Μαριάννα Τουμασάτου: Η τέχνη φέρει ευθύνη και γι’ αυτό τη φοβούνται, την κοιμίζουν και τη γονατίζουν οικονομικά
"Ο φοβισμένος άνθρωπος είναι άκρως διαχειρίσιμος. Δεν παλεύει για τίποτα, φοβάται οτι δεν έχει να πληρώσει και θα του πάρουν το σπίτι" - Η δημοφιλής ηθοποιός μιλάει στην Parallaxi για όλα
Ένας μονόλογος – κλαυσίγελος μιας γυναίκας στο μεταίχμιο μεταξύ σκληρότητας και τρυφερότητας, σοφίας και τρέλας, κωμικότητας και τραγικότητας. Μιλάει στον εύζωνα γιό της που φυλάει σκοπιά στο μνημείο του άγνωστου στρατιώτη. Απέναντι της αυτός, θέλει δε θέλει θα την ακούσει, παλιά όταν του μιλούσε η μάνα του έφευγε, τώρα είναι ανυπεράσπιστος μπροστά της. Ανυπεράσπιστη κι αυτή, μόνο μία ομπρέλα έχει να κρύβεται από κάτω της σαν σε καταφύγιο από την πραγματικότητα. Κι όταν η πραγματικότητα δεν της ταιριάζει η ομπρέλα της τη σώζει πάλι όπως τον ακροβάτη που σχοινοβατεί.
Η Μαριάννα Τουμασάτου επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη Δευτέρα 21 και Τρίτη 22 Οκτωβρίου στη σκηνή του Θεάτρου Αυλαία, με ένα σημαντικό έργο του Βασίλη Κατσικονούρη σε σκηνοθεσία του Αλέξανδρου Σταύρου, το «Μπουφάν της Χάρλεϊ ή πάλι καλά», προσφέροντας στο κοινό μία απολαυστική ώρα και μία εξαιρετική ερμηνεία.
Με αφορμή την παράσταση, αλλά και την περιοδεία της σε θέατρα της χώρας, η Μαριάννα Τουμασάτου μιλάει στην Parallaxi για όλα
Πώς προέκυψε το «Μπουφάν της Χάρλευ»;
Επί της ουσίας, έχω κάνει εγώ αυτή την πρόταση τον Κατσικονούρη πριν από… 5.000 χρόνια! Είναι ένα έργο που είχα δει με την Παναγιωτοπούλου και είχα τρελαθεί τότε. Μετά όταν το σκηνοθέτησε ο άντρας μου με άλλη συνάδελφο, με την Άννα την Ανδριανού, από τις πρόβες είχα αρχίσει και γκρίνιαζα, του τύπου «θέλω να το κάνω κι εγώ», «Μόλις περάσει καιρός και δεν θέλει να το παίξει άλλο ο Άννα, το θέλω εγώ» και τέτοια και με λυπηθήκανε ο Κατσικονούρης και ο Αλέξανδρος και ο ένας μου έδωσε το έργο, ο άλλος τη σκηνοθεσία και τα ταξιδεύω.
Τι ήταν αυτό που σας έκανε να το θέλετε τόσο πολύ;
Είναι ένα συγκλονιστικό κείμενο. Εγώ λοιπόν, λέω πολλές φορές πως αν κάποιος δεν με συμπαθεί εμένα και δε θέλει να με δει, ας πάρε να διαβάσει το βιβλίο. Δηλαδή, είναι ένα κείμενο που δεν πρέπει να το χάσει κανείς.
Στην παράσταση είστε μία μάνα;
Ναι, είμαι μία μάνα ενός εύζωνα, ο οποίος δεν είναι από τα παιδιά που κάθονται και συζητούν εύκολα, ο οποίος καβάλαγε πάντα τη μηχανή κι έφευγε. Και έτσι, τη μαμά του δεν έχει κάτσει ποτέ να την ακούσει, να του πει αυτά που θέλει να του πει, τα χαριτωμένα της, τα δύσκολα της, ό, τι τέλος πάντων έχει να του πει. Και επειδή η μάνα είναι πάρα πολύ εφευρετικό στοιχείο, μόλις εκείνος γίνεται εύζωνας και δεν μπορεί να πάει πουθενά, εκείνη βρίσκει την ευκαιρία να πάει να του τα πει. Πάει στη Σκοπιά και τον… γονατίζει.
Και μαθαίνω ότι γονατίζει και το κοινό, έχω διαβάσει ότι κλαίνε ο θεατές σε αυτή την παράσταση.
Είναι ένα έργο πάρα πολύ αστείο κατά ένα μεγάλο ποσοστό και ναι, έχει και τα συγκινητικά του. Και θέλω να πιστεύω ότι καταφέρνουμε να τους κάνουμε να γελάνε δυνατά, και όταν είναι το συγκινητικό να κλάψουνε και δυνατά. Δηλαδή, δεν είναι ένα δραματικό έργο. Τα στοιχεία του είναι δυνατά, και τα αστεία του και τα δραματικά του. Είναι όμως μια πολύ καλή κωμωδία στο κομμάτι της κωμωδίας και πάρα πολύ συγκινητικό στο δραματικό του κομμάτι. Αυτό το κάνει με μαεστρία ο Κατσικονούρης. Μπλέκει το αστείο με το τραγικό με έναν τρόπο απίστευτο. Όπως είναι και η ζωή.
Γι’ αυτό και νομιζω ότι ταυτίζονται και πολλές γυναίκες με αυτό που θα δουν;
Γενικώς οι γονείς μπορούν να ταυτιστούν εύκολα, οι μαμάδες ακόμα περισσότερο, αλλά και οι γυναίκες γιατί δεν είναι μόνο μαμάδες. Το έργο μας λέει και τα πράγματα ως γυναίκα. Ως σύζυγος, ως κόρη. Κάνουμε δηλαδή μια διαδρομή και εμείς μαζί της.
Πάντως όσο κι αν αλλάζει ο κόσμος, πάντα μία μάνα θα είναι σύμβολο και μία σταθερά σε όσα συμβαίνουν
Δεν ξέρω στο εξωτερικό τι θα κάνουν. Αλλά εμείς στην Ελλάδα έχουμε το τσιπάκι μέσα μας. Μόλις γεννάμε μας το βάζουν, και το λέω ευθαρσώς ως μάνα. Ας πούμε, συζητάς σε ένα τραπέζι σε μια βάπτιση και είναι σαν να είναι το θέατρο και παραλόγου, γιατί όλοι μιλάμε και τα μάτια μας είναι στα παιδιά μας. Μιλάς με τον διπλανό σου και το μάτι σου είναι κατά εκεί που παίζουν τα παιδιά. Αλλά είναι μια συνεννόηση που γίνεται με ένα μαγικό τρόπο, το οποίο από μόνο του είναι πάρα πολύ αστείο.
Είναι ο βασικός ρόλος μιας γυναίκας αυτός της μητέρας όταν τελικά γίνεται;
Νομίζω όλων των γονέων. Δηλαδή δεν μπορώ να δεχτώ ότι δεν είναι ο βασικός ρόλος, χωρίς να χάνει τίποτα κανένας άλλος ρόλος της ύπαρξής μας. Δεν λειτουργούν οι ρόλοι εις βάρος, παρά μονάχα αν μας επιβάλλουν να το κάνουμε εις βάρος. Δε μπορώ να φανταστώ ότι αγωνιώ εγώ περισσότερο από ότι αγωνιά ο άντρας μου για την κόρη μας. Το ότι εμείς τη φέρνουμε και έχουμε άλλο δέσιμο ισχύει, αλλά με την ίδια λογική και μια μητέρα που έχει υιοθετήσει δεν είναι μια μάνα; Για να είσαι γονιός, είναι θέμα ποιότητας ανθρώπου. Είσαι συνήθως αντίστοιχος γονιός με το τι άνθρωπος είσαι.
Πόσο σας ανησυχούν ως μητέρα και ως μέλος αυτής της κοινωνίας οι τόσες πολλές αναφορές σε περιστατικά βίας ανήλικων παιδιών;
Φυσικά. Τρέμει το φυλλοκάρδι μου. Όπως όλων των γονιών φαντάζομαι. Αλλά αυτά είναι τα αποτελέσματα της πανδημίας, γιατί πρόκειται για εκείνα τα παιδιά που δεν προλάβανε να κάνουν τη μετάβαση. Αλλά δεν ασχολήθηκε κανείς με αυτό. Δώσανε τα τάμπλετ στα παιδιά και τα τακτοποίησαν όλα νομίζουνε. Τουλάχιστον στη χώρα που μεγαλώνουμε εμείς τα παιδί μας. Σε άλλους χώρες μπορεί να τα καταφέρουν καλύτερα. Σε κάποιες άλλες και χειρότερα. Αλλά αυτά είναι αποτελέσματα της πανδημίας. Όλος ο κορονοϊός έχει φέρει καταστροφή. Περισσότερο είναι τα αποτελέσματά του ως γεγονός παρά το ίδιο το μικρόβιο, ο ίδιος ο ιός. Εγώ είμαι από αυτούς που πιστεύουν πως ο κορονοϊος δεν ήταν τυχαίος. Δεν γίνεται ξαφνικά να έφυγε ένας στέλεχος ιού και να βγήκε βόλτα. Δεν είμαι από αυτούς τους ανθρώπους. Είμαι ή λάθος ή σωστή, δεν ξέρω. Θα δείξει το βάθος των χρόνων. Αλλά είμαι από τους ανθρώπους που πιστεύουν ότι ο κορονοϊός ήταν μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου για τη φτωχοποίηση και τη διαχείριση των ανθρώπων της γης. Οπότε και το να έχεις θυμωμένους έφηβους είναι ένα πάρα πολύ καλό εργαλείο. Ήταν άλλωστε κι αυτό που χρησιμοποιούσε και η χούντα μέσω ποδοσφαίρου τα παλιά τα χρόνια. Όπως τότε λοιπόν χρησιμοποιούσαν το ποδόσφαιρο για να εκτονώνεται ο θυμός που είχαν κλεισμένο τον κόσμο. Με γήπεδα με μεγάλες φασαρίες. Αυτό κάνουν και τώρα. Γιατί κρατάμε τα παιδιά μας όσο γίνεται πιο μέσα για να τα γλυτώσουμε. Που σημαίνει ότι τα μαθαίνουμε στην κλεισούρα. Τα μαθαίνουμε έτσι όπως θέλουν να τα μάθουμε. Γιατί ο φοβισμένος γονιός είναι πολύ διαχειρίσιμος. Ο φοβισμένος άνθρωπος είναι άκρως διαχειρίσιμος. Δεν παλεύει για τίποτα, φοβάται μη χάσει και τα λίγα που έχει και δεν θα έχει να πληρώσει και του πάρουν το σπίτι. Γιατί όλοι είχαμε ξεκινήσει τις ζωές μας σύμφωνα με το παρελθόν. Και ξαφνικά έγινε το οικονομικό πρόβλημα στη χώρα μας και όχι μόνο και καπάκι σε αυτό ήρθε και ο κορονοϊός. Και αν ο κορονοϊός φεύγει θα βρουν κάτι άλλο. Αρκεί να μας έχουν μαντρωμένους. Πια είναι στο χέρι μας να δούμε πώς θα αντιμετωπίσουμε τα πράγματα.
Μπορούμε;
Άμα θέλουμε, βεβαίως μπορούμε. Αν σε μια διασταύρωση ένας οδηγός φερθεί με σκέψη, ωριμότητα, σύνεση και ενσυναίσθηση θα ξεμπλοκάρει το τετράγωνο. Θα σταματήσει εκείνη η γωνία να έχει traffic που λένε και στο χωριό μου. Βέβαια. Αν λοιπόν ένας άνθρωπος σε μία διασταύρωση μπορεί να απελευθερώσει μια γειτονιά, φαντάσου αν μαζευτεί ο κόσμος τι έχει να γίνει. Αλλά τα τάμπλετ και η ευκολία μας έχουν οδηγήσει στην εύκολη λύση. Πρέπει να βρει άλλος τη λύση για μας.
Με αυτή την έννοια το είπα το μπορούμε.
Μα η ποιότητα του καθενός εκεί θα φανεί. Ποιοι θα σηκωθούμε από την καρέκλα. Πώς κάνουν οι πιτσιρικάδες με το TikTok που μαζεύονται και πλακώνονται στο ξύλο; Εμείς δεν μπορούμε να οργανωθούμε μεγάλοι άνθρωποι να μαζευτούμε και να πούμε αυτά απαιτούμε ή να κατεβάσουμε και να αλλάξουμε κυβερνήσεις; Αλλά την ώρα που πας να ψηφίσεις, άμα σου τάξουν κάτι και είσαι από αυτούς που θα το πάρουν ή θα πιστέψεις ή ψηφίζεις σύμφωνα με το πατροπαράδοτο της οικογένειάς σου και λες αυτό είναι το καλύτερο, αν δεν έχεις καταλάβει τι παίζεται και από πού σε κοροϊδεύουν γιατί σου φτάνει να έχεις τα καλλυντικά ή σου φτάνει να έχεις ένα αυτοκίνητο, φέρεις την ευθύνη.
Και είναι και πολύ βολικό να είσαι πίσω από ένα τάμπλετ και να σχολιάζεις.
Ναι βέβαια, αυτό είναι και εύκολο. Η μακρινή αντιπολίτευση γενικώς είναι εύκολη. Να σας πω κάτι; 42.500 νεκρούς έχει η Παλαιστίνη, των οποίων 17.000 είναι παιδιά. Ούτε πόσο χρονών τραγουδάει ο ένας, ούτε τι κάνει την μπλούζα του άλλος με ενδιαφέρει, ούτε τίποτα. Δεν είδα κανείς εξ’ αυτών που σχολιάζουν να ασχολείται με τον αριθμό αυτόν. Ούτε τον αναφέρανε. Οπότε, να μου επιτρέψετε να κρατήσω μια απόσταση σε σχέση με αυτά τα καθημερινά τα οποία είναι και να τα συζητάνε οι γριές στις αυλές όταν μεθάνε.
Ωστόσο είναι ένα θέμα ότι δεν συζητάμε τα σοβαρά και συζητάμε τέτοια.
Ό, τι μας ταΐζουν το τρώμε γιατί δεν θέλουμε να κουραστούμε. Έτσι μάθαμε και μας αρέσει φαίνεται. Γιατί είναι εύκολη η αντιπολίτευση όταν δεν φέρεις ευθύνη. Είναι εύκολο να κουνάς το δάχτυλο όταν δεν φέρεις ευθύνη. Είναι πολύ εύκολο να σε κατηγορήσω, να σε βοηθήσω είναι το δύσκολο. 70 βουρδουλιάς σε ξένη πλάτη δεν πονάνε…
Μπορεί να αλλάξει αυτό;
Όχι, όχι. Δεν αλλάζει τίποτα επί της ουσίας. Το βλέπουμε, εξακολουθούν οι γυναίκες να σκοτώνονται, να δολοφονούνται με μεγαλύτερο ρυθμό. Γιατί εξοικειωνόμαστε με αυτό. Εξακολουθούμε να έχουμε pushbacks. Έχουμε εξοικειωθεί και με αυτό. Το πρώτο παιδάκι που βρήκαμε εκεί το κορμάκι του, κλαίγαμε με μαύρο δάκρυ τόσες μέρες. Τώρα μαθαίνουμε τους αριθμούς και συνεχίζουμε τη ζωή μας, σαν να μην έχει γίνει αυτό. Έχει γίνει όμως. Υπάρχουν οι εκτρώσεις και οι αμβλώσεις και η αυτοδιάθεση ενός σώματος, αλλά τα γεννημένα τα παιδιά, τα παιδιά που έχουν δει τον ήλιο, έχουν νιώσει μισή αγκαλιά και ότι την χάνουνε για πάντα, αυτό δεν μας νοιάζει. Αυτό δεν είναι πάρα πολύ σπουδαίο. Το σημαντικό είναι να γεννηθεί. Είναι σαν εδώ που στέλνουμε όπλα στο Ισραήλ, και μετά λέμε «κρίμα οι πρόσφυγες». Ε, άμα πουλάς όπλα, πρόσφυγες θα φτιάξεις.
Νιώθετε πως έχετε μια ευθύνη παραπάνω καλλιτεχνικά με όσα σας απασχολούν ως άνθρωπο;
Η τέχνη έτσι κι αλλιώς φέρει ευθύνη και γι’ αυτό τη φοβούνται. Κι επειδή τη φοβούνται, την κοιμίζουνε και την γονατίζουν οικονομικά. Δεν είναι λοιπόν πως υπάρχει μία υπουργός που δε ξέρει τι της γίνεται, ίσως να ξέρει πολύ καλά τι της γίνεται, απλά για άλλο στόχο. Η τέχνη είναι αυτή που οδηγεί τα πράγματα. Τα ανήσυχα πνεύματα δημιουργούν τις αλλαγές. Αλλά πολλά από τα ανήσυχα, γίνονται μετά πολύ βολικοί άνθρωποι, του κατεστημένου, του να βολευτώ κι εγώ. Εγώ όταν έκανα με τη Βάσια Αργέντη την «Νούρα», η ιστορία αφορούσε σε μια Σύρια πρόσφυγα. Και κάθε στιγμή υπήρχε ένα γράμμα που διαβαζόταν στην παράσταση, αληθινό. Το οποίο νόμιζες ότι είναι δικό της. Όχι όμως, ήταν μιας Ελληνίδας, προσφύγισσας που ήρθε από τη Σμύρνη. Τα ίδια πράγματα έλεγαν, ακριβώς τα ίδια πράγματα. Ένας λαός με τόση προσφυγιά δεν μπορεί να είναι έτσι. Παλιά στην Αμερική, βάζανε χαμηλά στα τζάμια των μαγαζιών πινακίδες που έγραφαν «Απαγορεύονται τα σκυλιά και οι Έλληνες». Εδώ πέρα, άμα είναι Αμερικανός ο ξένος που είναι στη χώρα μας, είναι τουρίστας. Άμα είναι μαύρος, και τουρίστας να είναι, είναι επικίνδυνος που μπορεί να τον χτυπήσουμε. Αν ξέραμε οι Έλληνες ιστορία, δεν θα φερόμασταν έτσι. Δεν βολεύει να μάθουμε. Γιατί αν ξέρεις ότι έξω είναι ένα παιδί που πεινάει, αισθάνεσαι πολύ δύσκολα να πέσεις για ύπνο γιατί ξέρουν και οι γείτονες ότι το ξέρεις και να κάνεις ότι δεν είναι εκεί. Όταν κάνεις όμως ότι δεν υπάρχει, είναι πολύ πιο εύκολο. Όταν εθελοτυφλείς, είναι πολύ εύκολη η ζωή. Όλοι έχουμε εθελοτυφλήσει στη ζωή μας για διάφορα πράγματα ο καθένας. Τα βρήκαμε μπροστά μας, δεν έχει σημασία. Αλλά είναι μέσα στην ανθρώπινη φύση. Δεν είμαστε μόνο σπουδαίοι άνθρωποι, είμαστε και χυδαίοι.
Νιώσατε να συμβαίνει αυτό και με τα Τέμπη; – Γράφτηκαν τόσα και για τη διαφωνία που υπήρχε σχετικά με τη συναυλία πριν αποφασιστεί
Πιστεύω πως είναι πολύ ενωμένοι όλοι αυτοί οι άνθρωποι από τον κοινό τους πόνο, όμως κάποια στιγμή όλο αυτό συμπεριλαμβάνει και ένα θυμό που δεν μπορούμε να τον διαχειριστούμε τόσο εύκολα. Σε κάτι που θα το συζητούσαμε πολύ πιο ήσυχα σαν άνθρωποι, όταν το βιώνουμε μέσα από τον ακραίο πόνο, το αντιμετωπίζουμε λίγο διαφορετικά. Αυτό το χρησιμοποίησαν περισσότερο οι άνθρωποι που τους βόλευε να τους δούμε να μάχονται. Να ευχαριστηθούν από τη διαφορά. Από την διαφωνία. Είναι αυτό που έχει καταστρέψει την αριστερά και έχει δώσει φτερά στη δεξιά. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν ένα πραγματικό πόνο και μια πραγματική μαχητικότητα γιατί έχουν να υπερασπιστούν το πιο σημαντικό, τη μνήμη των παιδιών τους. Γιατί δεν τους έμειναν παιδιά να τα υπερασπιστούν.
Είναι δύο διαφορετικές Μαριάνες αυτή που φροντίζει τα ζώα της στο σπίτι από αυτή που δίνει συνεντεύξεις, διαχειρίζεται συμφωνίες καλλιτεχνικές, παίζει θέατρο;
Όχι. Γενικώς δεν είμαι ένας άνθρωπος που έχω πολλές διαφορές εγώ με εμένα. Αν νομίζω ότι κάτι μου έχει εκτιμηθεί σε όλη τη διαδρομή της ζωής μου από τον κόσμο, είναι οτι δεν λέω ψέματα. Δεν έχω άλλη ζωή ωραία για να τη δείξω και άλλη ζωή δύσκολη για να την κρύψω. Αν κάτι δε θέλω να το επικοινωνήσω, αυτό είναι δικαίωμα μου. Αλλά δεν είναι στα πλαίσια της ψευτιάς, αλλά στα πλαίσια της ιδιωτικότητας.
Την αγάπη του κοινού πώς την αντιλαμβάνεστε;
Με ευγνωμοσύνη. Όταν βέβαια δεν γίνονται αδιάκριτοι. Κι αυτό όμως, σπάνια συμβαίνει. Καμιά φορά μπορεί από πολλή χαρά ένα παιδάκι να μη σκεφτεί ότι τρως εκείνη την ώρα και να θέλει φωτογραφία. Κι εσύ να είσαι με το μαρούλι στο δόντι. Ή μπορεί να είσαι σε πένθος και να μην έχεις διάθεση. Νομίζω όμως μπορείς να το πεις και να παρακαλέσεις να το κάνετε κάποια άλλη στιγμή. Νομίζω καταλαβαίνουν όλοι και ειδικά τα παιδιά. Στη τελική τι κόπος είναι να βγάλω μία φωτογραφία, το πολύ να την ανεβάσουν και να μην είμαι ωραία. Εγώ έτσι κι αλλιώς δεν έχω φίλτρα. Δεν χρησιμοποιώ τέτοια από μόνη μου. Δεν με νοιάζει. Μετά το μετανιώνω κάθε φορά, όταν με βλέπω και είμαι χάλια. Αλλά μυαλό δε βάζω. Δε πειράζει, ας μην είμαι πολύ όμορφη. Αυτό που προσπαθώ να κάνω μεγαλώνοντας, είναι να μην κρίνω όσο μπορώ τις ανάγκες του καθενός ανθρώπου, συμφωνά με τις δικές μου γνώσεις και με τη δική μου ψυχολογία. Ούτε τη δική του ψυχολογία ξέρω, ούτε τη ζωή του ξέρω.
Πόσο αλλιώτική είναι η Μαριάννα σήμερα από την Μαριάννα της «Αναστασίας» που ήσασταν στα ξεκινήματα σας;
Είναι πολύ. Έχει αλλάξει σε πολλά βασικά πράματα και σε άλλα πράγματα έχει μείνει ακριβώς η ίδια. Και ξέρετε, δεν αλλάζει κανείς χωρίς κόπο. Απλώς αποφασίζεις με ποια πλευρά της κοινωνικής, της ατομικής, της προσωπικής ιστορίας θα ταχθείς.
Πώς είναι να συνεργάζεστε επαγγελματικά με έναν πολύ δικό σας άνθρωπο όπως είναι ο Αλέξανδρος Σταύρου που σκηνοθετεί το «Μπουφάν» σας;
Είχαμε μάθει να δουλεύουμε μαζί. Οπότε υπάρχει μία ευκολία σ’ αυτό. Βέβαια δεν είχαμε υπάρξει ως σκηνοθέτης και ηθοποιός. Όμως προσπαθήσαμε να κρατήσουμε τις δύο διαφορετικές σχέσεις στον χώρο τους την καθεμιά. Δεν τα καταφέρναμε πάντα. Αλλά υπάρχει μια πολύ καλή ποσοστιαία νίκη απέναντι στο στοίχημα αυτό.
Εσείς σε τι θα λέγατε «πάλι καλά»;
Ο τίτλος του έργου είναι «Το μπουφάν της Χάρλεϊ ή πάλι καλά» και ο γιος είναι το μπουφάν της Χάρλεϊ και η μάνα είναι το πάλι καλά. Οι άνθρωποι μεγαλώνοντας λένε πολλές φορές πάλι καλά. «Πάλι καλά που δεν πάθαμε τίποτα». Είναι πάρα πολύ σημαντικό. Για έναν δικό μας άρρωστο λέμε «πάλι καλά που τα καταφέρνει ακόμα». Και επίσης μπορεί να πεις «έχω τη δουλίτσα μου, πάλι καλά». Το θέμα είναι τι πάλι καλά λέει ο καθένας μας.
*Το μπουφάν της Χάρλεϊ ή πάλι καλά | Θέατρο Αυλαία (Τσιμισκή 136, Πλατεία ΧΑΝΘ, Θεσσαλονίκη) | Δευτέρα 21 στις 19.00 & 21.00, Τρίτη 22 Οκτωβρίου στις 21.00 | Τηλ: 231 023 0013 / Διάρκεια: 55 λεπτά / Εισιτήρια-Τιμές εισιτηρίων: προπώληση από 12€ – 15€/ Προπώληση: στο ταμείο του θεάτρου και more.com