Ο Δημήτρης Καραντζάς στην Parallaxi: «Αυτή η ακροδεξιά στροφή που παίρνει η ανθρωπότητα, με τρομάζει»
Ο σημαντικός σκηνοθέτης μιλά στην Parallaxi με αφορμή την παράσταση «Λεωφορείο ο Πόθος» που έρχεται στη Θεσσαλονίκη
Ο Δημήτρης Καραντζάς είναι από εκείνους τους σκηνοθέτες που δεν χρειάζονται πολλά λόγια για να τους συστήσεις. Από την πρώτη του εμφάνιση, μόλις στα είκοσί του χρόνια, φάνηκε πως το ελληνικό θέατρο απέκτησε έναν δημιουργό με σπάνιο αισθητήριο και εσωτερική δύναμη. Δεν είναι υπερβολή να πει κανείς πως ο Καραντζάς ανήκει σε εκείνη τη μικρή ομάδα των σκηνοθετών που, πριν καλά καλά συμπληρώσουν τα τριάντα τους, κατάφεραν να αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε το σύγχρονο θέατρο.
Σήμερα, ο σκηνοθέτης έχει ήδη χαράξει μια εντυπωσιακή πορεία, με πλήθος σημαντικών παραστάσεων που φέρουν τη σφραγίδα του. Από το αρχαίο δράμα και τα μεγάλα κλασικά έργα μέχρι τη σύγχρονη δραματουργία, συνεχίζει να προσεγγίζει το θέατρο ως πεδίο βαθιάς αναζήτησης – όχι μόνο αισθητικής, αλλά και κοινωνικής.
Αυτή τη φορά, ο σκηνοθέτης επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη με το εμβληματικό έργο του Τενεσί Ουίλιαμς «Λεωφορείο ο Πόθος», που ανεβαίνει από την Παρασκευή 17 Οκτωβρίου έως τις 9 Νοεμβρίου στο Θέατρο Αριστοτέλειον. Μέσα από τη δική του οπτική, η Μπλανς Ντιμπουά αποκτά νέα διάσταση, με τη λεπτότητα και το βλέμμα που χαρακτηρίζουν τον Καραντζά, έναν σκηνοθέτη που ξέρει να αφουγκράζεται το τραύμα, τη μοναξιά, αλλά και την ανθρώπινη ανάγκη για αξιοπρέπεια.
Καθώς ετοιμάζεται να συναντήσει στη συνέχεια τη Σάρα Κέιν στην Αθήνα, δεν παύει να βλέπει τις κοινωνικές και πολιτικές ρωγμές πίσω από τα έργα που επιλέγει. Όπως λέει και ο ίδιος στη συνέντευξη που ακολουθεί, οι πιέσεις και οι αποκλεισμοί που υπέστησαν οι ήρωες του Ουίλιαμς μεταμορφώνονται σήμερα σε κανονισμούς και διατάγματα που θυμίζουν εποχές Ντόναλντ Τραμπ. Η τέχνη του παραμένει έτσι ένα πεδίο αντίστασης, όπου η σκηνή γίνεται τόπος ελευθερίας και στοχασμού.
Πριν ακόμα φτάσει τα 40 του και ενώ τυχαίνει να κάνουμε τη συνέντευξη μία μέρα μετά τα γενέθλια του, η πορεία του είναι πραγματικά εντυπωσιακή με μεγάλες παραστάσεις να έχουν την υπογραφή του. Με αφορμή την παράσταση που ξεκινά στη Θεσσαλονίκη, βρήκαμε άλλη μία ευκαιρία να μιλήσουμε και να αναλύσουμε – απολαυστικά – όσα γίνονται στο «Λεωφορείο ο Πόθος» του και όχι μόνο.
Από την τελευταία φορά που τα είπαμε στον «Καλό άνθρωπο του Σε Τσουάν» στο Βασιλικό Θέατρο μέχρι σήμερα, τι έχει συμβεί στον Δημήτρη Καραντζά, στο μυαλό του Δημήτρη Καραντζά;
Νομίζω ότι είμαι λίγο πιο ήρεμος, σχεδόν συμφιλιωμένος με διάφορα πράγματα που παλιότερα ήμουν πιο ανήσυχος, προσπαθώντας τότε να διαχειριστώ το άγχος και να διαχειριστώ τη δουλειά με μεγαλύτερη χαρά, λέγοντας πια αυτή τη λέξη πρώτη φορά για τη δουλειά, ενώ παλιότερα δεν μου το επέτρεπα σχεδόν. Και ορμή, νομίζω έχω μεγαλύτερη ορμή και επιθυμία για δουλειά από εκείνη τη φάση. Ένα άλλο που έχει αλλάξει, είναι ότι πάντα με ενδιέφερε το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, αλλά τώρα πια νομίζω ότι είναι κάτι το οποίο είναι τόσο επείγον και κρίσιμο, που δεν γίνεται να μην μιλάμε έστω έμμεσα γι’ αυτό. Έμμεσα, εννοώ μέσω από την τέχνη, που πρέπει με έναν τρόπο να το ακουμπάει αυτό το πράγμα.
Είναι κάτι βέβαια, που εσείς το κάνατε πάντα
Ναι, αλλά ίσως τώρα έχω στο νου μου και την Σάρα Κέιν, που ίσως είναι και ο λόγος που επέλεξα το «Cleansed» για τον χειμώνα, γιατί ένιωθα ότι κάπως δεν εννοείται να ζούμε με αυτούς τους όρους. Οπότε, επειδή έχει να κάνει πολύ με τον τρόπο που ακουμπάω αυτό το έργο, το οποίο έχει μέσα τόση βία και τιμωρία για τον άνθρωπο και που θεωρώ ότι ζούμε κάτι τέτοιο, πρέπει απλά να βρει κάποιος τρόπο να αντισταθεί. Το είχα όντως αυτό, αλλά τώρα νομίζω ότι έχει ενταθεί. Είναι το ερέθισμα.
Στη Θεσσαλονίκη από την άλλη, έρχεστε με ένα έργο που στο μυαλό μας το έχουμε κάπως και πιο ρομαντικό, αν και δεν είναι μόνο αυτό. Τι σημαίνει όμως για εσάς, το «Λεωφορείο ο Πόθος»;
Νομίζω ότι σε πολλά έργα, καμιά φορά γίνονται οι παρεξηγήσεις ότι το έχουμε δει έτσι και άρα το έργο λέει αυτό. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν λέει και αυτό, αλλά λέει και πολλά άλλα. Μας έχει μείνει από την ταινία η εικόνα του Μάρλον Μπράντο με το φανελάκι και της Βίβιαν Λί που είχε έναν πιο ρομαντικό τόνο. Αλλά το ίδιο το έργο νομίζω ότι μιλάει βαθιά κοινωνικά για το τέλος μιας εποχής. Δηλαδή η Μπλανς συμβολίζει με έναν τρόπο το τέλος του νότου, μιας πρώην αστικής τάξης, που έρχεται σε σύγκρουση με μια νέα πραγματικότητα που είναι αμέσως μετά τον πόλεμο. Τότε που η Αμερική ανθίζει και έρχεται μια εργατική τάξη η οποία καλπάζει και θέλει να νικήσει. Δηλαδή οι πρώην δούλοι κατά μια έννοια, που θέλουν να έρθουν στην περιοχή της εξουσίας και αυτό γίνεται ακόμα πιο κρίσιμο με την έννοια ότι ο Στάνλεϊ, που είναι και πολωνός, φέρει όλο το τραύμα και το φορτίο του ρατσισμού πάνω του. Οπότε ο Τενεσί Ουίλιαμς είναι σαν να γράφει μια πραγματεία όπου ο ίδιος, προερχόμενος από μια τέτοια γενιά και βλέποντας την άνθηση μιας επόμενης γενιάς που προσπαθεί να επικρατήσει, βλέπει στον Στάνλεϊ την ορμή του να αποτινάξει από πάνω του το στίγμα του ρατσισμού που έχει υποστεί. Τελικώς, η ερωτική αναμέτρηση της Μπλανς και του Στάνλεϊ είναι μια έκφανση της ανάγκης να επικρατήσει ο ένας στον άλλον. Άρα δεν μιλάμε για ένα ψυχρό ρομάντζο, για κάτι ρομαντικό. Δεν έχει γράψει σαπουνόπερα ο Ουίλιαμς. Ξέρετε, ο έρωτας είναι ανθρώπινος αλλά το θέμα είναι τι το υποκινεί. Δεν είναι ακριβώς έρωτας αυτό που συμβαίνει σε αυτούς τους ανθρώπους. Υπάρχει η διεκδίκηση του χώρου του ενός για τον άλλον. Και καμιά φορά ο έρωτας έχει και πολύ πιο βιαία ένστικτα. Δηλαδή αν εγώ θέλω να επικρατήσω απέναντι σε κάτι, νιώθω ότι με απειλεί. Το οποίο το νιώθει και η Μπλανς όταν βλέπει αυτό που ήδη υποτιμούσε, να έρχεται με τέτοια ορμή κατά πάνω της. Επίσης η Μπλάνς, είναι μια φύση που έχει μάθει να ζει λίγο πιο δίπλα από την αλήθεια και όχι στην αλήθεια. Γιατί δεν την αντέχει. Και έρχεται σε επαφή με μια πραγματική άγνοια του τι σημαίνει ποίηση, του τι σημαίνει μία άλλη σκέψη από τη δική της. Όπως αυτή του Στανλεϊ που εκείνος είναι τόσο καρφωμένος στην πραγματικότητα, που δεν μπορεί να αντιληφθεί καθόλου τη δική της φύση. Και παράλληλα δεν μπορεί να αντιληφθεί καθόλου τι σημαίνει ψυχική ασθένεια.
Ξέρετε πολλές φορές σκέφτομαι πως αναμέτρηση είναι κάθε γνωριμία μας, κάθε συνάντηση με άλλους ανθρώπους, με άγνωστη κατάληξη τελικά και άγνωστο νικητή και χαμένο. Και πόσο δύσκολα πια είναι τα πράγματα στις σχέσεις μας
Νομίζω ότι δεν ξέρω άλλη εποχή που να έχω ζήσει, στην οποία οι άνθρωποι να είναι τόσο επιφυλακτικοί και απομονωμένοι. Δηλαδή είμαστε τόσο αυτοαναφορικοί και τόσο φοβικοί παράλληλα και κλεισμένοι στο ο καθένας να τα καταφέρει σε μια περίεργη αποτελεσματικότητα που πρέπει να έχουμε, όταν μιλάμε παράλληλα και για ένα περίεργο κυνήγι επιβίωσης. Γιατί πρέπει να δουλεύει κάποιος συνέχεια για να μπορέσει να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις του. Άρα με έναν τρόπο είμαστε μονίμως σε ένα κουκούλι στο οποίο κυνηγάμε την ουρά μας. Μέσα σε αυτό υπάρχει και η αυτοπροβολή του τι έκανες, πώς είσαι, πώς θα δείξεις ότι πέρασες καλά σε όλα τα social και κάπως σε όλη αυτή την ιστορία δεν νομίζω ότι υπάρχει πραγματικό άνοιγμα για κάτι. Και νομίζω ότι έπαιξε και πάρα πολύ μεγάλο ρόλο και η περίοδος με τις καραντίνες και με όλη αυτή την απομόνωση και τον ψυχολογικό έλεγχο που είχαμε. Δεν θα βγεις, δεν θα πας, δεν θα υπακούσεις αυτό. Κάπως έχουμε γίνει λίγο ζωάκια που μας έχουν βάλει στη θέση μας και πρέπει να είμαστε σε πειθαρχία. Αυτό δεν νομίζω ότι είναι ανθρώπινο.
Πώς εξηγείτε ότι οι άνθρωποι γεμίζουν τα θέατρα τα τελευταία χρόνια;
Αυτό πάλι ξεκίνησε μετά τις καραντίνες. Αλλά συνεχίστηκε, υπάρχει σήμερα και είναι πάρα πολύ παρήγορο ότι βλέπεις πια και πολύ νέο κόσμο στο θέατρο, ενώ παλιότερα δεν ήταν τόσος, κατά τη γνώμη μου. Μετά από τόση απομόνωση να έρθεις σε επαφή με κάτι ζωντανό, με κάτι που γίνεται μπροστά σου. Γιατί ήταν κάτι παράλληλο ότι είχες αρχίσει να συνηθίζεις ότι μια ταινία μπορείς να την δεις σπίτι σου. Όμως, ήταν σαν να υπήρχε η λαχτάρα να συναντηθούμε ξανά κάπου. Και να δούμε κάτι μαζί. Στο θέατρο, ότι την ίδια στιγμή βλέπεις εσύ κάτι, ο διπλανός σου σκέφτεται κάτι τελείως άλλο, αλλά αναπνέεις μαζί του, βλέπεις μαζί του, ζεις μία εμπειρία τελικά μαζί με όλο το κοινό, είναι κάτι το οποίο πάντα ίσχυε, αλλά νομίζω ότι μετά από τόση μοναξιά και τόσο ντουβάρι, κάπως ορμήσαμε σε αυτό. Μετά συνεχίστηκε γιατί, πώς να το πω, είναι ωραίο το θέατρο.
Τι σκηνοθέτης θα λέγατε πως είστε;
Νομίζω ότι είμαι σκηνοθέτης από περιέργεια. Σαν να με κινεί πιο πολύ το να συναντηθώ με τους ανθρώπους για να φτιάξουμε μαζί κάτι. Και από εκεί και πέρα το τι αποτύπωμα έχει και πώς θα με χαρακτήριζε κανείς με πιο ταξινομητικούς όρους, δεν μπορώ να το πω εγώ.
Μετά από όσα ακούστηκαν για το θέατρο και τις δίκες που έγιναν, άλλαξε η διαδικασία του θεάτρου; Νιώσατε να αλλάζει πια η σχέση των ανθρώπων που κάνουν θέατρο;
Είδα ανθρώπους πιο συνειδητοποιημένους. Κάτι το οποίο μπορεί να πέρναγε πολύ εύκολα κάποτε, όπως μία πολύ επίμονα κακή και τοξική συμπεριφορά που πριν ήταν συνώνυμο της υψηλής τέχνης – δηλαδή ότι όσο χειρότερα σου φέρομαι, το κάνω γιατί ψάχνω κάτι πολύ υψηλό, οπότε δεν με ενδιαφέρεις εσύ – και παράλληλα σε αυτό έπρεπε όλοι να κάνουμε κάπως «μόκο», γιατί αυτός έχει την ιστορία του από πίσω., ε αυτό έχει αλλάξει πάρα πολύ. Δηλαδή βλέπω ότι με το που συμβαίνει κάτι βίαιο, υπάρχει άμεση αντίδραση. Βίαιο δεν εννοώ απαραίτητα χειροδικίες και τέτοια, εννοώ και πιο υπόγεια πράγματα. Οπότε βλέπω μία νέα γενιά η οποία είναι πολύ πιο συνειδητοποιημένη και δεν είναι πολύ σηκώνει μύγα στο σπαθί της σε αυτό. Νομίζω ότι πολύ ουσιαστικά άνοιξε αυτός ο διάλογος τότε. Κάτι όντως έφερε σαν αλλαγή στον εργασιακό τρόπο και παράλληλα στο να γνωρίζεις κατά κάποιο τρόπο τα δικαιώματά σου. Στην αλήθεια, όσο και αν συζητάμε για την τέχνη σαν κάτι άλλο, στην πρακτική του μορφή είμαστε κλεισμένοι σε έναν εργασιακό χώρο όλοι μαζί και από το πόστο του ο καθένας προσπαθεί να κάνει τη δουλειά του. Οπότε δεν υπάρχει χώρος για την «ιδιοφυΐα» που θα φερθεί όπως νομίζει, ούτε για τον εκφοβισμό του νταή πέφτουλα που θα υπονοεί ότι αν δεν υπάρχει το φλερτ που θέλω, δεν θα συνεχίσεις να είσαι. Πράγματα τα οποία έπαιζαν πάρα πολύ πριν. Δεν λέω ότι έχουν εξαλειφθεί τελείως και δεν είμαι και σε όλους τους χώρους του θεάτρου, γιατί έχει διάφορα δωματιάκια και στην τέχνη. Όμως παντού νομίζω ότι έχει μπει πιο ισχυρά η συνείδηση.
Με όλα αυτά που γίνονται τόσο στο εσωτερικό της χώρας, όσο και έξω από αυτή, τι είναι αυτό που ενδεχομένως σας κάνει περισσότερο ανασφαλή μέσα σας;
Αυτή η παγκόσμια στροφή ακροδεξιά και η επαναφορά τώρα συζητήσεων. Ο Τραμπ θέλει να κηρύξει μέσω FBI τα τρανς άτομα ως τρομοκρατική οργάνωση διαβάζω. Σε ευρωπαϊκές χώρες αρχίζουν και θέλουν να παίρνουν πίσω δικαιώματα που έχουν δοθεί σε ομόφυλα ζευγάρια. Αυτή η στροφή που παίρνει η ανθρωπότητα με τρομάζει. Νιώθω ότι θα γυρίσουμε πάλι στον μισαναπηρισμό, στο ότι όποιος δεν τα καταφέρνει να τον ρίχνουν στον Καιάδα, νιώθω ένα πολύ βαρύ πράγμα να είναι γύρω μας. Και είναι έτοιμοι να το υποστηρίξουν αυτό πάρα πολλοί άνθρωποι, που αυτό με τρομάζει πάρα πολύ. Φοβάμαι δηλαδή να καταλάβω ότι όντως δίπλα μου έχω ανθρώπους που μπορεί να σκέφτονται ότι πρέπει να πεθάνουν οι αδερφές, πρέπει να εξαφανίζουμε τα τζάνκι, πρέπει, πρέπει, πρέπει… Αυτό είναι κάτι που με τρομάζει εξελικτικά. Φυσικά, στο παρόν με τρομάζει αδιανόητα η στάση του κόσμου, του πλανήτη, απέναντι σε αυτό που έχει συντελεστεί στη Γάζα. Εννοώ, δεν γίνεται η στάση πανευρωπαϊκά και παγκόσμια να είναι αυτή που είχαμε, θεωρώ ότι είμαστε πολύ συνειδητά, μάρτυρες μιας γενοκτονίας η οποία έγινε και εμείς είπαμε «Τι να κάνουμε τώρα», το οποίο είναι πολύ λογικό, αλλά δεν είναι αρκετό. Και είναι ενδεικτικό το πόσο έχουν τα αντανακλαστικά μας φτάσει σε μη ανθρώπινη κατάσταση. Οπότε, συνολικά, με αφορμή και τη Γάζα και το ότι ανθίζει ξανά ο μισανθρωπισμός με τα δικαιώματα ανθρώπων να αφαιρούνται, νιώθω ότι αρχίζουμε πάλι και αμφισβητούμε τα αυτονόητα δικαιώματα ανθρωπισμού. Αυτό λοιπόν είναι κάτι το οποίο μου φαίνεται ότι θα κάνει έναν μεγάλο κύκλο. Θα πρέπει να γίνει κάτι πολύ βαρύ για να αλλάξει ξανά, γιατί νιώθω ότι θα πάει στον πάτο του.
Θα ήταν διαφορετικοί σήμερα η Μπλανς και ο Στάνλεϊ;
Διαφορετικοί σίγουρα θα ήταν, αλλά δεν είναι τόσο μακριά μας. Ο Στάνλεϊ είναι σαν φανατισμένος ψηφοφόρος του Τραμπ, ας πούμε, κατά μια έννοια. Είναι ένας άνθρωπος που υπερασπίζεται φανατικά το «εγώ και τα πράγματά μου», «εγώ και τα λεφτά μου», ή «εγώ και η ανάπτυξή μου και η ευρωστία μου». Και οι Μπλάνς νομίζω ότι είναι αλλιώς στην εποχή μας, αλλά δεν ξέρω αν θα έλεγα ότι αυτή τη στιγμή είναι ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Θα έλεγα πως θα ήταν μια άυλη ιδέα, την οποία σαν να θέλει φανατικά να σκοτώσει ο τραμπικός φασίστας.
*Η παράσταση «Λεωφορείο ο Πόθος»ανεβαίνει στο Θέατρο Αριστοτέλειο, από την Παρασκευή 17 Οκτωβρίου | Μετάφραση: Αντώνης Γαλέος | Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς | Σκηνικό: Μαρία Πανουργιά | Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη | Κίνηση: Τάσος Καραχάλιος | Μουσική: Γιώργος Ραμαντάνης
Διανομή: Μπλανς Ντιμπουά: Αλεξία Καλτσίκη | Στάνλεϊ Κοβάλσκι: Aινείας Τσαμάτης | Στέλλα Κοβάλσκι: Δήμητρα Βλαγκοπούλου | Μιτς: Γιώργος Ζυγούρης | Στιβ: Γιάννης Κόραβος | Ευνίκη: Ιωάννα Ραμπαούνη
Προπώληση: more.com
*Κεντρική φωτογραφία: Eurokinissi