ο-αλέξης-γράφει-τραγούδια-με-ήχους-από-1090975

Μουσική

Ο Αλέξης γράφει τραγούδια με ήχους από μπάντες στα Βαλκάνια και τις τσιγγάνικες γειτονιές

Ένας ακόμα νέος δημιουργός που επιμένει να ζει μακριά από τις ευκαιρίες της Αθήνας, λέγοντας μάλιστα "δεν παραστριμωχτήκαμε στην Αθήνα;" - Ας τον γνωρίσουμε καλύτερα

Γιώργος Σταυρακίδης
Γιώργος Σταυρακίδης

Τον Αλέξη Γούδα τον γνωρίσαμε το 2008 στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης, όταν απέσπασε το 1ο βραβείο με το «Φανταστικό Ταγκό» του. Έκτοτε έχουν μεσολαβήσει ταξίδια, συνεργασίες, συναυλίες, εκδόσεις και να που ήρθε η ώρα ο Αλέξης να μας απλώσει το καινούριο ψηφιδωτό του με διαφορετικούς ήχους, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα θεματολογία και μία στάση ζωής που αξίζει να συζητήσουμε.

Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και μεγάλωσε στην Καστοριά, με ρίζες από την Ήπειρο που αποτυπώνονται με το πέρασμα των χρόνων και στις δημιουργίες του. Σπούδασε κλασική φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Η επιμονή του να ζει και να δημιουργεί σε μία “επαρχία” έχει ένα ενδιαφέρον που συζητήσαμε επίσης.

Στην “Τσιγγανογραφία” του που μόλις κυκλοφόρησε, ακούμε ήχους από μπάντες του δρόμου στα Βαλκάνια και τις τσιγγάνικες γειτονιές, ethnic χρωματισμούς και αέρα μεσανατολίτικο. Ποιητικό λόγο, ιστορίες, φόρμες και σταθερά μοτίβα από το παραδοσιακό τραγούδι, την έντεχνη σκηνή και τον δυτικό ηλεκτρισμό, σμιλεμένα σε ένα μοναδικό χωνευτήρι “καθρεφτίζοντας” το σπουδαίο ταλέντο του δημιουργού.

Τον Αλέξη, τον γνώρισα κι εγώ – όπως πολλοί – πριν επτά χρόνια από τη «Μεγάλη Αγκαλιά» του, έναν εξαιρετικό δίσκο, τον πρώτο του. Τώρα όμως, επιστρέφει με την «Τσιγγανογραφία», ιχνηλατώντας το τοπίο των Βαλκανίων και τις διεθνείς επιρροές του.

Τους στίχους και τη μουσική υπογράφει ο ίδιος στα 9 από τα 11 τραγούδια του δίσκου, ενώ στη «Βαλκανική Εδέμ» μελοποιεί τα λόγια του Πάνου Σταθόγιαννη και στον «Τσάμικο σε Αρμένικη αυλή» διασκευάζει στα ελληνικά ένα παραδοσιακό της Αρμενίας.  Στο τραγούδι «Διαβατήριο» συμμετέχει το φολκλόρ φωνητικό σύνολο από τη Βουλγαρία «Abagar Quartet» και στο «Μικρό Πρελούδιο» αφηγείται ο Νίκος Αλβανός.

Ακούγοντας το νέο σου άλμπουμ, νιώθω να έρχεσαι ακόμα πιο κοντά σε παραδόσεις;

Η παράδοση είναι ένα πυρηνικό στοιχείο στον άνθρωπο και ως εκ τούτου το κουβαλάμε από τα γεννοφάσκια μας ειδικά όσοι μεγαλώσαμε μέσα στους ήχους της. Κάποια στιγμή αναδύεται και παίρνει τη θέση της στο έργο των δημιουργών, άλλοτε με πιο εμφανή άλλοτε με πιο διακριτικό τρόπο. Αυτό συνέβη και σε μένα κατά μία έννοια. Στη συγκεκριμένη δουλειά βέβαια μελέτησα εκ νέου παραδόσεις από διάφορες μουσικές του κόσμου.

Γιατί «Τσιγγανογραφία»;

Η ανάγκη μου να περιγράψω τον περιπλανώμενο ταξιδευτή, έναν Οδυσσέα  ή έναν Σεβάχ, ή έναν σύγχρονο νομά, με παρέπεμψε στην εικόνα των τσιγγάνων μουσικών.  Που ξεκινώντας από τα βάθη της Ινδίας χαράσσοντας μια ολόδική τους διαδρομή στο χάρτη και αποθησαυρίζοντας διαφορετικές κουλτούρες, στο νέο τόπο πια εγκατάστασης, κυρίως στα Βαλκάνια αλλά και οπουδήποτε αλλού, παρουσίασαν ένα μοναδικό αμάλγαμα.  Εντός του κόσμου, εκτός ορίων στην ερημιά των περιθωρίων.

Πώς γράφτηκε αυτή η δουλειά σου;

Ήταν μια κοπιώδης διαδικασία μιας και πήρε πολύ καιρό να ολοκληρωθεί. Αιτία γι αυτό στάθηκε η συνθήκη του κορονοϊού αλλά και οι πολλές τεχνικές απαιτήσεις ενός πολυσύνθετου και μεγάλου άλμπουμ. Ωστόσο ήταν ένα πολύ ευχάριστο ταξίδι με συγκινήσεις, σκληρή δουλειά, εντάσεις, διαφωνίες όλα όσα δηλ. μας κρατάνε ζωντανούς. Ολοκληρώθηκε εν μέσω ταξιδιών, νέων γνωριμιών, στις τσακισμένες σελίδες βιβλίων, στους αυτοσχεδιασμούς των καινούριων μουσικών, στις ατελείωτες ώρες συζήτησης και ζύμωσης με τον Άρη Αλβανό, τον παραγωγό μου αλλά και στις κρυφές ώρες, στα μυστικά σκιρτήματα της καρδιάς.

Στο να γράφεις πιο ελεύθερα, πιστεύεις πως παίζει ρόλο η επιλογή σου να μη ζεις στην Αθήνα, όπως κάνουν πολλοί συνάδελφοι σου;

Όλα έχουν το τίμημά τους. Προσωπικά δεν ανταλλάσσω τον περίπατό μου στη λίμνη με το ανελέητο κυνηγητό της πρωτεύουσας. Άλλωστε δεν παραστριμωχτήκαμε στην Αθήνα; Η ελευθερία στο να δημιουργεί κανείς βέβαια, δεν υπαγορεύεται από εξωγενείς παράγοντες αλλά από την ίδια του την επιθυμία ή απροθυμία να ζει έξω από τα δεσμά.

Ποια η άποψη σου για το καλλιτεχνικό παρόν της Θεσσαλονίκης;

Ο Σαββόπουλος είχε πει κάποτε πως στη Θεσσαλονίκη σαπίζεις γλυκά. Δυστυχώς επιβεβαιώνεται διαρκώς και μολονότι αυτή η πόλη είναι μήτρα καλλιτεχνών αδυνατεί να στηρίξει τα παιδιά της. Το πρόβλημα όμως είναι και θεσμικό. Παρόλα αυτά υπάρχει καλλιτεχνική ζύμωση και πολλοί αξιόλογοι άνθρωποι.

Υπάρχουν καλλιτέχνες που να νιώθεις «συγγενείς» σου μουσικά;

Όλα τα παιδιά και οι νέες μπάντες που εξερευνούν τον ποιητικό λόγο, πειραματίζονται με την τεχνολογία και την παράδοση και χωρίς καμία δόση καπήλευσης του υλικού νοσταλγούν το μέλλον.

Πόσο δύσκολο είναι για έναν τραγουδοποιό να φτιάξει σήμερα έναν ολόκληρο δίσκο;

Έως και ακατόρθωτο. Τα κόστη για ένα άλμπουμ είναι μεγάλα και οι πηγές εσόδων έχουν συρρικνωθεί. Η δυσκολία έγκειται και στο ότι η αγορά έχει στραφεί προς ένα καθαρά fast track μοντέλο και λίγοι επιλέγουν να κάνουν ολόκληρες δουλειές. Πρέπει όμως να δίνουμε ολόκληρη την καρδιά μας! Ο χάρτης μας, δε μας ανήκει!

Από την άλλη, είναι δύσκολο να φτάσει και στο κοινό ή έχουν απλουστεύσει τα πράγματα με τα social media;

Ο αποκαλούμενος κατά τους κοινωνιολόγους εκδημοκρατισμός της κουλτούρας, οδήγησε στην πλήρη πρόσβαση και σχεδόν όλοι μπορούν να δημοσιεύσουν και να καταναλώσουν, στην πραγματικότητα όμως γέννησε μια δυστοπία καλλιτεχνικού πληθωρισμού. Εδώ ισχύει και το ουδέν καλόν αμιγές κακού.

Μία ιδιαίτερα φωτεινή στιγμή του άλμπουμ, είναι το «Διαβατήριο» σε συνεργασία με το γυναικείο φωνητικό σύνολο Abagar Quartet από την Βουλγαρία. Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία και τι προσέθεσε στο τραγούδι σου;

Ανακάλυψα τις Abagar Quartet από ένα τραγούδι στο διαδίκτυο. Το τραγούδισμά τους με μάγεψε και επικοινώνησα μαζί τους ώστε να προτείνω τη συνεργασία. Ταξίδεψα στη Σόφια για τις ηχογραφήσεις και αισθάνομαι ευγνώμων και τυχερός για όλα. Τα κορίτσια μου δώσανε λίγο από το μέλι της παράδοσής τους για να το βάλω στη συνταγή μου και προέκυψε το πολυεθνικό Διαβατήριο.

Στο τραγούδι κάνεις αναφορά στον Bregovic, τον Θανάση και τον Παπάζογλου. Αλήθεια, ποιοι καλλιτέχνες έχουν επηρεάσει τον τρόπο που γράφεις τραγούδια;

Επειδή σκέφτομαι κυρίως ως γραφιάς θα σου πω πως θαυμάζω τη μαεστρία του Παπαδιαμάντη, τη λιτότητα του Γκανά, τον τρόπο του Ομήρου και τα ιντερλούδια του Μπόρχες. Για μένα αυτοί οι άνθρωποι γράφουν μουσική και πίνω από το γάλα τους. Ωστόσο κυριολεκτικά αισθάνομαι ότι αντλώ από τις μπάντες του δρόμου στα Βαλκάνια και τους Ηπειρώτες κλαρινίστες, τον Wim Mertens και τον Γ. Σπάθα, τα ηχοτοπία των Sigur Ros αλλά και σίγουρα το έντεχνο τραγούδι όπως διαμορφώθηκε μέχρι σήμερα.

Ποιος μπορεί να είναι ένας αγαπημένος σου στίχος από το άλμπουμ αυτό;

Όποιος τον ήλιο γύρεψε, τρυγάει τα σκοτάδια κι όποιος πεθύμησε χαρά στον πόνο δίνει χάδια.

*Η «Τσιγγανογραφία» κυκλοφορεί από τις 15 Νοεμβρίου σε όλες τις ψηφιακές πλατφόρμες.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα