Βιβλίο

Μία διαδρομή από τα Δεκεμβριανά μέχρι το δημοψήφισμα του ’15 σε ένα βιβλίο

Μία συνέντευξη με τον Κώστα Καλτσά για το ντεμπούτο βιβλίο του "Νικήτρια σκόνη"

Γιώργος Σταυρακίδης
μία-διαδρομή-από-τα-δεκεμβριανά-μέχρι-1212854
Γιώργος Σταυρακίδης

«Η ματιά προς τα πίσω μπορεί να απλοποιεί ή να ακυρώνει διλήμματα περασμένων εποχών, μα έχει ούτως ή άλλως ως αφετηρία το προνόμιο της εκ των υστέρων γνώσης μας για τα γεγονότα που καλούμαστε να κρίνουμε» αναφέρει ο συγγραφέας και μεταφραστής Κώστας Καλτσάς με αφορμή το πρώτο του μυθιστόρημα «Νικήτρια σκόνη» (εκδ. Ψυχογιός) που κυκλοφόρησε πρόσφατα.

Τα Δεκεμβριανά, το πρόσφατο Δημοψήφισμα, αλλά και ο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας πρωταγωνιστούν στην «Νικήτρια σκόνη» που έχει κερδίσει το αναγνωστικό κοινό, ξεσηκώνοντας… σκόνη συζητήσεων γύρω από αυτό, αφήνοντας την αίσθηση μίας σκόνης που μπορεί να νικήσει το παρελθόν, το παρόν και τη μάχη με το μέλλον.

Το βιβλίο ακολουθεί τρεις γενιές μιας ελληνικής οικογένειας από το τέλος της Κατοχής και το ξέσπασμα του ελληνικού Εμφυλίου μέχρι τις παραμονές του διχαστικού δημοψηφίσματος του 2015 για τη διάσωση της χώρας. Στην προσπάθειά του να μιλήσει για τη ζωή και τον θάνατο του πατέρα του, ο Μιχάλης Ξενίδης ανασυστήνει την ιστορία μιας ολόκληρης χώρας και εποχής, περιλαμβάνοντας στην αφήγησή του Βρετανούς στρατιωτικούς και Έλληνες συνεργάτες του εχθρού, βασιλόφρονες και κομμουνιστές, πλούσιους και φτωχούς, τους ζωντανούς και τους νεκρούς, ίσως κι ένα ή και δύο φαντάσματα. Δεκαετίες μετά, ο γιος του ο Αντρέας, που κάποτε τόλμησε να θεωρήσει εαυτόν απαλλαγμένο από το βάρος όλης αυτής της ιστορίας, πρόκειται σύντομα ν’ ανακαλύψει πως τα φαντάσματα εκείνα δε θα σταματήσουν να σε στοιχειώνουν μόνο και μόνο επειδή αρνείσαι να πιστέψεις στην ύπαρξή τους.

Η «Νικήτρια σκόνη» ακολουθεί τρεις γενιές μιας ελληνικής οικογένειας από το τέλος της Κατοχής και το ξέσπασμα του ελληνικού Εμφυλίου μέχρι τις παραμονές του διχαστικού δημοψηφίσματος του 2015 για τη διάσωση της χώρας. Πόση έρευνα χρειάστηκε αυτό ώστε να αποδώσετε πιστά αυτές τις διαφορετικές εποχές;

Η μερίδα του λέοντος της έρευνας προφανώς και αφορούσε το πρώτο μέρος (1944), χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν χρειάστηκε ανά διαστήματα να ανατρέξω σε αρχεία, εφημερίδες και οπτικοακουστικό υλικό της εποχής και για το δεύτερο (1995) και τρίτο μέρος (2015). Βέβαια σε αυτές τις δύο περιπτώσεις επρόκειτο για περιόδους για τις οποίες μπορούσα να αντλήσω και από τις δικές μου αναμνήσεις αλλά και από αφηγήσεις συγγενών, φίλων κλπ. Από την άλλη, το υλικό που είναι πλέον διαθέσιμο στην ελληνική και αγγλική βιβλιογραφία, ιστορικά αρχεία κλπ. για το 1944 είναι τόσο εκτεταμένο που το κυριότερο πρόβλημα που αντιμετώπισα ήταν να πάρω απόφαση πως είχε έρθει πια η ώρα να σταματήσω να διαβάζω και να αρχίσω να γράφω. Συνολικά νομίζω η έρευνα για όλο το μυθιστόρημα πήρε περίπου ενάμιση χρόνο.

Πώς κάποιος ενώνει σε μία ιστορία τα Δεκεμβριανά και το πρόσφατο δημοψήφισμα; Βρήκατε κάποια ιστορική σύνδεση σε αυτά;

Μυθιστορηματικά δεν είναι δύσκολο να γίνει αυτή η σύνδεση. Πρόκειται για γεγονότα μεταξύ των οποίων μοιάζει να ανοίγεται μια άβυσσος χρόνου, μα στην πραγματικότητα απέχουν μόλις εβδομήντα χρόνια, οπότε και ένα μυθιστόρημα που έστω μοιάζει εκ πρώτης όψεως ως οικογενειακή σάγκα τριών γενεών μπορεί εύκολα να τα ενώσει. Το ζήτημα είναι να τα ενώσει και στη σωστή τους διάσταση. Τα ίδια τα γεγονότα έχουν βέβαια μια εμφανή ιστορική σύνδεση: Δεν είναι μόνο δύο στιγμές έντονου εθνικού διχασμού, αλλά συγκεκριμένα ενός διχασμού που στη μεταγενέστερη περίπτωση έμοιασε να πατάει πάνω σε αναμνήσεις και εμμονικές αναφορές στην προγενέστερη. Και το πιο ενδιαφέρον: Συχνά από ανθρώπους που δεν είχαν άμεση εμπειρία του Εμφυλίου. Δεν ξεκίνησα επομένως να εντοπίσω κάποια ιστορική σύνδεση που θα έβρισκα πειστική προσωπικά, μα ακριβώς να θέσω μια σειρά από ερωτήματα, και να δραματοποιήσω μια γκάμα απόψεων, όχι μόνο για την πιθανή ύπαρξη μιας τέτοιας σύνδεσης αλλά και για τις συνέπειές της για τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε το εκάστοτε παρόν.

Βρήκατε κοινά στις εποχές που αναζητήσατε για τη συγγραφή του βιβλίου και που θα λέγατε πως είναι οι βασικές διαφορές των ανθρώπων σε αυτές;

Το μυθιστόρημα δεν μπορεί να λειτουργήσει αν οι αναγνώστες του δεν έχουν τον χώρο να δώσουν τις προσωπικές τους απαντήσεις στα σχετικά διλήμματα των ηρώων του. Θα επανέλθω πάντως στο θέμα της σωστής διάστασης που ανάφερα νωρίτερα. Σίγουρα πρόκειται για δύο στιγμές που δεν πρέπει να συγκρίνουμε ελαφρά τη καρδία. Όσο πολωμένο και να ήταν το κλίμα το 2015 δεν επρόκειτο για μια συνθήκη στην οποία ζούσες με το φόβο πως θα σε εκτελέσουν στη μέση του δρόμου για τις πολιτικές σου πεποιθήσεις. Από την άλλη, το αίσθημα αγωνίας των ηρώων είτε του 1944 είτε του 2015 για την τύχη της χώρας αλλά και των ιδίων δεν νομίζω πως είναι και τόσο διαφορετικό σε υποκειμενικό επίπεδο. Άλλωστε, μια ενδεχόμενη σύγκριση που καταλήγει εξίσου αβασάνιστα στο συμπέρασμα πως η μία ιστορική στιγμή ήταν σημαντική και η δεύτερη μονάχα μια επανάληψη ως φάρσα, νομίζω πως προκύπτει κυρίως από την ασφάλεια της ιστορικής απόστασης. Η ματιά προς τα πίσω μπορεί (όχι πάντα δικαίως) να απλοποιεί ή να ακυρώνει διλήμματα περασμένων εποχών, μα έχει ούτως ή άλλως ως αφετηρία το προνόμιο της εκ των υστέρων γνώσης μας για τα γεγονότα που καλούμαστε να κρίνουμε. Ειρήσθω εν παρόδω, θεωρώ πως εκεί έχει τη θέση της και η λογοτεχνία για την ιστορία: Στην προσπάθεια να αναλογιστούμε τα γεγονότα από την οπτική γωνία ανθρώπων που έρχονται αντιμέτωποι με ένα άγνωστο μέλλον, και όχι ένα ήδη καταγεγραμμένο παρελθόν.

