους δικούς της όρους και γι’ αυτό – όπως κατάλαβα από την κουβέντα μας – μπορεί να το γαπαάει έτσι όπως αυτή ορίζει.
Τι είναι ακριβώς το “The doctor” που υποδεχτήκαμε στη Θεσσαλονίκη;
Είναι ένα έργο του 1912 με μία εντελώς καινούρια οπτική σε μια εντελώς καινούρια διασκευή από τον Robert Icke, που είναι ένας νέος αλλά πολύ ήδη καταξιωμένος σκηνοθέτης και συγγραφέας από την Μεγάλη Βρετανία. Το έργο αυτό ξεκίνησε από το θέατρο Almeida του Λονδίνου και στη συνέχεια πέρασε στις κεντρικές σκηνές της πόλης και διέσχισε και τα σύνορα της Βρετανίας γνωρίζοντας ανεβάσματα σε πολλά μέρη του κόσμου. Το έργο, το οποίο μετέφρασα, έχει στο επίκεντρο του σχεδόν όλα τα ζητήματα που απασχολούν τις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες. Είναι μία ιδιοφυής εξέταση ζητημάτων ταυτότητας, ηθικής, της σύγκρουσης της επιστήμης με την θρησκεία, της ζωής με τον θάνατο, μιλάει για το Αλτσχάιμερ, για τα γηρατειά και φυσικά για την δυσκολία των ανθρώπινων σχέσεων, για το πόσο δύσκολο είναι να είσαι γυναίκα με θέση ευθύνης και άλλα πολλά ζητήματα.
Ζητήματα που νομίζω πως έχουμε ανάγκη να τα ακούμε, να τα συζητάμε και να τα βλέπουμε ακόμα και στο θέατρο
Είναι ένα απολύτως θεατρικό κείμενο. Δεν πρέπει να τρομάζει το γεγονός ότι καταπιάνεται με όλα αυτά τα ζητήματα. Αυτό αποδεικνύεται από το ότι πραγματικά η παράσταση είχε ιδιαίτερα θερμή αποδοχή τους πέντε μήνες που παίχτηκε στην Αθήνα και γι’ αυτό και θα συνεχιστεί και του χρόνου. Σήκωσε πολύ έντονες συζητήσεις στο θεατρόφιλο κοινό. Έκανε θεατές να επανέλθουν και δύο και τρεις και τέσσερις φορές με άλλες παρέες για να δουν την παράσταση και αυτό δεν είναι υπερβολή. Το ζήσαμε και το λέμε. Έχει νοήματα που ανακαλύπτονται διαφορετικά τη δεύτερη φορά, γιατί είναι ένα πάρα πολύ πυκνό κείμενο και κρύβει και πάρα πολλές ανατροπές και ως προς το κομμάτι της σκηνοθεσίας. Οπότε, όταν το βλέπεις και δεύτερη φορά, βλέπεις κρυμμένα πράγματα που δεν μπορούσες να τα εντοπίσεις την πρώτη. Ζητήματα ταυτότητας, φύλου, καταγωγής, κοινωνικής τάξης θίγονται πάρα πολύ κι αυτό το βλέπει κανείς και από την διανομή των ρόλων.
Είναι η εποχή πιο δεκτική πια ώστε να αποτελέσει πρόσφορο έδαφος για αυτή την παράσταση αυτή τη χρονική στιγμή;
Φυσικά. Δεν είναι τυχαίο ότι είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο το έργο αυτό. Η εποχή μας συζητάει γι’ αυτά τα ζητήματα πια και το έργο τα θίγει και καυτηριάζει τη στάση μας μέσα σε αυτά, με έναν πραγματικά ιδιοφυή τρόπο. Εγώ είχα πολύ καιρό να κάνω σύγχρονο έργο. Τα τελευταία χρόνια έκανα κυρίως κλασσική δραματουργία και πίστευα πως ήταν ένα κεφάλαιο που δύσκολα θα άνοιγε ξανά για μένα και όχι γιατί δεν εκτιμώ τα σύγχρονα έργα, μου αρέσουν πάρα πολλά και τα βλέπω, απλώς ένιωθα ότι δεν είναι για μένα. Αυτό όμως, είναι πραγματικά ένα συνταρακτικό έργο και ακόμα και η οδηγία του συγγραφέα ότι πρέπει ο κάθε ρόλος να παίζεται από ηθοποιό που έχει τουλάχιστον ένα αντίθετο στοιχείο, είτε σε ζήτημα ηλικίας, είτε φύλου, καταγωγής, φυλής, δημιουργεί ένα έξτρα επίπεδο ανατροπών κατά τη διάρκεια της παράστασης στους θεατές. Οι αντρικοί ρόλοι από γυναίκες, οι γυναίκες από άντρες, οι λευκοί από μαύρους, οι μαύροι από λευκούς, οι άντρες από γυναίκες, ακόμα και οδηγία ότι πρέπει να υπάρχει πρόσωπο του οποίου το φύλο δεν μπορείς να καταλάβεις μέχρι το τέλος του έργου υπάρχει.
Πώς είναι η περίοδος που πρέπει να επιλέξετε ένα έργο;
Είναι μία πολύ δύσκολη περίοδος και βρίσκομαι πάλι σε μία τέτοια τώρα για το επόμενο βήμα μετά τον «Doctor». Είναι μία βασανιστική περίοδος λοιπόν, μέχρι να βρεθεί εκείνο το έργο που θα κάνει την καρδιά μου να σκιρτήσει. Είναι μία περίοδος που όλα μου φταίνε, τίποτα δε μου αρέσει μέχρι να βρω το κατάλληλο. Από την άλλη, έχει και τη γοητεία της αυτή η περίοδος, γιατί είναι όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά. Είναι όλες οι πιθανότητες εκεί για σενα. Μπορείς να το πας και προς τα εδώ, μπορείς να το πας και προς τα εκεί.
Έχει τύχει να υπάρξει κάτι που αλλιώς το φανταστήκατε και αλλιώς σας βγήκε τελικά;
Εννοείται. Πολλές φορές μπορεί να νιώθεις για κάτι πως μπορεί να έχει άλλη απήχηση και τελικά να μην έχει για παράδειγμα. Το θέατρο είναι κι ένας ζωντανός οργανισμός, δεν είναι μία εγκεφαλική δουλειά μίας σκηνοθέτιδας που κάθεται σπίτι της και σκέφτεται κάτι και πάει και το κάνει ακριβώς έτσι. Είναι μια συλλογική δημιουργική διαδικασία. Εντάξει, στο θέατρο ειδικά που κάνω εγώ, την τελική ευθύνη έχει η σκηνοθεσία αλλά τίποτα δεν είναι δυνατό χωρίς καλή συνεργασία με όλους και ιδιαιτέρως με τους ηθοποιούς.
Θέλω να πάμε πίσω και κάπου διάβασα πως από μικρή σκηνοθετούσατε του φίλους σας. Ήταν κάτι που ήρθε πολύ φυσικά λοιπόν για εσάς;
Όντως τους σκηνοθετούσα. Μεγαλώνοντας και ζώντας μέσα στην οικογένεια που ζούσα, καταλαβαίνετε ότι ο τόπος δράσης μου ήταν εξίσου ένα θέατρο, μία όπερα ή ένα αρχαίο θέατρο και το σπίτι. Δηλαδή, η καθημερινότητα είχε αυτούς τους χώρους και αυτά τα ερεθίσματα σε όλα τα επίπεδα. Αλλά πέρασα και μία περίοδο που αρνιόμουν αυτή την κλίση ή καλύτερα, όχι ακριβώς αρνιόμουν αλλά σύμφωνα με την εφηβική τάση που πολλοί άνθρωποι θέλουμε να ξεφύγουμε από κάτι ή να πάμε κόντρα σε κάτι ακόμα, πέρασα κανά δυο χρόνια στο Λύκειο που είπα ότι εγώ δεν θα κάνω θέατρο.
Τι θέλατε να κάνετε τότε;
Δεν πήγα και πολύ μακριά είναι η αλήθεια, ήθελα να κάνω κινηματογράφο. Μη φανταστείτε ότι ήθελα να γίνω χρηματιστής ή κάτι τέτοιο (γέλια)
Ποια ήταν τότε τα μεγάλα όνειρα σας;
Δε μπορώ να σας πω ότι θυμάμαι κάποιο συγκεκριμένο όνειρο. Νομίζω μία αίσθηση περισσότερο είχα, που και πάλι είχε να κάνει με το περιβάλλον που μεγάλωσα. Ένα περιβάλλον που ήταν για μένα, προφανώς, πολύ γοητευτικό με όλες του τις δυσκολίες και τις πίκρες που έχει να έχεις ένα δικό σου θέατρο στην Αθήνα. Γιατί το έζησα από μέσα, και στα πολύ καλά του και τις μεγάλες στιγμές ευτυχίας που προσφέρει η θητεία στην τέχνη του θεάτρου, αλλά και τις πάρα πολύ μεγάλες δυσκολίες που έχει από την διαχρονική δυσκολία στρατηγικού σχεδιασμού της ελληνικής πολιτείας απέναντι στις τέχνες. Ήμουν λοιπόν προετοιμασμένη και νομίζω ένας από τους λόγους της αντοχής μου, είναι αυτός.
