Νίκος Δημαράς: Μισός αιώνας στη δημοσιογραφία και μερικά πολύτιμα συμπεράσματα
Η συνέντευξη με τον Παπαχρόνη, η συνεργασία με τον Ιωάννη Βελίδη και τον Κώστα Δημάδη, οι μεγάλες δίκες που κάλυψε και τα βιβλία που σήμερα γράφει
Όταν καλείσαι να μιλήσεις με ανθρώπους που έζησαν και δούλεψαν στη Θεσσαλονίκη, κι όταν αυτοί είναι και δημοσιογράφοι που έχουν μία πιο σφαιρική άποψη για την πόλη και τις αλλαγές της, ο βαθμός δυσκολίας γίνεται πιο μεγάλος, γιατί έχεις να αντιμετωπίσεις έναν άνθρωπο που έγραψε τη δική του ιστορία σε μία εποχή που όλα ήταν πιο δύσκολα και, σίγουρα, πιο απαιτητικά όχι απαραίτητα από τον περίγυρο, όσο από τον ίδιο του τον εαυτό.
Η συνάντηση με τον Νίκο Δημαρά, μόνο ευχάριστη μπορούσε να είναι, κουβαλώντας αναμνήσεις και δημοσιογραφικές επιτυχίες στις αποσκευές του, ήταν απόλυτα διαθέσιμος να απλώσει τη ζωή του και να μιλήσουμε γι’ αυτήν.
Το δημοσιογραφικό έργο άλλοτε και τώρα. Δικαστικό ρεπορτάζ στη “Μακεδονία”, με σημαντικές υποθέσεις όπως του Παπαχρόνη και μία συνέντευξη που ακόμα συζητιέται, των βασανιστών της χούντας και συνταρακτικών εγκλημάτων που σημάδεψαν την πόλη και όχι μόνο. Η αγάπη στο ραδιόφωνο και οι εκδόσεις “Δημοσιογραφικά Παρασκήνια”, “Γέλια στο Ακροατήριο”, “Βασίλης Καρράς” και η πιο πρόσφατη “Όταν ο ήλιος χτυπάει την πέτρα” που στάθηκε αφορμή και για αυτή την συζήτηση.
Παύει ποτέ ένας δημοσιογράφος να ασχολείται με τα κοινά;
Θα έλεγα όχι, δοθέντος ότι το αρχικό κίνητρο για την δημοσιογραφία συνήθως είναι η ανησυχία και η αγωνία για όσα συμβαίνουν γύρω του. Οραματίζεται έναν καλύτερο κόσμο και νομίζει ότι μπορεί να βάλει ένα λιθαράκι και αυτός. Συχνά κάτι πετυχαίνει, αλλά οι προσπάθειες απορροφώνται από το σύστημα και ο στόχος μπορεί να εξελιχθεί σε ουτοπία.
Κάνατε για χρόνια το δικαστικό ρεπορτάζ στην Μακεδονία. Πώς θυμάστε εκείνη την εποχή, τι γεύση έχετε κρατήσει;
Ήταν μια πολύ έντονη εποχή με εκρηκτική ατμόσφαιρα, τόσο στα κοινωνικά θέματα, όσο και στα πολιτικά. Πέσαμε πάνω στην μεταπολίτευση και στις μέρες, που είχαν αρχίσει οι διώξεις και οι δίκες αξιωματικών και άλλων παραγόντων της χούντας για εγκλήματα και βασανισμούς αγωνιστών. Κάλυψα την δίκη για τις δολοφονίες του βουλευτή της ΕΔΑ Γιώργου Τσαρουχά και του αγωνιστή Γιάννη Χαλκίδη. Οι δίκες διαρκούσαν πάνω από ένα μήνα. Κρατούσαμε πρακτικά και γέμιζαν οι σελίδες της “Μακεδονίας”, που τότε ήταν οκτάστηλες μεγάλου μεγέθους. Καλύπταμε επίσης δίκες για στυγερά εγκλήματα της εποχής, όπως αυτή για την λεγόμενη “Μήδεια”, που είχε φαρμακώσει τα παιδιά της εδώ στη Θεσσαλονίκη. Είχαμε, ευτυχώς, καλή συνεργασία με τις εισαγγελικές και δικαστικές αρχές. Μάλιστα με δική μας πίεση είχε καθιερωθεί ενημέρωση των δικαστικών συντακτών από τον προϊστάμενο της εισαγγελίας πρωτοδικών κάθε μεσημέρι στις 12.00 στο δικαστικό μέγαρο, όπου λειτούργησε αρχικά και γραφείο τύπου.
Εγώ βέβαια θυμάμαι την υπόθεση Παπαχρόνη που καλύψατε και μάλιστα κάνατε τότε και μία συνέντευξη του «δράκου της Δράμας» που έκανε αίσθηση. Πώς προέκυψε τότε αυτό;
Ναι αυτή η υπόθεση είχε συγκλονίσει το πανελλήνιο. Όταν μετήχθη ο έφεδρος αξιωματικός Κυριάκος Παπαχρόνης από την Δράμα στη Θεσσαλονίκη όλοι οι δημοσιογράφοι προσπαθούσαμε να έρθουμε σε επαφή μαζί του για να πάρουμε απαντήσεις στο “γιατί” των δύο δολοφονιών και της μιας απόπειρας ανθρωποκτονίας με θύματα γυναίκες. Εγώ, λόγω της φιλίας μου με δύο αστυνομικούς της συνοδείας του Παπαχρόνη, κατάφερα να μπω μια φορά στην “κλούβα” που τον μετέφεραν στο στρατοδικείο και να μιλήσω μαζί του. Με είχε δει φιλικά. Στην αρχή αρνιόταν όσα του καταλόγιζαν, αλλά μετά ξέσπασε και παραδέχτηκε τις πράξεις του, λέγοντας όμως ότι δεν θυμόταν λεπτομέρειες. Την ίδια εικόνα κράτησε μέχρι το τέλος και στο δικαστήριο ως να ήταν ένας άνθρωπος με διπλή προσωπικότητα. Επί μισή ώρα αρνιόταν, μιλούσε για κάποια άλλα πρόσωπα, που τον ενέπλεκαν σε εμπρησμούς και στο άλλο μισό της ώρας παραδεχόταν τις πράξεις, αλλά έκανε ότι δεν θυμόταν λεπτομέρειες. Γι αυτό άλλωστε είχε εξεταστεί επανειλημμένα από ψυχιάτρους – πραγματογνώμονες. Εμένα με έβλεπε φιλικά. Μόνο στο τέλος της δίκης στο στρατοδικείο, όταν είδε τον φάκελο, που κρατούσα και έγραφε “Δράκος”, τότε εξεμάνη, ταρακούνησε τα κάγκελα του σιδερένιου κλουβιού, όπου τον είχαν κλεισμένο και μου είπε με οργή: «Κι εσύ ρε Νίκο;»
Πώς θα σχολιάζατε τη σημερινή δημοσιογραφία σε σχέση με αυτή που γινόταν παλιότερα στη χώρα μας;
Έχουν αλλάξει οι συνθήκες, κυρίως λόγω της τεχνολογίας. Στο επίκεντρο ήταν τότε οι εφημερίδες. Τρέχαμε, ψάχναμε όλη μέρα και το βράδυ διαμορφώναμε την ύλη για να βγει ξημερώματα η εφημερίδα. Είχαμε το άγχος καταγραφής των γεγονότων και της αποκλειστικότητας, αλλά δεν ήταν άγχος της στιγμής. Δεν αγωνιούσαμε για το ποιος θα βγάλει πρώτος την είδηση, ασθμαίνοντας με τα λεπτά, όπως τώρα με τα site, αλλά μας ένοιαζε το ποιος θα έχει το αποκλειστικό, ποιος θα έχει πρωτοσέλιδο την άλλη μέρα. Επίσης δίναμε σημασία στην εγκυρότητα και στη διασταύρωση των πληροφοριών. Δεν υπήρχε η λέξη “φήμες” στη γλώσσα μας. Βασανιζόμασταν για την ακρίβεια των ειδήσεων, κάτι που δεν συμβαίνει τώρα σε όλα τα μεσα, καθώς βλέπουμε καθημερινά ανακρίβειες, σεναριακά κατασκευάσματα και fake news. Βέβαια από μία άποψη είναι θετικό το γεγονός ότι διαχέονται γρήγορα οι πληροφορίες, αλλά υποκρύπτεται και κάποια ασυδοσία, που βλάπτει την λεγόμενη κοινωνική συνείδηση. Επίσης στις μέρες μας υπάρχει μια αίσθηση “συστημικής πληροφόρησης”, όπου έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο μεγάλα συγκροτήματα της Αθήνας με ραδιοτηλεοπτικά μέσα, ιστοσελίδες και εφημερίδες, που αναπαράγουν και σερβίρουν τα γεγονότα κατά το δοκούν, χωρίς δυνατότητα των δημοσιογράφων να ακολουθούν ελεύθερη και ανεπηρέαστη γραμμή.
