Ο μισός αιώνας διδασκαλίας της θρυλικής δασκάλας χορού Βίκης Σιάνου
Υπήρξε η έμπνευση, η δασκάλα για χιλιάδες μαθητές και μαθήτριες που χάρη σε κείνη αγάπησαν το χορό. Οι πάντες τη θυμούνται με ευγνωμοσύνη. Στη Θεσσαλονίκη το μάθημα χορού είχε το όνομα της.
O Nίτσε είχε πει “θα πίστευα μόνο σ’ έναν Θεό που θα ήξερε να χορεύει”. Δεν ξέρω αν υπάρχει απόλυτη περιγραφή για τον χορό, διάσπαρτες λέξεις, μελωδίες, βήματα, κινήσεις, πόνος, τραυματισμοί, σώμα, ατελείωτες ώρες στο παρκέ, ελευθερία και πειθαρχία, συναισθήματα, δάκρυα, χαρά, ενδεχομένως μια ολόκληρη ζωή, “κλειδωμένη” σε αίθουσες και θέατρα κι ένα πρόσωπο που “μεγάλωσε” δεκάδες γενιές στην πόλη μου.
Η κ. Βίκη Σιάνου, μία από τις παλαιότερες δασκάλες μπαλέτου, διαμόρφωσε τον αισθητικό χαρακτήρα χιλιάδων παιδιών, αγάπησε όλα τα σώματα, χάρισε όνειρα και ευκαιρίες απλόχερα δίχως να ζητά ποτέ αντάλλαγμα, είδε τα “παιδιά” της να λάμπουν, ανάμεσα τους πασίγνωστοι σήμερα ηθοποιοί και χορευτές της χώρας, στεναχωρήθηκε μαζί τους, πέρασε χιλιάδες ώρες στις αίθουσες της σχολής της για να βελτιωθούν μαζί, δίνοντας μαθήματα μπαλετικής ζωής για 49 χρόνια.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Θεσσαλονίκη, όπου και έκανε τα πρώτα μαθήματα χορού με παρότρυνση της μητέρας της.
“Στην Αγίας Σοφίας υπήρχε ένας κινηματογράφος που λεγόταν “Διονύσια”, όπου ο πάνω όροφος ήταν ένα γυμναστήριο που το είχε ο κύριος Μαυροσκούφης, εκεί για πρώτη φορά γινόντουσαν μαθήματα σουηδικής γυμναστικής που ήταν της μόδας εκείνα τα χρόνια.
Είχαμε για δασκάλα την κυρία Φέλεκ, η οποία ήταν Ρωσίδα και έκανε χορό, φορούσε κάτι παπούτσια υφασμάτινα σαν της Σεχραζάτ με μύτες μπροστά και δεμένες κορδέλες σε χρώμα μπλε ρουά. Την επόμενη χρονιά με πήγε η μητέρα μου σε άλλη σχολή γιατί η δασκάλα μου έφυγε, η σχολή ήταν κοντά στις Κατακόμβες του Αή Γιάννη, ένα ημιυπόγειο, το μάθημα δεν μου άρεσε καθόλου αλλά δεν άρεσε ούτε στην μητέρα μου οπότε αλλάξαμε και πάλι σχολή και βρέθηκα στην κ. Λιάτσου, η οποία είχε σπουδάσει στην Αθήνα, στην Ραλλού Μάνου και επιστρέφοντας στην Θεσσαλονίκη άνοιξε την σχολή της στην Μητροπόλεως.
Η μητέρα μου παρακολούθησε το πρώτο μάθημα, το οποίο θυμάμαι είχε την τεχνική της Martha Graham και με άφησε για την υπόλοιπη χρονιά, αυτό πρέπει να έγινε το 1963. Μετά από κάποια χρόνια, πήρα το πτυχίο μου. Τα πτυχία αυτά ήταν τα πρώτα που δόθηκαν στην Θεσσαλονίκη, ήμασταν τρεις κοπέλες και η κ. Μαίρη Λιάτσου φρόντισε πολύ για να πάρουμε ένα πτυχίο. Eίχαμε θεωρητικά και πρακτικά μαθήματα και δώσαμε εξετάσεις για πτυχίο στον κινηματογράφο “Διονύσια”, όπου παραβρέθηκε μία επιτροπή στην οποία έπρεπε να δείξουμε την χορογραφία μας, να κάνουμε μάθημα και να απαντήσουμε στις ερωτήσεις.”
Το 1965, παρακολούθησε ένα σεμινάριο στις Κάννες στο Κέντρο Χορού της Rossella Hightower. Όπως λέει η ίδια, εκείνα τα χρόνια στην Ελλάδα το μπαλέτο ήταν πολύ πίσω.
“Το συγκεκριμένο σεμινάριο ήταν πολύ δύσκολο και δυσκολεύτηκα να το παρακολουθήσω. Στο Λονδίνο πήγα πρώτη φορά μόλις τελείωσα το Λύκειο, το 1967, όταν ξεκίνησε η χούντα εδώ. Παρακολούθησα τα καλοκαιρινά τμήματα στο Elmhurst School of Surrey, δεν ήμουν προχωρημένη δυσκολεύτηκα αλλά οι δάσκαλοι ήταν εξαιρετικοί. Μέσα στο πρόγραμμα είχαμε δύο συνεντεύξεις από δύο γυναίκες που ήταν μοναδικές. Η Tamara Karsavina, η παρτενέρ του Vaslav Nijinsky, του μεγαλύτερου χορευτή και ιδιοφυή χορογράφου που έχει υπάρξει, ο οποίος δυστυχώς αποτρελάθηκε. Αυτή η γυναίκα μας μίλησε για την ζωή της, μία γιαγιά με παραμορφωτική αρθρίτιδα, η οποία σε μάγευε όταν σου μιλούσε. Η άλλη γυναίκα ήταν η Marie Rambert, η οποία είχε ερωτευτεί τον Nijinsky, άλλος ένας θρύλος για την ιστορία του μπαλέτου. Ακολούθησαν σεμινάρια στη Royal Academy of Dancing – Λονδίνο, στην Ακαδημία Χορού της Βιέννης και στο London School of Contemporary Dance – The Place.”
To 1968, η κ. Σιάνου πηγαίνει στη Νέα Υόρκη όπου και μένει για έναν χρόνο με σκοπό την παρακολούθηση μαθημάτων.
“Εκεί έκανα μαθήματα στην σχολή της Martha Graham, ενώ ταυτόχρονα έψαχνα να βρω και άλλα μέρη για να παρακολουθώ μαθήματα, βρέθηκα στην Ακαδημία της Thalia Mara, και παρακολούθησα κι άλλα μαθήματα από τους καθηγητές του American Ballet Theater. Προσπαθούσα λοιπόν να πάρω όσες περισσότερες χορευτικές γνώσεις ήταν δυνατόν, είδα πάρα πολλές παραστάσεις και διένυσα χιλιόμετρα από την μία σχολή στην άλλη.
Η ζωή εκεί ήταν δύσκολη, αγχώδης και πολύ μοναχική, ήθελα να γυρίσω πίσω, η μοναξιά ήταν πραγματικά δύσκολη. Οι συγγενείς μου μένανε σε προάστιο, τους φαινόταν πολύ περίεργο που εγώ πήγαινα κάθε βράδυ σε παραστάσεις, δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο μου φαινόταν όλα μαγικά.
Aνέκαθεν, όμως εγώ ήθελα να πάω στην Αμερική να μάθω πράγματα και να επιστρέψω στην Θεσσαλονίκη, να πάρω το πτυχίο μου και να διδάξω. Είχα στο μυαλό μου πως δεν θα γίνω χορεύτρια, ήμουν μεγάλη και δεν είχα και το σώμα που πληροί τους όρους, οπότε μεγάλωνα με τον σκοπό του να γίνω δασκάλα. Είχα και έχω μία τεράστια αγάπη στα παιδιά, ή θα ήμουν νηπιαγωγός ή θα έκανα κάτι με το μπαλέτο. Το μπαλέτο το ερωτεύτηκα.
Στην εποχή που έκανα εγώ σύγχρονο το κύριο σύστημα ήταν της Martha Graham, τα καινούρια ήδη που υπάρχουν δεν μπορώ να τα παρακολουθήσω τόσο και δεν ξέρω και αν με ενδιαφέρουν και τόσο, είναι πολλές φορές που νομίζω ότι βαριέμαι πρέπει να δω κάτι πραγματικά εξαιρετικό για να εντυπωσιαστώ. Το σύγχρονο της τότε εποχής σε βοηθούσε να γίνεις καλύτερ@ στο μπαλέτο, οπότε εκείνα τα χρόνια μου άρεζαν και τα δύο εξίσου. Η σχολή της Martha Graham όπου παρακολούθησα και τα μαθήματα, ήταν λες και έμπαινες σε ένα ιερατείο. Όλοι μιλούσαν χαμηλόφωνα, οι δάσκαλοι ήταν χορευτές της ομάδας της και ήταν εξαιρετικοί, σου έδιναν παρατηρήσεις οι οποίες ήταν πραγματικά σημαντικές. Μέσα στην τάξη υπήρχαν το λιγότερο 40 άτομα, ενώ στα μαθήματα του Alvin Ailey ήταν παραπάνω από 50, οπότε έπρεπε να ρουφήξεις εσύ ότι σου έδιναν. Αυτό που με είχε εντυπωσιάσει ήταν ότι υπήρχε ζωντανή μουσική, φοβερή γοητεία.”
Το 1972 πήρε την απόφαση να ανοίξει την δική της σχολή χορού, συμπληρώνοντας μέχρι το 2021, 49 χρόνια διδασκαλίας.
“Oι χορευτές πρέπει να έχουν τους κατάλληλους χώρους και πιο συγκεκριμένα το κατάλληλο πάτωμα για να χορεύουν. Εγώ είχα μία τραυματική αρθρίτιδα στον αστράγαλο μου η οποία δυστυχώς με έκανε και υπέφερα όταν ήμουν στη Νέα Υόρκη, ήμουν με επιδέσμους και έπαιρνα κάτι χάπια τα οποία δεν νομίζω πως ήταν καλά για τον οργανισμό. Αυτό κράτησε πολύ καιρό και φυσικά με έριξε ψυχολογικά, ένας τραυματισμός στον χορό μπορεί να σε καταστρέψει.
Υπήρξα πολύ συντηρητική, δεν παρότρυνα κανένα παιδί να ακολουθήσει επαγγελματικά τον χορό, εάν δεν πληρούσε τους όρους. Παλιά υπήρχε η Λυρική Σκηνή και το Μπαλέτο Αθηνών του Γιάννη Μέτση και αργότερα άνοιξε το χοροθέατρο της Θεσσαλονίκης όπου ελάχιστοι χορευτές μπορούσαν να βρουν δουλειά.
Ποτέ ο χορός δεν ήταν ένα επάγγελμα που θα μπορούσες να ζήσεις από αυτό. Υπάρχουν ορισμένες ομάδες σύγχρονου, αλλά και πάλι όσοι δεν είναι στην Λυρική πολύ δύσκολα τα βγάζουν πέρα. Δυστυχώς στην Ελλάδα ακόμη και να έχεις το τέλειο σώμα και την θέληση κατά πάσα πιθανότητα δεν θα έχεις μέλλον. Οι σχολές χορού το 1972 λοιπόν ήταν ελάχιστες, εγώ βγήκα εκτός κέντρου, η πρώτη μου σχολή ήταν στην Ανδρεοπούλου, δεν ήταν καλή αλλά είχε μία γλύκα. Το 1985 αποφάσισα να αλλάξω σχολή. Βρήκα το κλασικό μέχρι σήμερα κτίριο στην Πέτρου Συνδίκα και όταν φτιάχτηκε κάθε μέρα που άνοιγα την πόρτα έλεγα ένα τεράστιο ευχαριστώ στον Άκη Πιστιόλη, τον αρχιτέκτονα που κατάφερε να μετατρέψει την σχολή μου σε έναν όμορφο θεατρικό χώρο.”
Τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας της σχολής της, έκαναν μαθήματα δύο Αγγλίδες.
“Μετά μαθήματα έκανε στην σχολή μου η Άσπα Βασιλείου. Κάποια στιγμή ήρθε η Έλενα Κουκόλη, ήταν μία ευτυχής συγκυριακή σύμπτωση, ένα εξαιρετικό άτομο. Τα χρόνια που δούλευε η Έλενα στην σχολή ήταν φανταστικά, μία εξαιρετική συνεργάτιδα, ένα πανέξυπνο άτομο που σπούδαζε στην σχολή Καλών Τεχνών την οποία τελείωσε με άριστα, με φανταστικό μυαλό και πραγματικά πολύ δημιουργική.
Κάποια στιγμή θέλησε να κάνει μεταπτυχιακό και διδακτορικό και έφυγε στην Αγγλία, αλλά ήμουν πολύ τυχερή γιατί μετά ήρθε και δούλεψε στην σχολή η Χαρά Θεοτοκάτου. Ένα άτομο που λατρεύω, έχει γεννηθεί στην Ζιμπάμπουε και είχε όλη την αγγλική μπαλετική παιδεία, σπούδασε στο Royal Ballet School, στο τμήμα των χορευτών.
Ήμουν πραγματικά πολύ τυχερή συνεργαστήκαμε εξαιρετικά. Εργάστηκε στην σχολή μου η Μανίνα Χριστοδούλου για πάρα πολλά χρόνια, η Δανάη Χριστακάκου, η Δέσποινα Καπουλίτσα, ο Γιάννης Μαργαρώνης που πήρε μέρος στις παραστάσεις μας και με βοήθησε πολύ στο παρτενάρισμα των χορευτρίων, ο Ιορδάνης Λαδόπουλος που έκανε latin στην σχολή πολλά χρόνια και η Στελίνα Γκόσιου στην οποία και μεταβίβασα την σχολή μου τώρα που αποσύρθηκα. “
Πήγε αρκετές φορές στο Λονδίνο, όπου έμαθε το σύστημα της Royal Academy Of Dancing.
“Περνούσα εκεί τα καλοκαίρια μου όπου είχε μαθήματα για δασκάλους και μάθαινα κι εγώ το σύστημα με καταπληκτικές δασκάλες, κρατούσα τις σημειώσεις μου και παρακολουθούσα όλο το syllabus. Το 1974, όταν ένιωσα έτοιμη κάλεσα κι εγώ μία εξετάστρια, για να κάνει τις εξετάσεις στις δικές μου μαθήτριες. Αυτό το διατήρησα όλα τα χρόνια της λειτουργίας της σχολής μου.
Διδάσκωντας το σύστημα αυτής της Ακαδημίας να διδάσκω σεβόμενη το ανθρώπινο σώμα. Μέσα σε αυτά τα χρόνια χορογράφησα της “Βάκχες”, φυσικά δεν πήγα μόνη μου γιατί ντρεπόμουν με πρότεινε ένας γνωστός μου και πήγα, χωρίς να γνωρίζω και πολλά η αλήθεια είναι, αλλά τα κατάφερα.
Ήταν η πρώτη ιδιωτική ομάδα που ξεκίνησε πέραν του ΚΘΒΕ, και ανέβαζε πολύ προχωρημένες καταστάσεις για την εποχή. Υπήρξα καθηγήτρια κινησιολογίας στην δραματική σχολή του ΚΘΒΕ, νομίζω μετά το 1976, τότε ήταν διευθυντής ο Θόδωρος Τερζόπουλος. Το κτίριο που κάναμε μαθήματα στην αρχή ήταν στην Βελισσαρίου και ήταν πραγματικά ερείπιο, ύστερα μεταφερθήκαμε στην Χαριλάου. Όμορφος κύκλος, όμως σταμάτησα να εργάζομαι γιατί ήθελα να ασχοληθώ αποκλειστικά με την σχολή μου. Επίσης για πολλά χρόνια δούλεψα στην σχολή της κ. Ρούλας Πατεράκη, που στεγαζόταν στο Θέατρο “Άδωνις”
Οι στιγμές των παραστάσεων μένουν μέχρι σήμερα ανεξίτηλες στην μνήμη της και όπως λέει δεν μπορεί να περιγράψει το συναίσθημα. Το βιώνουν μόνο όσοι συμμετέχουν ή πραγματοποιούν παραστάσεις.
“Είναι για μένα πραγματικά πολύ συγκινητικό, που πέρασαν από την σχολή μου γενιές και γενιές, έτυχε να έχω τις μητέρες τους μαθήτριες και μετά τις κόρες. Η αγαπημένη μου χορογραφία ήταν από την παράσταση “Ονέγκιν” από το αυθεντικό ρεπερτόριο, σε μουσική Τσαϊκόφσκι, σε εκείνη την παράσταση πραγματικά ήμουν ευτυχισμένη όταν την ανεβάσαμε.
Νοιώθω μεγάλη ικανοποίηση γιατί πέρασαν πολλά παιδιά από την σχολή μου όλα αυτά τα χρόνια και πιστεύω πως κάτι τους άφησα, παρόλο που δεν ακολούθησαν τον χορό όλοι επαγγελματικά. Ήμουν μία δασκάλα η οποία δεν έκανε διακρίσεις ανάμεσα στα παιδιά, ήθελα να νοιώθουν όλοι το ίδιο, ότι το μάθημα το κάνεις για τον κάθε ένα που είναι μέσα στην τάξη, χωρίς να ξεχωρίζω τα ιδιαίτερα σώματα, όλα τα παιδιά για εμένα ήταν το ίδιο.
Τα παιδιά λέγανε πως νοιώθουν την σχολή σαν το σπίτι τους, και αυτό μου προσφέρει μεγάλη χαρά. Υπάρχουν πολλές κοπέλες, μαθήτριες μου οι οποίες έχουν πάρει το πτυχίο τους και εργάζονται. Είμαι πραγματικά περήφανη. Μετά από τόσα χρόνια κάποια στιγμή αποφάσισα να αποσυρθώ κι αυτό έγινε τον Σεπτέμβρη του 2021. Και συγκυριακά γνώριζα πως μία από τις μαθήτριες μου που την είχα από τεσσάρων χρονών ήθελε να ανοίξει την δική της σχολή χορού, έτσι θεώρησα πως θα ήταν μία πολύ καλή συνέχεια. Η Στελίνα Γκόσιου δούλεψε ως καθηγήτρια στην σχολή για 15 χρόνια, κράτησε τους ίδιους καθηγητές και συνεχίζει μέχρι σήμερα.”
Ωστόσο, η κ. Σιάνου δεν είναι αισιόδοξη για το μέλλον του χορού στην Ελλάδα.
“Οι καθηγητές που εργάζονται στις σχολές χορού, στο ΙΚΑ αναφέρονται ως ανειδίκευτοι εργάτες. Μόνο από αυτό καταλαβαίνει κανείς τον σεβασμό που έχει το κράτος για τις τέχνες. Για το τελευταίο Προεδρικό Διάταγμα που βγήκε και αφορά τους αποφοίτους των σχολών χορού και των δραματικών σχολών θέλω να σημειώσω πως ζούμε σε ένα κράτος τελείως απογοητευτικό, έχουν κάποιο στόχο για να θέλουν να περάσουν ένα τέτοιο διάταγμα εκ του πονηρού, η απόλυτη καταστροφή. Οι απόφοιτοι τελειώνουν τις σπουδές τους χωρίς να αναβαθμίζουν το απολυτήριο λυκείου που έχουν ήδη.
Η αλήθεια είναι πως δεν μπορώ να ορίσω τί είναι για εμένα τέχνη και χορός. Επειδή ήμουν συνεσταλμένο άτομο, ένιωθα ελεύθερη και ευτυχισμένη όταν έκανα κλασικό μπαλέτο και σύγχρονο μέσα από κάποιους κανόνες και κώδικες.
Οι γονείς μου ευτυχώς ήταν θετικοί στην απόφαση του να σπουδάσω χορό και με στήριξαν. Οικονομικά ομολογουμένως τους ρήμαξα, κυρίως διότι εκείνα τα χρόνια οι πτήσεις και τα μαθήματα στο εξωτερικό ήταν πανάκριβα.
Όλοι μπορούν να κάνουν μπαλέτο και να βελτιώνονται. Για μένα το μπαλέτο είναι ένας από τους καλύτερους τρόπους να γυμνάσεις το σώμα σου και την ψυχή σου. Αν θέλεις να το δεις επαγγελματικά θα στερηθείς πολλά πράγματα, είναι επίπονο, πρέπει να χτίζεις την αντοχή σου ακόμη και όταν είσαι κουρασμένος. “