nomik-ο-κόσμος-όπως-τον-γνωρίσαμε-πεθαίνει-1118155

Συνέντευξη

Nomik: Ο κόσμος όπως τον γνωρίσαμε πεθαίνει και στη θέση του αναδεικνύεται ένα τέρας

Τραγουδιστής, μουσικός, στιχουργός, συγγραφέας και ποιητής με την "αύρα" ακόμα της Θεσσαλονίκης, μιλάει στην Parallaxi λίγο πριν το επόμενο μεγάλο του live στην πόλη

Γιώργος Σταυρακίδης
Γιώργος Σταυρακίδης

Από μία γενιά καλλιτεχνών που χαρακτηρίζονται για την καλλιτεχνική και κοινωνική τους ανησυχία, ο Nomik συνεχίζει να έχει την αύρα της Θεσσαλονίκης, να γράφει τραγουδάρες, να τις τραγουδά με τον δικό του τρόπο και να εμπνέεται (και να εμπνέει) από όσα γίνονται γύρω του για όσα γράφει.

Αυτό άλλωστε είναι χαρακτηριστικό των σπουδαίων καλλιτεχνών στο πέρασμα των χρόνων και μία κουβέντα μαζί του, κάθε φορά έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Τραγουδιστής, μουσικός, στιχουργός, συγγραφέας και ποιητής είναι ο Nomik κι εκεί που λες πως τον ξέρεις, κάνει κάτι καινούριο και σε στέλνει πάλι να τον μάθεις από την αρχή. Όπως έγινε και με το καινούριο του άλμπουμ “Πες μου αν ήταν όλα ψέματα” αλλά και όπως γίνεται σε κάθε του live, όπως αυτό που έρχεται στις 21 Φεβρουαρίου στο Rover bar στην Σαλαμίνος που στάθηκε και αφορμή για να μιλήσουμε για την πορεία του, τα συγκροτήματα, την ποίηση και όλα εκείνα που συνθέτουν το καλλιτεχνικό του σύμπαν. 

Ξεκινώντας από παλιά, πώς ήταν τα πρώτα χρόνια σου ως μουσικός στη Θεσσαλονίκης, Τι θυμάσαι από εκείνα τα χρόνια της νύχτας και της πόλης;

Τα χρόνια εκείνα ήταν γεμάτα απ’ την ορμή, τη δύναμη και την ωραιότητα της εφηβείας. Θυμάμαι τη Θεσσαλονίκη φωτεινή και δραστήρια. Το κέντρο δεν ήταν μόνο τόπος συνάντησης και περιήγησης στην αγορά. Ήταν κυρίως το πλαίσιο στο οποίο οι παρέες όριζαν το παρόν και ονειρεύονταν το μέλλον. Στα μέσα της δεκαετίας του 90 έπαιζα στον “Παπαγάλο”, ένα υπόγειο φοιτητικό στέκι στη Βύρωνος και παράλληλα ξεκινούσα ως frontman των “Universal Trilogy” κάνοντας λάιβ στα κλαμπς της πόλης. Έζησα στο μέγιστο όλη τη φασαρία της εποχής των νεανικών μου χρόνων.

Ξεκίνησες σε μικρούς χώρους της πόλης να τραγουδάς, σε μία άλλη εποχή για τη Θεσσαλονίκη. Σήμερα δεν υπάρχουν δυστυχώς πολλοί τέτοιοι χώροι. Πώς το σχολιάζεις εσύ αυτό;

Είναι θλιβερό για τη Θεσσαλονίκη να μην υπάρχουν χώροι για μουσικούς και καλλιτέχνες γενικότερα. Είναι σημεία των καιρών και σημάδια μιας σκοτεινής εποχής για την τέχνη. Η πόλη περνάει ίσως τη χειρότερη φάση της, πνίγεται κυριολεκτικά στο Θερμαϊκό της.

Σε γνώρισα με τους Universal Trilogy και αργότερα με τους Sleepin Pillow που άφησαν εποχή στην ελληνική μουσική. Πότε έρχεται η ανάγκη για πιο προσωπική πορεία και γιατί;

Πάντα ήμουν ένα παιδί που ήθελε να παίζει μουσική με τους φίλους του. Αυτό δεν άλλαξε ακόμα κι όταν θέλησα να εκφράσω πράγματα σε πιο προσωπικό επίπεδο. Ακόμα και σήμερα που κάνω σόλο δίσκους με την παρέα μου δουλεύω. Από πολύ νωρίς έκανα μπάντες και έζησα πολύ όμορφες καταστάσεις. Κάποια στιγμή στην πορεία ένιωσα την ανάγκη να πάω σε απόλυτα προσωπικές επιλογές πάνω στη μουσική, να πάρω ολόκληρη την ευθύνη στις πλάτες μου. Πιστεύω ότι έπρεπε να γίνει. Ήταν ένα σημείο καμπής για τη ζωή μου. Σα να μεγάλωσα.

Πώς βίωσες την περίοδο των Sleepin Pillow και την αποδοχή που είχατε από ένα  μεγάλο κοινό;

Την έζησα με πάθος και ένταση. Εκείνη την περίοδο πιστεύω κανείς μας δεν είχε επίγνωση της αποδοχής. Οι “Sleepin Pillow” ήταν για μένα ένα ολόφωτο όχημα, ένα οδηγητήριο φως προς έναν άλλο, μεγαλύτερο ορίζοντα. Προς έναν διαφορετικό, πιο γαλανό ουρανό.

Σήμερα, παράλληλα «συνυπάρχεις» και με τους Seahorse. Είναι μία ανάγκη σου να λειτουργείς και μέσα σε παρέες; Είναι συλλογική δουλειά η μουσική;

Η ανάγκη μου να φτιάχνω μουσική με τους φίλους μου δε σταματάει ποτέ και αυτή η ανάγκη με οδηγεί καθημερινά. Οι “Seahorse” είναι η μπάντα που έχουμε εδώ και κάποια χρόνια και τρέχει για μένα παράλληλα με τα σόλο projects μου. Ασφαλώς και στις μπάντες κυρίως η δουλειά είναι συλλογική, καθένας βάζει λίγη απ’ την ψυχή του.

Πώς είναι να είσαι πάνω στη σκηνή και απέναντι σου άνθρωποι που «κρέμονται» από τα χείλη και τις αναπνοές σου; Δημιουργεί άγχος αυτό, ευθύνη, ενθουσιασμό;

Ανεβαίνοντας στη σκηνή μπορεί κανείς να νιώσει τόσα πολλά και διαφορετικά συναισθήματα. Έχω νιώσει άβολα, μπορεί να έχω νιώσει χαλιά αλλά υπήρξαν και στιγμές μαγικές, φάσεις που για λίγα λεπτά έπιασα τον εαυτό μου κυριολεκτικά να ίπταται πάνω απ’ τον χωροχρόνο. Αν δε σε καταπιεί η σκηνή μπορούν να συμβούν απίστευτα πράγματα.

«Πες μου αν ήταν όλα ψέματα» ο νέος σου δίσκος και κρατάω αρχικά ότι επιμένεις να φτιάχνεις αλμπουμ σε μία εποχή που οι περισσότεροι βολεύονται σε singles. Γιατί αυτό;

Γιατί έρχομαι από μια γενιά δίσκων, από μια εποχή γεμάτη βινύλια, κασέτες και cd. Ό,τι αγάπησα, το έζησα μέσα απ’ τις ολοκληρωμένες κυκλοφορίες τραγουδιών αγαπημένων καλλιτεχνών και όταν μπήκα στη μουσική τον ίδιο δρόμο ακολούθησα και μέχρι σήμερα νιώθω την ανάγκη να κάνω δισκογραφικές δουλειές τυπώνοντας λίγες κόπιες για τους εραστές της μουσικής και τους συλλέκτες. Αρχικά έχω ανεβάσει το νέο μου δίσκο στις ψηφιακές πλατφόρμες αλλά σε λίγο καιρό θα έχω και κόπιες για όσους ενδιαφέρονται.

Τι είναι αυτή η, κάπως αλλιώτικη μουσικά, δισκογραφική δουλειά για σένα;

Είναι η συνέχεια και η εξέλιξη της προηγούμενης δουλειάς. Γράφτηκε στην Αθήνα με την ίδια ομάδα συνεργατών και κατά κάποιο τρόπο η έκφραση και τα εργαλεία έκθεσης είναι παρεμφερή. Όμως το “Πες μου αν ήταν όλα ψέματα” για μένα είναι ένας δίσκος δίπλα υπαρξιακός. Απ’ τη μια ένας ολόκληρος κόσμος διαλύεται και καθώς αποσυντίθεται αναρωτιέται αν το χάος που δημιούργησε άξιζε τον κόπο κι απ’ την άλλη ο καθένας μας ως ένας κόσμος μοναδικός, ως ένας απόλυτος αλλά κι ανήμπορος πια θεός, κάνει αυτοκριτική στον καθρέφτη στο μοναδικό πραγματικό στοιχείο του σύμπαντος. Στο είδωλο του.

Αν μπορούσες να χαρακτηρίσεις τη μουσική σου αλλά και τα τραγούδια σου, τι θα έλεγες γι’ αυτά πως είναι;

Είναι δύσκολο να χαρακτηρίσω τη μουσική μου, να βάλω ταμπέλες, να βρω λέξεις βολικές για τον αναγνώστη, για τον ακροατή να περάσω τη βάση της εύκολης κατηγοριοποίησης. Μπορώ να πω με σιγουριά ότι τα τραγούδια μου είναι γραμμένα με την καρδιά μου.

Τελευταία φορά που σε είδα εγώ live ήταν στις καταλήψεις της Δραματικής του Κρατικού, σε μία συναυλία αλληλεγγύης μαζί με τον Γιάννη Χαρούλη. Γνωρίζω πως είσαι άνθρωπος που τον αφορά τι συμβαίνει γύρω του και το δείχνεις όποτε μπορείς. Είναι χρέος των καλλιτεχνών να εκφράζουν τις κοινωνίες κι αν ναι με ποιους τρόπους;

Είναι χρέος μας να παίρνουμε θέση, να μην είμαστε απαθείς, να μην είμαστε παθητικοί αποδέκτες της αδικίας. Ασφαλώς όπου βρεθώ κι όπου σταθώ θα παίρνω θέση τόσο με τα τραγούδια μου όσο και με τη στάση ζωής μου. Οι καλλιτέχνες έχουν χρέος να μιλούν, ο κόσμος το χει ανάγκη περισσότερο από κάθε άλλη φορά τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.

Από την άλλη, κομμάτι σου είναι και η ποίηση. Τι είναι αυτό που σε οδηγεί να γράφεις κάθε φορά;

Είναι η ανάγκη να με ξαναβρίσκω κάθε φορά. Η δύναμη στο σώμα μου να με ξαναφτιάχνω. Το καινούργιο φως που μαζεύω στο δρόμο και ανυπομονώ ν ανακατέψω με το παλιό. Τα σκοτάδια που δε μ αφήνουν να κοιμηθώ και τα αστέρια που δε θα μπορούσα ποτέ να ανάψω. Η φλόγα της γλώσσας, σαν μια θάλασσα από πολύχρωμες λέξεις που με καλεί να την κολυμπήσω και η θέλξη της αβεβαιότητας στο τέλος του αλφάβητου πως τίποτα δε θα ‘χει μείνει που δε θα το έχει πει κάποιος άλλος.

Τι θα μπορούσε να σε τρομάζει σήμερα με όσα γίνονται;

Είναι τόση η ασχήμια γύρω μας που με τρομάζουν σχεδόν τα πάντα. Ο κόσμος όπως τον γνωρίσαμε πεθαίνει και στη θέση του μοιάζει να αναδεικνύεται ένα τέρας. Δε θέλω όμως να παραδώσω την ψυχή μου στο φόβο. Θέλω να κάνω, να μοιραστώ και να πολλαπλασιάσω την αγάπη.

«Αν ήταν όλα ψέματα» πώς θα ήθελες να είναι η αλήθεια του Nomik;

Μακάρι η αλήθεια μου να ήταν πιο μεγάλη κι απ’ το φως.

*Ο Nomik επιστρέφει για ένα Full Band Live στο Rover Bar (Σαλαμίνος 6, Λαδάδικα) στη Θεσσαλονίκη την Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2024 | Ώρα: 22.00 | Μαζί του οι: Βαγγέλης Σφυρής στην κιθάρα, Δημήτρης Χριστώνης στο μπάσο και Μπάμπης Πετσίνης στα τύμπανα.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα