Λάμπρος Κωνσταντέας: Λένε πως είμαστε η χώρα που γέννησε τον πολιτισμό αλλά δεν τον μεγάλωσε!
Ο ηθοποιός Λάμπρος Κωνσταντέας μιλά στην Parallaxi για την Ελλάδα του σήμερα και τον πολιτισμό.
εικόνες: Ευθύμης Βλάχος
Άφησε το Φ.Π.Ψ. και πέρασε στο Εθνικό Θέατρο, έχει μία γάτα, δεν περνά ημέρα που να μην δει μία ταινία ή ένα επεισόδιο κάποιας σειράς, δεν διαβάζει βιβλία όσο θα ήθελε, είναι μοναχικός, δεν μοιράζεται την προσωπική του ζωή, έχει θέμα με αϋπνίες, δεν κοιμάται εύκολα τα βράδια, κάνει έρευνα για κάθε ρόλο που υποδύεται, λατρεύει την φύση και είναι εξοικειωμένος μαζί της. Ο Λάμπρος Κωνσταντέας, είναι από τους ηθοποιούς της νέας γενιάς που αγαπήσαμε πολύ τα τελευταία χρόνια στο θέατρο αλλά και στην τηλεόραση.
“Στην πρώτη Γυμνασίου, ξεκίνησα να ασχολούμαι ερασιτεχνικά με το θέατρο, είχαμε δύο πολύ καλές δασκάλες, την Λεμονιά Κακαρίδου και την Ειρήνη την Μαμαλάκη, οι οποίες δημιούργησαν μία θεατρική ομάδα. Βρισκόμασταν τις Κυριακές και περνούσαμε χρόνο γύρω από τα θεατρικά παιχνίδια, τις πρώτες δύο χρονιές θυμάμαι, περνούσα πολύ καλά, χωρίς να έχω σκεφτεί σοβαρά κάτι πάνω στο θέατρο. Στην Τρίτη Γυμνασίου, στα 15 μου, είχα πάει με τη νονά μου στο θέατρο για να παρακολουθήσουμε την θεατρική παράσταση, “Φουρκέτα” της Ελένης Γκασούκα με πρωταγωνίστρια την Μαρία Καβογιάννη, ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα ότι θέλω να γίνω ηθοποιός, ήταν το κλικ μου. Πριν λίγο καιρό γνώρισα την ίδια και της το είπα, ήταν πολύ συγκινητική στιγμή για εμένα. Δεν ήταν τόσο δύσκολο να αφήσω την σχολή μου και ενώ το αντικείμενο της Φιλοσοφικής το οποίο και επέλεξα να σπουδάσω στην αρχή, δεν ήταν καθόλου αδιάφορο, δεν ήταν στην πραγματικότητα η πρώτη μου επιλογή. Μεγαλώνοντας με τη νονά μου η οποία είναι δικηγόρος και βλέποντας την να αγαπά τόσο πολύ αυτό που κάνει, για πολλά χρόνια έλεγα πως θα ήθελα να κάνω ότι κι εκείνη.
Έχοντας χάσει λοιπόν την νομική για 200 μόρια, κι έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού μου την προβλέψιμη σκέψη που έχουν όλα τα παιδιά όταν αποτυγχάνουν στις πανελλήνιες του στιλ “πόσο αποτυχημένος είμαι”, μετά σκέφτηκα, ότι δεν μπήκα στην σχολή των μισών ονείρων της Ελλάδας και δεν έγινε και κάτι που δεν πέρασα, οπότε επέλεξα το ΦΠΨ, στο τμήμα αυτό στο τρίτο εξάμηνο επέλεξα την ψυχολογία, που πάντα μου κινούσε το ενδιαφέρον. Ταυτόχρονα έψαχνα και τις δραματικές σχολές και με αφορμή την πτυχιακή του Εθνικού Θεάτρου των τελειόφοιτων του 2014, όποτε ανέβασαν την παράσταση “Πενθεσήλια” κάτι ξύπνησε μέσα μου και είπα θα δώσω μόνο για το Εθνικό. Έκανα κάποιες δουλειές του ποδαριού για να πληρώσω τα μαθήματα της φωνητικής, ταυτόχρονα με βοήθησε στην προετοιμασία μου, ένας φίλος, ο Δημήτρης Παπαδάτος, ο οποίος είχε τελειώσει το Ωδείο Αθηνών και κάπως έτσι πήγα και έδωσα και πέρασα με την πρώτη, χωρίς να το περιμένω. Είχε πέσει η ατάκα στο σπίτι “ωραία τώρα που ξέρεις ότι μπορείς να περάσεις, δεν τ’αφήνεις να τελειώσεις την σχολή και να πας άλλη φορά να ξαναδώσεις.”
Όπως λέει έκανε μία πολύ συνειδητή επανάσταση, καθώς έχει μεγαλώσει με το σύνδρομο του καλού παιδιού, ήταν μία από τις πιο σοβαρές επιλογές που πήρε για τον ίδιο κόντρα σε όλους. Θεωρεί, πως η χώρα δεν έχει εκμεταλλευτεί τον πολιτισμό της. “Ήταν μία απόφαση που πήρα από ένστικτο κόντρα στους ανθρώπους που αγαπώ και εμπιστεύομαι πάρα πολύ. Λίγους μήνες μετά την εισαγωγή μου στην σχολή, οι γονείς μου ήταν πολύ υποστηρικτικοί. Πέρσι βιώσαμε μία μαζικότητα εμείς οι άνθρωποι του πολιτισμού, απέναντι στην υποβάθμιση των πτυχίων μας. Θεωρώ πως η εποχή το σηκώνει και το ζητά να βγαίνουν όλο και περισσότεροι να μιλούν για όλα εκείνα που μένουν επί χρόνια κάτω από το χαλί. Υπάρχει μία μεγαλύτερη πίστη για να βγεις και να μιλήσεις ανοιχτά γι αυτά που σου συμβαίνουν και αυτά που έχεις ανάγκη, ή για τα σημεία καταπίεσης που βιώνει η κοινωνική ομάδα στην οποία ανήκεις. Σε σχέση με το ΠτΔ85, ήταν μία σταγόνα που πραγματικά ξεχείλισε ένα γεμάτο ποτήρι, για εμένα είναι απαράδεκτο να υπάρχει ένας κλάδος που έχει σπουδάσει και βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση εξαθλίωσης εδώ και τόσες δεκαετίες.
Είμαστε παρατημένοι από την κάθε κυβέρνηση και η βασική απάντηση που πήραμε πέρσι, ήταν ότι είναι πολύ δύσκολο και περίπλοκο θέμα, μιλάμε για ένα θέμα όμως που τραβά δεκαετίες, αυτή η πολυπλοκότητα κάπου πρέπει να τελειώνει, είναι ένας εργασιακός κλάδος και το εκπαιδευτικό του σύστημα, τόσοι άνθρωποι ψηφίζονται και είναι εκεί για να κάνουν αυτή την δουλειά και τι κάνουν; Το θέμα δεν είναι ότι μας μείωσαν τα πτυχία, αυτά ήταν πάντα μειωμένα, τόσο κοινωνικά, όσο και εκπαιδευτικά, το θέμα είναι ότι βάζεις με την βούλα πως δεν μπορείς να διεκδικήσεις παραπάνω εργασιακά δικαιώματα και αντί να κάνεις βήματα μπροστά είναι σαν να καθιερώνεις μία κατάσταση σε μία υποτιμητική στιγμή του για πάντα. Λέμε πως είμαστε η χώρα που “γέννησε” τον πολιτισμό, αλλά δεν τον μεγάλωσε. Δεν είμαστε ένας λαός που είναι εύκολο να οργανωθεί και να αποδώσει γρήγορα, η σχέση μας με την γέννηση του πολιτισμού στην αρχαία Ελλάδα αποτελεί ένα τεράστιο χάσμα πια. Η προσπάθεια μας να δημιουργήσουμε πολιτισμό σήμερα, έχει βελτίωση, υπάρχει πια ο σπόρος για να αναπτυχθεί αυτό το κομμάτι. Ωστόσο, θεωρώ πως σαν λαός, πολεμάμε την ίδια μας τη φύση πολλές φορές. Υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να πάνε ένα βήμα παρακάτω τον πολιτισμό, όμως, το περιβάλλον γύρω, αυτό, δεν το έχει σε προτεραιότητα, οπότε αναγκάζονται να πάνε κόντρα στο ρεύμα.”
Είναι επαγγελματίας ηθοποιός τα τελευταία 7 χρόνια και όπως λέει τα πράγματα ανάμεσα στις κυβερνήσεις και τον κλάδο του παραμένουν σταθερά.
“Υπάρχει μία παγερή αδιαφορία για τους ανθρώπους του πολιτισμού κι αυτό για εμένα είναι πολύ μεγάλο πρόβλημα. Αυτή την στιγμή, ο πολιτισμός και συγκεκριμένα το θέατρο στην Ελλάδα, αισθάνομαι πως είναι σε μία σύγχυση, όσον αφορά τα υλικά που δημιουργούνται, το ότι γίνονται πολλά πράγματα που φυτρώνουν ξαφνικά και που δεν γνωρίζεις πόσο χρόνος τους δόθηκε, γενικά θεωρώ πως διανύουμε μία περίεργη φάση. Όσον αφορά την Ελλάδα γενικά, θεωρώ πως βιώνουμε την εποχή της βίας, είναι το βασικό χαρακτηριστικό της εποχής αυτό. Κανονικοποιούνται πράγματα και συμπεριφορές που εμένα μου κάνουν εντύπωση. Νομίζω πως η εποχή αρχίζει και γίνεται πιο ανασφαλής σε σχέση με τους ανθρώπους της. Έχουμε περάσει πολλά σκαμπανευάσματα τα τελευταία χρόνια, ό,τι και να σπουδάσεις δεν ξέρεις τι θα σου συμβεί στην γενιά μας. Μέσα σε όλη αυτή την αναμπουμπούλα, αυτό που βγαίνει στην επιφάνεια είναι η βία. Όταν υπάρχει μία σταθερή αίσθηση ματαιώτητας στα πράγματα και οι άνθρωποι αρχίζουν και χάνουν την πίστη τους στο μέλλον, αυτή η κατάσταση δημιουργεί συσσωρευμένο θυμό, φόβο, σε σχέση με το παρελθόν, το μέλλον και το παρόν. Αυτή την στιγμή έχουμε δύο ενεργούς πολέμους που ξαφνικά νοιώσαμε ότι είναι πολύ κοντά μας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μας επηρρέασε τόσο.
Σε λίγες ημέρες συμπληρώνεται ένας χρόνος από το έγκλημα των Τεμπών, αισθάνομαι πως η εποχή μας μας έχει κάνει σκληρόπετσους, συμπληρώνεται ένας χρόνος από κάτι το οποίο θα έπρεπε να μας έχει ταράξει σαν σεισμική δόνηση στον πυρήνα μας και θεωρώ πως πέρασε και σε έναν βαθμό δεν ακούμπησε. Εκείνες τις ημέρες έκλαιγα και ενώ, δεν είχα κανέναν άμεσο δεσμό, ένιωσα κάτι να σπάει μέσα μου. Μας έχει σκληρύνει τόσο πολύ η καθημερινή έκθεση στην βία που σχεδόν χωρίς να το καταλαβαίνεις, δημιουργείς ένα πολύ σκληρό δέρμα απέναντι σε αυτά τα πράγματα που έμμεσα προκαλούν τραύματα αλλά πολύ γρήγορα επουλώνονται αυτά τα τα σοκ και οι πληγές. Δεν το πιστεύω, πως πέρασε ένας χρόνος από εκείνο το βράδυ, θα έπρεπε να μην έχει περάσει μέρα που να μην μιλάμε γι αυτό. Ζητάω συγγνώμη από τις χαμένες ψυχές και τους ανθρώπους τους γιατί δεν μιλάω γι αυτό κάθε μέρα, ούτε το σκέφτομαι κάθε μέρα και αυτό είναι πολύ απογοητευτικό. Δεν σου λέω πως αν έκλαιγα κάθε μέρα θα ερχόντουσαν πίσω οι 57 που χάθηκαν, όμως το να κοστίζει σε κάποιον κάτι, τουλάχιστον το τιμά. Όταν βγαίνουν πολιτικοί και λένε “ο πόνος σας καλύτερα ναναι βουβός”, θέλεις να φωνάξεις ένα αϊ στο διάολο. Για όλα όσα μας σοκάρουν, ξέρουμε πως θα φωνάξουμε για έναν μήνα και μετά σιωπή. Ξεχνάμε γρήγορα.”
Την φετινή σεζόν, ο Λάμπρος συμμετείχε στην σειρά “Παγιδευμένοι” όπου έπαιξε τον ρόλο του δημοσιογράφου.
“Η τηλεόραση για μένα είναι ένας τρόπος εξοικείωσης και επαφής με τον κινηματογράφο που αγαπώ από μικρός. Το κλίμα στους Παγιδευμένους ήταν πολύ καλό. Ήμουν ένας δημοσιογράφος, η δημοσιογραφία για τον ήρωα μου ήταν ένα προσωπείο, αυτό που μπόρεσα να χρησιμοποιήσω είναι ότι στην περίπτωση του Παναγιώτη υπήρχε κάτι ντετεκτιβικό στην δημοσιογραφία του. Είχε μία κάμερα και πήγαινε παντού, φαινόταν ότι είναι ένας άνθρωπος παθιασμένος με αυτό που κάνει, αυτό το στοιχείο θεωρώ πως λείπει από την δημοσιογραφία σήμερα. Δεν είναι τυχαίο, ότι δεχτήκαμε μομφή από την Ευρώπη για την λογοκρισία της δημοσιογραφίας στην χώρα μας. Η δημοσιογραφία στην Ελλάδα αυτή την στιγμή είναι μία αστειότητα. Δεν υπάρχει. Ακόμη και η μορφή της είναι σούπερ μάρκετ, βλέπεις στην Αμερική, στην μαμά του σκανδάλου, στα Μέσα της, άρθρα 5 σελίδων κι εδώ τα ρεπορτάζ είναι το 1/3 της σελίδας
Εδώ και έναν μήνα, συζητάμε και παίρνουμε την γνώμη ανθρώπων με μηδενική κατάρτιση απέναντι στα ανθρώπινα δικαιώματα τον ομόφυλων ζευγαριών. Ενώ την ίδια στιγμή, βγήκε η κ. Καρυστιανού στο Ευρωκοινοβούλιο, και ευτυχώς μας πήρε τα σόβρακα για τα Τέμπη, ακούστηκε όμως μόνο σε δύο Μέσα και οι υπόλοιπες βγάλανε άλλους. Η δημοσιογραφία στην χώρα μας πρέπει να βάλει όρια, από την στιγμή που ορισμένοι δεν έχουν γνώσεις για διάφορα πράγματα δεν έχουν λόγο να μιλάνε. Όταν βγήκε το metoo με πήραν τηλέφωνο να βγω σε τηλεοπτική εκπομπή να πω την γνώμη μου τους απήντησα “σοβαρά μιλάτε;” δεν έχω να καταγγείλω εγώ κάτι, γιατί να βγω να μιλήσω; Το θέμα είναι να ακουστούν εκείνοι που βιώσαν τις σεξουαλικές παρενοχλήσεις. Μέσα στην βαβούρα δεν ακούγεται τίποτα και αυτό το κάνει η δημοσιογράφία δυστυχώς και γι αυτό πήραμε και την μούντζα στο Ευρωκοινοβούλιο, ένιωσα μεγάλη χαρά και ικανοποίηση που κάπου στον κόσμο υπήρξε κάποιος που σχολίασε τα κακώς κείμενα της χώρας. Έχουμε μπερδέψει πολύ το τι είναι το political correct, από την μία ευτυχώς που πλέον δεν μπορεί ο καθένας να ανοίξει το ρημάδι του και να λέει ότι θέλει, αλλά ακόμη δεν είμαστε στην ισορροπία. Αυτή την στιγμή τίνουμε προς φαινόμενα φασισμού άλλου τύπου ακόμη και στην τέχνη που είναι η φωνή της κοινωνίας. Ναι μεν, μπορεί ο καθένας να λέει την γνώμη του, αλλά τελικά, ακούγεται δυνατότερα η πιο βίαιη και φασιστική άποψη που τελικά φασίζει τους ανθρώπους και δημιουργεί κόντρα με τους άλλους που έχουν διαφορετική γνώμη. “
Tην τελευταία πενταετία η Ελληνική μυθοπλασία επέστρεψε δυναμικά στις οθόνες μας, με ποιοτικές νέες σειρές που ευτυχώς “εκλεψαν” την θέση των reality από τα κανάλια. “H εξέλιξη της μυθοπλασίας στην χώρα για εμένα είναι φλύαρη, πλέον χωρίζεται σε δύο κατηγορίες ή crime ή εποχής. Οι σειρές γίνονται γιατί υπάρχει ο ΕΚΟΜΕ αν δεν υπήρχε ο ΕΚΟΜΕ δεν θα γινόταν σειρές. Ο ΕΚΟΜΕ ήρθε την στιγμή που βγήκε μία σειρά όπως οι “Άγριες Μέλισσες” και έκανε μία μεγάλη επιτυχία και τα κανάλια επιτέλους ξύπνησαν και είπαν πως ίσως βγάλουν χρήματα από τις σειρές αφού τα reality έχουν αρχίσει και ψοφάνε. Κατά την γνώμη μου ό,τι έχει πέσει στο μάτι μου από reality δεν προσφέρουν τίποτα. Καταλαβαίνω πως μπορεί να προσφέρουν παρέα και μούδιασμα εγκεφάλου αλλά δεν είναι τρομακτικό όταν ποσοστιαία αυτό που έχουμε να προσφέρουμε ως content είναι κάτι που έχει σκοπό το μούδιασμα του εγκεφάλου, αντί οτιδήποτε άλλο;
Είναι πολύ χαρμόσυνο το γεγονός ότι υπάρχουν σειρές και υπάρχει και ανάπτυξη πάνω σε αυτές, αλλά δυστυχώς η ανάπτυξη αυτή είναι φλύαρη. Όλα τα κανάλια σκέφτονται πως μπορούν να πάρουν μία μερίδα χρηματοδότησης σε αυτό το πλαίσιο, το οποίο δεν το βρίσκω παράλογο γιατί είμαστε σε μία καπιταλιστική κοινωνία, καλώς ή κακώς πρέπει να λειτουργήσουν και τα ταμεία. Αλλά ακριβώς επειδή υπάρχει χρηματοδότηση θα έπρεπε να υπάρχει και μία ανάσα ούτως ώστε το πράγμα να μεστώσει και λίγο παραπάνω. Αντί να βγαίνουν δέκα σειρές ας βγουν έξι και ας γίνουν καλά και ποιοτικά. Ανάμεσα σε κινηματογράφο, θέατρο και τηλεόραση, αυτή την στιγμή περνάω την φάση του κινηματογράφου, με ενδιαφέρει πολύ σαν μέσο και το έχω σε προτεραιότητα και το κυνηγάω. Η τηλεόραση από την άλλη είναι κάτι που δεν περίμενα ποτέ αλλά το έχω αγαπήσει. Είναι κοντά σε ένα κινηματογραφικό γύρισμα ως μέσο υποκριτικής. Για τώρα λοιπόν, κινηματογράφος, θέατρο και μετά τηλεόραση.”
Η περίοδος των εισαγωγικών εξετάσεων στο Εθνικό Θέατρο και η μέρα που έμαθε τα αποτελέσματα έχουν μείνει χαραγμένα στο μυαλό του μέχρι σήμερα.
“Μία πολύ σημαντική στιγμή για εμένα ήταν όταν έμαθα πως με διάλεξαν και πήγα στην Γερμανία για να παρακολουθήσω για δύο μήνες σεμινάρια στην υποκριτική κινηματογράφου, με σπουδαίους ανθρώπους και καθηγητές του χώρου, σε μία πολύ μεγάλη ακαδημία στην Γερμανία. Ήταν η στιγμή που με έφερε πιο κοντά σε μία συνειδητή φάση γι αυτά που θα ήθελα να κάνω από εδώ και μπρος. Μία ακόμη ανάμνηση διαδραματίζεται, στο πρώτο έτος της σχολής κάναμε μάθημα με την Φιλαρέτη Κομνινού, είχαμε μία πολύ καλή σχέση, ήταν πολύ υποστηρικτική, μία γυναίκα με εκτόπισμα κι εγώ καμία σχέση πολύ κλειστός και μαζεμένος, έτρεμα να σηκωθώ να κάνω πράγματα μπροστά της. Μία μέρα μας είχε σηκώσει να κάνουμε έναν αυτοσχεδιασμό, εκεί αφέθηκα, εκεί ήταν η πρώτη φορά τι σημαίνει να μην πολυσκέφτομαι τι κάνω πάνω στην σκηνή, εκείνη την ημέρα μου είπε “από εδώ και πέρα ξεκινάς”. Έχω σκεφτεί πολλές φορές τα τελευταία δύο χρόνια, ό,τι μπορεί ο η επιλεκτικότητα μου στα projects, να εμποδίσει το σημείο που θέλω να φτάσω και τελικά να μην νοιώσω ποτέ ότι έφτασα καλλιτεχνικά στο βάθος που θα ήθελα. Ανησυχώ για το αν θα γνωρίσω στιγμές που ονειρεύτηκα, αν θα ταξιδέψω αρκετά μέσα από αυτό που κάνω και εντέλει για το αν θα γίνω ποτέ καλλιτέχνης.
Μετά από 7 χρόνια , ηθοποιός εγώ θαυμάζω και απορώ με το θάρρος και την πίστη ορισμένων συναδέλφων που λένε την ατάκα “εμείς οι καλλιτέχνες”. Δεν έχω καταφέρει να το πω για τον εαυτό μου, αισθάνομαι ένα τεράστιο βάρος στην λέξη. Αυτό το fake it till you make it είναι μεγάλη ιστορία, μπαίνεις σε έναν χώρο και λανσάρεις την πάρτη σου σαν να έχεις πάρει όσκαρ. Kαμία φορά πιάνει. Eγώ μέχρι σήμερα ψάχνω έναν τρόπο να πω πως είναι οκέι να εμφανίσεις μία πίστη σε όλα αυτά που έχεις καταφέρει μέχρι τώρα. Ονειρεύομαι πράγματα και πιστεύω ότι μπορεί να συμβούν απλώς δεν μπορώ να πουλήσω τον εαυτό μου σαν να έχω φτάσει ήδη κάπου.”
Ο Λάμπρος αυτή την στιγμή βρίσκεται στην Θεσσαλονίκη και συμμετέχει στην Παράσταση “Da” στο Αριστοτέλειο Θέατρο. “Eίναι μία συγκυρία πολύ περίεργη, είναι από τις λίγες φορές που βρίσκομαι στο ελεύθερο θέατρο, η μέχρι τώρα πορεία μου είχε πολλές παραγωγές στο Εθνικό, η κατάσταση αυτή δημιουργεί μία σχέση σταθερότητας και ασφάλειας. Το “Da” μου έχει μάθει να υπάρχω ως επαγγελματίας στον χώρο. Συνάντησα πολύ ωραίους ανθρώπους, μέσα από αυτή την δουλειά, είναι ένας θίασος που δεν είμαστε όλοι κολλητοί, έχουμε πολλές ηλικιακές διαφορές, όμως, υπάρχει ένας πολύ ωραίος και ουσιαστικός δεσμός, αυτό που μας ενώνει είναι η παράσταση. Καμαρώνω που είμαι σε αυτόν τον θίασο γιατί, είναι μία ομάδα ανθρώπων που οι περισσότεροι από αυτούς δουλεύουν τα διπλά ή τα τριπλά μου χρόνια και κάνουμε όλοι μαζί μία παράσταση 2.5 ωρών η οποία παίζει δεύτερη χρονιά και ορισμένοι από αυτούς τους ανθρώπους το έχουν κάνει ήδη 300 και φορές. Ειλικρινά, δεν ξέρω αν είναι μετρημένες πάνω από 10 οι φορές που έχω νοιώσει ότι μπορεί να μας πήρε λίγο η κούραση και δεν είμαστε περήφανοι ότι το σηκώσαμε. Εδώ σε πολύ νεαρότερους θιάσους, παρατηρώ ότι είναι πολύ εύκολο να βαρέσει κάποιος κάρτα. Όταν το βλέπω αυτό διαλύομαι, αυτός είναι ένας λόγος να σταματήσω την δουλειά αυτήν. Κάθε παράσταση δεν είναι ίδια, δεν αρέσει σε όλους αλλά σε αυτή την ομάδα φουσκώνω σαν παγώνι γιατί παρά την κούραση βγαίνει! Είναι μία πολύ τρυφερή ιστορία για την αποδοχή της ταυτότητας, της ρίζα και της οικογένειας. Αλλά, πέρα από το καλλιτεχνικό κομμάτι μιλάμε για ανθρώπους που είναι εκεί και τιμούν αυτό που κάνουν κάθε βράδυ.”
Μέχρι τώρα και ειδικά τα τελευταία δύο χρόνια αισθάνεται πως τα πράγματα που έχει παίξει τα είχε ανάγκη στην ζωή του.
“Τα υλικά έρχονταν και κούμπωναν ερχόταν και κούμπωνε σε αυτό που είχα ανάγκη. Πέρσι είχα παίξει το ξύπνημα της άνοιξης, κι έκανα τον Μελχιόρ, έναν έφηβο που διεκδικούσε με πολύ ισχυρό τρόπο την θέση του και δεν μπορούσε να ησυχάσει το μυαλό του μέχρι να βρει την αλήθεια στα πράγματα. Αυτό τον οδήγησε σε πολύ ωμά και σκληρά μονοπάτια. Το είχα τόσο ανάγκη εκείνη την περίοδο της ζωής μου αυτό. Αυτή η παράσταση μου έκανε τρομερό καλό, με εκτόνωνε. Μπορούσα να διοχετεύσω κάτι που συνέβαινε σε εμένα, στην σκηνή. Περνούσα τότε μία περίοδο που αισθανόμουν πως κάποιος μου είχε τραβήξει το χαλί κάτω από τα πόδια. Η φετινή χρονιά είχε το εξής ενδιαφέρον, έκανα δύο τελείως διαφορετικά υλικά, αυτό μου έκανε πολύ καλό. Δεν αισθάνομαι πως τα κατάφερα όσο μπορούσα, ίσως, γιατί δεν είχα τον χρόνο να εμβαθύνω και στα δύο το ίδιο. Όταν τελείωσε η σειρά, είχα την πολυτέλεια χρόνου να σκάψω ακόμη περισσότερο στον χαρακτήρα της παράστασης. Αυτή η σεζόν, ήταν λίγο ζόρικη, πρωί γυρίσματα, βράδυ παραστάσεις, το είχα ανάγκη όμως, ένιωθα έτοιμος ψυχικά να αντέξω την πίεση.
Ήταν εντυπωσιακό γιατί αισθανόμουν πως δεν μπορούσα να κουμαντάρω τις ημέρες μου, αλλά, μία εμπειρία που ήθελα να την ζήσω. Η δουλειά του ηθοποιού είναι άναρχη, ζεις στο νόμο του χάους. Την μία μπορεί να δουλεύεις 10-15 ώρες την ημέρα και την άλλη καθόλου. Όταν τελειώσει το “Da” επειδή δεν βρήκα επαφή με projects που μου προτάθηκαν ακόμη, δεν έχω κλείσει κάτι επίσημα. Η φύση της δουλειάς μας λέει ότι μπορεί να μην έχω δουλειά και για πολύ καιρό. Είναι περίεργο, να αλλάζεις ρόλους στιγμιαία, φέτος ένιωθα ότι προδίδω τους ήρωες μου. Όταν ήμουν στα γυρίσματα πήγαινα αντίθετα συνειδητά στον ρόλο που είχα στο θέατρο. Σε κάθε ρόλο δημιουργείς διαφορετικά στοιχεία. Αυτή την περίοδο θέλω να πάρω μερικά ρίσκα, θέλω να έρθω σε επαφή με ανθρώπους που πιστεύω πως μπορούμε να κάνουμε κάποια πράγματα μαζί, αλλά και να “κλείσω” δουλειές που μου ταιριάζουν ακόμη κι αν δεν έχω δουλειά για κάποιο διάστημα. Αν είναι να μείνω και πέντε μήνες στο ταμείο ανεργίας ας μείνω, θα τα καταφέρω! Θέλω να νοιώσω αυτή την περίοδο ότι έχω μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για το που βρίσκομαι καλλιτεχνικά.”