Νιώσατε εσείς ποτέ να πρέπει να έρθετε αντιμέτωπη με στερεότυπα;
Ε φυσικά. Πολλές φορές. Εγώ είχα να παλέψω με πολλές προκαταλήψεις και στερεότυπα. Το παιδί των πετυχημένων καλλιτεχνών που απλώς θέλει να κάνει το ίδιο με τους γονείς του, η μικρή κοπέλα, το κορίτσι, το κομμάτι δηλαδή του γυναικείου φύλου σε ένα ανδροκρατούμενο επάγγελμα, τουλάχιστον στην αρχή. Βέβαια και αργότερα, στο Φεστιβάλ φυσικά, που μιλούσαν πολλοί για το νεότερο άτομο σε αυτή τη θέση, για πρώτη γυναίκα. Ήταν πολλά…
Πώς αντιδράτε σε όλα αυτά εσείς;
Νομίζω ότι οι δυσκολίες είναι για να ξεπερνιούνται. Ευτυχώς η κοινωνία έχει προχωρήσει πάρα πολύ σε αυτά τα ζητήματα, χωρίς να πούμε ότι έχει εξαλείψει τις διακρίσεις όμως. Ειδικά εις βάρος των γυναικών. Όπως φαίνεται από κάθε έκφανση της κοινωνικής ζωής, έχει πολλά βήματα η κοινωνία για να κάνει ακόμα. Προσωπικά, προσπαθώ να μη δίνω χώρο ουσίας μέσα μου σε σχόλια ή φαινόμενα που έρχονται από ανθρώπους που δεν εκτιμώ. Αν όμως πρόκειται για ανθρώπους που εκτιμώ ή ανθρώπους που είμαι υποχρεωμένη να συμβιώσω για λόγους επαγγελματικούς, φροντίζω να κάνω ό, τι είναι απαραίτητο ώστε η δραστηριότητα μας και η συνεργασία μας να είναι επί ίσοις όροις. Άλλα δεν δηλητηριάζομαι, εκτός αν είναι κάτι πάρα πολύ ακραίο που μπορεί πραγματικά να με πικράνει ή πολύ άδικο απέναντι μου – που υπάρχουν τέτοια φυσικά ακόμα – τα οποία μπορεί να συζητήσω περισσότερο με τους δυο τρεις κοντινούς μου ανθρώπους. Από εκεί και πέρα, προσπαθώ να μην δίνω χώρο μέσα μου σε μικρότητες.
«Ένα εξίσου σημαντικό ζήτημα που πρέπει να σκεφτούμε είναι το πώς ο ίδιες οι γυναίκες στηρίζουμε τα γυναικεία ζητήματα» είπατε πριν λίγο καιρό στο Οικονομικού Φόρουμ Δελφών και σκέφτομαι τι σας έκανε να το πείτε. Νιώθετε πως δεν συμβαίνει;
Ας μην κρυβόμαστε. Πολλές φορές τρώμε ρατσισμό και από γυναίκες. Καμιά φορά και σε χειρότερο βαθμό από ότι από άντρες. Με έναν άλλον τρόπο, που δεν θα τον περίμενε κανείς, αλλά δυστυχώς είναι αλήθεια. Δε μας αρέσει να το παραδεχόμαστε, γιατί είναι και λίγο ντροπή μας εδώ που τα λέμε. Έχουμε όμως κι εκεί βήματα να κάνουμε. Στο πώς η μία γυναίκα στηρίζει την άλλη.
Την καταλαβαίνετε εσείς την ηρωίδα σας; Την δικαιολογείτε;
Την καταλαβαίνω σε πολύ μεγάλο βαθμό και ίσως είναι ένας από τους λόγους που μου «μίλησε» τόσο προσωπικά το έργο αυτό. Γιατί μου μίλησε πολύ προσωπικά στα ζητήματα που αντιμετωπίζει η Ρουθ.
Και έχετε και μία Στεφανία Γουλιώτη στον ρόλο που εντυπωσίασε όσους την έχουν δει στην παράσταση.
Είχαμε μία εξαιρετική συνεργασία με την Στεφανία που γνωριζόμαστε από παιδιά, από την Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Μετά κάναμε μαζί την «Ερωτευμένη νεκρή» για την οποία, εξίσου με την «Ηλέκτρα» του Peter Stein είχε πάρει το βραβείο Μελίνα Μερκούρη. Είχαμε μία συνεργασία η οποία συνεχίστηκε και στο Εθνικό, και στη Στέγη και μετά από κάποια χρόνια που η κάθε μία έκανε τα δικά της project, ξαναβρεθήκαμε. Είναι ένας ρόλος σε αυτή την παράσταση, που μπορεί κάποιος να πει το κλισέ, της ταιριάζει γάντι. Τον αγάπησε κι εκείνη πάρα πολύ, του έχει δώσει το αίμα της, την σάρκα της, τη σκέψη της και μαζί με όλους τους καταπληκτικούς ηθοποιούς που έχει ο θίασος αυτός έχουν δέσει πολύ και ο καθένας, νομίζω ότι ερμηνεύει με τρόπο εξαιρετικό το κομμάτι που έχει μέσα στο έργο και είναι όλα κομμάτια κλειδιά μάλιστα. Και δεν έχει να κάνει με τον όγκο των λέξεων, αλλά με την ουσιαστική συμβολή που καταθέτουν οι ηθοποιοί αυτοί, που τους έχω αγαπήσει πάρα πολύ.
Συχνά επιστρέφετε και σε ηθοποιούς που έχετε δουλέψει ξανά
Είναι ευτυχία για μένα να γυρίζω σε ανθρώπους που έχουμε συνεργαστεί καλά γιατί έτσι κερδίζεις χρόνο, κερδίζεις βάθος. Υπάρχει ένας κώδικας που σιγά σιγά με τα χρόνια δημιουργείται.
Η αποδοχή μίας θέσης όπως αυτή της καλλιτεχνικής διευθύντριας αφήνει πίσω την καλλιτεχνική ιδιότητα;
Η αλήθεια είναι ότι είναι πάρα πολύ δύσκολο να τα συνδυάσω και τα δύο. Κάνω τώρα μία σκηνοθεσία τον χρόνο, από όταν ανέλαβα. Μάλιστα το ’20 και το ’21 δεν έκανα καμία. Ανέβηκε τον Δεκέμβριο του ’19 ο «Άμλετ» και μετά όλο το ’20 και τον επόμενο χρόνο, ενώ είχα πλανάρει κάποια πράγματα, ακυρώθηκαν λόγω covid. Μετά αποφάσισα να μη κάνω τίποτα για να αφοσιωθώ στο Φεστιβάλ και να μπορέσω να το κατανοήσω και μετά, από το ’22 έκανα μία σκηνοθεσία τον χρόνο ενώ συνήθως παλιότερα, έκανα δύο. Άρα, καταλαβαίνετε ότι κάνω τουλάχιστον τα μισά από ό, τι θα ήθελα να κάνω. Αυτό είναι δύσκολο. Από την άλλη, το Φεστιβάλ μου δίνει πολλή χαρά, πολλές ευκαιρίες να προσπαθήσω με την ομάδα να δημιουργήσουμε πράγματα που θα αφορούν τον σύγχρονο θεατή και θα δώσουν κι ένα νέο στίγμα στον 70χρονο αυτόν θεσμό. Σίγουρα ζυγίζεις τα πράγματα σε μία τέτοια φάση της ζωής σου και ξέρεις πως κάτι κερδίζεις και κάτι χάνεις πάντα. Είναι άλλωστε μία θέση εξαιρετικά λεπτών ισορροπιών. Δεν είναι μία εύκολη θέση αλλά προσπαθώ να κάνω το καλύτερο που μπορώ.
Η επιστροφή σας κάθε φορά στη Θεσσαλονίκη, πώς είναι;
Η περίοδος που είμαι εδώ έχει για μένα πάντα μια μεγάλη χαρά. Τα τελευταία χρόνια είναι και σταθερό το ραντεβού μας. Από τον «Γυάλινο κόσμο» που είναι πάνω από δεκαετία πια που είχαμε έρθει με την Ναταλία Τσαλίκη και μετά, υπήρχε μία σταθερότητα σχεδόν κάθε χρόνο που έρχομαι.
Δε ξέρω αν έχετε γνώση, αλλά μία αίσθηση υποθέτω πως έχετε για την θεατρική Θεσσαλονίκη τα τελευταία χρόνια;
Το πρόβλημα είναι ότι πραγματικά έχω δει λίγα πράγματα και ίσως δεν είναι πολύ δίκαιο να εκφράσω γνώμη, αλλά από αυτά που καταλαβαίνω και από παραστάσεις που έχω δει ή τις βλέπουν άνθρωποι που εμπιστεύομαι, είναι ότι υπάρχει εξακολουθητικά μία ενδιαφέρουσα φλέβα θεατρική στην Θεσσαλονίκη. Τόσο σε κρατικές σκηνές αλλά και στο ελεύθερο θέατρο και στις πιο νεανικές πειραματικές ομάδες. Κάποιοι από αυτούς τους δημιουργούς και τις δημιουργούς κατεβαίνουν και στην Αθήνα φέρνοντας δουλειές κι εκεί κι έτσι έχουμε την ευκαιρία να τους γνωρίσουμε κι εμείς για μεγαλύτερο διάστημα.
Είναι όμως ένα θέμα και οι καλλιτέχνες που αναγκάζονται να φύγουν από τη Θεσσαλονίκη επειδή δεν έχουν τη δυνατότητα να εργαστούν όσο θα ήθελαν εδώ
Αυτό είναι φαντάζομαι στο πλαίσιο του γενικότερου προβληματισμού που υπάρχει για το ζήτημα στήριξης και εύρεσης πόρων για το θέατρο. Εδώ βέβαια υπάρχει μάλλον η έξτρα δυσκολία ότι δεν ξέρω το κοινό πόσο είναι. Πόσες σκηνές δηλαδή θα μπορούσε να συντηρήσει το κοινό της Θεσσαλονίκης και για πόσο καιρό. Όντως, από την άλλη, κανονικώς δε θα έπρεπε οι άνθρωποι να φεύγουν από τη Θεσσαλονίκη για να έρθουν στην Αθήνα. Είναι μία μεγάλη πόλη, με έντονη τη νεανική σκηνή εξαιτίας της φοιτητικής κοινότητας, μπορεί να πλάσει τους θεατές της επόμενης γενιάς και είναι κρίμα να εγκαταλείπει κανείς κάτι που χτίζει. Από την άλλη, επειδή είναι λιγότερες οι εστίες εδώ – δεν έχει τις 1500 πρεμιέρες που έχουμε στην Αθήνα κάθε σεζόν – νομίζω ότι είναι και πιο εύκολο να ξεπηδήσει κάτι γιατί μπορείς να το διακρίνεις πιο εύκολα.
Τι έχει αυτή η περίοδος για εσάς;
Είναι μία πραγματικά καυτή περίοδος. Έχω κάποια ταξίδια και σε δεκαπέντε μέρες ξεκινάει το Φεστιβάλ Επιδαύρου, οπότε καταλαβαίνετε ότι είμαστε στην τελική ευθεία και τρέχουμε. Επίσης, είμαι σε διαδικασία αναζήτησης έργου για του χρόνου.
Με τόσα που πρέπει να κάνετε, χρόνο για την Κατερίνα έχετε;
Πολύ λίγο. Ευτυχώς όμως έχω ανθρώπους γύρω μου. Τον σύντροφο μου, τους πολύ αγαπημένους μου τέσσερις πέντε ανθρώπους που ακόμα κι αν δε βρισκόμαστε σε τακτική βάση, υπάρχει αγάπη και χιουμορ. Βασικά στοιχεία για μένα, για τους ανθρώπους που είναι κοντά μου. Και στις χαρές και στις λύπες, στα εύκολα και στα δύσκολα. Έτσι νιώθω ότι δεν είμαι μόνη μου.
Επιστρέφοντας στην παράσταση «The doctor» πώς θα θέλατε να φύγουν οι θεατές από την παράσταση;
Θα πάρουν πολλή δουλειά για το σπίτι, αυτό είναι βέβαιο. Δε θέλω όμως να πω τι θα πάρουν, γιατί νιώθω ότι έτσι θα περιορίσω τον θεατή. Όμως θα πάρουν σίγουρα πολλή τροφή για συζήτηση…
“The Doctor” | Η παράσταση που συγκλόνισε κοινό και κριτικούς, την σεζόν 2023-2024 στην Αθήνα, στο ΑΜΦΙ-ΘΕΑΤΡΟ, ήρθε στην Θεσσαλονίκη, στο ΒΑΣΙΛΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ (30ης Οκτωβρίου 2), για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων | Πρωταγωνιστούν: Στεφανία Γουλιώτη, Νίκος Χατζόπουλος, Αμαλία Νίνου, Κίττυ Παϊταζόγλου, Μαριάννα Δημητρίου, AuroraMarion, Λευτέρης Πολυχρόνης, Νίκη Σερέτη, Σταύρος Καλλιγάς, Αλίκη Ανδρειωμένου και η Ζωή Ρηγοπούλου | Διάρκεια παράστασης : 150’ | Παραστάσεις : Τετάρτη : 7.00 μμ, Πέμπτη – Παρασκευή : 9.15 μμ, Σάββατο : 9.15 μμ, Κυριακή : 8.00 μμ