Γιατί επιλέξατε το βιβλίο σας να έχει ως τίτλο το «Νικήτρια σκόνη»;

Ο τίτλος, δάνειο από το Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ! του Φώκνερ, προέκυψε αρχικά ως προσωρινός, όταν χρειάστηκε ώστε να παραδώσω το μυθιστόρημα στην αρχική του μορφή (που γράφτηκε ως μέρος διδακτορικής διατριβής στη δημιουργική γραφή). Στην πορεία ήρθε η συνειδητοποίηση πως δύσκολα θα έβρισκα κάτι καλύτερο για ένα μυθιστόρημα στο οποίο η ίδια η ιδέα της νίκης είναι μονίμως υπό αίρεση, ενώ η σκόνη (και όχι μόνο του χρόνου) είναι πανταχού παρούσα.

Γνωρίζω πως το μυθιστόρημα γράφτηκε στην αγγλική γλώσσα και μεταφράστηκε μετά από τον Γ. Μαραγκό. Πώς ήταν για εσάς αυτή η διαδικασία; Υπήρξαν σημεία που να διαφωνήσατε ίσως;

Σίγουρα παράξενη. Ήταν περίεργη αίσθηση να κρατάω στα χέρια μου το μυθιστόρημα σε ελληνικά παρόμοια μα όχι ακριβώς τα δικά μου. Από την άλλη, δεδομένου του δικού μου φόρτου εργασίας την περίοδο που έπρεπε να μεταφραστεί, και της πεποίθησης μου πως εκείνη τη στιγμή ήταν καλύτερη επιλογή ένας μεταφραστής που μονάχα θα μετέφραζε το κείμενο, και όχι ο συγγραφέας που θα ενέδιδε στον πειρασμό και να το ξαναγράψει, ήμουν εξαρχής συμφιλιωμένος με την ιδέα, οπότε δεν προβληματίστηκα ιδιαίτερα. Σοβαρές διαφωνίες άλλωστε δεν είχαμε, ο Γιώργος ήταν από τους πρώτους αναγνώστες τόσο του μυθιστορήματος όσο και του θεωρητικού τμήματος της διατριβής μου, και ήξερε το κείμενο αρκετά καλά ώστε να κάνει επιλογές που δεν απείχαν σημαντικά από τις δικές μου.

Πόσο φίλος σας είναι ο Ανδρέας Ξενίδης και πώς αντιμετωπίζετε τους ήρωες σας, από μία απόσταση ή σας βοηθά να νιώθετε δίπλα τους;

Εντέλει όχι περισσότερο ή λιγότερο από τους υπόλοιπους χαρακτήρες του μυθιστορήματος. Μοιραζόμαστε ένα-δυο βιογραφικά στοιχεία και (κυρίως) μουσικές προτιμήσεις που εξυπηρετούσαν τη δομή του βιβλίου σε θεματικό επίπεδο, μα ως εκεί. Δεν αισθάνομαι απαραίτητα πως τον καταλαβαίνω καλύτερα από ό,τι τους άλλους χαρακτήρες. Ή μάλλον, για να απαντήσω και στο δεύτερο σκέλος του ερωτήματός σας, διατηρώ από τον Ανδρέα τον ίδιο συνδυασμό απόστασης και εγγύτητας που διατηρώ από καθέναν από τους σημαντικούς χαρακτήρες του μυθιστορήματος. Η απαίτηση ήταν ίδια για όλους: να βρίσκομαι αρκετά κοντά τους ώστε να τους κατανοήσω όσο το δυνατόν βαθύτερα, αλλά και να μπορώ να μείνω αρκετά μακριά τους για να βλέπω καθαρά και τον ρόλο τους ως κειμενικές κατασκευές. Σε ένα σημείο του μυθιστορήματος, η (δεξιά, βασιλόφρων) κυρία Πέτρου σκέφτεται πως οι σύζυγοι πρέπει να κρατάνε τους «συζύγους τους σε μια σχετική απόσταση, απαραίτητη για να τους βλέπουν καθαρά· από πολύ κοντά το μάτι έβλεπε μονάχα θολές φιγούρες». Νομίζω αυτός είναι ο κίνδυνος και στη σχέση σου με το κείμενό σου.

Τι σας λένε όσοι διάβασαν την Νικήτρια Σκόνη;

Η ανάγνωση είναι τόσο προσωπικό πράγμα που δεν θα μπορούσα παρά να ακούω όλων των ειδών τις απόψεις, από αναγνώστες που λάτρεψαν το μυθιστόρημα ανεπιφύλακτα ως αναγνώστες που το απέρριψαν το ίδιο απόλυτα – συχνά για τους ίδιους λόγους – ή αναγνώστες που συμφώνησαν πως το μυθιστόρημα έχει αρετές και αδυναμίες μα δεν στάθηκε δυνατό να συμφωνήσουν ποιες είναι ποιες – έχω παρευρεθεί σε τουλάχιστον μία τέτοια έντονη διαφωνία που ομολογώ βρήκα τρομερά ενδιαφέρουσα. Είναι κι αυτό μέρος της διαδικασίας της συγγραφής ενός βιβλίου, η έκθεση σε μια μεγάλη γκάμα διαφορετικών αναγνώσεων που με τον καιρό, όταν ανοίξει άλλο ένα είδος απόστασης, ελπίζεις πως θα σου επιτρέψει να δεις πιο καθαρά τι έχεις κάνει.

Αυτά που παίρνουν οι αναγνώστες διαβάζοντας την, είναι κοντά σε αυτά που θέλατε να πάρουν γράφοντας την;

Ναι, όχι, καθόλου, πολύ, κλπ., ανάλογα με τον/την αναγνώστη/αναγνώστρια. Όπως και πρέπει να συμβαίνει. Δεν ξεκίνησα να γράψω κάτι στρατευμένο ή μονοσήμαντο, ένα μυθιστόρημα με συγκεκριμένο μήνυμα ή συμπέρασμα. Σίγουρα όχι κάτι διδακτικό. Με ενδιέφερε να εκθέσω ορισμένα ερωτήματα με τρόπο που να παρουσιάζει ένα κάποιο ενδιαφέρον. Να δημιουργήσω χώρο για διαφορετικές ή και, γιατί όχι, αντιφατικές αναγνώσεις. Δεν είναι άλλωστε αυτό ίδιον της λογοτεχνίας; Ακούγεται βαρύγδουπο, αλλά ως αναγνώστης πιστεύω στον αφορισμό του Φράνσις Μπέικον: «Η δουλειά του καλλιτέχνη είναι πάντα να βαθαίνει περισσότερο το μυστήριο». Το αν το πέτυχα ως συγγραφέας πάντως δεν θα το κρίνω εγώ.

Είναι μία εύκολη εποχή για έναν συγγραφέα;

Να γράψει; Ναι.

Να αφοσιωθεί στο γράψιμο με την απαιτούμενη συνέπεια; Όχι και τόσο.

Να γράψει καλά; Πολύ δύσκολη, όπως κάθε εποχή.

Να εκδοθεί; Μάλλον ναι.

Να διαβαστεί; Μάλλον όχι.

Πόση σημασία έχουν όλα αυτά; Εξαρτάται από τους λόγους για τους οποίους γράφει κανείς, και κατά πόσο αισθάνεται πως είναι ζήτημα επιλογής.

*Η “Νικήτρια σκόνη” κυκλοφορεί σε όλα τα βιβλιοπωλεία από τις Εκδόσεις Ψυχογιός 

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα