μαίρη-δούτση-στην-parallaxi-όσο-περνάει-ο-καιρ-1349050

Συνέντευξη

Μαίρη Δούτση στην Parallaxi: Όσο περνάει ο καιρός, η φωνή μου γίνεται προέκταση της ψυχής

Η σπουδαία ερμηνεύτρια μιλά για την καριέρα της και τις διαφορετικές πτυχές τις ζωής της

Αντώνιο Παντέλη
Αντώνιο Παντέλη

Γυναίκα, μητέρα, καλλιτέχνις, καθηγήτρια. Πώς μπορούν όλοι αυτοί οι ρόλοι να χωρέσουν σε μια σεμνή και όμορφη ψυχή, όπως της Μαίρης Δούτση;

Κι όμως, η ταλαντούχα τραγουδίστρια καταφέρνει να τους συνδυάζει με έναν τρόπο που σπάνια συναντά κανείς.

Η Μαίρη Δούτση δεν είναι απλώς μια καλλιτέχνις που υπηρετεί το ελληνικό λαϊκό τραγούδι — είναι μια φωνή που το κουβαλά μέσα της σαν μνήμη, σαν αλήθεια, σαν στάση ζωής. Από τη γενέτειρά της, τη Νάουσα, μέχρι τις μεγάλες σκηνές, κι από την επιστήμη της Χημείας στην τέχνη του τραγουδιού, η πορεία της είναι γεμάτη αντιθέσεις που τελικά ενώνονται με αρμονία.

Ξεκίνησε το μουσικό της ταξίδι το 2004 και από τότε έχει συνεργαστεί με σημαντικούς μουσικούς και ορχήστρες — με πιο ξεχωριστή τη συμμετοχή της στη Λαϊκή Ορχήστρα «Μίκης Θεοδωράκης». Παράλληλα, η παρουσία της στο μουσικό σύνολο Salonique Brass Band αποκαλύπτει την ανάγκη της να συνδέσει το λαϊκό με το παραδοσιακό και τα βαλκανικά ηχοχρώματα, δημιουργώντας έναν ήχο ταυτόχρονα ριζωμένο και σύγχρονο.

Μητέρα ενός μικρού παιδιού και έγκυος στο δεύτερο, η Μαίρη Δούτση συνεχίζει να τραγουδά με την ίδια ένταση, την ίδια αλήθεια.

Στη συνέντευξη που ακολουθεί, μιλά για το λαϊκό τραγούδι ως κοινωνικό καθρέφτη, για τη θέση της γυναίκας στη μουσική, για τη μητρότητα, την επιστήμη και για όλα όσα κάνουν την τέχνη — όταν είναι αυθεντική — τρόπο ύπαρξης.

Εκτός από τη μουσική της πορεία, η Μαίρη Δούτση υπηρετεί και την επιστήμη ως καθηγήτρια Χημείας. Αυτός ο ρόλος της δίνει μια μοναδική προοπτική, καθώς συνδυάζει τη λογική της επιστήμης με το πάθος και την έκφραση της τέχνης.

Το λαϊκό και παραδοσιακό τραγούδι έχει βαθιές ρίζες στην ελληνική ψυχή. Τι σημαίνουν για σένα προσωπικά αυτές οι μουσικές παραδόσεις;

«Οι μουσικές παραδόσεις είναι για μένα το σκαλοπάτι στο οποίο μπορεί κάποιος να πατήσει για να κάνει το βήμα του προς το επόμενο σκαλί. Βρίσκω πως από τη μια βοηθούν την εξέλιξη διότι σου ανοίγουν δρόμους για να πας παρακάτω και από την άλλη λειτουργούν σαν προστατευτικό στρώμα διότι σε κάθε παραπάτημα είναι εκεί για να σε επαναφέρουν. Αυτή είναι μια περίοδος που το παραδοσιακό τραγούδι ειδικά γνωρίζει και πάλι μια άνθιση. Ίσως έχουμε ανάγκη να θυμηθούμε ποιοι είμαστε, πώς εκφραζόμαστε και πώς γλεντάμε για να πάμε τη ζωή μας στο επόμενο στάδιο».

Πιστεύεις ότι αυτό το στυλ τραγουδιού μπορεί να εκφράσει σήμερα τα ίδια συναισθήματα και κοινωνικά μηνύματα όπως παλιότερα;

«Η κοινωνία σήμερα βρίσκω ότι είναι πολύ διαφορετική σε σχέση με τα παλιότερα χρόνια. Είναι κάτι πολύ λογικό. Είναι διαφορετικές οι προσλαμβάνουσες. Δε νομίζω πως το ζητούμενο είναι ο κόσμος να έχει τα ίδια συναισθήματα και να εκφραστεί όπως παλιά. Πιστεύω πως αυτό που μας λείπει είναι να θυμηθούμε τις βάσεις μας ώστε να δημιουργήσουμε τα δικά μας ήθη και να διαμορφώσουμε τη ζωή μας σε σταθερά θεμέλια».

Ξεκίνησες το 2004 τα μουσικά σου βήματα… έπειτα από 21 χρόνια, τι κρατάς από αυτό το ταξίδι της μουσικής;

«21 χρόνια κιόλας; Μεγάλο ταξίδι όντως. Τι να πρωτοπώ.. Κρατώ τη συνεχή και αδιάκοπη δουλειά που κάποιες φορές μοιάζει δύσκολη και κάποιες φορές είναι πηγή έμπνευσης. Κρατώ ανθρώπους που ήρθαν στη ζωή μου με ένα απλό «χαίρω πολύ» και έγιναν έμπιστοι συνεργάτες και καρδιακοί φίλοι.

Κρατώ τραγούδια που ξεκλείδωσαν πτυχές μου οι οποίες δεν ήξερα ότι υπάρχουν και συναισθήματα που είχα θάψει βαθιά μέσα μου. Κρατώ στιγμές χαράς και αλληλεπίδρασης με το κοινό που δε φανταζόμουν ότι μπορεί να ζήσω. Κρατώ ατελείωτα γέλια και αστεία που μας βοήθησαν να σταθούμε όρθιοι σε στιγμές απόλυτης κούρασης. Κρατώ μόνο τη γλύκα αυτών των χρόνων. Είμαι τυχερή που τα έζησα».

Ποια καλλιτεχνική συνεργασία θα σου μείνει αξέχαστη και γιατί;

«Είναι προφανές (για όποιον ξέρει την πορεία μου) ότι έχω πάρα πολλά να θυμάμαι από τις συνεργασίες μου με τον Κώστα Μακεδόνα, την Ελένη Τσαλιγοπούλου και τον Ιεροκλή Μιχαηλίδη. Όλες είναι συνεργασίες που διήρκεσαν πολύ, που με διαμόρφωσαν, με δίδαξαν και με έφεραν στο σήμερα. Μου έδειξαν τη σημασία του να εργάζεσαι πολύ και συνεχόμενα, πάνω και κάτω από τη σκηνή. Δε μπορώ όμως να μην αναφέρω μια προσωπικότητα, έναν καλλιτέχνη που έχει μείνει μέσα στην καρδιά μου: το Γιάννη Μπέζο. Νομίζω ότι πρόκειται για ένα λαμπρό παράδειγμα ανθρώπου που το ακολουθείς είτε συνειδητά είτε όχι γιατί η αξία του είναι τόσο μεγάλη που απλά δε μπορείς να την παραβλέψεις».

Έχεις τραγουδήσει με τη Λαϊκή Ορχήστρα “Μίκης Θεοδωράκης”. Πώς ήταν η εμπειρία να υπηρετείς τη μουσική ενός τόσο σπουδαίου δημιουργού;

«Ήταν όνειρο ζωής να τραγουδήσω τα συγκεκριμένα τραγούδια με μια ορχήστρα που θα έχει πλήρη επίγνωση του έργου του Θεοδωράκη, ώστε να τα αποδίδει με τρόπο τέτοιο που θα με προκαλεί κι εμένα να τα τραγουδήσω όσο καλύτερα μπορώ. Νομίζω πως αυτό το όνειρο έμεινε κάπως στη μέση, θα ήθελα να πιστεύω ότι στο μέλλον θα δοθεί συνέχεια, διότι δεν πρόλαβα να πω όλα τα τραγούδια που αγαπώ. Πώς θα μπορούσε άλλωστε κάποιος να «χορτάσει» το έργο ενός τέτοιου συνθέτη;».

