Μια συνέντευξη με τον Έντμουντ Κίλι, τον άνθρωπο που αγαπούσε την Ελλάδα
Ήταν ένας φριχτός αιώνας, γεμάτος σφαγές, ο άνθρωπος φθήνυνε πολύ στη διάρκεια του...Μια κουβέντα με το Γιώργο Τούλα πριν 26 χρόνια.
Έφυγε σήμερα ένας αληθινός φιλέλληνας. Γεννημένος στη Δαμασκό της Συρίας, από Αμερικανούς γονείς, στη Συρία, στον Καναδά, και στην Ελλάδα, όπου ο πατέρας του ήταν ο Αμερικανός πρόξενος στη Θεσσαλονίκη (1936-1939). Υπήρξε απόφοιτος των πανεπιστημίων του Πρίνστον (1949) και της Οξφόρδης (1952). Δίδαξε συγκριτική λογοτεχνία, δημιουργική γραφή, και νεοελληνική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον (1954-1993). Υπήρξε συνιδρυτής με τους Πίτερ Μπην (Peter Bien) και Πίτερ Τόππινκ (Peter Topping) του Modern Greek Studies Association, και αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Λάτρης του Σεφέρη και των ελληνικών αρχαιοτήτων δεν δίστασε να πάρει ξεκάθαρη θέση για τις αρχαιότητες της Βενιζέλου υπογράφοντας με μεγάλες προσωπικότητες μια επιστολή στον Έλληνα Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη που έλεγε:
«Τα σημαντικά ευρήματα της υστερορωμαϊκής και βυζαντινής Θεσσαλονίκης, τα οποία ήρθαν στο φως κατά την κατασκευή του μετρό της πόλης, συγκαταλέγονται στα εντυπωσιακότερα ευρήματα αυτών των περιόδων, οπουδήποτε στον κόσμο, από την εποχή που η αρχαιολογία αναδύθηκε ως σύγχρονο επιστημονικό αντικείμενο». Η επιστολή φυσικά αγνοήθηκε και η εντολή να τεμαχιστούν οι αρχαιότητες δόθηκε κάτι που στεναχώρησε πολύ τον Κίλι.
Τον Ιούλιο του 1996 στη Θεσσαλονίκη είχα την τύχη να έχω μια συζήτηση μαζί του με αφορμή ένα βιβλίο του που ασχολούνταν με τη σφαγή του Χορτιάτη.
Ακολουθεί το κείμενο εκείνης της εποχής:
Σε μία εποχή που η Ελλάδα ψάχνει διεθνώς στηρίγματα και το είδος του φιλέλληνα μοιάζει σπάνιο ο ερχομός του Έντμουντ Κίλι ήταν μία ανάσα αισιοδοξίας. Ο Κίλι βρέθηκε για πολλοστή φορά στην Ελλάδα τον Απρίλιο για να παρουσιάσει το νέο του βιβλίο. Ένα βιβλίο που ασχολείται με τη σφαγή του Χορτιάτη, αναδεικνύει άγνωστες πτυχές τις ιστορίας της Θεσσαλονίκης και μέσα από μία συναρπαστική λογοτεχνική αφήγηση ρίχνει φως στην Ιστορία και τους αόρατους φταίχτες. Είχε προηγηθεί το «Αλβανικό Ημερολόγιο», από τις εκδόσεις Καστανιώτη, ένα οδοιπορικό στην Αλβανία και ένας έξοχος παραλληλισμός με την Ελλάδα που ο συγγραφέας γνωρίζει σαν δεύτερη πατρίδα του.
Τον Κίλι έφεραν στην Θεσσαλονίκη οι εκδόσεις Έξαντας στις οποίες κυκλοφορεί η «Σιωπηλή κραυγή της μνήμης». Τον συνάντησα ένα ηλιόλουστο πρωινό στους παραδεισένιους κήπους της Αμερικανικής Γεωργικής Σχολής, εδώ που πέρασε ευτυχισμένα παιδικά χρόνια. Γιος Αμερικανού πρόξενου, στη Θεσσαλονίκη ως το 39′ και αδερφός του πρώην Αμερικανού πρέσβη Ρόμπερτ Κίλι, είναι μάλλον ένας πολίτης του κόσμου, αφού μοίρασε τη ζωή του ανάμεσα σε αρκετές χώρες προτιμώντας σαφώς την Ελλάδα.
Κοιτάζω το νοσταλγικό του βλέμμα για τα παιδικά του χρόνια στη Θεσσαλονίκη και του ζητώ να θυμηθεί την πόλη του μεσοπολέμου.
«Εμένα σ’ ένα μεγάλο σπίτι του διευθυντή της σχολής. Όπως λέει και ο Σεφέρης, όταν είσαι μικρός όλα σου φαίνονται μεγάλα και έπειτα γίνονται πάλι μικρά. Τότε εδώ ήταν παράδεισος. Κατέβαινα κάθε μέρα στο Ντεπό με τα πόδια, εκεί που έκανε τέρμα το τραμ και πήγαινα στην Γερμανική σχολή που είχε φήμη καλού σχολείου, ενώ στην πραγματικότητα τότε οι καθηγητές της προπαγάνδιζαν το Ναζισμό. Το 39′ ο πατέρας μου αποφάσισε να γυρίσουμε στην Αμερική γιατί φοβήθηκε μήπως ξεχάσουμε εμείς τα παιδιά τις ρίζες μας. Αφήσαμε το σπίτι όπως ήταν, νομίζοντας ότι θα ξαναγυρίσουμε και γυρίσαμε στην Αμερική για τρία χρόνια. Μετά ήρθε ο πόλεμος και ξαναγύρισα μόλις το 47′. Πολλά πράγματα είχαν καταστραφεί, κυρίως οι εβραϊκές γειτονιές, το Εβραίικό νεκροταφείο. Δίπλα στη θάλασσα είχαν κτιστεί τα πρώτα μέγαρα. Οι πόλεις αλλάζουν όπως και η γλώσσα. Το παλιό χρώμα χάθηκε, χωριά που ήξερα όπως το Αρσακλί, εκεί που είναι σήμερα η Πυλαία, δεν υπάρχουν πια, όμως η πόλη με γοητεύει ακόμα, να περπατάω δίπλα στη θάλασσα»
Ακόμα και όταν δεν βρίσκεται στην Ελλάδα ο Μάικλ Κίλι, όπως τον φωνάζει η Ελληνίδα σύζυγος του Μαίρη Σταθάτου που στέκεται δίπλα μας στην κουβέντα και δίπλα στον σύζυγο της 45 χρόνια τώρα, με την Ελλάδα ασχολείται. Εκτός από το μεταφραστικό του έργο, που αφορά κορυφαίος Έλληνες ποιητές, ασχολείται και με την έδρα των ελληνικών σπουδών που ίδρυσε το Πανεπιστήμιο του Πρίνστον. Ένας φιλέλληνας στην Αμερική. Τον ρώτησα πως ήταν όταν ξεκίνησε να διδάσκει και να μεταφράζει.
«Οι πιο πολλοί στην Αμερική δε γνωρίζουν πολλά για την Ελλάδα. Όπως δεν ξέρουν για παράδειγμα που είναι η Αλβανία. Έμαθαν για τα Βαλκάνια όταν πήγαν οι Αμερικανοί στρατιώτες στη Γιουγκοσλαβία. Όταν ο Σεφέρης πήρε το νόμπελ άρχισαν να ενδιαφέρονται μάλλον για την λογοτεχνία της. Τον Καβάφη τον ανακάλυψαν ο Έλιοτ και ο Φόρστερ. Όταν βραβεύτηκε ο Ελύτης, η Αμερική κατάλαβε ότι υπάρχει πολιτισμός και στη σύγχρονη Ελλάδα. Άλλαξε έτσι και η δική μου σταδιοδρομία. Ήμουν καθηγητής της αγγλικής λογοτεχνίας και το 1980 ένας φιλλέλην έδωσε 2,5 εκ. δολάρια για να γίνει ένα πρόγραμμα ελληνικών σπουδών. Μέχρι τότε έβαζα κρυφά στα μαθήματα μου το Σεφέρη και τον Καβάφη»
Του αναφέρω τη «Μυστική ιστορία» της Ντόνα Ταρτ γιατί μου θυμίζει τον Τζούλιαν, τον Αμερικανό καθηγητή του βιβλίου που δίδασκε ελληνικά. Εντυπωσιάζεται από το ότι μία Αμερικανίδα έγραψε βιβλίο με τέτοιους ήρωες. Αλήθεια πως πηγαίνουν τα βιβλία του στην Αμερική;
«Οι μεταφράσεις του Καβάφη πήγαν πολύ καλά γιατί τον αγαπούσαν μεγάλοι ποιητές όπως ο Όντεν, που είπε κάποτε πως αν δεν είχε διαβάσει Καβάφη δεν θα έγραφε έτσι και τότε ξαφνικά όλοι έψαχναν να δουν ποιος είναι ο Καβάφης. Καλά πήγε και ο Ελύτης και ο Σεφέρης και ο Ρίτσος όχι όμως και ο Σικελιανός. Από τα μυθιστορήματα μου πήγε καλύτερα όχι ένα που έχει σχέση με την Ελλάδα, αλλά με την Καμπότζη γιατί οι Αμερικανοί πολέμησαν εκεί»
Μιλάει ελληνικά άπταιστα και πολλές όσο μιλάμε έχω την εντύπωση ότι σκέφτεται και σαν Έλληνας. Έχει το χάρισμα, λόγω της απόστασης, να ασκεί στους Έλληνες μία εποικοδομητική κριτική που εμείς οι ίδιοι αρνούμαστε να ασκήσουμε. Όμως, όσο και αν ξεγελιέται κανείς, ο Κίλι είναι πάνω απ’ όλα ένας Αμερικανός πολίτης και μάλιστα από εκείνους που δε διστάζουν με την πρώτη ευκαιρία να μιλήσουν για τις ατέλειες της κυβέρνησης προς τους ανθρώπους της τέχνης, δείχνοντας την προτίμηση του για την Ευρώπη και την Ελλάδα που τα πράγματα είναι καλύτερα.
«Η κουλτούρα στην Αμερική είναι ζωντανή, όμως δε μας υποστηρίζει πια η κυβέρνηση. Έκοψαν υποτροφίες πιστεύοντας ότι ο καλλιτέχνης πρέπει να τα βγάζει πέρα μόνος του. Δεν καταλαβαίνουν ότι η κουλτούρα είναι βασική και πρέπει να να βοηθηθεί»
Γράφει στην Αμερική που ο συναγωνισμός είναι τεράστιος και τα μεγέθη κολοσσιαία, υπάρχει άραγε συνταγή επιτυχίας;
«Δεν υπάρχει καμία. Γράφεις χωρίς να κυνηγάς τη φήμη λες και είναι μία ωραία κοπέλα, γιατί τότε αυτή θα σε αποφύγει, αν αξίζεις θα’ ρθει να σε βρει»
Του αναφέρω το Στήβεν Κινγκ και μειδιά. Με βεβαιώνει πως μόλις σταματήσει να πουλάει δεν θα τον θυμάται πια κανείς. Είναι δύσκολος στις επιλογές του και μου μιλάει για τον Φιτζέραλντ του «Μεγάλου Γάτσμπυ» που η Αμερική τον γνώρισε μόλις 45 χρόνια μετά το θάνατο του. Όταν πέθανε νόμιζε ότι είχε αποτύχει. Όμως η παράδοση συνεχίζεται, ονόματα βγαίνουν συνεχώς και ο άνθρωπος που έχω απέναντι μου ευτύχησε να έχει μαθητές και βοηθούς τα μεγαλύτερα ονόματα της νέας αμερικανικής λογοτεχνίας.
«Ο Ρίτσαρντ Φορντ που πήρε φέτος το βραβείο Πούλιτζερ, ο Πως Όστερ και ο Ρομπ Στόουν ήταν βοηθοί μου στο τμήμα εκμάθησης λογοτεχνικής γραφής. Τώρα είναι διάσημοι. Παντού όμως για αρκετό καιρό τους ήξεραν μόνο όσοι έψαχναν τα καλά βιβλία»
Έχω στο μυαλό μου μια εικόνα κυνηγιού των δημοσίων σχέσεων, από πάρτι σε πάρτι όπως στις ταινίες. «Πολλοί το κάνουν συστηματικά, δεν χάνουν τίποτα, τρέχουν από ομιλία σε συμπόσιο και από κοκτέιλ στο κογκρέσο. Άλλοι πάλι είναι εξαφανισμένοι απ’ όλα όπως ο Τόμας Πίντσενμ δεν ξέρουμε ούτε το πρόσωπο του. Σ’ αυτή την περίπτωση τη φήμη τη δημιουργεί η απουσία. Τον σπρώχνουν άλλοι αντί να σπρώξει τον εαυτό του.» Μιλάει ακόμα και στα ελληνικά με πολύ σύγχρονες εκφράσεις. Όταν του αναφέρω κάποια άγνωστη καινούργια λέξη την επαναλαμβάνει σαν παιδί.
«Παλιά ήξερα την αργκό αλλά τώρα πια κάθε φορά που έρχονται αδυνατώ να την παρακολουθήσω. Η γλώσσα του δρόμου αλλάζει πολύ γρήγορα πια. Στην Αμερική ένας από τους λόγους που κράτησα το Πανεπιστήμιο είναι για να ακούω από τους φοιτητές μου τη γλώσσα των νέων. Είναι ζωντανή γλώσσα όμως πεθαίνει γρήγορα για αυτό ένας συγγραφέας πρέπει αν γνωρίζει καλά και την κλασική για να στηρίζεται κάπου»
Έχει τελειώσει μία παρτίδα τένις με παλιούς του φίλους με ξεναγεί με ενθουσιασμό σε μία αίθουσα με παλιές φωτογραφίες της Γεωργικής σχολής όπως κάνουμε στο σπίτι μας και μου μιλάει για την επιστροφή στη Θεσσαλονίκη το καλοκαίρι. Είναι φύσει αισιόδοξος αλλά εγώ προσπαθώ να τον σκοτεινιάσω για λίγο. Τον ρωτάω για τον αιώνα που τελειώνει, για τις απειλές της λογοτεχνίας.
«Ήταν ένας φριχτός αιώνας, γεμάτος σφαγές, ο άνθρωπος φθήνυνε πολύ στη διάρκεια του. Μέσα σε εκατό χρόνια έγιναν παγκόσμιοι πόλεμοι που δεν είχαν συμβεί στο ποτέ. Φθάσαμε στον πάτο, όμως εγώ είμαι αισιόδοξος. Τόσοι αιώνες ζωής δε θα τελειώσουν μέσα σε έναν αιώνα. Όσο για τη λογοτεχνία, ο κόσμος διαβάζει πια πιο πολύ, όχι όμως σοβαρά πράγματα. Το κοινό θα μειωθεί σιγά-σιγά γιατί δεν έχουμε πια χρόνο να διαβάσουμε. Όμως όσοι θα μείνουν ξέρουν ότι αυτά που βρίσκεις στο βιβλίο δεν θα βρίσκεις πουθενά αλλού»
Το καινούργιο του βιβλίο μιλάει για μία ακόμη ελληνική ιστορία, αυτή του Χορτιάτη και της σφαγής που έκαναν οι Γερμανοί το 44′. Μία ιστορία που φέρνει τη βαριά σκιά της ενοχής του Κουρτ Βαλτχάιμ. Ο Κίλι δε στέκεται τόσο πολύ στα ιστορικά στοιχεία. Όταν μιλάει για το βιβλίο επισημαίνει τη λογοτεχνική του χροιά, τους ήρωες του. Γράφει για ελληνικά ζητήματα σε αγγλική γλώσσα. Διαβάζει αργά ελληνικά και δυσκολεύεται αν γράψει κατευθείαν στη γλώσσα μας. Όμως έχει δίπλα του ένα φύλακα άγγελο, τη μεταφράστρια Χρύσα Τσαλικίδου.
«Οι μεταφράσεις της είναι καλύτερες από το πρωτότυπο. Είναι όπως θα τα έγραφα εγώ στα ελληνικά»
Έξω από το παράθυρο περνάει ο καινούργιος δρόμος της Χαλκιδικής. Άλλαξαν πολύ όλα, μου λέει με νοσταλγία. Παλιά πηγαίναμε στο Πανόραμα σαν εκδρομή, τώρα είναι πέντε λεπτά δρόμος. Η γυναίκα του μας φωνάζει για να δούμε στο άλμπουμ μια παλιά φωτογραφία με τον πατέρα του στη δεκαετία του τριάντα. Κρατιούνται χέρι χέρι ερωτευμένοι μετά από μισό αιώνα συμβίωσης. Θα ήθελα να τον ρωτήσω πολλά ακόμη. Για τις σχέσεις μας με την Αμερική, για το πως είναι να μεγαλώνεις σε σπίτι με διπλωμάτες; Το αεροπλάνο τους φεύγει σε λίγο και πρέπει να ετοιμαστούν. Θα ξανάρθουμε το καλοκαίρι στο Χορτιάτη, μου λέει χαμογελώντας στον κήπο της σχολής. Να είστε καλά κύριε Κίλι.
Διαβάστε επίσης:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