Γιατί ένα μεγάλο μέρος του απλού κόσμου είναι εναντίον των δημοσιογράφων;
Πιστεύω ότι υπάρχουν πολλοί λόγοι. Πρώτος είναι η απώλεια της αξιοπιστίας και της εγκυρότητας. Ύστερα χαμηλώνουν το επίπεδο της εγκυρότητας και της αξιοπρεπούς ενημέρωσης αρκετοί παρουσιαστές, που δηλώνουν δημοσιογράφοι, ενώ εμπλέκονται στον ίδιο αχταρμά και άλλα πρόσωπα, όπως μοντέλα και “σύμβουλοι επί ειδικών θεμάτων”. Το άλλο μεγάλο αίτιο είναι πως οι πολίτες δεν πείθονται ότι οι δημοσιογράφοι λένε την πλήρη αλήθεια. Αρκετοί πολίτες νομίζουν ή έχουν σοβαρές ενδείξεις ότι οι δημοσιογράφοι υπηρετούν συγκεκριμένα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα.
Η Θεσσαλονίκη σε τι δημοσιογραφικό επίπεδο θα λέγατε πως είναι σήμερα;
Σε σχέση με το παρελθόν δεν είναι σε καλό επίπεδο. Παλιότερα είχαμε, ισχυρές πολιτικές εφημερίδες (Μακεδονία, Θεσσαλονίκη, Ελλ. Βορρά), αλλά και αθλητικές, παράλληλα με τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα, που αναπτύχθηκαν από το 1988 και μετά. Ήταν μια χρυσή εποχή για την δημοσιογραφία, διότι υπήρχαν δουλειές. Η ΕΡΤ 3 αναπτύχθηκε με αξιοπιστία και έγινε πανελλαδικό κανάλι, η Τ.V. 100 λειτούργησε επαγγελματικά και βγήκαν μαζί αρκετά ιδιωτικά κανάλια, που απασχόλησαν συναδέλφους, έστω και αν ως μέσα δεν δεν κατάφεραν τελικά να αποκτήσουν πανελλαδική απήχηση. Σήμερα έχουμε δύο δημόσια τηλεοπτικά κανάλια, που πασχίζουν να σταθούν στο ανταγωνιστικό περιβάλλον ανεπιτυχώς, λόγω αθηναϊκών δακτύλων και οικονομικών αδυναμιών, ενώ τα μικρά ιδιωτικά κάνουν φιλότιμες προσπάθειες, αλλά ως επενδύσεις δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του ανταγωνισμού. Έχουμε βεβαίως και αρκετές ιστοσελίδες, που κάνουν καλή δουλειά, όπως και αξιοπρεπείς εκδόσεις (π.χ. PARALLAXI), που τιμούν την πόλη. Αλλά η Θεσσαλονίκη του 1.100.000 κατοίκων (με τα πέριξ) δεν διαθέτει μια ισχυρή ημερήσια εφημερίδα, ενώ και μια αθλητική, που υπήρχε ανέστειλε την έντυπη έκδοσή της. Έχουμε μόνο μια έκδοση Σαββατοκύριακου (Μακεδονία), με συναδέλφους, που κάνουν φιλότιμες προσπάθειες, αλλά μέσα από μεγάλες δυσκολίες.
Πώς ήταν το συγκρότημα Βελλίδη, ο ίδιος ο Ιωάννης Βελλίδης, η Κατερίνα Βελλίδη, ο διευθυντής-«μύθος» Κώστας Δημάδης που δουλέψατε μαζί τους;
Ο Γιάννης Βελλίδης, γιος του δάσκαλου Κωνσταντίνου Βελλίδη από την Δεσκάτη Γρεβενών, που δημιούργησε την “Μακεδονία” το 1911, είχε αποκτήσει μεγάλη δύναμη, οικονομική και πολιτική και διαδραμάτισε ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις, ιδίως την εποχή του 1964 – 65 και λίγο πριν από την επιβολή της δικτατορίας. Στο σπίτι του στην Αθήνα γίνονταν συναντήσεις κορυφαίων παραγόντων, αλλά και εδώ στη Θεσσαλονίκη συγκεντρώνονταν γύρω του οι Βορειοελλαδίτες πολιτικοί. Η δύναμή του οφειλόταν στις εφημερίδες, καθώς η “Μακεδονία” είχε στη Βόρεια Ελλάδα μεγαλύτερη κυκλοφορία από όση είχαν όλες μαζί οι εφημερίδες της Αθήνας, ενώ ψηλά ήταν και η “Θεσσαλονίκη”. Τις Κυριακές τυπώναμε μέχρι 150.000 φύλλα της “Μακεδονίας”, αφού είχε προηγηθεί μια επίπονη διαδικασία με σελιδοποίηση πάνω στα μάρμαρα, μετά την δακτυλογράφηση στις λινοτυπικές μηχανές. Ωστόσο ο Βελλίδης με εμάς τους εργαζόμενους δεν ήταν προσιτός. Ερχόταν τα βράδια στην εφημερίδα, κουνούσε το κεφάλι του καταφατικά εν είδει χαιρετισμού, μιλούσε δέκα λεπτά με τον διευθυντή Κώστα Δημάδη στα όρθια και μετά έφευγε, ακολουθούμενος από το ζωηρό σκυλάκι του. Μέχρι το 1978 δεν εφάρμοζε τις συλλογικές συμβάσεις και ορισμένοι συνάδελφοι έκαναν προσφυγές, που είχαν ως συνέπεια την απόλυσή τους.
Οι συμβάσεις εφαρμόστηκαν από την κληρονόμο του Βελλίδη, την σύζυγό του Άννα και συνεχίστηκαν μετά από την κόρη του Κατερίνα, με την οποία είχα καλές σχέσεις, αλλά τα “θαλάσσωσε” ως επιχειρηματίας και οδήγησε το συγκρότημα σε πτώχευση το 1996. Θα μπορούσα να απαριθμήσω πλήθος γεγονότων για το συγκρότημα Βελλίδη, αλλά θα χρειαζόμασταν πολλές σελίδες. (Εκτενή αναφορά κάνω στο βιβλίο μου “Δημοσιογραφικά Παρασκήνια” – εκδόσεις Μαλλιάρης Παιδεία). Ο Κώστας Δημάδης, επί 50 χρόνια διευθυντής της “Μακεδονίας”, ήταν σπουδαίος δημοσιογράφος, μεγάλος δάσκαλος, αυστηρός ως άνθρωπος, “κέρβερος” στην μεγάλη αίθουσα σύνταξης, αλλά και δίκαιος στο μοίρασμα των αρμοδιοτήτων. Μέχρι τις τελευταίες μέρες της ζωής του μας έστελνε με fax από την κλινική το πλάνο της πρώτης σελίδας, αφού νωρίτερα του είχαμε στείλει εμείς τα θέματα σε τίτλους.
Αν έπρεπε να επιλέξετε, στο δίλημμα εφημερίδα ή ραδιόφωνο τι θα υπερίσχυε;
Δύσκολη ερώτηση, αλλά θα απαντήσω με κάτι, που έλεγε ένας καλός φίλος και συνάδελφος: Η εφημερίδα είναι το μυαλό και το ραδιόφωνο η ψυχή. Δεν μπόρεσα να τα ξεχωρίσω. Στην εφημερίδα γίνεσαι καλός δημοσιογράφος, ενώ στο ραδιόφωνο γίνεσαι πιο ανθρώπινος δημοσιογράφος. Στην τηλεόραση γίνεσαι γνωστός δημοσιογράφος και στο site χάνεσαι μέσα στο πλήθος, που γυρνά….
Νιώσατε ποτέ πως έμενε στην άκρη η προσωπική ζωή σας λόγω της δουλειάς ή ότι λείπατε πολλές ώρες από την οικογένεια σας;
Ναι, έλειπα πολλές φορές από το σπίτι. Τρέχαμε για ρεπορτάζ παντού, από τον Έβρο έως την Καστοριά. Η δημοσιογραφία στην εποχή μας δεν είχε ωράριο. Σου έλεγε ο διευθυντής “φεύγεις για Έβρο”. Ερχόταν το αυτοκίνητο – εξπρές της “Μακεδονίας” και φεύγαμε νυχτιάτικα. Όμως την όποια ταλαιπωρία κάλυπτε την επόμενη μέρα η ικανοποίηση από το πρωτοσέλιδο ρεπορτάζ με την υπογραφή σου. Ύστερα ήταν και τα ταξίδια σε πολλές χώρες, από Ρωσία έως Αφρική. Όσο μπορούσα προσπαθούσα να είμαι κοντά στα παιδιά, κυρίως τα Σαββατοκύριακα. Στην προσωπική μου ζωή δεν είχα ελλείμματα, γιατί αυτό που έκανα με γέμιζε ικανοποίηση, έχοντας ευκαιρίες για εξόδους και διασκέδαση με άλλους συναδέλφους σε δημοσιογραφικά στέκια.
Με μία τόσο μεγάλη πορεία, απωθημένα θα μπορούσαμε να πούμε πως έχετε ακόμα;
Αισθάνομαι “γεμάτος” από την δημοσιογραφική μου πορεία, καθώς μάλιστα πέρασα από όλα τα μέσα, σε πολλά από τα οποία ήμουν διευθυντής ή αρχισυντάκτης. Ήταν μια εποχή, που είχα ταυτόχρονα εφημερίδα (Μακεδονία), περιοδικό (Επιλογές), ραδιόφωνο (102 F.M.) και τηλεόραση (ΕΡΤ 3 – εκπομπή Απόψεις Απόψε). Το μόνο, που λείπει σε μας τους δημοσιογράφους της Θεσσαλονίκης και γενικά της περιφέρειας είναι ότι δεν έχει το έργο μας πανελλαδική απήχηση. Ενώ έχουν περάσει από εδώ μεγάλες μορφές της δημοσιογραφίας ο πολύς κόσμος δεν τους έμαθε ποτέ. Αντίθετα, αρκετοί συνάδελφοι και φίλοι, που πήγαν στην Αθήνα είχαν εξαιρετική πορεία και έγιναν διάσημοι
Πώς προέκυψε το «Όταν ο ήλιος σπάει την πέτρα»;
Είναι το τέταρτο βιβλίο μου και το πιο αγαπημένο μου. Προηγήθηκαν τα “Δημοσιογραφικά Παρασκήνια”, το βιβλίο για τον Βασίλη Καρρά με τίτλο “Από την αποθέωση της Ανατολής στο χειροκρότημα της Δύσης” και οι ευχάριστες δικαστικές ιστορίες “Γέλια στο Ακροατήριο”. Όλα από τις εκδόσεις “Μαλλιάρης – Παιδεία”. Το τελευταίο βιβλίο αντιπροσωπεύει τον συναισθηματικό μου κόσμο και το πως αυτός χτίστηκε σταδιακά με εμπειρίες και βιώματα από τα παιδικά μου χρόνια στο χωριό, το Κουτσοχέρι Μεσολογγίου. Ένοιωθα κάθε φορά, που πήγαινα στο χωριό τα τελευταία χρόνια, την ανάγκη να περιγράψω την ζωή μιας άλλης εποχής, όταν οι άνθρωποι είχαν πιο γνήσιες σχέσεις, αληθινή αλληλεγγύη και μοιράζονταν τις χαρές και τις λύπες αυθόρμητα και ειλικρινά. Μοιράζονταν ακόμα και τις δουλειές στα χωράφια, στα καπνά, τα σιτηρά και τον θερισμό το καλοκαίρι. Με τις ώρες κάτω από τον καυτό ήλιο να θερίζουν σκυμμένοι, άντρες και γυναίκες. Και όταν ο ήλιος χτυπούσε την πέτρα στο βουνό, απέναντι στην Βαράσοβα, τότε γυάλιζε η κόψη του μεγάλου λιθαριού, καθώς έσκαγε από την θερμοκρασία και οι άνθρωποι έκαναν διάλειμμα για να φάνε κάτι κάτω από ένα σκιερό δέντρο. Μερικές φορές οι πέτρες κατρακυλούσαν κι εμείς ακούγαμε τον κρότο. Ε, από κάτι τέτοιες στιγμές εμπνεύστηκα τον τίτλο “Όταν ο ήλιος σπάει την πέτρα”.
Ένα βιβλίο που περιγράφει ένα παλιότερο μοντέλο ζωής, μπορεί να μιλήσει σήμερα σε αναγνώστες, ίσως νεότερης ηλικίας;
Ναι νομίζω πως μπορεί. Κι αυτό γιατί οι νέοι θέλουν το αυθόρμητο, το γνήσιο, το αληθινό. Καλά είναι να μαθαίνουν το πως μοιράζονταν οι χαρές στους γάμους και στα πανηγύρια, πως ήταν τα απλά, λαϊκά πανηγύρια και πως γέμιζαν οι ψυχές των ανθρώπων με το να πιάνονται στο χορό, κάνοντας κύκλους στα χοροστάσια της εποχής. Ύστερα είναι και η περιγραφή της ζωής στην ύπαιθρο με τα προβλήματα, τις αγωνίες των αγροτών και την ανάγκη προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος. Ένοιωσα μεγάλη χαρά όταν στην παρουσίαση του βιβλίου έρχονταν για να υπογράψω αντίτυπα πολλά νέα παιδιά, που έχουν φύγει από το χωριό, αλλά ήθελαν να μάθουν για την ζωή των προγόνων τους.
Γράφετε κάποιο καινούριο βιβλίο;
Ναι έχω ξεκινήσει να γράφω εδώ και τρία χρόνια ένα μεγάλο βιβλίο, μάλλον το τελευταίο, που έχει προκύψει από τις αφηγήσεις βαρυποινιτών στις φυλακές. Έχω καταγράψει εξομολογήσεις περίπου 30 κρατουμένων στις φυλακές Κασσάνδρας και Επταπυργίου από τότε, που έκανα δικαστικό ρεπορτάζ. Ήταν οι λεγόμενοι “λογοτιμήτες”, δηλαδή ισοβίτες, κρατούμενοι για φόνους και ληστείες, που είχαν υπογράψει μια βεβαίωση ότι θα τηρήσουν τον λόγο της τιμής τους και δεν θα το σκάσουν όταν τους δοθούν ολιγοήμερες άδειες. Ήταν μια απόφαση του τότε υπουργού δικαιοσύνης Γ.Α. Μαγκάκη, που καθιέρωσε τις άδειες κρατουμένων για σοβαρούς οικογενειακούς λόγους. Εγώ με άδεια του υπουργείου μπήκα στις φυλακές και κατέγραψα αυτές τις αφηγήσεις με κύριο ερώτημα το “γιατί” των δολοφονιών. “Γιατί φτάσατε ως εκεί;” Αυτό ήταν το ερώτημα σε μια προσπάθεια να δοθεί μια εξήγηση στην εγκληματικότητα της εποχής. Τα περισσότερα εγκλήματα έγιναν για λόγους τιμής με πιο πολλά θύματα γυναίκες. Από τις αφηγήσεις αυτές έχω επιλέξει τις πιο δραματικές και προσπαθώ να τις περιλάβω στο βιβλίο. Ακόμα ο τίτλος δεν έχει οριστικοποιηθεί. Θα ταίριαζε το “Έρωτες σε βαθμό κακουργήματος”, αλλά μου φαίνεται πολύ βαρύγδουπος. Ίδωμεν…
Τι θα συμβουλεύατε στα νέα παιδιά που αποφασίζουν να γίνουν σήμερα δημοσιογράφοι;
Αγάπη και μεράκι γι αυτό, που κάνουν, έστω και αν δεν αμείβονται σωστά, έστω και αν ταλαιπωρούνται. Να τρέχουν, να φορτίζονται από όσα συμβαίνουν γύρω, να κάνουν ρεπορτάζ και να βγάζουν ειδήσεις. Και όσο μπορούν με ακρίβεια και διασταύρωση των πληροφοριών. Να διευρύνουν συνέχεια τις γνώσεις τους, να μιλούν και να γράφουν σωστά ελληνικά, να έχουν συνέπεια και σοβαρότητα. Να παίζουν στα δάχτυλα την τεχνολογία και τα πλήκτρα των υπολογιστών, να έχουν βλέμμα προς τον ανοιχτό ορίζοντα και να είναι σίγουροι ότι κάποια στιγμή θα δικαιωθούν, καθώς θα πορεύονται στη λεωφόρο της δημιουργικής προσπάθειας με γεμάτες ψυχές, με καθαρή συνείδηση και με την ικανοποίηση ότι βάζουν ένα λιθαράκι για το καλύτερο της κοινωνίας.