Τι σημαίνει για εσένα η μπάντα σου, Salonique Brass Band;

«Είμαι τυχερή που βρίσκομαι μέσα σε αυτήν την ομάδα. Είναι όλοι τους ένας κι ένας, τόσο ως μουσικοί όσο και ως προσωπικότητες. Ποια δύναμη μας έφερε όλους κοντά δεν ξέρω, αλλά το χαίρομαι σα μικρό παιδί. Το να βρεθώ σε μια ομάδα που θα παίζει τραγούδια με βαλκανικό ηχόχρωμα ήταν ένα όνειρο για μένα, το οποίο το κρατούσα ανεκπλήρωτο μέσα μου. Το Θάνο το Σταυρίδη, το μαέστρο μας, τον γνωρίζω πολλά χρόνια και πάντα ντρεπόμουν να τον προσεγγίσω και να του πω τι σκέφτομαι. Μέχρι που μια νύχτα μέσα στον κορονοϊό με κάλεσε ο ίδιος να συνεργαστούμε, αρχικά για τους Balkan Hot Stuff (ένα project του Συλλόγου Μουσικών Βορείου Ελλάδος) και μετά για τους Salonique Brass Band, αυτή την τόσο ξεχωριστή μπάντα».

Το 2019 συμμετείχες στη μεγάλη εκδήλωση μνήμης, που πραγματοποιήθηκε στο Ηρώδειο, για τα 100 χρόνια από τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου με τους αδερφούς Κωνσταντίνο και Ματθαίο Τσαχουρίδη. Τι μπορείς να μας πεις για αυτή την εμπειρία;

«Και μόνο η εμπειρία του Ηρωδείου είναι κάτι ξεχωριστό. Έχει μια άλλη αύρα αυτό το θέατρο. Πόσο μάλλον όταν η θεματολογία της παράστασης είναι τέτοια που κρύβει μέσα της τόσο πόνο, τόση αδικία αλλά και τόσο κουράγιο, τόση θέληση για ζωή. Πολύ μεγάλοι καλλιτέχνες ένωσαν τις δυνάμεις τους για να τιμήσουν τον ποντιακό ελληνισμό. Θα πρέπει όμως να πω ότι και η δουλειά που έκαναν ο Κωνσταντίνος και ο Ματθαίος, πέρα από το μουσικό κομμάτι που είναι αδιαμφισβήτητο, με την οργάνωση και το συντονισμό της βραδιάς δείχνει την αγάπη που έχουν για τις ρίζες και την ιστορία τους. Τους αξίζουν όλα τα καλά».

Πώς βιώνεις την ένωση της μητρότητας με την καλλιτεχνική σου ζωή; Ποιες προκλήσεις και ποιες ομορφιές φέρνει αυτός ο συνδυασμός;

«Νομίζω πως η μητρότητα ήρθε σε ένα χρονικό σημείο που είχα την πολυτέλεια να κάνω επιλογές στην καλλιτεχνική μου ζωή, επομένως αυτό είναι που κάνω αυτή τη στιγμή. Οι ώρες εργασίας είναι σαφώς λιγότερες έτσι, όμως και αυτό είναι κάτι που είχα ανάγκη, να ξεφύγω δηλαδή λίγο από τη φθορά της συνεχόμενης εργασίας. Η ανανέωση και η εσωτερική αναζήτηση πάντα μας πάνε μπροστά. Όσον αφορά τις προκλήσεις, νομίζω πως είναι οι ίδιες που καλούνται να αντιμετωπίσουν όλες οι εργαζόμενες μητέρες: όλες καλούμαστε να «αποδείξουμε» ότι μπορούμε! Έχω την αίσθηση ότι μια πολύ ικανή εργαζόμενη την βλέπουν πολύ διαφορετικά οι γύρω της μόλις γίνει μητέρα, με κάποιο τρόπο υποβιβάζουν την αξία της και θεωρούν αυθαίρετα ότι αλλάζει η ικανότητα και η διαθεσιμότητά της. Έχει τύχει να το δω σε πολλά διαφορετικά επαγγέλματα αυτό. Το δικό μου δεν αποτελεί εξαίρεση. Είναι ένας από τους λόγους που αγαπώ τους Salonique Brass Band. Δε με έκαναν ποτέ να νιώσω ότι η μητρότητα είναι λόγος για να με αντιμετωπίζουν διαφορετικά».

Τι έχεις μάθει για τον εαυτό σου μέσα από τις διαφορετικές “ταυτότητες” που υπηρετείς: Μάνα, επιστήμονας, τραγουδίστρια;

«Μάλλον ότι είμαι πιο ανθεκτική απ’ ότι πίστευα! Καθένας από αυτούς τους «ρόλους» απαιτεί έναν άνθρωπο απόλυτα συγκεντρωμένο και αφοσιωμένο. Στη δική μου περίπτωση δε μπορώ να αφοσιωθώ σε μια ταυτότητα εάν δεν υπάρχει η άλλη. Τροφοδοτούν η μια την άλλη με κάποιο τρόπο και με προκαλούν να ανανεωθώ και να προχωρήσω».

Τι θα ήθελες να περάσεις στα παιδιά σου μέσα από τη μουσική και την τέχνη γενικότερα;

«Ότι η ζωή έχει πολλές ομορφιές που αξίζει να αφιερώσουμε χρόνο ώστε να τις ανακαλύψουμε. Και οι ομορφιές αυτές δίνουν κουράγιο και καταφύγιο ώστε να αντιμετωπίσουμε την καθημερινότητα που είναι σκληρή και παρουσιάζεται ακόμα χειρότερη. Θα παρομοίαζα τη ζωή σαν μια βαθιά θάλασσα και τις τέχνες σαν τη βαθιά ανάσα που παίρνεις για να βουτήξεις για μια ακόμη φορά».

Πώς διαχειρίζεσαι την πίεση και τις απαιτήσεις που φέρνει η καθημερινότητα, ειδικά τώρα που είσαι έγκυος και έχεις ήδη ένα μικρό παιδί;

«Δεν τα διαχειρίζομαι! Απλώς τα αποδέχομαι και προχωρώ μαζί τους. Νομίζω πως αν καθίσω να σκεφτώ το μέγεθος της πίεσης, το βαθμό στον οποίο το σώμα δυσκολεύεται (φυσιολογικά) να ακολουθήσει, τις ανάγκες μικρών και μεγάλων που πρέπει να ικανοποιηθούν, θα παραλύσω από το άγχος! Απλώς δέχομαι όσα έρχονται, προσπαθώ να βρίσκω λύσεις και να ανταπεξέρχομαι και, φυσικά, δε μπορώ να παραλείψω ότι έχω δίπλα μου ανθρώπους με πολλή κατανόηση έτοιμους ανά πάσα στιγμή να βοηθήσουν. Τους ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου γι’ αυτό».

Πώς βλέπεις τη θέση της γυναίκας στο χώρο του λαϊκού  και του παραδοσιακού τραγουδιού σήμερα; Υπάρχουν ακόμα στερεότυπα που πρέπει να σπάσουν;

«Υπάρχουν σήμερα λαμπρά παραδείγματα στο χώρο του τραγουδιού γενικότερα που δείχνουν ότι η γυναίκα τραγουδίστρια είναι πιο ελεύθερη να εκφραστεί και να πειραματιστεί, δεν είναι απαραιτήτως έρμαιο της σεξουαλικότητάς της. Βεβαίως υπάρχει και ο αντίποδας που δείχνει ότι αν μια γυναίκα τραγουδίστρια δεν είναι «μεγενθυμένη» και «υαλουρονικοποιημένη» δε μπορεί να σταθεί. Είναι δύο διαφορετικοί κόσμοι που εκφράζουν διαφορετικές πεποιθήσεις και στάσεις ζωής. Και οι δύο έχουν τα στερεότυπά τους. Ο ένας κόσμος σε καταδικάζει αν είσαι πιο προσεγμένη από αυτό που δέχεται και ο άλλος αν είσαι λιγότερο. Δύσκολες ισορροπίες με μοναδικό χαμένο την ίδια την τέχνη».

Μπορείς να θυμηθείς μια στιγμή στη σκηνή όπου ένιωσες ότι το τραγούδι σου “ένωσε” το κοινό μαζί σου με έναν ιδιαίτερο τρόπο;

«Είναι πολλές αυτές οι στιγμές. Ευτυχώς!! Θα επιλέξω όμως τη βραδιά που ζήσαμε με τον πολύ αγαπημένο μου φίλο Γιώργο Ξανθόπουλο (στο πιάνο) στη Μεσαιωνική Πόλη της Ρόδου. Είναι πολύ «κρύο» να το περιγράφει κανείς με λόγια, αλλά όταν η βραδιά τελείωσε ο κόσμος χειροκροτούσε όρθιος για πολλή ώρα. Προσωπικά δεν είχα καταλάβει τι και γιατί συνέβαινε, γιατί ήμασταν όρθιοι και ακίνητοι όλοι για τόσο πολύ (ο κόσμος χειροκροτούσε), γιατί δεν έφευγε κανείς.. Είχα αφεθεί τελείως στη μουσική και το κοινό και ένιωσαν κι εκείνοι να συνδέονται μαζί μας με ένα τρόπο τελείως μαγικό και ανεξήγητο».

Τι σημαίνει για σένα η φωνή σου; Είναι ένα εργαλείο, μια προέκταση της ψυχής ή κάτι άλλο;

«Νομίζω ότι έχει αλλάξει πολλούς ρόλους μέσα μου. Έχω περάσει περιόδους που ήταν απλώς το μέσο έκφρασης όσων είχα στην καρδιά μου. Άλλες φορές πάλι ήταν ένα εργαλείο που έπρεπε να δουλευτεί και να αποκτήσει σταθερά «πατήματα» σε τραγούδια που ίσως να μη με εξέφραζαν τόσο πολύ. Θαρρώ πως όσο περνάει ο καιρός γίνεται προέκταση της ψυχής. Αυτό διότι το ίδιο το «εργαλείο» έχει δουλευτεί σε έναν βαθμό που με ικανοποιεί και το μέσο έκφρασης έχει βρει τους τρόπους να τονίζει όσα θεωρώ εγώ σημαντικά σε ένα τραγούδι. Αφήνεται λοιπόν η ψυχή ελεύθερη να χρησιμοποιήσει τη φωνή για να εκφραστεί».

Πώς η καταγωγή σου από τη Νάουσα επηρεάζει τη μουσική σου έκφραση και την καλλιτεχνική σου πορεία;

«Η Νάουσα είναι ένας τόπος γεμάτος μουσική και μουσικούς. Οι οικογένειά μου και οι άνθρωποί της διαμόρφωσαν τα μουσικά μου ακούσματα και τις επιλογές μου. Δε μπορώ να σκεφτώ τι θα κουβαλούσα μέσα μου εάν είχα μεγαλώσει σε άλλη συνθήκη. Γεγονός είναι ότι τα τραγούδια που αγαπώ, η επιμονή μου στη δουλειά και τη βελτίωση, ακόμα και ο τρόπος που στέκομαι σκηνικά έχουν επηρεαστεί από τον τόπο καταγωγής μου και τους ανθρώπους του».

Για την εμπειρία σου στο The Voice πριν 11 χρόνια – πώς άλλαξε την οπτική σου για τον χώρο της μουσικής και της προβολής;

«Η εμπειρία μου στο The Voice μου έδειξε ότι η μουσική και η προβολή είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Εννοείται πως όσοι ασχολούμαστε με τη μουσική χρειαζόμαστε την προβολή για να επικοινωνήσουμε την τέχνη μας. Όσοι προβάλλονται όμως δεν είναι απαραίτητο πως έχουν έφεση στη μουσική. Αρκετοί έχουν έφεση στη δημοφιλία και χρησιμοποιούν τη μουσική για να τη φτάσουν. Αυτή είναι μια εξίσωση που, αν και κάποτε έλυνα πολύ εύκολα εξισώσεις, δε μπορώ να την αποκρυπτογραφήσω για να τη λύσω».

Ως καθηγήτρια Χημείας, πώς συνδέεις την επιστήμη με τη μουσική; Υπάρχει κοινό έδαφος ανάμεσα στους δύο κόσμους σου;

«Νομίζω πως η επικοινωνία είναι το κοινό έδαφος. Από τη μία πλευρά έχω τα τραγούδια τα οποία πρέπει να επικοινωνήσω στο κοινό και από την άλλη έχω μια επιστήμη που πρέπει να επικοινωνηθεί στους μαθητές. Και στις δύο περιπτώσεις ενδέχεται τα ώτα να μην είναι τα πιο ευήκοα και θα πρέπει σε συγκεκριμένο και μικρό χρονικό διάστημα να τραβήξω την προσοχή και να περάσω το μήνυμά μου με τον πιο απλό και κατανοητό τρόπο». 

Ποιο είναι το μεγαλύτερο “όχι” που έχεις πει στη ζωή σου και πώς σε βοήθησε να μεγαλώσεις;

«Επαγγελματικά έχω πει «όχι» σε συνεργασίες με μεγάλα ονόματα του τραγουδιού και σπουδαίους συνθέτες. Οι προτάσεις αυτές ήρθαν παράλληλα με το Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης, ήμουν μικρή σε ηλικία και δε μπορούσα να τις αξιολογήσω και να τις αξιοποιήσω σωστά. Κοιτάζοντας πίσω, αυτό με βοήθησε να μεγαλώσω και να στηριχτώ στα πόδια μου και να εξελιχτώ φωνητικά και ερμηνευτικά με τον τρόπο και στο πλαίσιο που εγώ ήθελα. Παραδέχομαι όμως ότι υπάρχει και μια κρυφή πληγή σχετικά με το τι θα είχε γίνει τότε, αν δηλαδή είχα δεχτεί. Είτε θα ερχόμουν αντιμέτωπη με καταστάσεις που δε θα μπορούσα να διαχειριστώ και θα τα είχα παρατήσει, είτε θα ήμουν τώρα σε καλύτερη θέση από άποψη δημοφιλίας. Είναι κάτι που καλώς ή κακώς δε θα το μάθω ποτέ».

Αν έγραφες ένα γράμμα στον νεότερο εαυτό σου, τι συμβουλή θα του έδινες;

«Ίσως να τολμήσει λίγο περισσότερο και να μην υπεραναλύει τις συνέπειες κάθε κίνησης. Κάποιες φορές η στιγμή καθορίζει την εξέλιξη και η στιγμή πιστεύω πλέον πως χρειάζεται μεγαλύτερη αποφασιστικότητα και αυθορμητισμό».

Υπάρχει μια παρακαταθήκη που θέλεις να αφήσεις πίσω σου ως μουσικός;

«Θα ήθελα να αφήσω πίσω μου έστω και ένα τραγούδι που να μπει στα χείλη του κόσμου και να τον εκφράζει. Αυτό νομίζω πως είναι ο στόχος κάθε καλλιτέχνη. Αν δεν είμαι τυχερή ώστε να γίνει αυτό, θα ήθελα να αφήσω πίσω μου ότι το να καλυτερεύσει ένας καλλιτέχνης τον εαυτό του και τη θέση του στο χώρο, είναι ένας διαρκής αγώνας».

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα